Η εμφιάλωση του ατίθασου (του Γιάννη Στρούμπα)

0
357

του Γιάννη Στρούμπα

 

Η κόρη Φρασίκλεια δεν προλαβαίνει να χαρεί τη γαμήλια ζωή και τον έρωτα, καθώς οι θεοί την παίρνουν από νωρίς κοντά τους. Ο θάνατος την καταδικάζει να ακινητοποιηθεί στην κατάσταση της κόρης, ενώ ο γλύπτης Αριστίων ο Πάριος της επιφυλάσσει ένα ακόμη μαρμάρωμα, καθώς σμιλεύει το άγαλμά της στο μνήμα της. Η Φρασίκλεια θα προτιμούσε το δώρο της ζωής, όμως στις θωπείες του γλύπτη στο μάρμαρο προσπαθεί να βιώσει έναν άλλου τύπου έρωτα. Η ολοκλήρωση του γλυπτού, ωστόσο, ακυρώνει τις ψευδαισθήσεις και οριστικοποιεί το όνομα της κόρης: «Απαραβίαστη». Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ήδη στην εκκίνηση της ποιητικής της συλλογής Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, οριοθετεί το πεδίο της πραγμάτευσής της: η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο θάνατος. Ένα μνημόσυνο, μία οδύνη που εκφράζονται ευθύς εξαρχής με σχήμα οξύμωρο και ειρωνεία. Το οξύμωρο προκύπτει από τη συνεξέταση της ετυμολόγησης στο όνομα Φρασίκλεια και της ζωής που επιφύλαξε η μοίρα στην κόρη: η προορισμένη να μιλά για δόξες (φράζω + κλέος) συναντά τον πρόωρο, άδοξο θάνατο. Κι η πραγματικότητα αυτή της διαψευσμένης δόξας ενεργοποιεί τη λειτουργία της τραγικής ειρωνείας.

Το ερωτικό ανεκπλήρωτο η Κουτσουμπέλη το εντοπίζει σε κάθε έκφανση της ζωής. «Έτσι ήταν εκείνη η συνάντηση των δυο τους/ στο φανάρι,/ όταν για ένα δευτερόλεπτο/ ο ένας αναγνώρισε τον άλλο,/ κι ύστερα τράβηξε ο καθένας/ τον δρόμο του στο κρύο»: η ευκαιρία που χάνεται ανεκμετάλλευτη κι ανεπιστρεπτί εικονοποιείται με τρόπο κινηματογραφικό. Η ποιήτρια, ωστόσο, επιμένει να συσχετίζει την επίπεδη ζωή με το περιβάλλον ανθρώπων που κινούνται στον χώρο των τεχνών και ιδίως της ποίησης. Η Σύλβια Πλαθ ενσαρκώνει, ως προδομένη σύζυγος, την προβολή της ανικανοποίητης ζωής στους ποιητές, «Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται/ όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας». Ο Κώστας Κρυστάλλης περιφέρει, εσωτερικός μετανάστης στην πρωτεύουσα, την αμήχανη μοναξιά του, μεγεθυσμένη από το «φθισικό αυγό»: «ξένος στους ξένους ξένιζα ξενιτεμένος», με τον εμφαντικό τονισμό της ιδιότητας του ξένου μέσα από την επανάληψη των ομόρριζων και την παρήχηση του ξ και του ν. Για την Άννι Έντσον Τέιλορ πάλι, που αποπειράθηκε να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα δοκιμάζοντας τον άθλο να ριχτεί στους καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε βαρέλι, «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα». Αλλά η υπέρβαση τούτη δεν αρκεί, τη στιγμή που αναγκάζεται να συνυπάρχει μ’ έναν σύζυγο «ξένο», που «Φορούσε μακριά σώβρακα».

