γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη
Όσες και όσοι βρεθήκαμε αυτό το Σάββατο 30 Μαρτίου 2024, στο Περιπατητικό Συνέδριο του Αναγνώστη ζήσαμε μια εμπειρία ξεχωριστή. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που τόσοι και τόσες νέοι συγγραφείς συγκεντρώθηκαν και συνομίλησαν με το κοινό τους δια ζώσης και όχι κατά μόνας, μέσα από τις συνεντεύξεις τους ή τις παρουσιάσεις των βιβλίων τους. Επιπλέον δε, είχαν και εκείνοι/ες τη σπάνια, εδώ που τα λέμε, ευκαιρία να συζητήσουν και μεταξύ τους, να ανταλλάξουν συναδελφικές απόψεις, να διαφωνήσουν, να θέσουν και να εκθέσουν. Σε μας προσέφεραν απλόχερα μια θέση στο τραπέζι τους, μας βάλαν στην «κουζίνα» τους, πήραμε το πιρούνι μας και δοκιμάσαμε τις γεύσεις και τα συστατικά τους.
Για μένα το συνέδριο άνοιξε ένα παράθυρο και για τις δυο πλευρές, τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη. Όχι επειδή ακούστηκαν αισιόδοξα πράγματα. Αλλά κυρίως επειδή γραφή και ανάγνωση είναι δυο διαδικασίες μοναχικές και εσωστρεφείς και το Σάββατο αυτό το «οχυρό» καταρρίφθηκε. Δεν είναι εύκολο να βγαίνεις από τη ζώνη ασφαλείας σου, κακά τα ψέματα. Θέλει τόλμη. Και με χαρά διαπίστωσα ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες συγγραφείς δεν διστάζουν. Θα πω και κάτι άλλο κι ας φανεί τετριμμένο: η ευγλωττία τους δεν μένει στο χαρτί· αντιθέτως διαπίστωσα -γιατί δεν το θεωρώ αυτονόητο- ότι εκφράζονται με εξαιρετικά σαφή τρόπο και προφορικά, ότι έχουν απόψεις και μια ευρύτερη καλλιέργεια, ενώ ταυτόχρονα είναι διαλλακτικοί, χωρίς στεγανά, εμμονές και κολλήματα.
Ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα είναι μια πίστα δύσκολη και οι απογοητεύσεις συχνές, όμως δεν δείχνουν να το βάζουν κάτω, κι αυτό από μόνο του είναι ελπιδοφόρο σε μια εποχή-κόντρα, κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για το βιβλίο και τους συγγραφείς (και για τους αναγνώστες ενίοτε).
Στο τρίτο πάνελ, στο Έναστρον, που είχα την τιμή να συντονίσω, σε κάποιες φάσεις χάζευα τον κόσμο που περνούσε από τη Σόλωνος μέρα μεσημέρι, με καύσωνα – τουλάχιστον με όρους Μαρτίου. Κοιτούσαν με περιέργεια, κάποιοι άνοιγαν την πόρτα, άλλοι περνούσαν το κατώφλι και παράγγελναν καφέ, στέκονταν λίγο στο μπαρ ή αναζητούσαν μια πιο «μόνιμη» θέση στο βάθος. Είχα ξαφνικά μια αίσθηση οικεία. Θυμήθηκα κάποια έναστρη καλοκαιρινή νύχτα στη Σίφνο που άκουσα ζωντανή μουσική να έρχεται από μια αυλή και αυθόρμητα μπήκα μέσα και με κεράσανε κρασί και μεζέ. Έτσι ήταν και το Σάββατο. Οικεία, αυθόρμητα – τολμώ να πω σχεδόν εορταστικά. Σίγουρα πάντως καταγράφηκε μια έντονη διάθεση, μια ανάγκη δηλαδή, για περισσότερη εξωστρέφεια και επικοινωνία.
