Η διαρκής επινόηση του εαυτού (γράφει η Παγώνα – Νίκη Ευσταθοπούλου)

2
1455

Γράφει η Παγώνα – Νίκη Ευσταθοπούλου (*)

Ι.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Λογαρά Όταν βγήκε απ’ τη σκιά προβάλλει το κύριο θέμα της αφήγησης : μια γυναίκα πλήρως εξαρτημένη από το σύζυγό της, μετά από μια κοινή πορεία δεκαετιών, αποφασίζει βίαια και αποφασιστικά να βγει από τη σκιά του. Ο συγγραφέας αξιοποιεί ως πρόφαση μια κοινή, αν όχι κοινότυπη ιστορία : αταίριαστες μακροχρόνιες σχέσεις, που συντηρούνται κάτω από την κοινωνική πίεση και την κοινωνικο-οικονομική εξάρτηση της γυναίκας από τον σύζυγο για δεκαετίες, αν όχι για πάντα. Συνήθως προκρίνονται από την κοινωνία ως επιτυχημένες σχέσεις, ως το παράδειγμα της σωστής και ευτυχισμένης οικογένειας που επιτάσσει η παράδοση του παρελθόντος. Αρκεί όμως αυτή η επιφανειακή κοινοτυπία να κεντρίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ή μήπως το ανθρωπολογικό βάθος των ηρώων παραπέμπει σε μια καταξιωμένη λογοτεχνική γραφή, που θέτει ερωτήματα για το ρόλο των έμφυλων ταυτοτήτων, τη δομή της οικογένειας, τους συναισθηματικούς δεσμούς, και, εντέλει, για την περίπλοκη διαδικασία του αυτοπροσδιορισμού;

ΙΙ.

Ας γνωρίσουμε το «προσωπικό» του μυθιστορήματος. Οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι το ζευγάρι των αντιθέσεων, η ατίθαση κοπέλα μιας επαρχίας του Βορρά, απ’ το Αλτινό, η Μάριαν και ο φρόνιμος σπουδαγμένος Ερρίκος, γέννημα-θρέμμα της πόλης του Νότου, «Ληθώ». Ο Ερρίκος διαλέγει να αποκαλεί Μάριαν, τη βαπτισμένη Αμαρυλλίδα, που ως τότε την έλεγαν Μαρία, Μαρύλλια, Μαρυλίδα, Μαριγώ, Μαριλού… Η γυναίκα κοινωνικά ετεροκαθορίζεται πρώτα και κύρια με το όνομά της· «το δικό της όνομα, σαν μοίρα αναπόδραστη, την έκοβε σε ένα σωρό κομμάτια και την εμπόδιζε να βρει τον εαυτό της» (σελ.16). Ο Ερρίκος τοποθετείται μηχανικός-αρχιτέκτονας στην περιοχή του Αλτινού, γίνεται εραστής και κατόπιν σύζυγός της. Αν και «ανώτερος» πνευματικά, ειρωνικά είναι πλήρως ετεροκαθοριζόμενος από την αυταρχική μητέρα του Δόμνα. «Όλα περνάνε από το χέρι της, τα ελέγχει η ματιά της» (σελ.31). Όταν ο σύζυγός της και πατέρας του Ερρίκου τούς εγκαταλείπει, η Δόμνα «φρόντισε να πάρει ο γιος το δικό της πατρικό επώνυμο, Μαλτέζος» (σελ.47). Συγκάλυψε σκηνοθετικά, μα κυρίως κοινωνικά το γεγονός, ισχυριζόμενη ότι «χάθηκε, σ’ ένα ναυάγιο» (σελ.45). Ο χαρακτήρας και τα θέλω της προβάλλονται από το συγγραφέα και γίνονται αντιληπτά από τον αναγνώστη μόνο μέσα από τα μάτια των άλλων, κυρίως του υποταγμένου Ερρίκου και της τρομαγμένης και απορημένης Μάριαν.

