Του Αριστοτέλη Σαΐνη.
Η μετάφραση ενός βιβλίου από μικρή, περιφερειακή λογοτεχνία, όπως είναι η ελληνική, σε μια ξένη γλώσσα μεγάλης εμβέλειας αποτελεί πάντα είδηση· πόσο μάλλον σε περιόδους γενικευμένης οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που ζει ο πλανήτης σήμερα, η οποία δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο το χώρο των εκδόσεων. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να χαιρετίσουμε την ισπανική μετάφραση του Γλαύκου Θρασάκη ως ακόμα μια επιτυχία, όχι μόνο του Βασίλη Βασιλικού, αλλά και της ελληνικής λογοτεχνίας στο σύνολό της.
Από την πρώτη εμφάνιση του «Ρεμπώ της πεζογραφίας μας» (κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό του Α. Καραντώνη), με τη νεανική Διήγηση του Ιάσονα (1953, Γκοβόστης 2011), μέχρι το αποσπασματικό ημερολόγιο Οι γάτες της Rue d’Hauteville (Πατάκης 2012) και την αυτοβιογραφία Μνήμη από μελάνι (οριστική έκδοση: Διόπτρα 2011) του «Ρίτσου της πεζογραφίας μας» (κατά τον εξίσου ευφυή χαρακτηρισμό του Νάσου Βαγενά), ο δρόμος ήταν δύσβατος, δύσκολος και, κυρίως, μακρύς· όχι μόνο για τον Βασίλη Βασιλικό, αλλά και για τον αναγνώστη ή τον ερευνητή του έργου του. Ωστόσο, κάνοντας άλματα στο χρόνο, πάνω από ένα πληθωρικό συγγραφικό εγχείρημα που ακόμα αναμένει τον χαλκέντερο και αφοσιωμένο μελετητή του, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί στους αρμούς που το συγκρατούν: τη βραβευμένη Τριλογία (του 1964, οριστική έκδοση: Τόπος, 2007), ένα «cult» πλέον βιβλίο της ελληνικής λογοτεχνίας, το διεθνώς καταξιωμένο Ζ (του 1966, τελευταία έκδοση Διόπτρα 2011), το οποίο δεν χρειάζεται συστάσεις, και τον ώριμο πια Γλαύκο Θρασάκη (1971-2008), τη φημισμένη λογοτεχνική αυτοβιογραφία του συγγραφέα, η οποία, κατά τη γνώμη μου, ολοκληρώνει θριαμβευτικά έναν μεγάλο κύκλο στην πεζογραφία του Βασίλη Βασιλικού.
Παλιότερα –και με άλλη αφορμή– είχα χαρακτηρίσει τον Γλαύκο Θρασάκη ως το magnum opus του συγγραφέα· όχι βέβαια επειδή ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι το πιο αγαπημένο του βιβλίο, αλλά γιατί φαίνεται ότι το μυθιστόρημα αυτό κατέχει μια ιδιαίτερη θέση μέσα στην πληθωρική παραγωγή του: όχι απλώς ως το επιστέγασμα μιας πεζογραφικής πορείας που έχει επιφέρει μέχρι τώρα 120 περίπου τίτλους βιβλίων, ούτε ως ο προνομιακός εκείνος μυθοπλαστικός χώρος όπου συνοψίζονται οριστικά οι όποιες κατακτήσεις της πεζογραφίας του, αλλά, μάλλον, ως ένα πραγματικό work in progress, που συντροφεύει τον συγγραφέα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Πράγματι, η εισαγωγή αποτελεί ήδη τμήμα διηγήματος της συλλογής 20’:20’ (1971), και το πρώτο μέρος ανήκει στον τόμο διηγημάτων Η κάθοδος (1974). Ακολούθησαν, σε αυτόνομους τόμους, τα Γ. Θ.: Μυθιστόρημα (1974), Γ. Θ.: Η επιστροφή (1975), Γ. Θ.: Μπερλίνερ Ανσάμπλ (1975), τα οποία, στο τέλος του 1975, ενοποιήθηκαν σε μια μονότομη έκδοση. Το 1979, προστίθεται ένας τέταρτος τόμος: Τα απόκρυφα του Γ. Θ.