Τρεις στάσεις, 25 συγγραφείς
Το συνέδριο μοιράστηκε σε τρία βιβλιοπωλεία, με 9 ομιλητές ανά πάνελ. Συνολικά 25 ( καθώς δύο δεν μπόρεσαν να έρθουν) λογοτέχνες από 30 έως 55 ετών κάθισαν στις καρέκλες των βιβλιοπωλείων «Επί Λέξει», «Free Thinking Zone» και «Έναστρον Βιβλιοκαφέ» στο κέντρο της Αθήνας. Επίπονο εγχείρημα που το έβγαλε παλικαρίσια εις πέρας η ομάδα του Αναγνώστη, απόδειξη η μεγάλη συμμετοχή και στις τρεις στάσεις της βόλτας. Μάλιστα η πλειοψηφία των συμμετεχόντων και συμμετεχουσών, είτε ως κοινό είτε ως «πανελίστες», ξεκίνησαν από το πρωί στις 10.30 και φτάσανε ακάματοι χωρίς στιγμή διάλειμμα έως τις 17.30.
Διαπιστώσεις και προβληματισμοί
Οι συγγραφείς ξεκίνησαν με μια σύντομη τοποθέτηση επί του θέματος που είχαν «αναλάβει», ωστόσο στην πορεία οι θεματολογίες ανακατεύτηκαν και από ένα σημείο και πέρα τις υπερέβησαν οι ίδιοι/ες λόγω των νέων δεδομένων που προέκυπταν από τη συζήτηση, αλλά και γιατί δεν χωρούσαν τελικά στο συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως τουλάχιστον διαμορφώθηκε δυναμικά στην πορεία. Με δυο λόγια, τέθηκαν πολλά ερωτήματα και προβληματισμοί, κάποια απαντήθηκαν, άλλα γέννησαν καινούργια ή έμειναν μετέωρα.
Δεν θα ήθελα να μπω σε μια λεπτομερή καταγραφή για το τι είπε ο ένας και τι η άλλη, δεν είναι εξάλλου αυτό το ζητούμενο του συγκεκριμένου κειμένου. Για να είμαι όμως πολιτικά ορθή, οφείλω να σημειώσω ότι όπου παρακάτω έχω καταφύγει στις φράσεις κάποιων από τους προσκεκλημένους/ες, το έκανα για να περιγράψω καλύτερα και πιο ζωντανά την όλη εμπειρία, και όχι επειδή προτίμησα π.χ. τον έναν από την άλλη κλπ. (επίσης, υπάρχει περίπτωση να ήταν πιο καθαρογραμμένη η συγκεκριμένη σημείωση στο μπλοκ μου). Σε κάθε περίπτωση προτίμησα να κάνω εδώ μια σταχυολόγηση των θεμάτων που διατυπώθηκαν και τα οποία συνιστούν σίγουρα τροφή για σκέψη και περαιτέρω συζήτηση. Σε επόμενη φάση, όταν πλέον κατακάτσει ο κουρνιαχτός, θα επιχειρήσουμε μια πιο συγκροτημένη κατηγοριοποίηση. Στόχος άλλωστε δεν είναι η κουβέντα να κλείσει, αλλά να ανοίξει – σωστά;
«Αποτάσσομαι τη “γενιά” μου απεταξάμην»: Οι περισσότεροι/ες νεότεροι/ες συγγραφείς εκφράζουν τις επιφυλάξεις (ίσως και τη δυσανεξία) τους σχετικά με την τάση να αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι της τάδε ή της δείνα γενιάς, με τα τάδε ή τα δείνα χαρακτηριστικά. Είναι «παλιακός» τρόπος να σκεφτόμαστε τη λογοτεχνία, λένε – τους στενεύει, δεν τον επικροτούν. Παρότι δε, παραδέχονται ότι μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία και αναφορές, αφενός θεωρούν ότι είναι πολύ νωρίς για να βγουν γενικότερα συμπεράσματα, αφετέρου ομολογούν ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει ώσμωση, ανταλλαγή, ούτε καν η αίσθηση της ομάδας ή της κοινότητας, όπως ενδεχομένως συμβαίνει με τους ομήλικους/ες τους ποιητές και ποιήτριες ή τους μεγαλύτερης «σειράς» πεζογράφους (που επιπλέον ως τέκνα μιας εποχής αναλογικής, έχουν ξεμείνει στην face to face επικοινωνία). Τα λέει ωραία η Μαρία Ξυλούρη, χρησιμοποιώντας την εικόνα του χάρτη «μιας χώρας που την περπατάμε, είναι ίδια για όλους αλλά ο καθένας πάει με διαφορετικά βήματα στο ίδιο σημείο».