Το ζευγάρι υιοθετεί ένα παιδί από το Σαράγεβο της Γιουγκοσλαβίας· «Το Στέπαν εύκολα γίνεται Στέφανος», συμφώνησαν και οι δύο (σελ.66). «Η Μάριαν το αγάπησε σαν να ‘τανε δικό της, σα να το γέννησε αυτή.» (σελ.66). Ο Ερρίκος δυστυχώς δεν αναπτύσσει πατρική σχέση μαζί του, πιστεύει ότι «κουμάντο» (σελ.74) κάνει ο ίδιος, «μια πάλη επικράτησης» (σελ.75). Ως αποτέλεσμα, οι σχέσεις τους είναι τόσο τεταμένες, ώστε ο Στέφανος, αν και λατρεμένος από τη ανίσχυρη μητέρα του, εξωθείται στο να εγκαταλείψει την πατρική εστία και να εξαφανιστεί· «Κι ένα πρωί Εκείνος έφυγε.» (σελ.76). Δευτερεύοντες μα καθοριστικοί στην εξέλιξη της ιστορίας είναι οι χαρακτήρες του Κύρου, παλαιού συμμαθητή της Μάριαν και η Μάρθα, ο εφηβικός έρωτας και μετέπειτα σύντροφος και σύζυγος του Στέφανου. Και οι δύο βοηθούν και στηρίζουν τη Μάριαν και το Στέφανο στη μετάβαση σε μια νέα, ελεύθερη ζωή, μακριά από την καταδυνάστευση του αυταρχικού Ερρίκου.

ΙΙΙ.

Ο λόγος του συγγραφέα ρέει αβίαστα, ενώ η πλοκή της ιστορίας εκπλήσσει ευχάριστα με τις εναλλαγές της χωρίς όμως να ξεμακραίνει επικίνδυνα από το βασικό κορμό της αντίθεσης των δύο χαρακτήρων, τη στηλίτευση της ποδηγέτησης της χοϊκής Μάριαν από τον πνευματικό Ερρίκο. Σε ένα πρώτο επίπεδο το περιεχόμενο του μυθιστορήματος εδράζεται και περιστρέφεται γύρω από τη συζυγική σχέση που φθίνει ανά τις δεκαετίες, μια σχέση που καταγράφεται από την πλευρά της γυναίκας. Όμως, κοιτώντας πιο προσεκτικά, τα γεγονότα και ο τρόπος που εκτυλίσσονται μέσα στο μυθιστόρημα μπορούν να αναλυθούν πολυεπίπεδα. Κάποιοι κριτικοί είδαν στο έργο τη φεμινιστική ιδεολογία του συγγραφέα : η γυναίκα που σπάει τα δεσμά μιας νοσηρής συζυγικής σχέσης και ανεξαρτητοποιείται, έστω και στα 50 της πια, συναισθηματικά και οικονομικά. Όμως, τότε πώς εξηγείται ο αφανής μα κυριαρχικός ρόλος της μητέρας Δόμνας; Αυτή «φτιάχνει», καθοδηγεί, καταστρέφει τελικά τον Ερρίκο. Ο συγγραφέας μοιάζει να ξεδιπλώνει τους τρόπους και τις στρατηγικές με τις οποίες η γυναίκα προσπαθεί να διατηρήσει τον εαυτό της και τις επιθυμίες της, μέσα από τις συμπληγάδες των κοινωνικών περιορισμών. Η Δόμνα «σκοτώνει» το σύζυγο που την εγκαταλείπει και ντύνεται «το ρόλο της με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια» (σελ.46). Πρόκειται για το ρόλο της ευσεβούς χήρας και αφοσιωμένης μητέρας, έτσι ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να κριθεί κοινωνικά, να γίνει αντικείμενο λύπησης ή χλευασμού. Αλλά, και η δε θα χρειαστεί να αναρωτηθεί γιατί αυτή η σχέση απέτυχε, τι λάθος έκανε η ίδια. Η πατρική της οικογένεια, ο πατέρας και οι δύο αδελφές στηρίζουν απόλυτα το ψεύδος και τις στρεβλές επιλογές της.

Από την άλλη, η Μάριαν ζει μέρα τη μέρα το «θάνατο» της ερωτικής και κατόπιν της συντροφικής της σχέσης με τον Ερρίκο «Ανάμεσα στα χέρια του και στα δικά της χαράχτηκε η βαθιά ρωγμή» (σελ.62). Πρώτη απόπειρα αποκατάστασης, η υιοθέτηση του Στέφανου· «Τα πράγματα έδειξαν ότι θ’ αλλάξουν. Μύριζε χώμα και το σπίτι είχε γεμίσει με τις φωνές ενός παιδιού.» (σελ.65). Όμως, ο Ερρίκος απέτυχε πλήρως και ως πατέρας. Ακολουθεί η πλήρης ρήξη σε δημόσιο βλέμμα, στο τραπέζι που παρέθεσαν σε κριτικούς και επισήμους, ο Ερρίκος θα της πει ξεκάθαρα «Δύο λάθη είναι πολλά ακόμα και για σένα. Καλύτερα θα ήταν να σιωπάς.» (σελ.103). Η Μάριαν διαλέγει την υποταγή και τη σιωπή, αντικαταθλιπτικά για ν’ αντέξει, μέχρι που «χάραξε τις φλέβες» (σελ.139). Η αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας θα την οδηγήσει στη φυγή με το Στέφανο στα πάτρια εδάφη της, αλλά δεν παίρνει την οριστική απόφαση. Είναι αρκετά χρόνια αργότερα, μετά τη φυγή του Στέφανου, μετά την επικοινωνία μαζί του διαδικτυακά, που η Μάριαν θα καταστρώσει με λογική και ελπίδα το σχέδιο διαφυγής της· και δε θα γυρίσει πίσω, ποτέ.

