Του Δημήτρη Χαλκιόπουλου(*).
Πέρα από το ερώτημα πως γράφεται ένα κακό βιβλίο είναι σημαντικό να εξετάσουμε πως φτιάχνεται ένα βιβλίο.
Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η χρήση της γραφής (του κειμένου) ή κάποιου άλλου συστήματος με οπτικά σύμβολα (σχήματα, ζωγραφιές ή φωτογραφίες) για να μεταδώσει την έννοια. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αρχή κάθε βιβλίου είναι το κείμενο, το οποίο, προκειμένου για τα παιδικά βιβλία, μαζί με την εικονογράφηση, αποτελούν το κέντρο της αφήγησης.
Σε καμία περίπτωση όμως το κείμενο από μόνο του είναι ένα βιβλίο. Το βιβλίο αποτελεί ιδανικό περιβάλλον στο οποίο το κείμενο μπορεί να αλληλεπιδράσει με την εικόνα παράγοντας ένα νέο, πολλές φορές αυτονομημένο από τα συστατικά του, νόημα.
Το βιβλίο φτιάχνεται μέσα από μια σύνθετη επεξεργασία έτσι ώστε από αϋλη ιδέα να γίνεται χειροπιαστό αντικείμενο.
Η παρακάτω παράγραφος του Αλέκου Λεβίδη από το βιβλίο Ζωγραφική για βιβλία, Αγρα, 1998, συνοψίζει, πιστεύω, όλες τις πιθανές απαντήσεις:
«…Η αισθητική και η τυπογραφία ενός βιβλίου
είναι αξεχώριστες από την αξία του περιεχομένου του.
Καλλιεργούν και ευφραίνουν όσο και το κείμενο.
Όσοι θεωρούν “πολυτέλεια” την καλώς εννοούμενη αισθητική φροντίδα στο βιβλίο,
απλώς κάνουν κακά βιβλία…»
Η λέξη «φροντίδα» που θεωρώ ότι είναι το κλειδί στην παραγωγή του βιβλίου, αναφέρεται στον συνολικό σχεδιασμό και στην επιμέλεια του βιβλίου.
Και εδώ μπαίνει το ουσιαστικότερο, κατα τη γνώμη μου, ερώτημα: Σχεδιάζονται τα βιβλία για παιδιά; και πως;
Το πλέον διαδεδομένο εργαλείο εδώ και χρόνια για το σχεδιασμό των βιβλίων είναι οι υπολογιστές. Και είναι τέτοιος ο βαθμός αυτοματοποίησης και παραμετροποίησης που προσφέρουν που συχνά ο σχεδιασμός των βιβλίων είτε αφήνεται στον αυτόματο πιλότο ή -στα χέρια ευφάνταστων χειριστών- οδηγείται στην απόλυτη αυθαιρεσία: Περιθώρια, συλλαβισμός, διάστιχα, αραιώσεις, βάρη και ποικιλία γραμματοσειρών, χρώματα και παραμορφωτικές επεμβάσεις, που μπορεί να υπερβαίνουν κάθε έννοια του μέτρου, της λειτουργικότητας και της αισθητικής:
Το κείμενο, η απόδοση του και η σχέση του με την εικόνα,
Αφού έχουμε αναγνωρίσει τη σημασία του κειμένου, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη λειτουργία του μέσα στο βιβλίο και τη σχέση του με τα άλλα συστατικά του. Σε αντίθεση με την εικονογράφηση, το κείμενο διαβάζεται γραμμικά σε μια αυστηρά καθορισμένη για κάθε πολιτισμό φορά. Ο τρόπος αυτός της ανάγνωσης, έχει επηρεάσει και επηρεαστεί από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Η καταστρατήγηση των κανόνων αυτών μπορεί να δημιουργεί ενδιαφέροντα οπτικά αποτελέσματα σε άλλους τομείς της επικοινωνίας αλλά πάντα λειτουργεί εις βάρος της αναγνωσιμότητας του κειμένου. Η ανάγνωση απαιτεί συγκέντρωση και πειθαρχία, η εναλλαγή των αράδων καθορίζει έναν σταθερό ρυθμό. Η αποκωδικοποίηση των χαρακτήρων και η κατανόηση του νοήματος είναι μια σύνθετη εγκεφαλική λειτουργία, δυσκολότερη, όσο μικρότερη είναι και η αναγνωστική εμπειρία του παιδιού. Πρωταρχική μέριμνα λοιπόν του σχεδιαστή πρέπει να είναι η ανάδειξη του κειμένου και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος του. Η εξασφάλιση του ζωτικού χώρου για το κείμενο είναι θεμελιώδης. Η επιλογή της γραμματοσειράς, το μέγεθος, το βάρος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι βασικά τόσο για την ανάγνωση όσο και για την απόδοση του λόγου. Κάθε σελίδα είναι το ίδιο σημαντική, κάθε γραμμή κειμένου και λέξη, απαραίτητη!
