«Η αβάσταχτη δυσκοιλιότητα του Είναι» (του Ηλία Καφάογλου)

0
561

 

 

του Ηλία Καφάογλου

 

 

Το νέο βιβλίο του Αχιλλέα ΙΙΙ, ύστερα από τον βραβευμένο με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας  2020, Παραχαράκτη, συνιστά μία συλλογή από 61 σύντομα πεζά,  ιστορίες που συνοδεύονται και συνομιλούν με  φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, «φωτογραφήματα μικρού μήκους»,  που προσκομίζονται ως τεκμήρια ενός κόσμου αποκεκρυμμένου πίσω από τις γραμμές, σε  γκρίζες περιοχές της πραγματικότητας, εκεί που σχεδόν τα πάντα μπορούν να συμβούν. Ο Αχιλλέας ΙΙΙ δημιουργεί, ιδρύει, σωστότερα,  μέσω της συνομιλίας φωτογραφίας και κειμενικής επιφάνειας,  ένα κόσμο καινοφανή, αλλόκοτο και γι΄ αυτό ποιητικό και γοητευτικό. Κόρη  χασάπη  συνάπτει δεσμό με ένα πρόβατο, δώδεκα αγαπημένες αδελφές, οι αδελφές Χατζηκώστα,  κυκλοφορούν παντού όλες μαζί, με ένα σχοινί να τις δένει, σιωπώσα και σιωπηλή σύζυγος εκμεταλλεύεται τις υπερβολές του συζύγου της και με αυτές πλέκει κουβέρτες, οι δύο άκριες από τα κορδόνια ενός παπουτσιού προσπαθούν να επιλύσουν τα προβλήματά τους, τα μέλη της οικογένειας Ευρυχώρη μπαίνουν, όταν το επιθυμήσουν ό ένας μέσα στον άλλο, ίδιες μπάμπουσκες, αρχής γενομένης από το νεαρότερο μέλος, και φτάνοντας μέχρι τον πατέρα και σύζυγο Δεβγένιο Ευρυχώρη, ταξιδεύοντας, έτσι, οικονομικότερα,  αφού πλήρωναν ένα μόνον εισιτήριο, αλλά επιτυγχάνοντας και να επιλύουν τις ενδοοικογενειακές διαφωνίες και διαφορές τους. Όσο για τον  Αυγουστή, για περισσότερα από τριάντα πέντε χρόνια προσποιούνταν ότι υπέφερε από δυσκοιλιότητα, ώστε να μπορεί επί ώρες μόνος του να κλειστεί στην τουαλέτα, ανενόχλητος  από τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά, μέχρι τουλάχιστον κάποιος άλλος να χρειαστεί την τουαλέτα… Συγχρόνως, η Όλγα Ρομανώφ, από τότε που οι τέσσερις γιοι της ήταν ακόμα στο Δημοτικό, συνήθιζε να τυλίγει καθένα τους με ένα χοντρό στρώμα όποτε ξεμύτιζαν από το σπίτι, έτσι ώστε να είναι ήσυχη ότι κανένα παιδί της δεν θα τραυματιζόταν. Μάλιστα, κάθε Κυριακή η μήτηρ συνήθιζε να βγάζει τα παιδιά ένα ένα στο μπαλκόνι και να τινάζει τα στρώματά τους, να τα τινάζει σαν στρώματα με μια ξεσκονίστρα από μπαμπού. Bεβαίως, να μη λησμονήσουμε τα παιδιά  που φοιτούσαν στη σχολή της μαντάμ Σύλβιας, τα οποία ένα από τα βασικά πράγματα που διδάσκονταν είναι να αγαπούν τον εαυτό του για αυτό που είναι. Ήτοι: «Κατά το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας  μοιραζόταν σε κάθε μαθητή και μαθήτρια ένας καθρέφτης χειρός, στη γυάλινη επιφάνεια του οποίου βρισκόταν κολλημένη η φωτογραφία εκείνου του ανθρώπου στον οποίο οι γονείς επιθυμούσαν να μοιάσει το παιδί τους ΄΄όταν θα μεγαλώσει΄΄».  Α, ναι, είναι και ο Γιακουμής στην παρέα. Αυτός γεννήθηκε με μια μονίμως αλλόκοτη έκφραση στο πρόσωπό του, μείγμα έκπληξης,  τρόμου και απορίας, η οποία έκανε όλους όσοι τον συναντούσαν πρώτη φορά να νιώθουν ιδιαιτέρως άβολα. Ο Χάρρυ, από την άλλη, επιμένει να εποχείται σε αυτοκινητάκι μονοθέσιο, μέχρι που γνώρισε τη Σάλλυ, παράφορα την ερωτεύτηκε, και αγόρασε μια όμορφη… άμαξα, να πηγαίνει βόλτες  με την καλή του. Η έξοδος αυτών και των άλλων ιστοριών του Δεσμοφύλακα είναι απρόβλεπτη, χάριν της αναγνωστικής απόλαυσης. Αυτή γεωργείται ήδη από τους τίτλους των ιστοριών,  οι θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μινιμαλιστικά διηγήματα μίας ή λίγων λέξεων. Λόγου χάριν,  «Η αβάσταχτη δυσκοιλιότητα του Είναι», «Απογονία και λαχτάρα», «Φωτοστεφανιογραφία», «Μανασφάλειες», ή, πάλι, «Ορφανή και καταπεινασμένη», «Σαν μοναχοκόρη οφθαλμού», «Γεννημένοι δωροφόνοι», «Αυτοκυνισμός» και, εντέλει, «Ασιδέρωτας».

Αυτόν τον -σχεδόν απίστευτο-, συγγραφικά αρχιτεκτονημένο   κόσμο  μάς αποκαλύπτει ο έμπλεος σαρκασμού,  χιούμορ, αλλά και τρυφερότητας συγγραφέας.  Το προφανές  παραχαράσσεται, στερεότυπα πίπτουν καταγής, συντρίμμια, η ακραία παραδοξότητα καταστάσεων και συνηθειών του καθ΄ ημέρα βίου δίνει τον τόνο,   το παράδοξο  εμφιλοχωρεί στο σύνηθες και το τελευταίο, που λογίζεται ως  φυσιολογικό,  αντιμετωπίζεται με υποψία και σημασιολογείται με νέες, συγγραφικώ τω τρόπω, ερμηνείες. Ο Αχιλλέας ΙΙΙ προσέχει την κάθε λέξη του, χωρίς στιγμή να χάνει τον στόχο του: όλα είναι ανοιχτά και η λογοτεχνία σε αυτές τις ιστορίες, που διαβάζονται με απόλαυση, ψιλοκεντημένες,  λειτουργεί ως εμβρυουλκός μια εξίτηλης πραγματικότητας και ανασυστήνει τα υλικά της, ανθρώπους και πράγματα,  λόγους και σιωπές,   εντάσεις και στάσεις.

 

Αχιλλέας ΙΙΙ, Δεσμοφύλακας, Νεφέλη, 2022

βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΠοδηλασία στο μεταίχμιο του μύθου και της ιστορίας (της Άννας Αφεντουλίδου)
Επόμενο άρθροΣυζήτηση: ελληνική λογοτεχνία- Μια απάντηση στην Α.Δ. (του Δημήτρη Αγγελή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