Τασούλα Τσιλιμένη[1]
Τα έστρωνε πάντα λίγες μέρες πριν από την 26η Οκτωβρίου. Συνήθεια που την είχε κληρονομήσει από τη μάνα της. Απ’ αυτές που στρογγυλοκάθονται μέσα σου και δεν ξεριζώνονται με τίποτα. Δημήτρης ο πατέρας της, και το σπίτι έπρεπε να είναι έτοιμο στην ώρα του. Τραπεζομάντηλο βελούδινο στο χρώμα του κρασιού ή βαθυπράσινο. Και στη μέση του τραπεζιού, που ο ίδιος ο πατέρας της είχε σκαλίσει τη χρονιά που αυτή γεννήθηκε, το βάζο με τα κίτρινα χρυσάνθεμα. Τέτοια χρυσάνθεμα από τότε έχει να δει. Μεγάλα σαν ήλιοι. Χάθηκε το είδος, σκέφτηκε. Και καλά τότε ο καιρός τα ζητούσε τα χαλιά. Έκανε κρύο και το μωσαϊκό πάγωνε τα πόδια. Αλλά τώρα; Ειδικά αυτόν τον Οκτώβρη το θερμόμετρο από τους 26 στους 24 βαθμούς.
Μέρες πάλευε με σκέψη να τα κατεβάσει να τα αφήσει μια μέρα στον ήλιο και να τα στρώσει. Οι πρωτοφανείς ψηλές θερμοκρασίες του φετινού Οκτώβρη την έκαναν να το παλέψει καλά. Έφτασε δυο μέρες πριν την 26η και το σπίτι παρέμεινε ακόμη άστρωτο! Πρωτόγνωρο για κείνη.
Ήταν Κυριακή πριν το μεσημέρι, ήταν καθισμένη στον υπολογιστή κι έκανε τα σχέδια ενός καταστήματος που είχε αναλάβει. Κάπου κάπου έριχνε το βλέμμα της στο άσπρο μάρμαρο και επιβεβαίωνε το κατόρθωμά της για την παράταση του στρωσίματος. Στα ρουθούνια της έφτασε μυρωδιά τηγανητού ψαριού. Τα δυο φύλλα της μπαλκονόπορτας ανοιχτά. Πότε είχε φτάσει το μεσημέρι ούτε που το κατάλαβε. Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο ήλιος στραφτάλιαζε στο Θερμαϊκό. Ακούμπησε στα κάγκελα και η σκέψη της ξεστράτισε σε εκείνες τις Κυριακές που τέτοια ώρα έπαιρναν το δρόμο για τη Μηχανιώνα. Ταβερνάκι μπροστά στη θάλασσα, τα παιδιά να παίζουν και εκείνοι να απολαμβάνουν τσίπουρο. Γαύρος ή κουτσομούρες; αναρωτήθηκε παίρνοντας κοφτές εισπνοές σα να ήθελε να ρουφήξει εκείνες τις παλιές στιγμές. Το βλέμμα της χάζεψε το αεροπλάνο που πλησίαζε την προβλήτα προσγείωσης στη Μίκρα. Άρχισε να μετρά από μέσα της. Ήταν ένα παιχνίδι που έκανε συχνά βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό της για το πόσο μετά από την προσγείωση θα έφτανε στα αυτιά της εκείνος ο γνωστός θόρυβος που ακολουθούσε την προσγείωση.
Σταμάτησε απότομα το μέτρημα σαν κάτι να θυμήθηκε και μπήκε μέσα. Άνοιξε τη ντουλάπα, έβγαλε τη σκάλα και φτάνοντας στο δεύτερο σκαλί άνοιξε τα πορτάκια του παταριού. Τράβηξε τη σακούλα που ήταν τυλιγμένο το χαλί, το στερέωσε στον αριστερό ώμο και κατέβηκε. Το έριξε στο μάρμαρο και με το ψαλίδι έσκισε τη σακούλα. Μετακίνησε το τραπέζι του σαλονιού στην άκρη, τις πολυθρόνες, και άρχισε να το ξετυλίγει. Άσπρα και γαλάζια πουλιά, μεγάλα μοτίβα λουλουδιών σε εκρού και μπλε φόντο απλώθηκαν στο πάτωμα.
Το κοιτούσε όρθια σιάζοντας με τα πόδια της τα κρόσσια. Ωραίο χειροποίητο χαλί. Ιράν ή Ιράκ; Δε θυμάται. Μια περιουσία της είχε στοιχίσει. Αλλά χαλάλι του. Έχει φυλάξει τα αποδεικτικά αγοράς σε έναν φάκελο και τις οδηγίες καθαρισμού. Θυμήθηκε τον υπάλληλο του καταστήματος που την είχε ζητήσει να προσπαθήσει να βρει το «λάθος» στο χαλί. Εκείνη τον κοίταξε απορημένη. Έτσι έμαθε ότι οι σχεδιαστές έχουν συνήθεια να κάνουν ένα εσκεμμένο λάθος στο σχέδιο, που δύσκολα διακρίνεται. Έδειξε δύσπιστη και της φάνηκε περίεργο αλλά συνάμα την γοήτευσε κιόλας. Όσο κι αν το έψαχνε δεν το βρήκε. Και να που ο υπάλληλος είχε δίκιο. Όταν της το έδειξε πείσθηκε. Βάλθηκε να το αναζητά και τώρα. Λύγισε τα γόνατά της και κάθισε στο χαλί. Μια λεπτή μυρωδιά από ξύδι χώθηκε στα ρουθούνια της. Με τις παλάμες άρχισε να ακολουθεί τα σχήματα των πουλιών.
