της Αλεξάνδρας Χαΐνη
Κάποιοι/ες συγγραφείς μου λείπουν. Δεν αναφέρομαι σε εκείνους και εκείνες που άφησαν το μάταιο τούτο κόσμο και δεν θα ξαναδούμε ποτέ καινούργιο βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Αναφέρομαι στους συγγραφείς που ενώ βρίσκονται ακόμη σε παραγωγική ηλικία έχουν καιρό να κυκλοφορήσουν νέο μυθιστόρημα, ακόμη και να δώσουν μια συνέντευξη, κάτι τέλος πάντων που να υποδηλώνει την παρουσία τους.
Η Ντόνα Ταρτ είναι μια από αυτές. Ο Τζέφρι Ευγενίδης επίσης, τώρα που το σκέφτομαι.
Η Ταρτ έβγαλε συνολικά τρία μόλις βιβλία, τη «Μυστική Ιστορία» το 1992, τον «Μικρό Φίλο» το 2002 και την «Καρδερίνα» το 2013. Δηλαδή, ένα μυθιστόρημα κάθε 10-11 χρόνια. Έκτοτε σιωπή. Ο Ευγενίδης έχει να φανεί από το 2011 και το «Σενάριο Γάμου», με εξαίρεση μια σειρά από διηγήματα με τίτλο «Δελτία Παραπόνων», που κυκλοφόρησε το 2017.
Ας μείνουμε όμως στην Ταρτ και τον Ευγενίδη τον πιάνουμε άλλη φορά. Στα ελληνικά τα μυθιστορήματά της κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Λιβάνη λίγο αφότου βγήκαν στις ΗΠΑ. Πλέον τα βιβλία είναι εξαντλημένα από τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο, και τη σκυτάλη έχουν πάρει οι εκδόσεις Διόπτρα, οι οποίες κυκλοφόρησαν την βραβευμένη με Pulitzer λογοτεχνίας «Καρδερίνα» τον Ιούνιο του 2014, τη «Μυστική ιστορία» τον Μάιο του 2023 και πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2024, τον «Μικρό Φίλο», (σε μεταφράσεις του Μιχάλη Δελέγκου) κλείνοντας (έστω και με ελαφριά λοξοδρόμηση) τον κύκλο – ή ίσως ανοίγοντας έναν καινούργιο, μια και υπήρξαν αρκετοί ειδησεογραφικοί ιστότοποι που καλωσόρισαν το βιβλίο αυτό ως το «νέο» εκδοτικό πόνημα της Ταρτ…
«Με πόσα βιβλία θα είσαστε ευχαριστημένη;» ρώτησε την Ταρτ ο Αμερικανός παρουσιαστής του «CBS This Morning» Charlie Rose μετά την έκδοση της Καρδερίνας το 2013. «Με πέντε. Άλλωστε με τους ρυθμούς που γράφω δεν θα προλάβαινα και περισσότερα», του απάντησε αφοπλιστικά.
Η αλήθεια είναι ότι η Ταρτ απολαμβάνει το μακρόχρονο διάστημα που αφιερώνει στη συγγραφή των βιβλίων της. «Προσπάθησα να γράψω πιο γρήγορα· είπα θα γράφω ένα βιβλίο τον χρόνο, όμως αυτό δεν με διασκέδαζε, οπότε δεν το έκανα» παραδέχεται.
Την ίδια στιγμή στο εξωτερικό, η «εξαφάνιση» της Ταρτ από το λογοτεχνικό στερέωμα έχει αποκτήσει διαστάσεις μυστηρίου με ειδικές ιστοσελίδες και blogs να διασπείρουν φήμες για την τύχη της ή να κάνουν εκτιμήσεις για την ημερομηνία έκδοσης του πραγματικά νέου της μυθιστορήματος. Έτσι, σε μια πρόσφατη συνέντευξη ο φίλος και συμφοιτητής της Bret Easton Ellis, «διέρρευσε» ότι η Ταρτ ζει σε μια φυτεία στη Βιρτζίνια «με κατσίκες και πρόβατα και έναν πολύ νεότερό της άντρα». Άλλες φήμες την τοποθετούν στην Ταϊτή, κάποιοι λένε ότι έσβησε κατά λάθος το αρχείο με το βιβλίο από τον υπολογιστή της, ότι είναι άρρωστη, ακόμη και ότι έχει πεθάνει. Ο σχετικός διαδικτυακός «βωμός» (Donna Tartt Shrine) που έχει χτιστεί με επιμέλεια προς τιμήν της βρίθει από σπέκουλες και εικασίες. Για την ιστορία, τουλάχιστον μέχρι και μετά την Καρδερίνα, η Ταρτ όντως ζούσε σε μια φάρμα στη Βιρτζίνια με τον σκύλο της τον Παντς και μια γάτα, την Σέιντι.