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Βασιλικός ξαναρίχνει τα χαρτιά. Η εκ νέου αυτή επεξεργασία του υλικού των τεσσάρων αρχικών τόμων, με εκτεταμένες τροποποιήσεις και επανεγγραφές, αρκετές διαγραφές κεφαλαίων, αλλά και τη συνολική αναδιάταξη της δομής, επέφερε τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος πάνω στον οποίο βασίστηκαν οι συγκεντρωτικές εκδόσεις του 1990 (Γνώση) και του 1996 (Λιβάνης). Η έκδοση των Ελληνικών Γραμμάτων (2008), ενταγμένη στη φιλόδοξη σειρά της «Βιβλιοθήκης Βασίλη Βασιλικού» (αρχικός διευθυντής ο Άρης Μαραγκόπουλος), αποτελεί αναθεωρημένη και ξαναδουλεμένη από τον συγγραφέα μορφή του κειμένου. Στην έκδοση αυτή απαλείφθηκαν αβλεψίες, ελέγχθηκαν παραθέματα, βελτιώθηκε η αφηγηματική και χρονική συνοχή, και, χάρη στη συνεργασία των συντελεστών (υπό τη διεύθυνση της Ελένης Κεχαγιόγλου), το κείμενο απέκτησε την τυπογραφική επιμέλεια που επιθυμούσε ανέκαθεν ο συγγραφέας. Ωστόσο, η άτακτη αποχώρηση των Ελληνικών Γραμμάτων από το εκδοτικό τοπίο άφησε τη «Βιβλιοθήκη Βασίλη Βασιλικού» ανολοκλήρωτη και τον ταλαιπωρημένο, εξόριστο συγγραφέα Γλαύκο Θρασάκη, για ακόμα μία φορά, ανέστιο. Ευτυχώς, το φιλόξενο και ενάντια σε κάθε εμπορικότητα εκδοτικό πρόγραμμα των Εκδόσεων Gutenberg περιλαμβάνει τον Θρασάκη στις άμεσες προτεραιότητές του.
Όπως και να ’χουν τα πράγματα, η αποσπασματική πρώτη έκδοση ενός κειμένου κατακερματισμένου και ασυστηματοποίητου ακόμη, και οι συνακόλουθες εκδοτικές περιπέτειές του, δεν επέτρεψαν την ορθή αποτίμηση και την ψύχραιμη κριτική πρόσληψή του. Χωρίς ν’ απουσιάζουν οι εμβριθείς προσεγγίσεις (βλ. τις αναγνώσεις των Ζακ Λακαριέρ, Γιώργου Γιάνναρη, Αλέξη Ζήρα, Χρυσομάλλη-Heinrich κ.ά.), η πραγματική σημασία του έκκεντρου μυθοπλαστικού κόσμου του Γλαύκου Θρασάκη άρχισε ν’ αποκαλύπτεται μόλις στις μέρες μας, όταν η κριτική αναγνώρισε το ιδιόμορφο ειδολογικό στάτους του κειμένου, αποκάλυψε τη διαστρωμάτωση των πολλαπλών αφηγηματικών του επιπέδων (Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη) και, εντελώς πρόσφατα, εισήλθε στον σχεδόν καββαλιστικό κόσμο του αριθμητικού του συμβολισμού (Γκυ Σωνιέ). Σήμερα, μάλιστα, με την αναγνωστική εμπειρία των σχεδόν 45 ετών που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση, σε μια εποχή επανεκτίμησης ακόμη και της πρόσφατης λογοτεχνικής ιστορίας, δεν ηχεί παράδοξα η συμπερίληψη του μυθιστορήματος στον νεωτερικό ή μετανεωτερικό Κανόνα της ελληνικής πεζογραφίας, αφού ο Βασίλης Βασιλικός με τον Γλαύκο Θρασάκη «μπαίνει στα βαθιά νερά του μεταμοντέρνου, επιχειρώντας με μια μεγάλη σύνθεση ν’ αναμείξει το οντολογικό με το μυθοπλαστικό, το φανταστικό με το πραγματικό» (Γιώργος Αριστηνός). Πράγματι, αν στις γνωστές αυτοσυνείδητες μυθοπλασίες του μεταμοντέρνου πιστώνουμε την αυτοανάλυση, την αυτοαναφορικότητα, την πρόσκληση του αναγνώστη στο αφηγηματικό σύμπαν και την παρωδιακή ή αυτοπαρωδιακή διαλεκτική, τότε ο ιστορικός του ελληνικού μεταμοντέρνου θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του και την περίπτωση του Γλαύκου Θρασάκη.
