Του Pino Mariano (*).
Η «Ελπίδα» και η «Grekìa» είναι δύο ποιητικές συλλογές που γεννήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, παρουσιάστηκαν και ξαναπαρουσιάστηκαν σε διάφορες γλώσσες και διαφορετικά περιβάλλοντα, σαν να επρόκειτο για κεντρικά έργα στην ποιητική παραγωγή των δημιουργών τους. Στην πραγματικότητα, την «Grekìa» ακολούθησαν με την πάροδο του χρόνου άλλες ποιητικές συλλογές και την «Ελπίδα» άλλες ποιητικές εκφράσεις, όμως, σε πεζό λόγο. Και οι δύο ποιητικές συλλογές έχουν κάποια κοινά, ιστορικά χαρακτηριστικά.
Μερικοί στίχοι της «Ελπίδας» διαβάστηκαν το 1984 στο Μαρακές, με την παρουσία του Ακαδημαϊκού της Γαλλίας Leopold Sedar Senghor και υπό την αυτάρεσκη και καλοπροαίρετη ματιά του Τάκη Βαρβιτσιώτη και της Μαργαρίτας Δαλμάτη. Δύο χρόνια μετά τα Παγκόσμια Συνέδρια της Ποίησης υπό την υψηλή αιγίδα της Μελίνας Μερκούρη, Υπουργού Πολιτισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας, είχαν μετακομίσει στην Κέρκυρα-Αθήνα˙ και εδώ, φρόντισε να κάνω καλή εντύπωση ο Τίτος Πατρίκιος μεταφράζοντας για μένα στα ελληνικά τους πρώτους στίχους της «Grekìa», διαβάζοντάς τους – αντί των δικών του – στη Σπιανάδα της Κέρκυρας. Κάτι μας έχει απομείνει, μαζί με την ανάμνηση, από εκείνη την εποχή και από τους μεγάλους ποιητές που ήταν οι πρωταγωνιστές της.
Η εποχή των Παγκόσμιων Ποιητικών Συνεδρίων υπό την προεδρία Senghor έχει στ’ αλήθεια αφήσει σε όλους όσους συμμετείχαν ανεξίτηλα ίχνη. Ο θεωρητικός του «Οικουμενικού Πολιτισμού»(Civilisation de l’Universel) είχε προ πολλού διαισθανθεί και πρότεινε θεραπείες, αυτό που, χωρίς αυτή (την ποίηση), θα ήταν ο ωμός και ο αδίστακτος κόσμος των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου – αυτά είναι τα λόγια του – οι κυβερνήσεις θα εξουσιάζονταν από τους διοικητές των τραπεζών. Οι μάχες όμως δεν θα χανόταν στην εκκίνηση, γιατί – έλεγε – ο πολιτισμός προηγείται και ελέγχει την οικονομία. Με αυτή την προοπτική οι «ποιητές του», οι ποιητές των Συνεδρίων, θα είχαν πρωτεύοντα ρόλο.
Πάντα στο Μαρακές, απαντώντας με μια μεταφορά σε μια άλλη μεταφορά του Borges για τον ρόλο του ποιητή στη σύγχρονη κοινωνία, ο Senghor εκφραζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο: στην Αφρική έχουμε ένα δέντρο-κατοικία ή το δέντρο-θεία πρόνοια, το μπαομπάμπ (το ανάποδο δέντρο)˙ αυτό το δέντρο έχει ένα μεγάλο κορμό, μεγάλα κλαδιά και μεγάλες ρίζες, αλλά και μικρά κλαδιά και μικρές ρίζες. Ο κορμός ρυθμίζει το πέρασμα των χυμών και των υγρών που απορροφούνται από το χώμα, από τις μικρές ρίζες, και διαμέσου των μεγάλων κλαδιών φτάνουν στα πιο μικρά κλαδιά και στα φύλλα όπου πραγματοποιείται η χλωροφυλλική φωτοσύνθεση. Να λοιπόν, πρόσθετε, αυτό είναι το δέντρο-ποίηση: μεγάλα κλαδιά-μεγάλοι ποιητές, μικρά κλαδιά-μικροί ποιητές, όλοι είναι απαραίτητοι για να κάνουν να μεγαλώσει και να παράγει το δέντρο, όλοι δίνουν το απαραίτητο οξυγόνο σε μια κοινωνία δηλητηριασμένη από κηρυγμένους ή ακήρυχτους πολέμους και από ιδεολογίες ή από ιδεολογικές ασάφειες που περιοδικά εμφανίζονται.
Είναι πολύ δύσκολο για μας – εδώ και τώρα – να πιστέψουμε ότι ο ποιητής που για πολύ καιρό θεωρήθηκε ως παρίας, να μπορεί να βρεθεί στη ρίζα, στον κορμό και στα κλαδιά ενός πολιτιστικού οράματος που προηγείται κάθε οικονομικού και επιστημονικού σχεδιασμού. Εδώ και τώρα : σε μια στιγμή που το οξυγόνο του μπαομπάμπ θα ήταν αναγκαίο στον Βορρά της Ουκρανίας που κατασπαράσσεται και στο Νότο των αραβικών χειμώνων και κολάσεων, καθώς και στην ίδια την κατακερματισμένη Ευρώπη, η οποία όμως, πιστή στην ελληνική της ετυμολογία, είναι αυτή που έχει ευρύ το βλέμμα, επιδέξια να εγκλείει μέσα της συναντιλήψεις και πλήθος ιδεών, σαν το γλαυκό βλέμμα της Παλάδας Αθηνάς.
