Η Εύα στα Σεπόλια  (του Ιωσήφ Βεντούρα)

0
457

Η Εύα στα Σεπόλια 

  της     Υβέτ

Στα Σεπόλια
Στης Ξανθίππης το στενό
παίζανε μπάλα τα παιδιά
γελούσαν ρίχνανε γκαζές
κι είχανε πάθος και ορμή
με τα παιχνίδια, τις φωνές
με πόθους και με προσμονές

Εμπρός, εμπρός,
μούγκριζε το τραμ
ένας θεός
ανάμεσα σας τριγυρίζει
κι οι αυλακιές  απ’  τις  τροχιές
-βαθιές της γειτονιάς ουλές-
κλαγγή σπαθιών ορυμαγδός
συντρόφευαν  την Εύα εις τη γη
που χαμομήλι έμοιαζε
σε καιρικό ρυθμό
έτσι καθώς ξεπρόβαλε
στην παιδική σκηνή
κι έπαιζε την πριγκίπισσα
που την άρπαξε το τέρας
και ύστερα τον ναύτη
σε λάκκους με νερά.
Αλήθεια
αυτά ΄ναι τα ποτάμια της Εδέμ
ο Τίγρης ο Φισών
ο Ευφράτης κι ο Γηών;

Τα βράδια
πίσω από πανί
το κολλητήρι ζήταγε
ψωμί απ’ τον Καραγκιόζη
και κάπνιζε ο Βεζίρης ναργιλέ
με φόντο το σεράγι

Σσσσσσς
σάρκαζε ο σιδεράς
καθώς  σιγόκαιγε τις ώρες
Γιατί
θα έσπαγε ο λύχνος
πριν θρύψαλα τα λόγια
κρύψουν το ηλιοτρόπιο
κι υγράνουνε το χώμα
πριν ο χρόνος παίζοντας
ποτίσει όπιο τη μνήμη
και τόσα χρόνια γίνουνε
του παρελθόντος μέρα
θα έσπαγε ο λύχνος
κι ας μέτραγε φεγγάρια
η αγάπη
ας ράγιζε τη σιωπή

Ατένιζε η Εύα
στον ορίζοντα
τα σύννεφα συρμό
να σέρνουνε το μέλλον
κι από μακριά λίγο θαμπά
κάθε βραδιά τον οσμιζόταν
αυτόν που τα χρόνια κλέβει
τον οσμιζόταν πριν να φωνάξει
με τόσο σπαραγμό
για ό, τι γύρω βλέπει.

 

 

Ο  Πέτρος Αλώβητος στο «κάπου αλλού»

Ιδού εγώ αλώβητος ελάλησα
πως κυκλοί κυκλών
πορεύεται το πνεύμα
(έτσι είναι γραμμένο)
μέχρις ότου σκοτεινιάσει
κι ο σπόρος του χαθεί.

Τότε δεν θα υπάρχει χρόνος
θα έχουν σβήσει οι αριθμοί
μονάχα το μηδέν θα βασιλεύει
και τ’ όνομά του στο άπειρο
θα εκταθεί

Από ένα σημείο σπέρμα
της επόμενης τροπής
εκλάμψεις σκοταδιού
και σύννεφα φωτιάς
σφαίρα
που κάποια δύναμη εκτόξευσε
και τώρα την κοιτά.
Γεύση πικραμύγδαλου θα είναι
και πόση χαρά μπορεί να δίνει
όταν σε οδύνη και οργή
συστρέφεται η στιγμή
και μοιάζει με  φλύκταινα
που σπείρα κωνική δείχνει το παρελθόν.
Και δεν θα υπάρχει  χρόνος
όταν ταχυόνια εξορμούν
και μηδενίζουν τις αποστάσεις

Έτσι εγώ
ο Πέτρος αλώβητος
με μαύρο το φως του λυχναριού
θα οδεύω σε τόπους άγνωστους
όπου χάνονται οι αισθήσεις
κι η λήθη σαν πνοή
κάτι ανείπωτο
σε κώνο που όλο κι εκτείνεται
ή μήπως στο «κάπου αλλού»
εκεί που όλα απρόσιτα
ενώνονται μαζί της
με άλλες πνοές
σταγόνες βροχής ή
δάκρυα
μοναχικού Θεού.

Δεν θα υπάρχει χρόνος.

________________________________________________________________________

κυκλοί κυκλών:”Εκκλησιαστής” Α.5 Μετάφραση των εβδομήκοντα
Ταχυόνια : σωματίδια που αναπτύσσουν ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη της ταχύτητας του φωτός

Προηγούμενο άρθροΗ πόλη του Θεού και του θανάτου (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΑλμπέρ Καμύ, Πώς γράφτηκε ο Ξένος (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