Η μοναξιά του βίου, που δεν εξαιρεί μήτε τον κάθε «ποιητή Όμικρον», επιτείνεται από ένα στοιχείο αρρωστημένο, που καθιστά ακόμη και την επαφή προβληματική, ανίερη και καταδικαστέα. Η Κουτσουμπέλη εντοπίζει το αρρωστημένο να συστεγάζεται με την ποίηση, όπως συμβαίνει στην απαγορευμένη ερωτική σχέση του ποιητή λόρδου Μπάιρον με την αδελφή του, ή του κόντε Σολωμού, πατέρα του εθνικού ποιητή Διονύσιου, με την υπηρέτρια «μητέρα-σάβανο» του ποιητή, σε μια παράνομη και ταξικά ασύμβατη σχέση. Διερευνώντας τα μυστικά των ποιητών της («Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον» ή «Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»), η Κουτσουμπέλη σχολιάζει την αυτοκαταστροφικότητά τους, «Αφού όλοι γνωρίζουν/ ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας/ και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο».

Υπό την οπτική αυτή, η τέχνη, ως κατεξοχήν μορφή δημιουργίας, μεταλλάσσεται σε «δημιουργική μοναξιά». Το ποιητικό παιχνίδι της Κουτσουμπέλη εκδηλώνεται πολυεπίπεδα. Η ποιήτρια όχι μόνο υπονοεί τη «δημιουργική γραφή», την οποία μετονομάζει σε «δημιουργική μοναξιά», όχι μόνο αντιστρέφει τους ρόλους του συγγραφέα και του λογοτεχνικού του ήρωα, αναθέτοντας στον ήρωα την ταυτόχρονη επινόηση του συγγραφέα, αλλά μετατρέπει εντέλει και τα δύο πρόσωπα σε ήρωες ενός απώτερου συγγραφέα, που κινείται έξω από τον κόσμο των δύο προαναφερόμενων προσώπων και κινεί επίσης τα νήματα του βίου τους. Διαλεγόμενη με αφηγηματολογικές θεωρίες, η Κουτσουμπέλη αντιστρέφει τον Ρολάν Μπαρτ («Ο  θάνατος του συγγραφέα»), αποφαινόμενη πως ο συγγραφέας, ανεξαρτήτως των τοποθετήσεων των αναγνωστών του, θα παραμένει ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του υλικού του, όντας ενήμερος για κάθε σκέψη ή διάθεση ανταρσίας των ηρώων του κι ελέγχοντάς τους απόλυτα. Η κυριαρχία επί των ηρώων, ωστόσο, δεν απαλείφει τις προβληματικές καταστάσεις για τον συγγραφέα, ο οποίος βρίσκει μπροστά του πάλι τη βούληση του αναγνώστη σε ένα διαφορετικό επίπεδο: εκείνο των αναγνωστικών προτιμήσεων· οι προτιμήσεις των αναγνωστών επιβάλλονται στον συγγραφέα με τη δύναμη της εμπορικότητας και τον υποχρεώνουν να δημιουργήσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά τρόπο άγονο και καταπιεστικό για τον ίδιο. Εξού και η Λουίζα Μέι Άλκοτ αδυνατεί να συμβιβαστεί με τη «βαρετή καθημερινότητα» των δικών της ηρωίδων στις «Μικρές κυρίες», οδηγούμενη στην ευχή και στην τραγική παραδοχή «Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/ του απάνθρωπου αυτού βιβλίου/ στο οποίο/ είμαι μεν μία συγγραφέας/ αλλά όχι η συγγραφέας του». Ο αλλοτριωμένος από την εμπορικότητα συγγραφέας αποτελεί μία ακόμη ενσάρκωση του ποιητή Όμικρον κι ερμηνεύει επίσης τη μοναξιά του, μια «δημιουργική» μοναξιά που παλεύει να ισορροπήσει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Οι ποιητικές ρήξεις της Κουτσουμπέλη με τα παραδεδομένα δεν σταματούν εδώ. Η ποιήτρια μετατοπίζει το δράμα από τους συγγραφείς στους λογοτεχνικούς ήρωες, η προσέγγιση των οποίων συντελείται υπό νέα οπτική. Οι επτά νάνοι δεν αφοσιώνονται στη Χιονάτη αλλά της επιβάλλονται και, τρόπον τινά, την καταβροχθίζουν. Η φασολιά του Τζακ δεν φυτρώνει ποτέ και το θαύμα δεν συντελείται. Κι η προδοσία του Ιούδα ήταν, στην πραγματικότητα, «η ουσία της αγάπης» του στον Χριστό. Ίσως όμως η μετατόπιση από τους συγγραφείς στους ήρωές τους να υπονοεί εντέλει και την ταύτισή τους. «Το ένα μου χέρι είναι γάντζος./ Μ’ αυτό το χέρι γράφω» («Κάπτεν Χουκ»): ο Κάπτεν Χουκ γράφει με τον γάντζο, συνθήκη η οποία οδηγεί τον ήρωα στην αγκαλιά του συγγραφέα του και υποδηλώνει τον ήρωα ως προσωπείο του συγγραφέα.