Διότι, ο ποιητής, αν δεν είναι πλέον ένας παρίας δεν νοείται να είναι ένας θαυματουργός˙ και ο ρόλος του, μέσα στο «διπλό παιχνίδι» του κόσμου, διαφαίνεται αν όχι συμπληρωματικός, ανυπόστατος, άϋλος.
Παραμένει, ωστόσο, ο οραματιστής των μεταφυσικών στιγμών, έτσι, όπως τον φαντάστηκε ο Bachelard: είναι το άτομο που σε ένα σύντομο ποίημα του μπορεί να φανερώσει μια εικόνα του σύμπαντος κόσμου, τον ενδόμυχο κόσμο μιας ψυχής. Η αμεσότητά του, η δύναμη της συνθέσεως του είναι απαραίτητες˙ αν ο ίδιος ακολουθήσει τους ρυθμούς της ζωής, είναι κατώτερος της ζωής. Ενώ σε όλες τις άλλες μεταφυσικές αναζητήσεις προηγήθηκαν ατελεύτητες εισαγωγές, στην ποίηση μόνο έχουμε την άρνηση των προλόγων, των αρχών και των μεθόδων. Η ποίηση απορρίπτει την αμφιβολία, και πιο πολύ απ’ όλα έχει ανάγκη από ένα πρελούντιο σιωπής, μέσα στο οποίο βαθυστοχάζεται όπως σ’ έναν καθρέφτη η ελπίδα.
Η ποίηση ως στιγμιαία μεταφυσική έχει τα χαρακτηριστικά ενός διηνεκούς παρόντος που ο Άγιος Αγκουστίνος ονόμαζε με ακρίβεια «όραμα», «ενόραση». Την αποκλειστικότητα ενός τέτοιου οράματος κατέχει ο ποιητής που είναι ο εγγυητής με το δικό του «moi qui dure» (το «εγώ» που έχει διάρκεια).
Είναι ένα όραμα που προηγείται σχεδόν πάντοτε μιας δράσεως όπως σημειώνει V. Hugo στις «Ενατενίσεις» (Contemplations) : près de la science l’art flotte,/ les yeux sur le double horizon/ la poésie est un pilote/ Orphée accompagne Jason (κοντά στην επιστήμη επιπλέει η τέχνη/ τα μάτια πάνω σ’ ένα διπλό ορίζοντα/ η ποίηση είναι ένας πιλότος/ ο Ορφέας συνοδεύει τον Ιάσονα).
Με αυτή την έννοια – αν η ιστορία γίνεται μύθος – ο Μέγας Αλέξανδρος μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές που διατηρούμε στη μνήμη μας.
Λέγεται ότι όταν ο Αλέξανδρος άφησε την Ελλάδα για να κατακτήσει την Ασία, χάρισε στους φίλους του την περιουσία του: εδάφη, δάση, χωριά, ακόμα και τα τελωνεία και τα λιμάνια και όλες τις λοιπές προσόδους. Όταν η διανομή των προσωπικών του περιουσιακών στοιχείων έλαβε τέλος – όχι αυτά που ήταν μέρος της περιουσίας του Βασιλείου του, στο θρόνο του οποίου άφησε τη μητέρα του – ένας από τους φίλους του, ο Περδίκκας, τον ρώτησε αν είχε κρατήσει κάτι για τον εαυτό του. Και ο Αλέξανδρος κοιτάζοντάς τον του απάντησε: «ναι, την ελπίδα». Τότε ο Περδίκκας αρνήθηκε το μερίδιο του, που έλαβε ως δώρο και του είπε: «σε μας που θα ’ρθούμε μαζί σου, άσε μας, γι’ αυτό το πράγμα, να μοιραστούμε μαζί σου την ελπίδα».
Αν η ποίηση είναι στιγμιαία μεταφυσική, η ελπίδα τής μοιάζει: αυτή είναι ενόραση, όραμα, αλλά και μνήμη και πάνω απ’ όλα αναμονή γι’ αυτό που θα μπορεί να υπάρξει, γι’ αυτό που μπορούμε να γίνουμε και να επιτύχουμε: «Οι νίκες στις οποίες ορκίστηκα» για να αναφέρω ένα στίχο του Κυριαζή.
Η ελπίδα, δηλαδή η ποίηση, είναι μια δύναμη που κατευθύνεται προς το μέλλον, μια δύναμη σε επώαση μέσα μας, μια αποκάλυψη της ζωτικής συνέχειάς μας με τον κόσμο, μια επιβεβαίωση της ουσία της ύπαρξής μας, σύμφωνα με το μάθημα του Γκαίτε, ενός Γερμανού με μπλε βλέμμα.
Ένας ποιητής δε θα ήξερε όχι μόνο πώς να γράψει ένα στίχο, αλλά ούτε μία λέξη, αν δεν αισθανόταν ότι είναι ο ίδιος ένα κλαδί του μπαομπάμπ, αν δεν ήταν πεπεισμένος να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο όραμα.
(*) Ο Pino Mariano είναι καθηγητής, ποιητής. Ομιλία που διαβάστηκε στην παρουσίαση του ιβλίου