Η πιο «στοιχειοθετημένη» πάντως άποψη τοποθετεί την έκδοση του νέου της βιβλίου στις 24 Απριλίου του 2024, 11 ακριβώς χρόνια μετά από την «Καρδερίνα». Το σκεπτικό είναι ότι το κάθε ένα από τα τρία βιβλία της έχει εκδοθεί με διαφορά 10-11 χρόνων από το άλλο και πάντα τον μήνα Απρίλιο: «Η Ντόνα Ταρτ είχε πει ότι τελείωσε τα πρώτα δύο βιβλία της την ίδια ημερομηνία: 24 Απριλίου – με δέκα χρόνια διαφορά μεταξύ τους και αυτή την ημερομηνία είχε διαλέξει ώστε να σκοτώσει τον βασικό χαρακτήρα του πρώτου βιβλίου της».
Τέλος πάντων, το γεγονός ότι επανεκδόθηκαν τα βιβλία της στην Ελλάδα είναι από μόνο του σημαντικό, ανεξάρτητα από το πόσο επιρρεπείς είμαστε (και) στα λογοτεχνικά κουτσομπολιά και από όποιες αναγνωστικές προσδοκίες έχει ο καθένας και η καθεμιά μας.
Το «σημείο κινδύνου»
Γιατί όμως να ασχολούμαστε με την Ταρτ ακόμη και εν τη απουσία της – πέρα από το «σύνδρομο στέρησης» που ενδεχομένως αυτή προκαλεί; Κατ’ αρχάς γιατί έχει γράψει τρία από τα πιο συναρπαστικά από πλευράς πλοκής, θεματολογίας και ύφους, μυθιστορήματα που βγήκαν την εικοσαετία μεταξύ 1992 και 2013 (βάζω αυτό το διάστημα, γιατί σηματοδοτεί την κυκλοφορία του πρώτου και το τελευταίου της βιβλίου), και κατά δεύτερον γιατί δεν βρίσκω άλλον/η στη σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία που να μπορεί να σερβίρει τόσο αριστοτεχνικά όλη τη γκάμα της ανθρώπινης υπόστασης και μάλιστα σε συσκευασία αστυνομικής ιστορίας ή ψυχολογικού θρίλερ χωρίς να γίνει γραφικός/ή ή ακόμη και τετριμμένος/ή. Και επιπλέον, επειδή τα βιβλία της είναι πάνω από όλα η χαρά της ανάγνωσης – άψογα υφολογικά και γραμμένα με μαεστρία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις παγίδες των μπεστ σέλερ.
«Το ταξίδι που θέλω να πάω τον αναγνώστη πάντα, είναι το ταξίδι που λάτρευα να κάνω όταν διάβαζα ως παιδί. Αυτή η καλπάζουσα αίσθηση του ότι δεν ξέρεις τι θα συμβεί στη συνέχεια. Δεν θέλω τα βιβλία μου να είναι σαν μια βόλτα στο τρενάκι του λούνα παρκ όπου ανεβοκατεβαίνεις και μπορείς να προβλέψεις τι θα γίνει· θέλω το τρενάκι να ξεφύγει από την πορεία του, να βρεθεί κάπου μέσα στο δάσος, να αναρωτιέσαι πού βρίσκεσαι και από πού ξεκίνησε η βόλτα σου και να μην ξέρεις πώς θα γυρίσεις πίσω» λέει η ίδια. «Θέλω να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος – αν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τον ήρωα, σημαίνει ότι θα υπάρχει και πραγματικός κίνδυνος και έκπληξη για τον αναγνώστη. Θεωρώ ότι δε ότι αν δεν υπάρχει έκπληξη και για τον συγγραφέα, τότε δεν θα υπάρξει ούτε για τον αναγνώστη. Γράφω πάντα στο σημείο κινδύνου.»