«Δεν είμαστε άγραφα χαρτιά»: «Υπάρχει ένα λογοτεχνικό κριτήριο ασυνείδητα που είχε δημιουργηθεί από πολύ νωρίς – πριν μάθουμε ακόμη να γράφουμε το όνομά μας» λέει η Μαρία Φακίνου. Πράγματι, ουδείς και ουδεμία νέος/α συγγραφέας αμφισβητεί τη σύνδεσή του/της με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, πεζογραφία και ποίηση – ούτε όμως και με τις οικογενειακές ιστορίες, τον τρόπο ζωής αλλά την προφορική κληρονομιά των προπατόρων τους. Ωστόσο, δεν επιθυμούν να μείνουν κολλημένοι/ες σε αυτά. Καλωσορίζουν την επιρροή και άλλων μορφών τέχνης, της μουσικής, ή της ζωγραφικής, αποδέχονται την εξουσία της τηλεόρασης και των media εν γένει και υποκύπτουν στη μαγεία των κόμικς και της ποπ κουλτούρας, όπως και των ξένων συγγραφέων που μπορούν με άνεση να διαβάζουν στο πρωτότυπο. «Έχοντας επιλέξει τους προγόνους μας πρέπει να τους σκοτώσουμε για να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα», θα παρατηρήσει εύστοχα ο Χρήστος Αστερίου.
«Το μυθιστόρημα βρίσκει διαρκώς καινούργιους δρόμους»: Πιάνοντας το νήμα της κουβέντας για τις επιρροές από άλλες μορφές τέχνης και την ποπ κουλτούρα, γυρνάμε στις πιο «συμβατικές» μορφές αφήγησης, με έμφαση στη μεγάλη φόρμα. Παρόλο που η Έλενα Μαρούτσου θα υποστηρίξει ότι το μυθιστόρημα βρίσκει διαρκώς καινούργιους δρόμους, η Λίλα Κοντομάρα θα σχολιάσει ότι αυτό που κάνει σήμερα το μυθιστόρημα να χάνει τη δυναμική του -σε σχέση με το διήγημα- είναι «η έλλειψη στίγματος»: «Αφηγούμαστε το παρόν με όρους του χθες» θα τονίσει χαρακτηριστικά. Στο πρακτικό κομμάτι, «η πιθανότητα να τα θαλασσώσεις, το ρίσκο, είναι πολύ μεγαλύτερα στο μυθιστόρημα» ομολογεί ο Νίκος Ευσταθιάδης. Γενικά πλανάται η αίσθηση ότι το μεγάλο αφήγημα «θυσιάζεται» αναγκαστικά και για τις «ανάγκες» του αναγνωστικού κοινού, το οποίο δεν αρέσκεται στις μακροσκελείς αναγνώσεις. «Το αναγνωστικό κοινό έχει την ίδια διάσπαση με μας» θα συμπληρώσει η Βάσια Τζανακάρη, η οποία ωστόσο βάζει το βιοποριστικό ως μια επιπρόσθετη αιτία εγκατάλειψης της μεγάλης φόρμας από τον/την συγγραφέα: «Οι περισσότεροι δουλεύουμε ασταμάτητες ώρες και είναι δύσκολο να συνδυαστεί αυτό με τις ανάγκες που έχει ένα μυθιστόρημα.»
