Η εκτυφλωτική δύναμη των εικόνων  (της Ελένης Γεωργοστάθη)

0
296

 

της Ελένης Γεωργοστάθη

 

Η άποψη ότι η εικονογράφηση είναι απλώς θεραπαινίδα των λέξεων, αν και έχει υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, δεν παύει να αποκαλύπτεται ποικιλοτρόπως ακόμα και στις μέρες μας. Παραγγελιές, σκηνοθετικές υποδείξεις προς τον/την εικονογράφο από συγγραφείς και εκδοτικά στελέχη, αποσιώπηση του ονόματος και της δουλειάς του/της ή τηλεγραφική αναφορά του/της σε βιβλιοπαρουσιάσεις κ.ά. Κι όμως, η τέχνη της εικονογράφησης όχι απλώς συνιστά το αναγκαίο άλλο μισό του κειμένου, ειδικά στα εικονογραφημένα βιβλία, αλλά πολλές φορές είναι εκείνη που γίνεται φορέας, και μάλιστα με τρόπο ευφάνταστο, πρωτότυπο και ελκυστικό για τον αναγνώστη, νοημάτων, πληροφοριών, αφηγηματικών εξελίξεων που δεν περιέχονται στο άλλο της μισό. Με αποκορύφωμα τα silent books, όπου οι εικόνες αναλαμβάνουν εξολοκλήρου το βάρος της αφήγησης, χωρίς τη συνδρομή των λέξεων.

 

Στο βιβλίο Νίνα, μια εικονογραφημένη σύντομη βιογραφία της Νίνα Σιμόν από την Τρέισι Ν. Τοντ σε εικόνες του Κρίστιαν Ρόμπινσον, η συγγραφέας περιγράφει με απλότητα τα παιδικά χρόνια της μεγάλης καλλιτέχνιδας, τη γνωριμία της από πάρα πολύ μικρή ηλικία με τη μουσική, τις δυσκολίες που έβαλε στον δρόμο της ο ρατσισμός, την υπέρβασή τους και την πορεία της προς την καταξίωση αλλά και την πολιτική αφύπνιση, που καθόρισε εντέλει και τη διαδρομή της στη μουσική. Η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά το υλικό της, καθώς μεγάλωσε με τους ήχους της Νίνα Σιμόν, και επιλέγει να το διαχειριστεί με μεγάλη οικονομία. Η αφήγησή της δε σπαταλιέται σε φλύαρες περιγραφές, ενώ χρησιμοποιεί με θαυμαστή φειδώ τα σχήματα λόγου, όπου και όποτε κρίνει αναγκαίο. Όπως η παρομοίωση με την οποία περιγράφει τη φωνή της Νίνα στο κλαμπ του Ατλάντικ Σίτι, «ίδια με καταιγίδα που έρχεται από πολύ μακριά». Εξάλλου, η εικονογράφηση του Ρόμπινσον συμπληρώνει εξαιρετικά όσα το κείμενο συνειδητά αποσιωπά.

Ο Κρίστιαν Ρόμπινσον και εδώ φτιάχνει ένα βιβλίο γεμάτο χρώματα, έντονα φόντα, ελκυστικές, πολύχρωμα ντυμένες φιγούρες, οικείες και φιλικές προς τα παιδιά. Με τον τρόπο αυτό εισάγει τους νεαρούς αναγνώστες στον κόσμο της Νίνα, εμπλουτίζοντας μάλιστα εξαρχής το πληροφοριακό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτοί κινούνται. Έτσι, στο πρώτο σαλόνι, στο οποίο η Τοντ περιορίζεται να αναφέρει ημερομηνία και τόπο γέννησης της Νίνα, ο Ρόμπινσον τοποθετεί το νεογέννητο σε ένα καλάθι αφημένο στο γρασίδι, ανάμεσα σε λιγοστές κότες και δίπλα σε μια μαύρη μαμά που απλώνει την μπουγάδα, δηλώνοντας έτσι με σαφήνεια την κοινωνικοοικονομική θέση της οικογένειας, ενώ στην επόμενη σελίδα η απλή αναφορά του κειμένου στην πολυπληθή οικογένεια της Νίνα αποτυπώνεται εικονογραφικά με τέσσερα παιδιά να παίζουν στην αυλή ενός σπιτιού. Με τον ίδιο τρόπο δίνονται κάποιες σελίδες παρακάτω η πορεία της Νίνα προς το σπίτι στο δάσος όπου διδάσκεται μουσική ή η ζωή στο Χάρλεμ.