Θυμίζω ότι, στο μυθιστόρημα του Βασιλικού, ένας ανώνυμος βιογράφος-ερευνητής αναλαμβάνει ν’ ανασυστήσει τη ζωή και το έργο του Γλαύκου Θρασάκη, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του αινιγματικού συγγραφέα Λάζαρου Λαζαρίδη (1933-1978), που έζησε για χρόνια εξόριστος στο εξωτερικό: Βέλγιο, Ιταλία, Αμερική, Γερμανία. Μόνο που η ψυχολογικά εξουθενωτική έρευνα μετατοπίζει διαρκώς το αρχικό ερώτημα: «Ποιος είναι ο Γλαύκος Θρασάκης;», και ο αναγνώστης δεν παύει ν’ αναρωτιέται: «Ποιος μιλά περί Γλαύκου Θρασάκη;»– ερωτήματα που, όπως και στο Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ του Ναμπόκοφ, οδηγούν προοδευτικά τον αφηγητή στην ταύτισή του με το αντικείμενο της αφήγησης· τον βιογράφο, στη συνταύτισή του με τον βιογραφούμενο. Αν ο Ναμπόκοφ δίνει το δομικό υπόβαθρο του βιβλίου, ο Σαρτρ του Ηλίθιου της οικογένειας βρίσκεται στην αφετηρία του. Και ο Βασίλης Βασιλικός, στην πιο χαρακτηριστική στιγμή της ωριμότητάς του, κινείται με επιδεξιότητα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ τεκμηριωτικού λόγου και μυθοπλασίας, γράφοντας ένα «βιομυθιστόρημα» ή «αυτομυθιστόρημα», κατά τον ίδιο, το οποίο συνδυάζει στοιχεία της λογοτεχνικής (αυτο)βιογραφίας με το (ψευδο)δοκίμιο και μοτίβα του αστυνομικού μυθιστορήματος με το ψυχολογικό θρίλερ, ή τροφοδοτεί το πολιτικό ρεπορτάζ μ’ έναν διάχυτο λυρισμό κ.λπ.
Μόνο τυχαίο δεν είναι, λοιπόν, που ανάλογη με την εκδοτική περιπέτεια του βιβλίου στην Ελλάδα στάθηκε και η διεθνής σταδιοδρομία του. Η πρώιμη γαλλική έκδοση (Un poète est mort, μτφρ. Ζιζέλ Ζανπερίν, πρόλογος Ζακ Λακαριέρ, Éditions Julliard, Παρίσι 1978), σε σημαντικό βαθμό συντομευμένη, δίνει έμφαση στην αστυνομική ιστορία, ενώ η όψιμη αγγλική (The Few Things I Know About Glafkos Thrassakis, μτφρ. Κάρεν Έμεριχ, Seven Stories Press, Νέα Υόρκη 2003), ελαφρώς επεξεργασμένη, εστιάζει στη μεταμυθοπλασιακή διάσταση του βιβλίου. Η κριτική τηςThe New York Times Book Review (Mαίρη Παρκ, 30/3/2003) υπογραμμίζει ακριβώς την ακροβασία του Βασιλικού στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και ζωής. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μεταφραστές/επιμελητές διασκεύασαν, σε συνεργασία με τον συγγραφέα, (κατά μεγάλο μέρος η πρώτη, κατά μικρότερο η δεύτερη), το υλικό ενός εν προόδω μυθιστορήματος. Άλλες δύο, λοιπόν, εκδοχές του ίδιου μυθιστορήματος!
Μόλις φέτος κυκλοφόρησε η ισπανική μετάφραση του βιβλίου, και ο Glafkos Zrasakis ήρθε να συναντήσει στην ισπανική γλώσσα τους ήρωες της Τριλογίας (τρίτομη έκδοση από τις Editiones Clásicas, Madrid 1998) και του Ζ (Editorial Sudamericana, Buenos Aires 1970). Η μετάφραση έτυχε θερμής υποδοχής. Από την περασμένη άνοιξη, συνεντεύξεις του συγγραφέα και παρουσιάσεις του βιβλίου φιλοξενήθηκαν σε πολλά ισπανόφωνα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, απ’ όπου σταχυολογώ πρόχειρα: «ένα από τα βιβλία που σημαδεύουν την εποχή τους» (La Vanguardia), «βαθύς στοχασμός πάνω στην ευρωπαϊκή κουλτούρα και την ελληνική ιστορία» (Nordesia), «ιδιοφυές έργο ενός μεγάλου δασκάλου» (ElComercio), «ο συγγραφέας είναι πάντα ένας εξόριστος» (La Nueva Espagna) κ.ά.
