Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ(μετ: Δ.Β.Τριανταφυλλίδης).
Στους διευθυντές σύνταξης
εβδομαδιαίων περιοδικών – αφιερώνεται.
Στη δεξιά τσέπη του παντελονιού υπήρχαν εννέα καπίκια, δύο νομίσματα των τριών καπικιών, δύο των δύο και ένα του ενός και σε κάθε βήμα κουδούνιζαν, σαν σπιρούνια. Οι περαστικοί λοξοκοιτούσαν την τσέπη.
Νομίζω πως το μυαλό μου λιώνει. Όντως, η άσφαλτος λιώνει σε τέτοια θερμοκρασία! Γιατί να μην μπορεί και το κίτρινο μυαλό μου; Εξάλλου, είναι μέσα σε ένα κοκάλινο κιβώτιο και είναι σκεπασμένο με μαλλιά και μια τραγιάσκα με λευκή φούντα. Στο εσωτερικό υπάρχουν δύο θαυμάσια ημισφαίρια με έλικες και σιωπούν.
Τα καπίκια, στο μεταξύ, όλο ντιν νταν.
Στο πρώην καφέ του Φιλίπποφ διάβασα μια φράση σε ένα κομμάτι λευκό χαρτί: «Χορτόσουπα εικοσιτετραώρου, οξύρρυγχος στον ατμό, γεύμα δύο πιάτων, μόνο ένα ρούβλι».
Έβγαλα εννέα καπίκια και τα πέταξα στο χαντάκι. Ένας άνθρωπος που φορούσε ένα λερωμένο ναυτικό μπερέ, διαφορετικό παντελόνι και μία μόνο μπότα, πλησίασε τα καπίκια, τα χαιρέτισε στρατιωτικά και φώναξε:
– Ευχαριστώ εξ ονόματος του ναυάρχου. Ζήτω!
Στη συνέχεια μάζεψε τα μπρούτζινα νομίσματα και άρχισε να τραγουδάει με δυνατή και λεπτή φωνή:
Α-νθι-σαν από καιρόοοο!
Τα χρυ-σά-νθε-μα στον κήποοο!..
Οι διαβάτες περνούσαν κατά κύματα δίπλα μου, σφυρίζοντας σιωπηλά, θαρρείς και έτσι πρέπει, ώστε στις τέσσερις η ώρα, μέσα στον καύσωνα, στην οδό Τβερσκάγια, ο ναύαρχος που φοράει μια μπότα, να τραγουδάει.
Τη στιγμή εκείνη πίσω μου άρχισαν να περπατούν πολλοί και να μου λένε:
– Φιλάνθρωπε αλλοδαπέ, δώστε και σ’ εμένα εννέα καπίκια. Είναι τσαρλατάνος, ποτέ δεν υπηρέτησε στο ναυτικό.
– Καθηγητά, αν έχετε την καλοσύνη…
Ένας πιτσιρικάς που έμοιαζε με τον Μαυροφένη, με κομμένη όμως τη γενειάδα, χοροπηδούσε μπροστά μου σε ύψος μιας αρσίνας πάνω από το πεζοδρόμιο και βιαστικά μου έλεγε με βραχνή φωνή:
Στο σταθμό της Καλουτσκά
Ζούσε ο ληστής και κλέφτης Κομαρόφ!
Έκλεισα τα μάτια για να μην τον βλέπω κι άρχισα να λέω.
– Ας υποθέσουμε το εξής. Αρχικά είχε καύσωνα, εγώ περπατάω και ξαφνικά αυτός ο πιτσιρικάς πετάγεται. Χοροπηδάει. Είναι άστεγος. Και ξαφνικά από τη γωνιά πετάγεται ο διευθυντής του ορφανοτροφείου. Φωτεινή προσωπικότητα. Να τον περιγράψω. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως είναι νεαρός, με γαλανά μάτια. Ξυρισμένος; Ας πούμε πως είναι ξυρισμένος. Ή με κοντοκουρεμένα γένια. Βαρύτονος. Λέει: αγόρι, αγόρι. – Και παρακάτω; Αγόρι, αγόρι, αχ αγόρι, αγόρι… «Και φορώντας ποδιά», – ξαφνικά είπε βαριεστημένα ο εγκέφαλος κάτω από την τραγιάσκα. «Ποιος φοράει ποδιά;» ρώτησα τον εγκέφαλο έκπληκτος. «Να, εκείνος, ο δικός σου, ο διευθυντής του ορφανοτροφείου».
«Βλάκας είσαι» – απάντησα στον εγκέφαλο.
«Εσύ είσαι βλάκας. Ατάλαντος, – μου απάντησε ο εγκέφαλος, – θα δούμε τι θα φας σήμερα, αν δεν γράψεις ένα διήγημα. Γραφομανή!»