Πράγματι. Θυμάμαι όταν διάβασα το πρώτο της βιβλίο «Η μυστική Ιστορία», την περιπέτεια μιας παρέας νεαρών που σπουδάζουν σε ένα κορυφαίο κολέγιο της Νέας Αγγλίας, οι οποίοι κάτω από την επιρροή ενός χαρισματικού καθηγητή κλασικής φιλολογίας, μπαίνουν σε ένα παιχνίδι σκέψης και ζωής που δεν έχει καμία σχέση με την καθημερινότητα των συνομηλίκων τους, φτάνοντας μέχρι και την απόλυτη ύβρι, τον φόνο.
Είχα μόλις τελειώσει τις σπουδές μου σε κάποια σκοτεινή βρετανική κωμόπολη με μπόλικη βροχή, όπου ανάλογα με την κατεύθυνση του ανέμου, ήταν φορές που ολόκληρο το Πανεπιστήμιο πλημμύριζε από μια αποπνικτική μυρωδιά κοπριάς. Είχα περάσει πολλές ημέρες και νύχτες να συζητάω για λογοτεχνία κρατώντας τη μύτη μου.
Όσο όμως και αν η δική μου ιστορία κάθε άλλο παρά μυστική ήταν και η φοιτητική εμπειρία μου ερχόταν σε σφοδρή αντιπαράθεση με εκείνη των ηρώων της Ταρτ, ένιωθα στο πετσί μου τις εντάσεις τους, χόρευα μαζί τους σε βακχική έκσταση, απήγγειλα στο πλάι τους σεξπηρικά σονέτα. Τους έβλεπα στις αφώτιστες γωνιές του campus, στα νοτισμένα λιβάδια του, στην ξεφτισμένη δερμάτινη πολυθρόνα του αγαπημένου μου καθηγητή. Αισθανόμουν συνεχώς σε εγρήγορση, σαν ένα παιδί που γουρλώνει τα μάτια του από φόβο μήπως τα φάει τελικά ο λύκος τα τρία γουρουνάκια. Εξάλλου, ο κίνδυνος, λέει η Ταρτ, «δίνει έντονα την αίσθηση της ζωντάνιας σε ένα έργο αλλά και διασκέδασης ταυτόχρονα κι εγώ θέλω η ανάγνωση να είναι διασκεδαστική.»
Το ντεμπούτο της Tartt, προκάλεσε θύελλα στον λογοτεχνικό κόσμο. Ξεκίνησε να γράφει τη «Μυστική ιστορία» 19 ετών και όταν την ολοκλήρωσε στα 28, δεν περίμενε να έχει τέτοια απήχηση: «Ήταν πολύ αποπροσανατολιστικό για μένα. Έγραφα το βιβλίο στην απομόνωση χωρίς κάποιος να με επευφημεί στην πορεία, οπότε δεν μπορούσα να ξέρω πώς θα αντιδρούσε σε αυτό ο κόσμος – και η αλήθεια είναι ότι ανησυχούσα. Οι φίλοι μου έκαναν μεταπτυχιακά ή είχαν πιάσει δουλειά κι εγώ δούλευα στην απομόνωση για πολύ μεγάλο διάστημα.»
«Η Μυστική Ιστορία» χαιρετίστηκε ως «κολοσσιαίο, καθηλωτικό, συναρπαστικό ανάγνωσμα, που το καταβροχθίζεις με ευχαρίστηση. Θαυμάσια γραφή, απίστευτη εμβρίθεια» (Vanity Fair) αλλά και ως «ένα εξαιρετικό έργο μυθοπλασίας που συναρπάζει και μένει χαραγμένο στη μνήμη… γεμάτο λογοτεχνικές αναφορές των οποίων η εκλέπτυνση και η υφή θυμίζει πιο πολύ τον δέκατο ένατο αιώνα και όχι τον εικοστό» (London Times).