  1. IV.

Το μυθιστόρημα αναδεικνύει εύστοχα, κάποιες από τις πτυχές του θέματος της κοινωνικά ετεροκαθοριζόμενης και συχνά καταπιεσμένης γυναίκας και έμμεσα, καλεί τον αναγνώστη να αναστοχαστεί και να αξιολογήσει τις επιλογές των γυναικών-ηρώων της ιστορίας σε συνδυασμό με τους άντρες γύρω τους. Ο άντρας προβάλλεται ως φορέας ονοματοδοσίας, εντολής, εξουσίας και απαγόρευσης. Παραθέτω ενδεικτικά : «Μάριαν την είπε ο Ερρίκος» (σελ.15). «Εγώ είχα καλύτερα σχέδια για κείνη. Έτσι νίκησε τελικά η λαχτάρα της να φύγουμε μαζί, ούτε γεωπονική ούτε βοτανολογία» (σελ.28), σκέφτεται ο Ερρίκος και την παρουσιάζει ως «ένα τρόπαιο θριάμβου» (σελ.29). «Πώς γίνεται κι αυτό που κάποτε σε συγκινούσε είναι το ίδιο που τώρα το αποστρέφεσαι-αλλά και σε κρατάει παγιδευμένη;» (σελ.13), αναρωτιέται η ώριμη πια Μάριαν.

Από την άλλη μεριά, έχει ιδιαίτερα σημασία ο τρόπος που διαμορφώνει την υποκειμενικότητά της η ηρωίδα μέσα από μια ιδιάζουσα πρόσληψη του χρόνου και των εποχών · μια πρόσληψη που παραπέμπει στη σχεδόν «Προυστική» (Μαρσέλ Προυστ) σύνδεση του χρόνο με γεύσεις, αρώματα, οσμές και αισθήσεις : η εποχή του γιασεμιού και της λεβάντας, της άγουρης εφηβείας και των άδολων και πλατωνικών ερώτων, «η εποχή της Brut» (σελ.10), όπου ο brutal Ερρίκος, όμορφος, ερωτικός και ελεύθερος τη σαγηνεύει, είναι η απόδρασή της από το μικρό βορινό Αλτινό. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε το ερωτικό συν-αίσθημα της Μάριαν για τον Ερρίκο να φθίνει · μαζί του εξαερώνονται τα αρώματα και οι οσμές γύρω του. Περνά από την εποχή της Calvin Klein, την εποχή της ασφάλειας του «ανέκφραστου μισοσβησμένου ναι» (σελ.8), «στην πνιγηρή εποχή της Paco Rabanne» (σελ.59)· «Το κενό ήταν πραγματικό κενό. Γινόταν ξένος» (σελ.60). Τι πιο απλό; Ο έρωτας τελειώνει όταν παύει να τον βιώνει με τις αισθήσεις της. Η Μάριαν έπαψε να μυρίζει τον Ερρίκο, έπαψε να τον βλέπει ερωτικά, δε μπορεί πλέον να συνδεθεί μαζί του. Προσπαθεί να δραπετεύσει από το παρόν της, αλλά και από τις μνήμες της. «Ύστερα κενό» (σελ.139).

  1. V.

Ίσως από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια του μυθιστορήματος είναι όταν η Μάριαν, από ένα τυχαίο γεγονός, μαθαίνει την πραγματική ιστορία της οικογένειας του Ερρίκου και ταυτόχρονα το βάθος του ψεύδους και της υποκρισίας του. Συμβολικά παρατηρούμε μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή του οιδιπόδειου συμπλέγματος : τη θέση του συζύγου (που τελετουργικά «σκότωσε» η μητέρα Δόμνα) παίρνει ο γιος της Ερρίκος, ο οποίος αναγεννιέται ως Μαλτέζος. Ακόμη και το επώνυμο του πατέρα σβήνεται. Ο γιος, ωστόσο, δε μπορεί λογοτεχνικά να φτάσει στο επίπεδο του καλλιεργημένου και διψασμένου για ζωή πατέρα του. Η γραφίδα του δεν έχει ζωντάνια · τουλάχιστον εκείνη τη ζωντάνια και τη δημιουργία που έχει η Μάριαν, ο άνθρωπος της γης. Ο Ερρίκος στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ως τραγικό πρόσωπο που μοιραία επαναλαμβάνει τα λάθη της «αγίας μητρός» του. Έλκεται αναπόφευκτα από το σφρίγος της ζωής και τη δημιουργία που διακρίνουν τη Μάριαν, αλλά βλέποντας ότι δε μπορεί να την τιθασεύσει, την καταπνίγει, την καταστρέφει.