Δεν φοράει ποδιά, αλλά ρόμπα…
«Γιατί ρόμπα, απάντησε μου, κρετίνε;»- ρώτησε ο εγκέφαλος.
«Ας υποθέσουμε πως μέχρι πριν λίγο δούλευε, φερ’ ειπείν, έδενε με επιδέσμους τα πόδια ενός άρρωστου κοριτσιού και βγήκε να αγοράσει τσιγάρα μάρκας «Τρεστ». Εδώ μπορείς να περιγράψεις και την αγρότισσα παραγωγό που πουλάει τα προϊόντα της. Να τι λέει:
– Αγόρι, αγόρι… Λέγοντας αυτά (μετά θα γράψω τι είπε), πιάνει το αγόρι από το χέρι και το οδηγεί στο ορφανοτροφείο. Ο Πέτκα όμως (το αγόρι θα το πούμε Πέτκα, γιατί πάντα κατά τη διάρκεια καύσωνα υπάρχουν τέτοια αγόρια που παγώνουν), είναι ήδη στο ορφανοτροφείο, δεν λέει τίποτα για τον Κομαρόφ, αλλά διαβάζει το αναγνωστικό. Τα μάγουλα του είναι χοντρά και το διήγημα θα έχει τίτλο «Ο Πέτκα σώθηκε». Στους διευθυντές των περιοδικών αρέσουν τέτοιοι τίτλοι».
«Αθλι-ότατο διήγημα,- ακούστηκε δυνατά μια φωνή κάτω από την τραγιάσκα, και εκτός από αυτό κάπου το έχω διαβάσει αυτό!»
– Σκάσε, χάνομαι! – διέταξα τον εγκέφαλο και άνοιξα τα μάτια μου.
Μπροστά μου δεν υπήρχε ούτε ο ναύαρχος, ούτε ο Μαυρογένης, όπως δεν υπήρχε και το ρολόι στην τσέπη του παντελονιού μου.
Διέσχισα το δρόμο και πλησίασα τον αστυνομικό, ο οποίος είχε σηκώσει ψηλά το γκλοπ του.
– Μου έκλεψαν το ρολόι, είπα.
– Ποιος; ρώτησε.
– Δε ξέρω, απάντησα.
– Τότε χάθηκε, είπε ο αστυνομικός.
Ακούγοντας τα λόγια του ένιωσα πως πρέπει να πιω ανθρακούχο νερό.
– Πόσο κάνει ένα ποτήρι ανθρακούχου νερού; ρώτησα τη γυναίκα που πουλούσε τέτοιο νερό σε ένα περίπτερο.
– Δέκα καπίκια, απάντησε εκείνη.
Την ρώτησα επίτηδες για να μάθω αν θα λυπηθώ τα εννέα καπίκια που πέταξα. Διασκέδασα όμως και ζωντάνεψα λίγο με τη σκέψη ότι δεν πρέπει να λυπάμαι.
«Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα αστυνομικό. Τον πλησιάζει ένα πολίτης…. «Και λοιπόν;» – θέλησε να μάθει ο εγκέφαλος τη συνέχεια.
Μά-λιστα. Και λέει: μου σούφρωσαν το ρολόι. Και ο αστυνομικός αρπάζει το περίστροφο και φωνάζει: «Στάσου! Εσύ το έκλεψες κάθαρμα». Σφυρίζει. Όλοι τρέχουν. Πιάνουν τον κλέφτη. Κάποιος πέφτει. Πυροβολισμοί.
«Αυτό ήταν όλο;» – ρώτησαν οι κίτρινοι χοντρομπαλάδες μέσα στον εγκέφαλο, πρησμένοι από τον καύσωνα. «Όλο».
«Θαυμάσια, θα έλεγε γελώντας το κεφάλι και άρχισε να χτυπάει σαν ρολόι, μόνο που το διήγημα αυτό δεν θα το δεχτούν, γιατί δεν έχει κανένα ιδεολογικό στοιχείο. Όλα αυτά, δηλαδή να φωνάζει, να πιάνει το περίστροφο, να σφυρίζει και να τρέχει, θα μπορούσε να τα κάνει μόνο ένα χωροφύλακας του παλαιού καθεστώτος. Έτσι δεν είναι, σύντροφε Μπενβενούτο Τσελίνι;»
Το θέμα είναι ότι αυτό είναι το ψευδώνυμο μου, Μπενβενούτο Τσελίνι. Το επινόησα πριν από πέντε ημέρες, όταν έκανε πάλι καύσωνα. Είχε αρέσει πάρα πολύ, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, στους ταμίες του περιοδικού. Όλοι είχαν σημειώσει «Μπενβενούτο Τσελίνι» στο βιβλίο προκαταβολών δίπλα στο επίθετό μου. Πέντε χαρτονομίσματα των δέκα ρουβλίων για τον Μ. Τσελίνι.