Ξεφυλλίζοντας εξάλλου το βιβλίο, διαπιστώνουμε ότι είναι ελάχιστα τα σαλόνια στα οποία δεν εμφανίζεται κάποιο πιάνο. Ήδη από το δεύτερο σαλόνι, ολόκληρη η ζωή της πρωταγωνίστριας περιστρέφεται γύρω από αυτό. Στο σπίτι της, όπου παίζει με τον μπαμπά, στην εκκλησία, στο σπίτι όπου εργάζεται η μαμά της, στο σπίτι μέσα στο δάσος, όπου μαθαίνει μουσική, στη βιβλιοθήκη, όπου δίνει μια ταραχώδη συναυλία, στο Ινστιτούτο Κέρτις, όπου διαπρέπει αλλά και αδικείται κατάφωρα, στο κλαμπ στο Ατλάντικ Σίτι, όπου βρίσκει διέξοδο η ανάγκη της για μουσική έκφραση. Το πιάνο είναι αδιάψευστος μάρτυρας του ταλέντου της, αλλά και των σκληρών απορρίψεων που επανειλημμένα θα υποστεί λόγω του χρώματος του δέρματός της. Το πιάνο όμως γίνεται και το μέσο της αφύπνισής της. Στις σελίδες όπου η Τοντ κάνει λόγο για το βουητό της ιστορίας που φτάνει στα αυτιά της Νίνα αφυπνίζοντάς τη σταδιακά, ο Ρόμπινσον ιδιοφυώς μετατρέπει το εσωτερικό του πιάνου της σε θέατρο συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων: των διαδηλώσεων και της άγριας καταστολής στους δρόμους της Φιλαδέλφειας, του φυλακισμένου Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, της ανατίναξης της εκκλησίας των μαύρων στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα. Οι καπνοί που αναδύονται μέσα από το πιάνο σε αυτή την τελευταία, συγκλονιστική εικόνα γίνονται το καύσιμο που θα φουντώσει την οργή και τον πόνο της Νίνα στο αμέσως επόμενο σαλόνι, με την ίδια και την ορχήστρα της πλαισιωμένους από ένα φλογερό κολάζ κόκκινων, κίτρινων και πορτοκαλί κομματιών χαρτιού. Το πιάνο της Νίνα, η ίδια η Νίνα, είναι πια ζωντανό κομμάτι του αγώνα των μαύρων της Αμερικής, λέει ο Ρόμπινσον στο προτελευταίο του σαλόνι, εκεί όπου ολόκληρο το επάνω μέρος του πιάνου με ουρά της Νίνα Σιμόν φιλοξενεί το κατάμεστο από κόσμο Μνημείο του Ουάσινγκτον με αφορμή τον θάνατο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Η Τοντ μοιάζει, με τη λιτή κι ωστόσο περιεκτική της αφήγηση, να δίνει το έναυσμα αλλά, κυρίως, τον χώρο στον Κρίστιαν Ρόμπινσον να εικονογραφήσει με τρόπο συγκλονιστικό όχι μόνο μια βιογραφία αλλά και μια ολόκληρη εποχή. Οι εικόνες του είναι από αυτές που μένουν για πάντα στη μνήμη, ορίζοντας τη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο που κρατά στα χέρια του.

