της Δέσποινας Παπαστάθη
«Ενώ περιμέναμε μες στο αυτοκίνητο, είχαμε φάει ό,τι είχε απομείνει από το φαγητό μας. Είχε ακόμη φως: έβλεπα ακόμη τα δέντρα∙ ήθελα να τα βλέπω. Του είπα: “Ξέρεις ότι προσπαθώ να βρω τα ίχνη μιας κοπέλας; Έχεις καμιά πληροφορία για το που θα μπορούσε να βρίσκεται;” “Είναι σ’ ένα δωμάτιο”. Αστειευόταν. Δεν θα μάθαινα τίποτε απ’ αυτόν. Έπρεπε να της μιλήσω. Ήμουν εξαντλημένος και ξάπλωσα στο έδαφος –ήταν παγωμένο∙ δεν υπήρχε φως ή νερό∙ εκείνη ζούσε σε μια κατεστραμμένη πόλη∙ μόνο ενός είδους δουλειά μπορούσε να ελπίζει ότι θα έβρισκε. Οι γέφυρες είχαν καταστραφεί, δεν θα γινόταν τίποτα∙ ήταν αδύνατον –δεν είχε νόημα να ψάξω την κοπέλα: την πόλη την είχαν σβήσει, δεν απέμενε τίποτα, εκείνη είχε σκοτωθεί, άνθρωποι ζούσαν σε τρύπες, τίποτα δεν ζούσε πάνω από το έδαφος».[1]
Σε μια χώρα κατεστραμμένη από τον πόλεμο, ο ανώνυμος αφηγητής του μυθιστορήματος του Alan Burns Η Ευρώπη μετά τη βροχή (μτφρ.: Ρένα Χατχούτ, Gutenberg, Αθήνα 2022) αναζητά εναγωνίως μια κοπέλα. Μάχες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζικές δολοφονίες ανήλικων παιδιών, άνθρωποι απελπισμένοι στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν συνθέτουν το εφιαλτικό τοπίο μέσα στο οποίο ο αφηγητής και η κοπέλα συναντιούνται και την ίδια στιγμή απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο.
Ο Alan Burns (1929-2013) γεννήθηκε σε μια μεσοαστική οικογένεια και μεγάλωσε στο Λονδίνο. Φοίτησε στο Merchant Taylor School, του οποίου τις εμπειρίες και τα βιώματα θα καταγράψει στο πρώτο από τα οχτώ μυθιστορήματά του με τίτλο Buster (1961). Σπούδασε Νομική με την οποία ελάχιστα ασχολήθηκε επαγγελματικά, και από τη δεκαετία του 1970 και εξής δίδασκε δημιουργική γραφή. Θεωρείται ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς Άγγλους συγγραφείς, στο έργο του οποίου ανθίζει, παραφράζοντας τον Rene Magritte, κάθε μορφή απρόβλεπτης, πλην μαγικής, συνάφειας έμβιων και άβιων όντων. Μαζί με τους B. S. Johnson, Christine Brooke-Rose, Ann Quin και Giles Gordon αποτέλεσαν μια συγγραφική ομάδα που δραστηριοποιήθηκε κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στην πειραματική γραφή και σε πρωτοποριακές τεχνικές αφήγησης, με ιδιαίτερη έμφαση στο κολάζ και την αποσπασματικότητα.
Το μυθιστόρημα Η Ευρώπη μετά τη βροχή (τίτλος πρωτότυπου: Europe after the rain) γράφτηκε το 1965 και είναι το έργο με το οποίο ο Burns στρέφεται στην αυτόματη γραφή, τον σκιώδη, αλλά και αποκαλυπτικό κόσμο του ονείρου και του παραλόγου. Η έντονα εικονοποιητική αφήγηση, που συστηματικά καλλιεργεί ο συγγραφέας σε όλα τα μυθιστορήματά του, προσεγγίζει την ποιητική παρά την πεζογραφική ιδιόλεκτο. Το κολάζ εικόνων, στιγμιότυπων, μικροϊστοριών, η σύμπτωση και το τυχαίο, η χαοτική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού είναι κάποια από τα στοιχεία της πρωτοποριακής ποιητικής του Burns που καθιστούν τη γραφή του διακριτή.
Κύριο στοιχείο του μυθιστορήματος Η Ευρώπη μετά τη βροχή είναι η πανταχού παρούσα ανωνυμία.
«Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη, από οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές. Ομάδες στρατιωτών παρέλαυναν στους δρόμους με ταχύ ρυθμό, εκπαιδευμένοι, πειθαρχημένοι, ωστόσο κάποιες στιγμές, στα δίστρατα, αβέβαιοι προς ποια κατεύθυνση να προχωρήσουν». [2]
Παρακολουθούμε τον ανώνυμο αφηγητή να κινείται άναρχα σε μια ανώνυμη κατεστραμμένη χώρα κατά τη διάρκεια ενός ανώνυμου πολέμου, παράλληλα με πολλούς άλλους ανώνυμους χαρακτήρες. Έτσι, τα όρια ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή είναι συχνά θολά και δυσδιάκριτα, ενισχύοντας τον ονειρική ατμόσφαιρα του έργου.