Όμως το όριο μεταξύ λειτουργικότητας, δημιουργικής έκφρασης και αισθητικής αρτιότητας δεν είναι πάντα ευδιάκριτο. Υπάρχουν, αρκετά δυστυχώς, παραδείγματα βιβλίων όπου το κείμενο δεν διαβάζεται είτε λόγω ατυχούς επιλογής φόντου, τύπου, χρώματος και βάρους των γραμμάτων (Μια γραμματοσειρά που λειτουργεί θαυμάσια στο λευκό χαρτί μπορεί να είναι αδύναμη πάνω σε έντονο φόντο) ή ακόμη και λόγω αστοχίας στη εκτύπωση.
Βασική είναι επίσης η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση του κειμένου με την εικονογράφηση, η οποία κατά κύριο λόγο, στα παιδικά βιβλία, βασίζεται στη ζωγραφική. Ο εικονογράφος καλείται να δημιουργήσει εικόνες που εμπλουτίζουν, συμπληρώνουν, επεξηγούν ή μερικές φορές ανατρέπουν το κείμενο. Μερικές φορές μπορεί οι εικόνες ακόμη και να υποκαθιστούν το κείμενο και υπάρχουν έξοχα παραδείγματα βιβλίων που στηρίζονται αποκλειστικά στις εικόνες.
Όσο όμως υπάρχει κείμενο στο βιβλίο οφείλει να αποτελεί ισότιμο μέρος της σύνθεσης γιατί είναι εκείνο που συμπυκνώνει το νόημα.
Υπάρχουν παραδείγματα που η εικονογράφηση κινείται παράλληλα με το κείμενο χωρίς να προσθέτει στην εξέλιξη της ιστορίας. Αποτελεί ευχάριστη παρέμβαση στη συνέχεια της ανάγνωσης. Το κείμενο και η εικόνα αγγίζονται χωρίς να επεμβαίνει το ένα στο άλλο ενώ σε άλλες περιπτώσεις το κείμενο βρίσκεται μέσα στην εικόνα η οποία φροντίζει απλώς να αφήσει τον απαραίτητο χώρο επιτρέποντας απλά την ύπαρξη του στη σελίδα. Το κείμενο δεν εντάσσεσαι στη σύνθεση η οποία λειτουργεί και χωρίς αυτό.
Ιδανικά σε μια αρμονική συνύπαρξη της εικόνας με το κείμενο. το κάθε στοιχείο πρέπει να διατηρεί το ζωτικό του χώρο, να αναπνέει στο όριο της σελίδας και να συμβάλει με τον καλύτερο τρόπο στην απόδοση της ιστορίας, στην επικοινωνία του νοήματος και στην απόλαυση της ανάγνωσης.
Δυστυχώς δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ενώ έχουμε μια πολύ ωραία εικονογράφηση, με ιδιαίτερο ύφος και ζωγραφικές ποιότητες και με ισορροπημένη σύνθεση στη διάσταση και στο σχήμα του βιβλίου, η προσθήκη του κειμένου γεμίζει κάθε κενό χώρο και εξαντλεί τα ζωτικά περιθώρια των σελίδων.
Μπορεί στα εικονογραφημένα βιβλία ειδικά για τα παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας το κείμενο να έχει περιορισμένη έκταση. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως έχει δευτερεύουσα σημασία.
Συχνά εμφανίζονται βιβλία με θαυμάσια εικονογράφηση που μοιάζουν σαν να μην χωράνε το κείμενο με αποτέλεσμα αυτό να βρίσκεται εν μέρη ή εντελώς πάνω στις εικόνες ή εκτός του ωφέλιμου χώρου της σελίδας γεμίζοντας τους κενούς χώρους της εικονογράφησης.
Η συνεργασία σχεδιαστή, επιμελητή και εικονογράφου μπορεί να εξασφαλίσει την αρμονική συνύπαρξη όπου κανένα στοιχείο δεν επιβάλλεται ούτε ενοχλεί το άλλο αντιθέτως συνεργάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται: Το κείμενο κρατάει το δικό του χώρο στη σύνθεση η οποία όμως χωρίς αυτό θα ήταν ελλιπής. Η εικόνα ορίζει το χώρο και την κατάσταση στην οποία εξελίσσεται η ιστορία και το κείμενο μας λύνει την εύλογη απορία του τι συμβαίνει.