 

Το Κανονικά των Μαρίας Λυκάρτση και Ντανιέλας Σταματιάδη αναφέρεται με τρόπο ιδιαιτέρως υπαινικτικό στις ανατροπές που μπορεί να επιφέρει στη γαλήνια, και φαινομενικά βαρετή, ζωή των ανθρώπων ο πόλεμος. Στο κείμενο της Λυκάρτση βεβαίως δε γίνεται καμία αναφορά όχι μόνο στη λέξη «πόλεμος» αλλά ούτε και σε δυσάρεστα γεγονότα και καταστάσεις που παραπέμπουν σε εμπόλεμες συνθήκες. Οι σκηνές που περιγράφει, με μια εντεινόμενη από σαλόνι σε σαλόνι νοσταλγία για κάτι που πλέον φαντάζει άπιαστο και μακρινό, είναι καθημερινές: ο ερχομός της άνοιξης, η σχολική και οικογενειακή ρουτίνα, οι συνήθειες, τα χόμπι, τα ενδιαφέροντα και οι ασχολίες ενός συνηθισμένου παιδιού, ακόμα και η γκρίνια, η απροθυμία, η βαρεμάρα του για πράγματα μικρά και ασήμαντα. Την ώρα που η εμφατικά επαναλαμβανόμενη λέξη «κανονικά» στην αρχή αρκετών από τις φράσεις του κειμένου σφυροκοπάει ανελέητα τον αναγνώστη. Όλα αυτά που περιγράφονται θα συνέβαιναν αν τα πράγματα ήταν κανονικά. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Και πώς αυτό σχετίζεται με τον πόλεμο; θα πει κανείς. Πώς η απουσία κανονικότητας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αφηγητής ζει σε μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση και δεν αντιμετωπίζει κάποιο άλλο πρόβλημα που ανατρέπει τις ισορροπίες στη ζωή του; Μήπως η εικονογράφηση μπορεί να μας αποκαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει; Αυτό γίνεται, όχι όμως με το καλημέρα. Αναπαράγοντας εικονογραφικά τις σκηνές καθημερινής ρουτίνας ή ευτυχίας που περιγράφει στο κείμενό της η συγγραφέας, η Ντανιέλα Σταματιάδη τις σημαδεύει με ρωγμές, μία στην αρχή, περισσότερες και σταδιακά διευρυνόμενες στη συνέχεια. Ο κόσμος για τον οποίο μιλάει η συγγραφέας βρίσκεται υπό σταδιακή κατάρρευση – και κάπως έτσι, με το γκρίζο να εισβάλλει άναρχα στα πολύχρωμα σαλόνια του βιβλίου, η εικονογράφος αποδίδει την απουσία κανονικότητας που περιγράφεται στο κείμενο. Και πάλι βέβαια οι σπαραγμένες εικόνες της Σταματιάδη θα μπορούσαν να υποδηλώνουν μια φυσική καταστροφή, έναν σεισμό, μια πυρκαγιά ίσως. Αυτό φαντάζει αρχικά πιθανό, ωστόσο, σελίδα με τη σελίδα, όσο οι ρωγμές πολλαπλασιάζονται και μεγαλώνουν, η εντεινόμενη υποψία γίνεται βεβαιότητα, ώσπου τα πάντα να ξεκαθαρίσουν εντελώς στο προτελευταίο, σιωπηρό σαλόνι. Εκεί όπου ο όλεθρος του πολέμου αποκαλύπτεται μέσα από μια ζοφερή εικόνα ολοσχερούς καταστροφής, η οποία όμως, όχι τυχαία, δεν εστιάζει στον μικρόκοσμο του αφηγητή, άρα ίσως και να μη σηματοδοτεί τη δική του ολοσχερή καταστροφή – εντύπωση που ενισχύεται και από το ότι την ακολουθεί το πιο φωτεινό σαλόνι του βιβλίου, αυτό στο οποίο κείμενο και εικόνα εστιάζουν στην ελπίδα για το αύριο.