Ή ως εξής: αμαξάς Νο 2579. Ένας ταξιδιώτης είχε ξεχάσει τον χαρτοφύλακά του, ο οποίος περιείχε σημαντικά έγγραφα του Εργοστασίου Ζάχαρης. Ο έντιμος αμαξάς πήγε τον χαρτοφύλακα στο Εργοστάσιο Ζάχαρης και η βιομηχανία ζάχαρης γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κι έτσι αντάμειψαν τον αμαξά.
«Τον θυμάμαι αυτόν τον αμαξά,- είπε οργισμένος, ο εγκέφαλος, στο ένθετο που υπήρχε στο τεύχος Μαρτίου του περιοδικού «Νίβα». Πέντε φορές τον συναντήσαμε εκεί, στοιχειοθετημένο πότε με μικρά γράμματα και πότε με μεγάλα, μόνο που ο ταξιδιώτης υπηρετούσε όχι στο Εργοστάσιο Ζάχαρης, αλλά στο Υπουργείο Εσωτερικών! Σκάσε. Να το περιοδικό. Για να δούμε τι θα πεις τώρα. Πού είναι το διηγηματάκι;..»
Ανεβαίνοντας την παλιά σκάλα, μπήκα στα γραφεία του περιοδικού με αμήχανο ύφος και άρχισα να τραγουδάω δυνατά:
Είμαι με το Σένια!
Για τα τουβλάκια
Αγάπησε την πλινθοποιία .
Μέσα στα γραφεία, πράσινοι από τον καύσωνα, σε ένα μικρό δωμάτιο, καθόταν ο αρχισυντάκτης, ο διευθυντής, ο γραμματέας και άλλοι δύο αργόσχολοι. Στο ξύλινο παράθυρο, όπως στον ζωολογικό κήπο, φαινόταν η γαμψή μύτη του ταμία.
– Τα τουβλάκια είναι καλά, είπε ο αρχισυντάκτης, πού είναι όμως το διήγημα που μας έχετε υποσχεθεί;
– Μπορείτε να φανταστείτε τι γκροτέσκο ιστορία μου συνέβη, είπα, χαμογελώντας πλατιά, μου έκλεψαν πριν από λίγο το ρολόι στο δρόμο.
Όλοι σώπασαν.
– Μου είχατε υποσχεθεί πως σήμερα θα μου δώσετε χρήματα, είπα και ξαφνικά είδα στον καθρέφτη ότι μοιάζω με σκύλο που τον έχει πατήσει το τραμ.
– Δεν έχει χρήματα, απάντησε ξερά ο αρχισυντάκτης και από την έκφραση των προσώπων τους, κατάλαβα πως χρήματα υπάρχουν.
– Έχω ήδη το προσχέδιο του διηγήματος. Τι παράξενος που είστε, είπα με φωνή τενόρου, τη Δευτέρα θα σας το φέρω μέχρι τις μιάμιση η ώρα το μεσημέρι.
– Ποιο είναι το προσχέδιο του διηγήματος;
– Χμ… Σε ένα σπίτι ζούσε ένα ιερέας…
Ξαφνικά όλοι άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον. Οι αργόσχολοι σήκωσαν το κεφάλι τους.
– Και λοιπόν;
– Πέθανε.
– Χιουμοριστικό; ρώτησε ο διευθυντής, συνοφρυωμένος.
– Χιουμοριστικό, απάντησα, νιώθοντας πως πνίγομαι με το ίδιο μου το σάλιο.
– Έχουμε χιουμοριστικά. Εδώ και τρία τεύχη. Ο Σίντοροφ τα έγραψε, είπε ο αρχισυντάκτης. Καλύτερα να γράψετε κάτι περιπετειώδες.
– Κάτι έχω, απάντησα γρήγορα, έχω, έχω, αλίμονο!
– Πείτε μας το προσχέδιο, είπε, με καλύτερη διάθεση, ο αρχισυντάκτης.
– Χμ… Ένας επιχειρηματίας της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, πήγε στην Κριμαία…
– Παρακάτω, κύριε!
Εγώ πίεσα τόσο πολύ τον άρρωστο εγκέφαλό μου, που άρχισε να στάζει υγρά και είπε ξεψυχισμένα:
– Του έκλεψαν οι ληστές τη βαλίτσα.
– Πόσες αράδες είναι αυτό;
– Τριακόσιες αράδες. Μπορεί όμως και… λιγότερες. Ή περισσότερες.
– Γράψτε μία απόδειξη για είκοσι ρούβλια, Μπενβενούτο, είπε ο αρχισυντάκτης, μόνο που πρέπει να μας φέρετε αυτό το διήγημα, σας παρακαλώ πολύ σοβαρά.