Οι αντιστροφές αυτές εμπεριέχουν φιλοσοφημένα αποστάγματα πείρας ζωής, τα οποία διατυπώνονται συχνά με τρόπο αποφθεγματικό και με τη συνδρομή σχημάτων λόγου. «Η νηνεμία είναι η δοκιμασία», αποφαίνεται ο θαλασσόλυκος ποιητής Νίκος Καββαδίας: «Μες στον ύπνο κάθε βράδυ,/ να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου/ να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα». Η επαναφορά του έρωτα στο ποίημα καταδεικνύει την επιμονή της Κουτσουμπέλη στη συμπλοκή του με την ποίηση. Ο Καββαδίας πετυχαίνει να εμφιαλώσει τη θάλασσα ακριβώς χάρη στην ποίηση, όμως χάνει τον έρωτα: «έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα». Το σχόλιο όμως που τοποθετεί η ποιήτρια στο στόμα του Καββαδία προκρίνει εντέλει την ποίηση: «Καλύτερα», γιατί οι ποιητές εμφιαλώνουν το ατίθασο και δεν εμφιαλώνονται οι ίδιοι, όσο κι αν το περιβάλλον απειλεί να τους δεσμεύσει: «Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο ύπουλος εχθρός./ Η μνήμη είναι».

Μέσα στις δεσμεύσεις του περιβάλλοντος, συνεπώς, που κατατρύχουν τον ποιητή και σχηματοποιούν τη μοναξιά του, καθοριστικός παράγοντας αποδεικνύεται κι η μνήμη. Η επιβολή της μνήμης είναι τυραννική, γι’ αυτό και η παρότρυνση «μην επιτρέψεις/ στη χειρουργό μνήμη τον ακρωτηριασμό». Θα ’ταν αναμενόμενο η «χειρουργός» μνήμη να επιτελεί ίσως σωτήρια ιαματική επέμβαση, όμως, όταν βαραίνει, ακρωτηριάζει. Η Κουτσουμπέλη δεν αρνείται, συνεπώς, στη μνήμη αμφότερες τις λειτουργίες, τη θετική και την αρνητική. Έχει σημασία λοιπόν ο τρόπος της διαχείρισής της, «Αφού ποτέ δεν είναι μόνον άνθρακας ο θησαυρός». Αρκεί να βρεθεί το μέσο για την προσέγγιση του διαμαντιού.

Αμφιταλαντευόμενη μεταξύ των λειτουργιών και της ίδιας της ποίησης, η Κουτσουμπέλη αναζητά τις ισορροπίες που θα ακυρώσουν τη «γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον». «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,/ εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,/ δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω./ Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι./ Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση». Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η ποιήτρια πραγματεύεται διαψεύσεις της ποίησης, διαπιστώσει συνάμα και τη λυτρωτική της λειτουργία. «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/ η ποίηση./ Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν». Η μοναξιά, επομένως, δεν είναι ο μοναδικός τόπος του ποιητή. Υπάρχει στην ποίηση και πεδίο ψυχικών ταυτίσεων και συμπορεύσεων. Έτσι ερμηνεύεται και η επιλογική τοποθέτηση της Κουτσουμπέλη, στην οποία διαπιστώνεται πως όσο μοναχική κι επίπονη κι αν είναι η ποιητική διαδικασία, θα ’ναι συνάμα και μια πορεία ατέρμονη: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει».

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021, σελ. 56.

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΤα παιδιά και οι άνεμοι της Ιστορίας (της Ελένης Σβορώνου)
Επόμενο άρθροΑπό το Νυχτερινό στ’ Ανάκτορα (του Ηλία Β. Σπινάσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