Η κληρονομιά του Ντίκενς
Η Ταρτ ουδέποτε έκρυψε την αγάπη της για τους κλασικούς και δη για τον Τσαρλς Ντίκενς, στον οποίο μυήθηκε ήδη από τα δεκατέσσερά της όταν δούλευε ως βοηθός στην τοπική βιβλιοθήκη της κωμόπολης όπου μεγάλωσε. Εκεί καταβρόχθισε τα πάντα, όμως η μεγαλύτερη αγάπη της ήταν και παρέμεινε ο Ντίκενς ο οποίος, όπως λέει κάποια στιγμή, «μπήκε μέσα της»: «Αυτό είναι το θαυμαστό με τα μεγάλα βιβλία, όταν διαβάζουμε τα ενσωματώνουμε, γίνονται κομμάτι μας. Όταν κλείνουμε ένα σημαντικό βιβλίο είμαστε πλέον διαφορετικοί άνθρωποι. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα προσθέτει στην ικανότητά μας να κατανοήσουμε τον ανθρώπινο χαρακτήρα, την ανθρώπινη φύση. Στην πραγματική ζωή είναι δύσκολο να έχεις τόσο συμπυκνωμένη εμπειρία – μπορείς να ζήσεις πολλές ζωές διαβάζοντας βιβλία».
Ο Ντίκενς υπήρξε για εκείνη ένας ζεστός και υπέροχος δάσκαλος: «Πολλοί συγγραφείς κρύβουν τις τεχνικές τους, ενώ ο Ντίκενς σου ανοίγει την πόρτα. Αν θέλεις να μάθεις από εκείνον, σε προσκαλεί όχι μόνο στα λογοτεχνικά του κόλπα αλλά και στην εμπειρία της ανθρώπινης φύσης συνολικότερα. Ταυτόχρονα είναι πολύ σοφός ηθικά. Τα βιβλία του είναι ένα διαχρονικά από αυτή την άποψη. Μπορούμε να δούμε ηθικά διλήμματα σε πραγματικό χρόνο», λέει.
Ο αγαπημένος Άγγλος συγγραφέας βέβαια, σε αντίθεση με την «μαθητευόμενή» του, υπήρξε πολυγραφότατος στην σύντομη για τα σημερινά δεδομένα ζωή του: 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες, εκατοντάδες διηγήματα και άρθρα που έγραψε από την ηλικία των 21-22 έως τον θάνατό του το 1870, στα 58 του χρόνια.
Οι έφηβοι φίλοι
Στο δεύτερο βιβλίο της, «Ο μικρός φίλος», μεταφερόμαστε στην Αλεξάνδρεια του Μισισιπή, όπου ένα μικρό αγόρι, ο Ρόμπιν, βρίσκεται κρεμασμένο από ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού των γονιών του. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη και είναι η αδερφή του Χάριετ που θα αναλάβει να ξετυλίξει το κουβάρι. Για τη Χάριετ, η οποία έχει μεγαλώσει ελεύθερη και χωρίς επίβλεψη, στον κόσμο της δικής της φαντασίας, ο αδερφός της αποτελεί τον μοναδικό σύνδεσμο με ένα ένδοξο παρελθόν που δεν γνώρισε. Αποφασιστική και ώριμη παρά τα δώδεκα χρόνια της, παρασυρμένη από τα βιβλία του Στίβενσον, του Κίπλινγκ και του Κόναν Ντόιλ, θα ριχτεί στα βαθιά – χωρίς να μπορεί να αναλογιστεί το βάρος των αποκαλύψεων για την ίδια και την οικογένειά της.
«Η Καρδερίνα», το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της, χάρισε στην Ταρτ το Pulitzer λογοτεχνίας: «Για την σοκαριστική αφηγηματική ενέργεια και δύναμή του»· γιατί συνδυάζει «αξέχαστους και ζωντανούς χαρακτήρες με μια γλώσσα μαγευτική»· για το σασπένς «που κόβει την ανάσα», ενώ διεισδύει «στα πιο βαθιά μυστήρια της αγάπης, της ταυτότητας και της τέχνης»· γιατί είναι «μια παλιομοδίτικη ιστορία απώλειας και εμμονής, επιβίωσης και αυτοπροσδιορισμού και των αδίστακτων μηχανορραφιών της μοίρας.»
