Η επικράτεια του λούμπεν

0
423

Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.

 

 

 

Μπουφονικά πατώντας σε δυο βάρκες, οι ήρωες του Κωνσταντίνου Πουλή μετεωρίζονται βιδωμένοι στα τσιμέντα. Στο μπετόν, κυριολεκτικά, του αστικού περιβάλλοντος, μα κυρίως στις αγκυλώσεις της οικογένειας, των κοινωνικών επιταγών, των εμμονών, του ιδεολογικού ιζήματος, της μανιέρας των ακαδημαϊκών αναφορών, του έθνους, ανάλογα με την περίπτωση. Ζουν στον κόσμο μας, στην επικράτεια του λούμπεν.

Ο Τάκης, βοηθός κουρέα, παθαίνει νευρικό κλονισμό, όταν ονειρεύεται πως είναι σταρ του Χόλυγουντ (Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο των Εξαρχείων).  Η πραγματική ζωή ωχριά μπροστά στα, τηλεοπτικής λάμψης, επαναλαμβανόμενα όνειρά του. Στην πλατεία Καραϊσκάκη, κρυφοκοιτάζει ένα γαμήλιο γλέντι μεταναστών και μονολογεί: «Εγώ με τρύπιο παπούτσι δεν ανεβαίνω στο τραπέζι να χορέψω, δεν καλώ συγκρότημα σε σουβλατζίδικο, δεν παντρεύομαι γυναίκα με χαλασμένα δόντια».

Στο διήγημα Γκουρμέ, τρεις φίλοι, σπουδαστές στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι στη Μόσχα, έχουν την «υπέροχη συνήθεια» να διαβάζουν φωναχτά λογοτεχνία. Ελλείψει άλλου, ανοίγουν έναν οδηγό μαγειρικής, «είναι κι αυτός ένα βιβλίο». Διαβάζουν εξεζητημένες γαλλικές συνταγές, τρώγοντας χοτ-ντογκ με κόκα κόλα.

Ο Θανάσης, στο Χιλιόμετρο μηδέν, θέτει σκοπό ζωής να ορίσει το ακριβές σημείο «μηδέν» στο Σύνταγμα, απ’ όπου ξεκινά η μέτρηση των χιλιομετρικών αποστάσεων. Η εμμονή του, του προκαλεί εγκεφαλικό και καταλήγει φυτό στο νοσοκομείο, σ’ ένα διήγημα που ξετυλίγεται γύρω από τη θέση «ο λαιμός είναι η πηγή κάθε πνευματικής δραστηριότητας».

Στο Κάμπινγκ στην πλατεία Συντάγματος, ο (εντελώς καμένος, αλλά εύστοχος κατά λανθάνοντα τρόπο) πρωταγωνιστής της ιστορίας στήνει αντίσκηνο στο Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους, θεωρώντας πως είναι χώρος ελεύθερου κάμπινγκ. Στο Χωρίς χαρτιά, φασίστες και μετριοπαθείς γίνονται μαλλιά κουβάρια από κεκτημένη ταχύτητα.

Στο, κατά τα άλλα, ετερόκλιτο μίγμα ιστοριών που απαρτίζουν τη συλλογή  (έχουμε ένα πολύ μικρό –flash- διήγημα, επίσης, έναν θεατρικό διάλογο, μια splatter ιστορία μάνας και γιου σε οιδιπόδειο σύμπλεγμα κ.ά.), ο έρωτας όμως αναζητείται, όπως θα τον δοκίμαζε ένα νοήμον, συναισθηματικό (αλλά) ζώο. Δεν είναι κινηματογραφικός, δεν είναι ιδανικός ή καταραμένος, οι συνθήκες και η τύχη δεν τον υποστηρίζουν. «Σε μια περίοδο έντασης της ληστρικής επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας, είναι αδύνατο να διηγηθείς μια τέτοια ιστορία» (Έρως επίκαιρος).

Με κύριο στίγμα την ειρωνική διάθεση, ο Κωνσταντίνος Πουλής έχει επιτύχει να περιγράψει την ιστορική στιγμή όπου οι λούμπεν κι αλλοτριωμένοι άνθρωποι δεν αποτελούν πλέον περιθώριο, αλλά τον κανόνα, την πλειοψηφία. Ακόμη κι αν αριστερίζουν ή ψάχνονται, διάγουν τους βίους τους βαθιά νυχτωμένοι για την κατάστασή τους.  Ενώ θεματολογικά θα μπορούσαμε να βρούμε αναφορές στα ανθρώπινα τοπία, για παράδειγμα, του Βουτυρά, η τάση του Πουλή να χρωματίζει σχολιαστικά ή σαρκαστικά τα επεισόδια τον απομακρύνει από όποια σύγκριση. Γλωσσικά, θυμίζει περισσότερο προσαρμογή στην εποχή μας του ύφους του Τσιφόρου.

Οι ήρωες του θέλουν να ανήκουν κάπου, νομίζουν ότι ανήκουν, αλλά δεν ανήκουν, παρά μόνον ίσως στο γελοίο και μάταιο της ύπαρξης. Ο μοναδικός ανάμεσά τους που ξέρει πως δεν τον χωράει ο τόπος, που αντιλαμβάνεται πως οι συνθήκες έρχονται κόντρα στη φύση και τις επιθυμίες του, είναι ο Αλέξης, ο ήρωας του τελευταίου διηγήματος, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Ο θερμοστάτης του ακολουθεί άλλες κλίμακες και η ιστορία του προσεγγίζεται με έναν μαγικό και ταυτόχρονα γειωμένο ρεαλισμό.

 

info: Ο θερμοστάτης, Κωνσταντίνος Πουλής, Μελάνι, 2014

Προηγούμενο άρθροΗ μη απόλαυση της ανάγνωσης
Επόμενο άρθροΈθιμα ταφής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