Η ανά χείρας ισπανική έκδοση, σε μετάφραση του Άνχελ Πέρεθ Γκονθάλεθ, εντάσσεται στη βιβλιοφιλική σειρά των εκδόσεων Hoja de Lata, με τον τίτλο Sensibles alas Letras, μια σειρά που αναζητά την ποιοτική λογοτεχνία αλλά και την έκπληξη του αναγνώστη σε σύγχρονους, κλασικούς ή και πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς από όλον τον κόσμο. Στο εξώφυλλο του καλαίσθητου τόμου των 428 σελίδων, ένα θλιβερό απομεινάρι και σύμβολο της ψυχροπολεμικής εποχής: λεπτομέρεια φωτογραφίας από το περίφημο φιλί που αντάλλαξαν το 1979 οι τότε ηγέτες της ΕΣΣΔ Λεονίντ Μπρέζνιεφ και της Ανατολικής Γερμανίας Έρικ Χόνεκερ. Μη ξεχνάμε ότι, κατά μία εκδοχή, στο Βερολίνο πέθανε προδομένος και ο Γλαύκος Θρασάκης. Όσο για το ίδιο το κείμενο, ο συγγραφέας φαίνεται ότι δεν έχει καταλήξει ακόμα στην οριστική εκδοχή του, όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογο. Η ισπανική εκδοχή αποτελεί επιστροφή στην τετράτομη έκδοση του 1974, πιο κοντά στην αγγλική versionτου βιβλίου!
Όπως και να ’χουν τα πράγματα, στη «Nota ala edición Española» (σσ. 9-11) με την οποία ο συγγραφέας χαιρετίζει τους ισπανόφωνους αναγνώστες του, ο πολιτογραφημένος Ισπανός πλέον Glafkos Zrasakis/Lazaros Lazaridis/Vasilis Vasilicos καταλήγει:
«Δεν ξέρω περισσότερα, αλλά ακόμα κι αν ήξερα δεν μου αρέσει να μιλάω για τα βιβλία μου… Υπάρχουν άλλοι πιο αρμόδιοι που μπορούν να το κάνουν καλύτερα από μένα. Ωστόσο, είμαι πολύ χαρούμενος που ένα βιβλίο μου μεταφράζεται σε μια γλώσσα που την έχουν τιμήσει μεγάλοι ποιητές και συγγραφείς, στυλοβάτες του δυτικού λογοτεχνικού Κανόνα, σε μια γλώσσα που κυοφόρησε τη γέννηση του πιο αδηφάγου και μακροβιότερου, στις διάφορες εκφάνσεις του, λογοτεχνικού είδους της μοντέρνας εποχής: του Μυθιστορήματος. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση για τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι όλοι όσοι πιάνουμε την πένα και ψελλίζουμε μυθιστορηματικά, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνουμε τον Όμηρο και να υποσημειώνουμε απλώς τον ανυπέρβλητο Κιχώτη του Θερβάντες. Ένα σχόλιο του Μπόρχες για την αρχή του δευτέρου μέρους αυτού του μυθιστορήματος, νομίζω ότι συνοψίζει την ουσία της ταπεινής μας τέχνης: “Γιατί να μας ανησυχεί που ο Δον Κιχώτης είναι αναγνώστης του Δον Κιχώτη, κι ο Άμλετ θεατής του Άμλετ; Θαρρώ πως έχω την εξήγηση: τέτοιες αναστροφές υπονοούν πως, αν τα πρόσωπα ενός φανταστικού έργου μπορεί να ‘ναι θεατές ή αναγνώστες τους, τότε κι εμείς, οι θεατές ή αναγνώστες τους, μπορεί να ‘μαστε φανταστικά πρόσωπα”.* Ποιος στα αλήθεια μπορεί να πει με σιγουριά;
Από την καλοκαιρινή πλην χειμαζόμενη Αθήνα, τους αγωνιστικούς μου χαιρετισμούς στους φίλους ισπανούς αναγνώστες, αυτές τις δύσκολες στιγμές για όλους».
* Η μετάφραση από το χωρίο του Μπόρχες στο: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Αποσπασματικές μαγείες του Δον Κιχώτη», Δοκίμια, μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σσ. 253-256: 256.
Info:
Την Δευτέρα 6 Οκτωβρίου παρουσιάζεται η ισπανική έκδοση του Γλαύκου Θρασάκη, παρουσία του συγγραφέα, στο Ινστιτούτο Θερβάντες (Μητροπόλεως 23, Σύνταγμα, 7.30μμ). Για το βιβλίο και τον συγγραφέα θα μιλήσουν ο επίκουρος καθηγητής μεταφρασεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο κριτικός λογοτεχνίας Αριστοτέλης Σαΐνης και ο μεταφραστής του βιβλίου στα ισπανικά Άνχελ Πέρεθ Γκονθάλεθ..
Τη