Η «Καρδερίνα» είναι ένα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα. Ξεφεύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της ακαδημαϊκής ζωής της «Μυστικής ιστορίας» και τον συντηρητικό αμερικάνικο νότο του «Μικρού φίλου», και μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη και στον κόσμο της τέχνης, μέσα από τις περιπέτειες του Τέο Ντέκερ, ενός έφηβου αγοριού, που επιβιώνει από μια τρομοκρατική ενέργεια κατά την οποία χάνει τη μητέρα του. Με πυξίδα και σημείο αναφοράς τον ομώνυμο πίνακα «Η καρδερίνα» (1654) του Ολλανδού καλλιτέχνη Carel Fabritius, ο Τέο θα ζήσει μια απίστευτη περιπέτεια. Εδώ η αίσθηση παραπέμπει επίσης σε ψυχολογικό θρίλερ, εν είδει όμως βουτιάς στον σκοτεινό κόσμο του εμπορίου τέχνης, του βρώμικου χρήματος και όλων των συμπαρομαρτούντων.
Ψευδαίσθηση της πραγματικότητας
Και τα τρία μυθιστορήματα είναι μεγάλα σε έκταση (στα ελληνικά από 790 έως 1.250 περίπου σελίδες) και ιδιαίτερα πυκνά στον λόγο.
Η Ταρτ δίνει σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια, στην περίπλοκη ανάπτυξη των χαρακτήρων και στην απρόσκοπτη ανάμειξη των ειδών. Οι περιγραφές της είναι μακροσκελείς, όμως δεν κουράζουν, η αφήγηση ουδέποτε ξεχειλώνει. Κάθε πρόταση μοιάζει σμιλευμένη, με τις λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη χωρίς να χάνουν ίχνος από τη γοητεία τους. «Για ένα βιβλίο τόσο μεγάλο θέλεις να είναι πυκνό και γρήγορο, θέλεις ο αναγνώστης να δει τις λεπτομέρειες, τους πίνακες στους τοίχους, να έχει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, αυτό είναι η πυκνότητα: φορτώνεις πολύ πληροφορία αλλά ταυτόχρονα πηγαίνεις γρήγορα. Με πολλή δουλειά και πολλά πήγαινε έλα. Έχεις την ιστορία σου αλλά διαρκώς ανακατεύεις περισσότερη πληροφορία ώστε να την φτάσεις εκεί που πρέπει – όπως ακριβώς όταν παρασκευάζεις μια καινούργια συνταγή».
«Τα μυθιστορήματά της Ταρτ» γράφει κάποιος blogger «δεν είναι απλώς ιστορίες. Είναι εμπειρίες που μεταφέρουν τους αναγνώστες σε κόσμους γεμάτους ομορφιά, σκοτάδι και βαθιές αλήθειες» και καταλήγει: «Η γραφή της Ταρτ είναι μια μαγευτική αλχημεία – μια σχολαστική σύνθεση από περίπλοκες λεπτομέρειες, χαρακτήρες που αναπνέουν και πρόζα που τραγουδά. Τα λόγια της δεν διαβάζονται απλώς· τα αισθάνεσαι, τα βιώνεις και τα κουβαλάς στην ψυχή σου».
Ποια είναι η Donna Tartt
Η Donna Tartt είναι Αμερικανίδα συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Γκρίνγουντ του Μισισίπι, αλλά μεγάλωσε στην Γκρενάντα, πενήντα χιλιόμετρα από τη γενέτειρά της. Σε ηλικία πέντε ετών έγραψε το πρώτο της ποίημα, ενώ έργο της δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε λογοτεχνικό περιοδικό του Μισισίπι όταν ήταν 13 ετών. Εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι το 1981, απ’ όπου κατόπιν προτροπής των καθηγητών της έκανε μετεγγραφή στο Κολέγιο Μπένινγκτον το 1982. Στο Μπένινγκτον σπούδασε Κλασική Φιλολογία με καθηγητή τον Claude Fredericks. Τα βιβλία της κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Donna Tartt, O μικρός φίλος, Η καρδερίνα, Μυστική ιστορία, μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος, επιμ. Ροδάνθη Παπαδομιχελάκη, εκδόσεις Δίόπτρα
Αναζητήστε τα όλα στα Βιβλιοπωλεία Ευρπίδης