της Χριστίνας Λιναρδάκη (*)
(με αφορμή «τη ζωή του συγγραφέα και τον θάνατο της λογοτεχνίας» του Δημοσθένη Κούρτοβικ)
Ο περίφημος «θάνατος του συγγραφέα» κατά Barthes ήταν ο κεντρικός άξονας της ομιλίας του Δημοσθένη Κούρτοβικ στο πρόσφατο συνέδριο του oanagnostis.gr, το οποίο ανίχνευσε τον παλμό της λογοτεχνίας σήμερα. Μάλλον, όχι τόσο ο θάνατος όσο η ανάστασή του αφού, όπως πολύ σωστά συμπεραίνει ο Δ. Κούρτοβικ, ο συγγραφέας σήμερα δεν είναι καθόλου πρόθυμος να δεχτεί ότι πέθανε.
Όχι ότι κάποιος άλλος (εκτός από τον Barthes) τον θέλει πεθαμένο. Ο αναγνώστης σήμερα δεν αισθάνεται μόνο ευχαρίστηση όταν διαβάζει το νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ξέρει και προτιμά, αισθάνεται πρωτίστως ασφάλεια, αφού έχει από πρώτο χέρι διαπιστώσει ότι οι πειραματισμοί μπορεί να έχουν πολύ κακή κατάληξη. Έπειτα, ποιος θα αγόραζε ένα βιβλίο όπου το όνομα του συγγραφέα δεν θα αναγραφόταν πουθενά; O συγγραφέας επομένως, στη συνείδηση των απανταχού αναγνωστών, είναι εγγύηση της ποιότητας (ή μη) του ανά χείρας τους κειμένου.
Σε συζήτηση με γνωστή ποιήτρια για το θέμα, κατέγραψα με ενδιαφέρον την παρατήρηση ότι, στη σημερινή εποχή όπου η αυτοπροβολή του συγγραφέα έχει διευκολυνθεί με το διαδίκτυο, τα μέσα δικτύωσης κ.λπ., δεν είναι τόσο διαδεδομένο (τουλάχιστον στην Ελλάδα) να παρουσιάζεται το πρόσωπό του στα εξώφυλλα (εκτός αν είναι πεθαμένος) και αυτό είναι αλήθεια – με εξαίρεση βέβαια τη Ρεζέρβα του πρίγκιπα Χάρι ή γενικότερα τις (αυτο)βιογραφίες.
Είχε ασφαλώς δίκιο. Αυτό συμβαίνει επειδή ουδείς είναι πρόθυμος να ταυτίσει τόσο ολοκληρωτικά το έργο με τον συγγραφέα. Όσο κι αν ανακουφίζει τον αναγνώστη η παράδοσή του σε έμπιστες πένες, όσο κι αν κανείς δεν θα αγόραζε ένα βιβλίο χωρίς όνομα, το έργο παραμένει ανεξάρτητο προϊόν μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας δεν είναι πλέον η αυθεντία η οποία δίνει νόημα στο κείμενο που έγραψε. Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά το ζήτημα αυτό της αυθεντίας.
Στο παρελθόν υπήρχε η πεποίθηση ότι ο συγγραφέας είναι δημιουργός, καθ’ ομοίωση προς τον Δημιουργό του κόσμου, και επομένως δικαιούνταν λατρευτική σχεδόν θέση: σύμφωνα με μουσουλμανικές αναπαραστάσεις, για παράδειγμα, ο ποιητής είναι ένα εργαλείο που ενεργεί χάρη στη δημιουργική ενέργεια που του εμφύσησε ο Θεός. Στα κινεζικά πάλι, η λέξη 作者 (zuozhe), δηλ. συγγραφέας/ποιητής) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα της λέξης που σημαίνει «ποιώ», όπως ακριβώς στα ελληνικά. Αλλά και στη λογοτεχνία της Δύσης, που οι απαρχές της εντοπίζονται στα καθ’ ημάς, απαντάται ο Πλάτωνας να αναφέρει ότι, για να κατανοηθεί σωστά ένα κείμενο, «τοῦ πατρὸς ἀεὶ δεῖται βοηθοῦ», έχει δηλαδή πάντοτε ανάγκη τον δημιουργό του. Κι αυτό διότι υφίσταται, κατά τον Πλάτωνα, σχέση πατρότητας μεταξύ συγγραφέα και κειμένου, με τον πρώτο να είναι ο μόνος που μπορεί να εξηγήσει το αυθεντικό νόημα του δεύτερου. Πρόκειται λοιπόν για γενική πεποίθηση που ανάγεται στην αρχαιότητα.