«Δηλώνω μεταφραστής -παύλα- συγγραφέας»: Κι εδώ έρχεται η σύνδεση με ένα άλλο επίμαχο θέμα που αναφέρθηκε πολλάκις, το γεγονός ότι «εκεί έξω» η συγγραφή εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως «χόμπι», ως πάρεργο και τέλος πάντων όχι ως ένα σοβαρό επάγγελμα με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Απ’ ό,τι φαίνεται η αδυναμία να δοθεί ευθέως η απάντηση «συγγραφέας» στην ερώτηση «με τι ασχολείσαι;», δεν έχει να κάνει με τη συστολή που θα μπορούσε να νιώθει ένας/μία συγγραφέας, αλλά περισσότερο με την εικόνα που έχει ο άλλος/η για τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα. Προφανώς και όλοι/όλες θεωρούν τη συγγραφή επάγγελμα, ασχέτως αν δυσκολεύονται να βιοποριστούν από αυτήν. Δυο – τρεις μοιράστηκαν την προσωπική τους εμπειρία σε σχέση όχι μόνο με τους αναγνώστες γενικώς και αορίστως, αλλά και με ένα πιο ειδικό και στοχευμένο κοινό, στο οποίο κάποια στιγμή κλήθηκαν να παρουσιάσουν το έργο τους: τους αντιμετώπισαν με καχυποψία που πηγάζει ίσως και από την δυσπιστία ότι ένας/μία συγγραφέας μπορεί να αποδώσει με ακρίβεια «αυτό που ζω εγώ, αν δεν είναι όπως εγώ, αν δεν έχει περάσει όσα εγώ».
«Πόσο πραγματική είναι η πραγματικότητα του συγγραφέα;»: Έτσι φτάνουμε στο ζήτημα του πραγματικού vs μυθιστορηματικού και στο κατά πόσο ο/η συγγραφέας πείθει ενδυόμενος/η έναν άλλον χαρακτήρα, «ξένο» από τον δικό του/της. Έχω το «δικαίωμα» διερωτάται ο Νίκος Μάντης, να γράψω για έναν γκέι μετανάστη από το Μπαγκλαντές αν είμαι ένας στρέητ λευκός άντρας από την Αθήνα; «Μόλις ήρθα από μια έκθεση με αυτοπροσωπογραφίες του Marcel Duchamp. Κανείς δεν αναρωτιέται γιατί ο Duchamp ζωγραφίζει τον εαυτό του, με τους συγγραφείς όμως, υπάρχει μια εμμονή για το θέμα της αυτομυθοπλασίας, του βιωμένου τραύματος», απαντά η Αμάντα Μιχαλοπούλου. «Το θέμα δεν είναι λοιπόν αν έχεις το δικαίωμα· όλα έχεις δικαίωμα να τα κάνεις, αρκεί να πείσεις, και το αναγνωστικό κοινό να πιστέψει αυτό που διαβάζει.» Η Βίβιαν Στεργίου προτείνει να μην παίρνουν τους εαυτούς τους τόσο σοβαρά, ενώ ο Μιχάλης Μαλανδράκης που είναι και ο νεότερος εκ των συμμετεχόντων, αρνείται να παρεκκλίνει από την πραγματικότητα: «Αν παρεκκλίνω από την πραγματικότητα θα νιώσω ότι δεν λέω την αλήθεια, ότι είμαι έξω από την εποχή μου, ότι ο χαρακτήρας δεν έχει κοινή πορεία με την κοινωνία.»