-Πού και πότε διαδραματίζεται ο πόλεμος;
-Ποιοι είναι οι νικητές και ποιοι οι νικημένοι;
-Είναι ακόμα σε εξέλιξη ή έχει τελειώσει;
Είναι κάποια από τα ερωτήματα που προκύπτουν κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος και για τα οποία δεν υπάρχει απόλυτα πειστική και οριστική απάντηση. Βέβαια, στο μυθιστόρημα ο αναγνώστης εντοπίζει στοιχεία που παραπέμπουν με έμφαση στο τραύμα του Ολοκαυτώματος και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανωνυμία και η ασάφεια ενισχύουν την καταδίκη της βίας και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τη συνειδητή επιλογή του συγγραφέα να μην μιλά για γεγονότα τοποθετημένα στο αυστηρό πλαίσιο της Ιστορίας. Για τον Burns το τραύμα του πολέμου και του θανάτου δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί με τον συντεταγμένο και ορθολογικά οργανωμένο λόγο, μιας και κάτι τέτοιο είναι υπόθεση των κοινωνιολόγων και όχι των συγγραφέων, όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του. Αποφεύγοντας τις περιστάσεις της Ιστορίας, ο Burns δημιουργεί εκ νέου με ελευθερία και ποιητική φαντασία τα ιστορικά γεγονότα, υπομονεύοντας τους υπαίτιους της καταστροφής, αναπαριστώντας με τρόπο ελλειπτικό την κρίση της κοινωνίας, την αλλοτρίωση, τη διαφθορά και την αδιαφάνειά της.
Ο Burns άντλησε την έμπνευσή του από τρία διαφορετικά γεγονότα, όπως διαβάζουμε στην εμπεριστατωμένη, λεπτομερή και διαφωτιστική σχετικά με τον συγγραφέα και το έργο του «Εισαγωγή» της Ρένας Χατχούτ στον ανά χείρας τόμο:
«είδε τυχαία μια φωτογραφία του ομώνυμου διάσημου πίνακα του Μαξ Έρνστ (αν και τότε είχε ήδη ξεκινήσει τη συγγραφή του έργου και, όπως είπε σε μια συνέντευξη, απλώς βρήκε τον τίτλο)∙ ανακάλυψε τα λεπτομερή πρακτικά της δίκης της Νυρεμβέργης σ’ ένα παλαιοπωλείο, ενώ σε ένα άλλο παλαιοπωλείο βρήκε την “Αναφορά ενός δημοσιογράφου για τη ζωή στην Πολωνία μετά τον πόλεμο”».[3]
Θα σταθώ στην πρώτη συγκυρία της έμπνευσης του συγγραφέα, η οποία ενισχύει τις καινοτόμες αφηγηματικές τεχνικές του, παρά το γεγονός πως η Αναφορά του δημοσιογράφου για τη ζωή στην Πολωνία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της συγγραφής, όπως δήλωσε ο Burns.[4] Ο πίνακας του Μαξ Έρνστ (1891-1976), ζωγραφισμένος στην πρώτη εκδοχή του το 1933 μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία και στη συνέχεια το 1941 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αποδίδει την αγωνία του δημιουργού του για την τύχη της Ευρώπης και του κόσμου όλου εξαιτίας του ναζισμού και των θηριωδιών του πολέμου. Ταυτόχρονα θεμελιώνει το ιδιαίτερο εικαστικό προφίλ του στο οποίο, κατά την περίοδο της καλλιτεχνικής ωριμότητας, κυριαρχούν τα ονειρικά, εφιαλτικά σκηνικά που πηγάζουν από το υποσυνείδητο.
Το μυθιστόρημα του Alan Burns Η Ευρώπη μετά τη βροχή και ο ομώνυμος πίνακας του Μαξ Έρνστ φιλοτεχνούν την εικόνα ενός κόσμου όπου επικρατεί η ολοκληρωτική ερήμωση εξαιτίας του πολέμου και των δεινών που επιφέρει στις ζωές των ανθρώπων. Τα βασανιστήρια, οι βιασμοί, οι εξορίες, οι μαζικές εκτελέσεις, ο θάνατος, η μοναξιά, η απογοήτευση, η παραφορά της βίας δοσμένα με ασάφεια, αλλά και με την αναπαραστατική ακρίβεια της εικόνας, καθιστούν το μυθιστόρημα πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς μας περιγράφει την Ευρώπη όχι μόνο μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά την Ευρώπη και τον κόσμο, πριν, κατά και μετά από κάθε πόλεμο. Άλλωστε, όπως ομολογεί ο ανώνυμος αφηγητής του ιδιαίτερου αυτού μυθιστορήματος
«Πολεμήσαμε –έπρεπε να πολεμήσουμε∙ ήταν απλό –ήταν το μόνο που υπήρχε. […] ήταν για το τίποτα».[5]
Σημειώσεις:
[1] Alan Burns, Η Ευρώπη μετά τη βροχή, μτφρ.: Ρένα Χατχούτ, Gutenberg, Αθήνα 2022, σ. 62.
[2] Στο ίδιο, σ. 149.
[3] Στο ίδιο, σ. 11.
[4] Στο ίδιο, σ. 11.
[5] Στο ίδιο, σ. 172.
Alan Burns, Η Ευρώπη μετά τη βροχή, μτφρ.: Ρένα Χατχούτ, Gutenberg
Βρες το εδώ