Ενώ η συνηθισμένη πρακτική της σελιδοποίησης είναι η ενσωμάτωση του κειμένου στην εικόνα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι -λίγες- προσπάθειες δημιουργίας μιας εικόνας με τη χρήση του κειμένου και μόνο ή η ζωγραφική απόδοση του κειμένου που διατηρεί μεν την αναγνωσιμότητα του αλλά γίνεται και αυτό εικόνα.
Στην προσπάθειά τους οι σχεδιαστές να αποδώσουν το κείμενο ή να εμπλουτίσουν την όψη του, επιδιώκουν (φαινόμενο συχνό τα τελευταία χρόνια στα βιβλία για παιδιά της μέσης ηλικίας που ξεκινούν να διαβάζουν μεγαλύτερα κείμενα από αυτά των εικονογραφημένων βιβλίων) τη διάσπαση της συνέχειας του κειμένου, δυστυχώς συχνά με κόστος την αναγνωσιμότητα και τη συνέχεια του νοήματος, διαφοροποιώντας λέξεις ή φράσεις με τη χρήση άλλων γραμματοσειρών, χρωμάτων, βάρους, μεγέθους και αραίωσης ή παραμόρφωσης των γραμμάτων, πολλές φορές ακόμη και με την αντικατάσταση τους από την αντίστοιχη εικονα. Η προσπάθεια είναι ενδιαφέρουσα και η σχεδιαστική πρόκληση μεγάλη. Μεγάλος όμως και ο κίνδυνος της απώλειας του μέτρου, και της υπερβολής που μπορεί να οδηγήσει, χάριν του εύκολου εντυπωσιασμού, σε κείμενα που δεν διαβάζονται.
Συνολικός σχεδιασμός του βιβλίου.
Το μέγεθος και το σχήμα ενός βιβλίου είναι συνάρτηση του χαρτιού που χρησιμοποιείται. Όμως μέσα στη γκάμα των διαθέσιμων μεγεθών η επιλογή σχετίζεται και με το περιεχόμενο αλλά και με την εντύπωση που θέλουμε να έχει ο αναγνώστης.
Τα μικρότερα μεγέθη δημιουργούν βιβλία πιο προσιτά, οικεία και φιλικά. Μεταφέρονται εύκολα ώστε να μας συνοδεύουν συνεχώς και αυτό τα κάνει πιο προσωπικά. Από την άλλη ο περιορισμένος χώρος δεν αναδεικνύει την εικονογράφηση ενώ όταν παράλληλα έχουν λίγες σελίδες και μαλακό εξώφυλλο φαίνονται ευτελή.
Τα μεγάλα βιβλία προσφέρονται για εντυπωσιακές, χορταστικές εικονογραφήσεις και διαθέτουν ικανό χώρο για περιπετειώδεις σελιδοποιήσεις. Είναι όμως πιο δύσχρηστα, κι ειδικά για τα παιδιά. Ενώ όταν έχουν μαλακό εξώφυλλο είναι επιρρεπή σε φθορές.
Το μέγεθος μαζί με το σχήμα (και το εξώφυλλο) καθορίζουν την πρώτη εντύπωση του αναγνώστη και επηρεάζουν τη σχέση του με το βιβλίο. Πρώτα από όλα το σχήμα του και μετά ο σχεδιασμός του εξωφύλλου και ο τίτλος του χαρακτηρίζουν το βιβλίο.
Δεν θα ασχοληθώ με το εξώφυλλο του βιβλίου εδώ, καθώς είναι ένα σύνθετο ζήτημα που θα μπορούσε να απασχολήσει μια μεγάλη συζήτηση. Θα ήθελα όμως να αναφερθώ στο οπισθόφυλλο το οποίο συχνά μένει αδιάφορο, ασχεδίαστο χωρίς ταυτότητα και χωρίς σύνδεση με το υπόλοιπο βιβλίο.
Το εξωτερικό περίβλημα του βιβλίου δεν εξαντλείται στο εμπροσθόφυλλο. Το έντυπο βιβλίο διαθέτει επίσης ράχη, οπισθόφυλλο, και πολλές φορές και αυτιά. Και καθώς αποτελεί περίβλεπτο τρισδιάστατο αντικείμενο απαιτεί την ίδια φροντίδα σε όλα του τα στοιχεία.