Κάθισα να γράψω την απόδειξη με χαρά. Ο εγκέφαλός μου όμως δεν ήθελε να συμμετάσχει καθόλου σε αυτό. Τώρα πια ήταν μικρός, μαραμένος, γεμάτος μαύρες ξεραμένες χαραμάδες, εκεί που πριν υπήρχαν οι έλικες. Είχε πεθάνει.
Ο ταμίας είχε αντιρρήσεις. Άκουσα την λεπτή, εκνευριστική φωνή του:
– Δεν θα δώσω τίποτα στο Τσινιζέλι σας. Έχει πάρει ήδη εξήντα ολόκληρα ρούβλια.
– Δώστε του, δώστε του, διέταξε ο αρχισυντάκτης.
Τότε ο ταμίας με το μίσος να φαίνεται στο βλέμμα του μου έδωσε ένα κολλαριστό και λαμπερό χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλίων, ενώ το άλλο ήταν φθαρμένο κι είχε μια χαραγματιά στη μέση.
Δέκα λεπτά αργότερα καθόμουν κάτω από τους φοίνικες στη σκιά του Φιλίπποφ, μακριά από τα βλέμματα. Μπροστά μου είχα ένα μεγάλο ποτήρι με μπύρα. «Ας κάνουμε ένα πείραμα, είπα στο ποτήρι, αν δεν ζωντανέψει μετά την μπύρα, πάει να πει πως ήρθε το τέλος. Πέθανε ο εγκέφαλός μου, ως αποτέλεσμα της συγγραφής διηγημάτων και δεν θα ζωντανέψει ποτέ ξανά. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα ξοδέψω τα είκοσι ρούβλια στο πιοτό και θα πεθάνω. Τότε θα δούμε πως από εμένα, τον μακαρίτη, θα πάρουν πίσω την προκαταβολή» Η σκέψη αυτή μου φάνηκε αστεία κι ήπια μια γενναία γουλιά. Στη συνέχεια άλλη μία. Στην τρίτη γουλιά μια ζώσα δύναμη άξαφνα με χτύπησε στα μηλίγγια, οι φλέβες πρήστηκαν και οι μαραζωμένοι έλικες συνήλθαν στο κοκάλινο κιβώτιο.
– Ζωντάνεψες; ρώτησα.
«Ζωντάνεψα» απάντησε ψιθυριστά.
– Τότε άρχισε να γράφεις το διήγημα!
Στο μεταξύ με πλησίασε ένας κουτσός που πουλούσε σουγιάδες. Αγόρασα έναν με ενάμιση ρούβλι. Στη συνέχεια ήρθε ένα κωφάλαλος και μου πούλησε δύο κάρτες μέσα σε ένα κίτρινο φάκελο που έγραφε:
«Πολίτες, βοηθήστε τον κωφάλαλο».
Στη μία κάρτα ήταν ζωγραφισμένο ένα έλατο σκεπασμένο με κατάλευκο χιόνι, ενώ στην άλλη ήταν ένας λαγός με αεροπλανικά αυτιά, σκεπασμένος με χάντρες. Περιεργαζόμουν τον λαγό, στις φλέβες μου κυλούσε αφρίζοντας η μπύρα μέσα στο αίμα μου. Στα παράθυρα έλαμπε ο καύσωνας, έλιωνε η άσφαλτος. Ο κωφάλαλος στεκόταν στην είσοδο του καφέ και έλεγε εκνευρισμένα στον κουτσό:
– Πάρε δρόμο από εδώ με τους σουγιάδες σου. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να δουλεύεις στο καφέ του Φιλίπποφ. Τράβα στο «Ελντοράντο»!
– Ας υποθέσουμε, άρχισα να λέω, με ζέση, στο δρόμο, πέρασε τρέχοντας δαιμονισμένα μια μοτοσικλέτα. Ένα κίτρινο βιβλιοδετημένο φέρετρο με καθρεφτάκια (λεωφορείο)!..
– «Μια χαρά ξεκίνησες, είπε ο εγκέφαλος μου που είχε γίνει καλά, ζήτησε κι άλλη μπύρα, ξύσε το μολύβι, συνέχισε να γράφεις… η έμπνευση, η έμπνευση».
Μετά από λίγο η έμπνευση γλίστρησε από τη σκηνή υπό τους ήχους του εμβατηρίου του Σούμπερτ – Τάουζιγκ, τη χλαπαταγή των πιάτων, του κουδουνίσματος των επάργυρων σκευών.
Έγραψα το διήγημα για την «Εικονογράφηση», ο εγκέφαλος μου τραγουδούσε το στρατιωτικό εμβατήριο:
Τι λέτε σινιόρ
Έχω έμπνευση;
Η γνώμη σας ποια είναι;
Καύσωνας, καύσωνας.
(1926)