Η πρωτοκαθεδρία του συγγραφέα έμελλε ωστόσο να αμφισβητηθεί. Όπως με πολλούς τρόπους έχει δείξει η λογοτεχνική θεωρία[1], η ερμηνεία που βασίζεται στον συγγραφέα σίγουρα δεν είναι η μοναδική που επιδέχεται το κείμενο. Κι αυτό γιατί, με την έκδοσή του, το κείμενο παύει να είναι ένα σύνολο λέξεων που έγραψε κάποιος. Μετατρέπεται σε σκυτάλη που παραδίδεται στον επόμενο δρομέα, τον αναγνώστη. Αυτός το παίρνει και τρέχει μαζί του, το διαβάζει δηλαδή και το ερμηνεύει κατά το δοκούν. Το λογοτεχνικό κείμενο το επιτρέπει αυτό: επιτρέπει δηλαδή την άντληση διαφορετικού κάθε φορά νοήματος, ανάλογα με το ποιος το διαβάζει. Ο Barthes (1973) υποστήριξε ότι αυτό οφείλεται στη λειτουργία της συνδήλωσης ή συμπαραδήλωσης (connotation), η οποία αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες της απροσδιοριστίας που βρίσκεται στη ρίζα της λογοτεχνικότητας, του τι κάνει δηλαδή ένα κείμενο λογοτεχνικό.
Κάθε λογοτεχνικό κείμενο λοιπόν παράγει εκατοντάδες διαφορετικές ερμηνείες, ισάριθμες ή πολλαπλάσιες των αναγνωστών του. Κάποιες από αυτές μπορεί να είναι τελείως εσφαλμένες, κάποιες άλλες να είναι αδιέξοδες, άρα ανεπιτυχείς. Όταν λοιπόν ο αναγνώστης δεν βγάζει νόημα εκ των ενόντων, είναι απολύτως νόμιμο να… νεκραναστήσει τον συγγραφέα, να στραφεί δηλαδή στην πρόθεσή του ή σε στοιχεία που αφορούν τη ζωή του. Μολονότι δεν μπορεί να ταυτιστεί με το έργο του, ο συγγραφέας παραμένει η μήτρα που το γέννησε και, όπως ξέρουμε από τον Freud, η ζωή είναι μια συνεχής επιστροφή στη μήτρα. Γιατί να μην ισχύει αυτό και για τη λογοτεχνία;
Το υποστηρίζω αυτό από την εμπειρία μου στη λογοτεχνική κριτική και εν γνώσει της θεωρίας για την προθετική πλάνη (intentional fallacy) που στοιχειοθέτησαν οι Wimsatt και Beardsley (1946) και πρέσβευε ότι «η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι ούτε πάντα διαθέσιμη ούτε επιθυμητή για τον καθορισμό της επιτυχίας ενός λογοτεχνικού έργου». Η αλήθεια είναι ότι η πρόθεση, πολλώ δε μάλλον καίρια στοιχεία της ζωής του συγγραφέα, πράγματι δεν είναι πάντοτε εύκολα διαθέσιμα στον αναγνώστη. Αξίζει όμως να αναζητηθούν. Πώς; Μέσω συνεντεύξεων, προσωπικής επικοινωνίας, κ.ο.κ.
Ακόμη κι αν ο αναγνώστης δεν είναι πρόθυμος να υιοθετήσει την οπτική του συγγραφέα, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο εκείνος συνδέεται συνειδητά ή μη με το κείμενό του προσθέτει γνώση για αυτό. Η πρόθεση και η ζωή του συγγραφέα αποτελούν στοιχεία που ενσωματώνονται στο γραπτό του με έναν ακατάλυτο τρόπο και συγκροτούν το φως που αναγκάζει το κείμενο, μέσα σε ένα σύμπαν σχεδόν άπειρων πιθανών ερμηνειών, να καταρρεύσει σε μια καταρχήν ερμηνεία, μια ερμηνεία πέρα για πέρα ουσιώδη.
(*) Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας
[1] Για παράδειγμα, το Horizontverschmelzung (σύντηξη οριζόντων) του Hans-Georg Gadamer (1960), το différance (διαφορά) του Jacques Derrida (1967) και άλλες τέτοιες έννοιες που συντείνουν στις διαφορετικές ερμηνείες ενός κειμένου ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, τμήμα της οποίας είναι ο αναγνώστης, ή με το εκάστοτε συγκείμενο.