Είθισται στο οπισθόφυλλο εκτός από μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου να βρίσκονται οι «τεχνικές» πληροφορίες που συνήθως δεν αφορούν τον αναγνώστη αλλά είναι υποχρεωμένος να τις βλέπει. Ακόμη και το barcode που συνήθως τοποθετείται αμήχανα σε μια γωνία, μπορεί να συνεισφέρει στη σύνθεση του οπισθόφυλλου, χωρίς να επηρεαστεί η λειτουργικότητα του.
Τα καλύμματα, τείνουν να εξαφανιστούν από τα βιβλία με σκληρό εξώφυλλο, όπως επίσης οι ταπετσαρίες που όλο και συχνότερα ενσωματώνονται στο σώμα του βιβλίου για λόγους οικονομίας του χαρτιού, οι αρχικές και τελικές σελίδες που συρρικνώνονται, οι κολοφώνες που σε ελάχιστα πλέον βιβλία υπάρχουν. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής αγοράς του βιβλίου που απαιτεί όλο και πιο γρήγορες και με χαμηλότερο κόστος παραγωγές. Έτσι επικεντρωνόμαστε στα βασικά: είναι το κείμενο αποδεκτό και επίκαιρο; είναι η εικονογράφηση εντυπωσιακή και εμπορική; (άλλωστε για πόσο καιρό επιβιώνει στην αγορά ένα βιβλίο, ώστε να αξίζει περισσότερη «φροντίδα»;).
Ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζει κανείς ένα βιβλίο είναι λίγο-πολύ γνωστός: Πρώτα διαβάζεις το εξώφυλλο, το πιάνεις στα χέρια σου, το ζυγίζεις, αισθάνεσαι το χαρτί, (μερικοί το μυρίζουν…) γυρίζεις και διαβάζεις το οπισθόφυλλο… Μετά το ανοίγεις.
Ένα βιβλίο με πρωτότυπο και ουσιαστικό κείμενο, με ειλικρινή εικονογράφηση, Με φιλικό στην αφή χαρτί, με σωστά σχεδιασμένο εξώφυλλο, με κατάλληλο σχήμα και λειτουργική σελιδοποίηση που αναδεικνύει το περιεχόμενο, είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς να του αντισταθείς.
Η οικονομία είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος στο σχεδιασμό και την παραγωγή ενός βιβλίου. Συνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα διάδοσης του. Όσο μειώνεται το κόστος παραγωγής τόσο αυξάνεται ο αριθμός των παραγόμενων βιβλίων, όσο αυξάνεται ο αριθμός των βιβλίων ο ανταγωνισμός συμπιέζει το ποσοστό του εμπορικού κέρδους και οδηγεί στην ανάγκη για μεγαλύτερη μείωση του κόστους της παραγωγής συμπιέζοντας και την ίδια τη διαδικασία. Μήπως τελικά αν φτιάχναμε λιγότερα βιβλία, θα μπορούσαμε να τα φτιάχνουμε καλύτερα;
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει όλη η υποδομή που επιτρέπει τη γρήγορη, εύκολη και φθηνή παραγωγή βιβλίων.
Υπάρχει επίσης διαθέσιμη όλη η γνώση και η κληρονομιά χρόνων ιστορίας και πολιτισμού. Το ποιο είναι το όριο της επένδυσης για το κάθε βιβλίο είναι σαφώς θέμα του κάθε εκδότη. Όπως επίσης και η βούληση για καλύτερα βιβλία.
Η προσωπική μου παρατήρηση είναι ότι είναι μάλλον σπάνιο να χαρακτηρίσει κανείς κάποιο βιβλίο κακό. Είναι πολύ λίγα τα βιβλία που, σύμφωνα με τα παραπάνω, θα έλεγα ότι είναι κακά.
Δυστυχώς όμως πάρα πολλά παιδικά βιβλία είναι αδιάφορα χωρίς να έχουν να προσθέσουν κάτι ουσιαστικό, χωρίς πρωτοτυπία, διδακτικά, ανειλικρινή και επιφανειακά ως προς το περιεχόμενο και την εμφάνισή τους. Αδιάφορα είτε ως προς τα συστατικά ή ως προς το σύνολό τους. Και αυτό φοβάμαι πως είναι το πραγματικό «κακό».
(*) Ο Δ. Χαλκιόπουλος είναι γραφίστας, σχεδιαστής οπτικής επικοινωνίας