Όπως ο πατέρας του Ερρίκου βρήκε τη διαφυγή και τη ζωή μακριά από τη Δόμνα, έτσι και η Μάριαν θα βγει διέξοδο και θα αναγεννηθεί αφήνοντας τον Ερρίκο από-στεωμένο, στερημένο ζωής. Και εκείνος, θα χάσει αργά, αλλά βασανιστικά ένα -ένα τα στοιχεία του «θεατρικού του ρόλου» : την πολιτική του ισχύ, την ικανότητα να κινεί τα νήματα-τον έλεγχο που τόσο αγαπά · και μετά, θα χάσει το νου του, παθαίνοντας με ραγδαία εξελισσόμενη μορφή Alzheimer. Μέσα σε αυτή την πορεία, διακρίνουμε, επίσης, το φόβο του Ερρίκου, αλλά και του κάθε συγγραφέα για το εάν είναι όντως αληθινός συγγραφέας, αν είναι όντως «γραφεύς» και όχι «αντιγραφεύς». Κι αν τυχαία μια Μάριαν σε μια πλημμύρα βρει τις σημειώσεις του; Και αν αυτές είναι αντιγραφές και όχι γραφές; Η Μάριαν νικά όλους τους λογοτέχνες σαν τον Ερρίκο. Στο δείπνο που το ζευγάρι παραθέτει σε κριτικούς, πολιτικούς και άλλους κοινωνικά επιφανείς,  «ο ειδήμων της λογοτεχνίας» (σελ.95) αλιεύει την αλήθεια και το ταλέντο της Μάριαν. Ανοίγει το δρόμο για ν’ ακουστεί η φωνή της : «είναι δημιουργία και τα δύο, δεν τα ξεχωρίζω, είτε διαβάζω κάτι που με συγκινεί είτε σκαλίζω το χώμα. Κι λέξεις έχουν ρίζες και ριζώνουν» (σελ.99). Η σιωπή των παρευρισκομένων είναι μια σιγή συγκατάνευσης · όμως ο Ερρίκος θα της πει απειλητικά να σωπάσει.

Εναπόκειται σε εμάς, ως αναγνώστες, να αποφασίσουμε για την «αλήθεια και τη ζωή» των ηρώων του μυθιστορήματος, για το πρωτότυπο και το αντίγραφο, για την έννοια της δημιουργίας, που, μερικές φορές, δεν ταυτίζεται με το κόσμο των ιδεών αλλά είναι – ή, ίσως, μπορεί να γίνει- εξίσου γήινη και χοϊκή με την υλικότητα της φύσης αλλά και των σωμάτων. Ο Κώστας Λογαράς, έμπειρος τεχνίτης του λόγου, αφηγείται μια ιστορία στην οποία οι ήρωες επινοούν και επαν-επινοούν διαρκώς τον εαυτό τους, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη πως για να διεκδικήσει κανείς να ακουστεί η φωνή του, πρέπει πρώτα να έχει ακούσει ο ίδιος τη συνείδησή του · πρέπει να «βγει από τη σκιά». Σε αυτή τη αναστοχαστική πορεία προς την αυτογνωσία και τη χειραφέτηση, το μυθιστόρημα του Κ. Λ. δίνει πλούσια ερεθίσματα.

(*) Η Ευσταθοπούλου Παγώνα-Νίκη είναι Διευθύντρια του ΓΕΛ Ερυμάνθειας

Κώστας Λογαράς,Όταν βγήκε απ’ τη σκιά, Καστανιώτης, 2021

Προηγούμενο άρθροΗ Φιλοσοφία της Τεχνολογίας για μη φιλοσόφους (του Μάκη Ανδρονόπουλου)
Επόμενο άρθροΗ «καρδιά» των Νεοελληνικών Σπουδών χτυπά στη Βιέννη τον Σεπτέμβριο

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Εξαιρετικό το κείμενο της Ευσταθοπούλου για τον Κώστα Λογαρά! Κριτική τόλμη, τεκμηρίωση μέσα από κειμενικά δεδομένα…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