«Πού πήγε η λογοτεχνία με κοινωνικό αποτύπωμα;»: Αυτό το ερώτημα, παρόλο που τέθηκε επανειλημμένα, από τον Νίκο Μάντη πρωτίστως, έμεινε αναπάντητο. Για τον ίδιο είχε να κάνει με το τέλος των ιδεολογικών περιπετειών του ΚΚΕ και της αριστερής διανόησης εν γένει. Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα της ιδεολογίας και του πολιτικο-κοινωνικού αποτυπώματος της πεζογραφίας δεν μπήκε στο τραπέζι με αυτή την έννοια – καλώς ή κακώς, θα φανεί στην πορεία. Αν και πιστεύω ότι είναι ίδιον της εποχής.
«RIF. Ο θάνατος του φέισμπουκ»: Αυτός είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της Μαρίας Γιαγιάννου, το οποίο μιλάει για το πώς κάνει ο θάνατος την εμφάνισή του στο facebook. Δεν θα αναφερθώ στο βιβλίο καθαυτό αλλά θα το χρησιμοποιήσω ως αφορμή για κάνω ένα σχόλιο για τα κοινωνικά δίκτυα αλλά και την εξέλιξη της τεχνολογίας και δη της τεχνητής νοημοσύνης: Μου έκανε εντύπωση το ότι παρόλο που τα μεν social media βρίθουν από κείμενα που φλερτάρουν με τη λογοτεχνία με έμφαση στην αυτό-μυθοπλασία και η ΑΙ καραδοκεί «απειλώντας» ό,τι ξέραμε και δεν ξέραμε για τη λογοτεχνία κι ό,τι αγαπάμε και υποστηρίζουμε σε σχέση με τα βιβλία, το θέμα πέρασε στα ψιλά κατά το εφτάωρο αυτό· νομίζω μάλιστα ότι σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται τόσο για ίδιον της εποχής, παρά για έναν ενδόμυχο φόβο με τον οποίο δεν έχει κανείς και καμιά μας ακόμη τολμήσει να αναμετρηθεί – ή καλύτερα μπει στη διαδικασία να γνωρίσει.
Info:
Για την ιστορία τα τρία θέματα τέθηκαν προς συζήτηση:
- Ελληνική πεζογραφία: «Δέντρο ή Νησίδες;». Διερεύνηση της έννοιας της παράδοσης, των γενεών και της επίδρασης στο έργο των νεότερων Ελλήνων πεζογράφων. Συμμετείχαν οι Χρήστος Αστερίου, Αλεξάνδρα Κ*, Χάρης Καλαϊτζίδης, Λευτέρης Καλοσπύρος, Χρήστος Κυθρεώτης, Μαρία Ξυλούρη, Βασιλική Πέτσα, Μαρία Φακίνου, υπό τον συντονισμό της Μικέλας Χαρτουλάρη, στο βιβλιοπωλείο «επί λέξει».
- Ελληνικό Μυθιστόρημα: «Η Μεγάλη Χίμαιρα;». Η μεγάλη φόρμα και η διαρκής αμφισβήτηση της θέσης του μυθιστορήματος στη λογοτεχνία μας. Συμμετείχαν οι Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Μίνως Ευσταθιάδης, Δημήτρης Καρακίτσος, Λίλα Κονομάρα, Μιχάλης Μαλανδράκης, Νίκος Μάντης, Έλενα Μαρούτσου, Βάσια Τζανακάρη, υπό τον συντονισμό της Τίνας Μανδηλαρά στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone.
- Πεζογραφία και Πραγματικό: Η «Δίψα για Πραγματικότητα», η Ιστορία, η Αυτο-μυθοπλασία. Συμμετείχαν οι Μαρία Γιαγιάννου, Βασίλης Δρόλιας, Κώστας Καβανόζης, Αμάντα Μιχαλοπούλου,Χρήστος Οικονόμου, Καλλιρρόη Παρούση,Bίβιαν Στεργίου, Κυριάκος Χαρίτος, Χρήστος Χρυσόπουλος, στο «Έναστρον Βιβλιοκαφέ», υπό το συντονισμό της υπογράφουσας.