Αν το κείμενο της Μαρίας Λυκάρτση οδηγεί τον αναγνώστη στην αναπόφευκτη διαπίστωση περί της αξίας όσων σε συνθήκες ομαλότητας και ευημερίας φαντάζουν αυτονόητα ή και κοινότοπα, η ευρηματική εικονογραφική επιλογή της Ντανιέλας Σταματιάδη λειτουργεί πολυδιάστατα: Οι ρωγμές της, εκτός του ότι εικονοποιούν δραματικά και σε όλη της την ένταση την ανατροπή που τόσο εμφατικά δηλώνει το «κανονικά» της συγγραφέα και τις επιδεινούμενες συνθήκες που βιώνουν όσοι πληθυσμοί ζουν σε περιοχές που βρίσκονται σε πόλεμο, αναπληρώνουν επιπλέον την απουσία κλιμάκωσης σε ένα έτσι κι αλλιώς υπαινικτικό κείμενο, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Και, τελικά, υπενθυμίζουν ότι η ζωή, έστω και καταρρακωμένη, σπαραγμένη, πληγωμένη, είναι προορισμένη να συνεχιστεί.

 

Το βιβλίο της Φωτεινής Στεφανίδη Το κοτσύφι είναι το σιωπηρό ημερολόγιο της γνωριμίας και της σχέσης ενός παιδιού με ένα κοτσύφι που κατοικεί στο δέντρο δίπλα στο παράθυρό του. Μιας σχέσης βραδυφλεγούς στην αρχή, που θα σφυρηλατηθεί μέσα από μικρά στιγμιότυπα που απέχουν περίπου δέκα δεκαπέντε μέρες το ένα από το άλλο, όπως υποδηλώνει η ημερολογιακή ένδειξη που συνοδεύει κάθε σαλόνι. Με ματιά κινηματογραφική και μοντάροντας προσεκτικά τις λήψεις της, μικρά στιγμιότυπα στο περιθώριο σχεδόν της καθημερινότητας του αγοριού –στον δρόμο για το σχολικό, την ώρα που ζωγραφίζει στην αυλή, ενώ βγαίνει βόλτα με τον μπαμπά ή τη μαμά–, η εικονογράφος, με απαλές γραμμές και μια παλέτα στην οποία εναλλάσσονται θερμά και ψυχρά χρώματα, καταγράφει την αρχική γνωριμία παιδιού και κοτσυφιού, καθώς το πρώτο εντυπωσιάζεται από το τραγούδι του δεύτερου, το παρατηρεί να χτίζει σιγά σιγά τη φωλιά του, εμπνέεται εικαστικά από αυτό, βλέπει την οικογένειά του να μεγαλώνει, σώζει το μικρό του από βέβαιο κίνδυνο. Και μετά φεύγει για διακοπές. Και ξαναγυρνά. Έρχεται η στιγμή που με τη σειρά του φεύγει το κοτσύφι. Για να ξαναγυρίσει κι αυτό έναν χρόνο περίπου μετά την πρώτη τους γνωριμία. Δεν είναι ένα τέχνασμα της αφήγησης η κυκλική αυτή πορεία, είναι ο κύκλος της φύσης και μαζί της ζωής.

Αν, όπως προειπώθηκε, οι λήψεις της Φωτεινής Στεφανίδη έχουν απόσταση αρκετών ημερών η μία από την άλλη, υπάρχει στο βιβλίο της μια κομβική αφηγηματικά στιγμή, με ημερομηνία Τρίτη 10 Μαΐου. Τρία διαδοχικά σαλόνια με την ίδια ημερομηνία, τρία καρέ όπου το αγόρι βλέπει τη γάτα να απειλεί το μικρό κοτσύφι που έχει πέσει από το δέντρο και σπεύδει να το σώσει, ενώ το μεγάλο κοτσύφι επιτίθεται στη γάτα. Είναι μια στιγμή αμοιβαιότητας. Όχι μόνο γιατί παιδί και κοτσύφι συνεργάζονται για να σώσουν το μικρό, αλλά και γιατί η σχέση τους αποκτά μια ουσιαστικά αμφίδρομη διάσταση. Το παιδί, από παρατηρητής, έχει μπει στη ζωή του πουλιού. Κι αυτό γίνεται σαφές στο αμέσως επόμενο σαλόνι, όταν το αγόρι φεύγει για διακοπές και η οικογένεια των κοτσυφιών πηγαινοέρχεται από το κλαδί της στο κλειστό του παντζούρι, σαν να το αναζητά.