Πάλι γλίστρησε σε εκείνα τα στενά σοκάκια του νου που άλλοτε λούζονται στο φως κι άλλοτε τα καταπίνει το σκοτάδι. Εικόνες παιδιών που παίζουν στο χαλί, το κόκκινο κρασί που χύθηκε πάνω του κι ο πανικός της μέχρι να το καθαρίσει, σώματα που κυλίστηκαν με υπόκωφους ήχους μπροστά στο τζάκι, χρυσόσκονη από το χριστουγεννιάτικο δέντρο…χαρτιά περιτυλίγματος δώρων που μόλις είχαν ανοιχτεί, κάλτσες, λουστρινάκια, ένα εδώ κι άλλο πιο κει…ξεχείλισε το μέσα της κι απλώθηκαν τα 21 χρόνια διαμονής σε αυτό το σπίτι, στα φτερά των πουλιών και στα μεγάλα σαν παλάμες λουλούδια του χαλιού.
Όταν σήκωσε το βλέμμα έξω είχε σκοτεινιάσει. Ξυπόλητη βγήκε στην αυλή, έφτασε στη σκάλα, εκεί κάτω της που 9 χρόνια τώρα, ξύλα που είχαν κοπεί για το τζάκι, σάπιζαν. Έσκυψε και έπιασε δυο σε κάθε χέρι. Με το πόδι έσπρωξε πίσω της την πόρτα της εισόδου. Τα έριξε μπροστά στο τζάκι. Στο άσπρο μάρμαρο απλώθηκε ένα διάφανο στρώμα πούδρας ξύλου. Το σαράκι είχε αφήσει τα χνάρια πάνω τους. Τράβηξε το προστατευτικό του τζακιού, έβαλε τα ξύλα στη μαντεμένια και περίτεχνη βάση, έφερε το οινόπνευμα. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Πήγε και κάθισε απέναντι και χάζευε τις φλόγες που δυνάμωναν και τις σκιές τους. Τα δάχτυλά της άρχισαν να χαϊδεύουν το χαλί. Άγγιξαν τα κρόσσια. Από την μια πλευρά ήταν πιο μεγάλα. Τα είχε αντικαταστήσει γιατί είχαν λιώσει σχεδόν σε εκείνο το σημείο από την τριβή. Ήταν η θέση του. Οι ¨σούστες¨ της πολυθρόνας είχαν χαλαρώσει, και αυτές και μια κοιλιά είχε δημιουργηθεί προς τα κάτω. Σε αυτή διάβαζε εφημερίδα, εκεί έβλεπε τηλεόραση…Τα έλιωσαν οι παντόφλες τα κρόσσια και η …χλωρίνη στην πρώτη αποτυχημένη απόπειρα να τα καθαρίσει μόνη της.
Πήρε το ψαλίδι και αφού το γύρισε για λίγο στα χέρια της, χωρίς να διστάσει έδωσε μια και έκοψε στην άκρη τα κρόσσια. Έβγαλε τη φουρκέτα που στερέωνε τα μαλλιά της κι άρχισε να τραβά και να τα ξεφτίζει. Από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, πήγαινε κι ερχόταν τραβώντας και ξηλώνοντας μέχρι που έφτασε στο κυρίως σώμα του χαλιού. Έμεινε λίγο να το κοιτάζει κι ύστερα άρχισε να τραβά την κλωστή…Της παραδόθηκε χωρίς αντίσταση και με ευκολία άρχισε να ξηλώνεται. Ενώ εκείνη τραβούσε, τα πρώτα λουλούδια και τα πουλιά άρχισαν να χάνουν το σχήμα τους, και μικρά συννεφάκια από χνούδι σηκώνονταν από το ξήλωμα. Πίσω της, δεξιά κι αριστερά σιγά σιγά σχηματίζονταν τούφες και λοφάκια από τις άσπρες κλωστές του στημονιού. Όπου έβρισκε δυσκολία το ψαλίδι έδινε τη λύση. Ξήλωνε, ξέφτιζε, ξήλωνε, ξέφτιζε, σκόρπιζε το νήμα, ξήλωνε, ξέφτιζε, σκόρπιζε, κι ο χρόνος δεν υπήρχε, και ξήλωνε, ξέφτιζε, σκόρπιζε…πόσα πουλιά και πόσα λουλούδια χάλασε κι έγινε βουνό το στημόνι γύρω και πάνω της.
Η γυναίκα που βοηθούσε στο καθάρισμα ερχόταν νωρίς τις Δευτέρες. Μοίραζε τη μέρα της και σε άλλο σπίτι. Ξαφνιάστηκε που είδε την πόρτα σχεδόν ανοιχτή. Την έσπρωξε διστακτικά. Είδε τις πολυθρόνες και το τραπέζι τραβηγμένα στην άκρη.
«Ούτε αυτόν τον Οκτώβρη κατάφερε να ξεπεράσει την 26η τελικά», σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα μισοχαμογελώντας. Ετοιμάστηκε να μπει στο μικρό μπάνιο των «ξένων», όπως το έλεγαν, για να βγάλει παπούτσια και να αλλάξει, αλλά μια μυρωδιά ξύλου την έκανε να απορήσει. Ξυπόλητη προχώρησε προς το σαλόνι. Σύννεφα από γαλάζιο και μπλε χνούδι σηκώθηκε στα βήματά της. Μπροστά στο τζάκι είδε ένα τεράστιο κύλινδρο κι αμέσως στο μυαλό της ανακάλεσε τα χιλιάδες λευκά κουκούλια από τη χώρα της. Έσκυψε και εκεί στο μικρό του άνοιγμα αναγνώρισε τα μαλλιά της.
[1] Η Τασούλα Τσιλιμένη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2017 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «Το Κουμπί και άλλες ιστορίες»