Η αμοιβαιότητα αυτή είναι ενδεικτική και μιας σχέσης ισοτιμίας, ή ισότιμης ανεξαρτησίας. Έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε για τις σχέσεις που διαμορφώνουν παιδιά με κατοικίδια, ζώα δηλαδή που ζουν δίπλα στους ανθρώπους, έχοντας εγκαταλείψει την «άγρια» φύση τους. Πάνε όπου πάμε, η ζωή τους ορίζεται από τις δεσμεύσεις που εμείς αποφασίζουμε για εκείνα. Η εικονογράφος όμως εδώ καταπιάνεται με τη σχέση που διαμορφώνει ένα παιδί με ένα ζώο που ζει δίπλα του μεν, ελεύθερο δε. Που φτιάχνει τη δική του οικογένεια. Που χτίζει το δικό του σπίτι. Που μεταναστεύει. Αυτό δεν το αποτρέπει από το να δεθεί με το παιδί. Αλλά ούτε το αναγκάζει να ζήσει με τους όρους που εκείνο του επιβάλλει. Από την άποψη αυτή, το Κοτσύφι στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στη φύση που ελεύθερη ανασαίνει δίπλα μας, ακόμα και στον αστικό ιστό, καλώντας τον να την προσέξει, να τη φροντίσει, να σεβαστεί το δικαίωμά της στην ελευθερία. Όχι τυχαία, νομίζω, ο κόσμος των ενηλίκων στο βιβλίο μοιάζει αδιάφορος απέναντι σε όσα διαμείβονται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια του. Η βιαστική μαμά, ο εθισμένος στην τεχνολογία μπαμπάς ίσως κρούουν για αρκετούς από μας το καμπανάκι της αυτοκριτικής.

Φαντάζει ίσως παράδοξη η δημιουργία ενός silent book με πρωταγωνιστή ένα κοτσύφι, γνωστό για το μελωδικό του κελάηδισμα. Πού πάνε, αλήθεια, οι ήχοι όταν τα βιβλία είναι σιωπηλά; Η Φωτεινή Στεφανίδη ευρηματικά το εικονοποιεί και αυτό με τη μορφή μικρών μελωδικών σταγόνων που ήδη από το δεύτερο σαλόνι έρχονται να αφυπνίσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά το μικρό αγόρι. Και που θα το ξαναβρούν, πάλι στο κρεβάτι του, στο τελευταίο σαλόνι. Οι διάσπαρτες στο κείμενο και στις φόδρες του βιβλίου παιδικές του ζωγραφιές υπογραμμίζουν και αυτές με τον τρόπο τους την ανάγκη των ίδιων των παιδιών για μια πιο ουσιαστική, πιο ειλικρινή και αμφίδρομη σχέση με τη φύση.

 

INFO

Νίνα– Η ιστορία της Νίνα Σιμόν, Τρέισι Ν. Τοντ, Εικ. Κρίστιαν Ρόμπινσον,Μτφρ. Φίλιππος Μανδηλαράς,Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2022.

Κανονικά,Μαρία Λυκάρτση – Ντανιέλα Σταματιάδη,Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2023.

Το κοτσύφι, Φωτεινή Στεφανίδη,Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2023.

 

Προηγούμενο άρθροRumena Bužarovska, η φίλη μας από τη Β.Μακεδονία (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΗ διαχρονική Πηνελόπη ( του Θόδωρου Σούμα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