της Έφης Κατσουρού
Πάει καιρός που περιηγούμαι στην Αθήνα της λογοτεχνίας αναζητώντας τα σημεία του χρόνου και τα σημεία των καιρών, τις αμβλύνσεις και τις οξύνσεις των αισθήσεων και των εμπειριών της, τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις του χώρου και του χρόνου της, την ίδια ώρα που βαδίζοντας στους δρόμους της ακούω το βόμβο ενός πλήθους ασύνδετου πλέον σαν υπόκωφο λυγμό μίας πόλης που γίνεται θύμα της εξουσίας ανθρώπων που πασχίζουν να απομυζήσουν και την τελευταία ρανίδα του σφρίγους της, την ελάχιστη ερωτική υγρασία που δεν εντοπίζεται πια παρά μόνο στα λιγοστά ερείπια σώματα των κτιρίων της. Μονοπάτια και διαδρομές που υπήρξαν όμοια για τα προηγούμενα σαράντα χρόνια έχουν υποστεί, στο όνομα της άκρατης και άκριτης τουριστικοποίησης, αλλαγές ραγδαίες και μη αναστρέψιμες την τελευταία πενταετία, γεγονός που ήρθε να ολοκληρώσει ότι άφησε πίσω της η οικονομική και βαθιά κοινωνική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Έννοιες, όπως η κατοίκηση, η περιπλάνηση, η διασκέδαση, σταδιακά παραμορφωμένες, διαβάζονται πλέον με όρους αποκλειστικά οικονομικούς μετατρέποντας τελικά τον τόπο σε εμπορικό προϊόν (και αυτό βέβαια είναι ένα διεθνές και όχι ένα εθνικό φαινόμενο). Η Αθήνα μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000 διατηρούσε ακόμη τον σφυγμό της, μία πολυχρωμία ανεπιτήδευτη, όπου τα άλλοτε χαλαρά και άλλοτε τεντωμένα νήματα σύνδεσης με το εγγύς ή το απώτερο παρελθόν της έπλεκαν μία διαρκώς ανανεούμενη αφήγηση, μία αστική ποιητική έκφραση, που γέμισε σελίδες και κυρίαρχα γέννησε στιγμές σε μία σχέση αμφίδρομη.
Εκείνη ακόμη την περίοδο ήμουν πεπεισμένη ότι στην επόμενη στροφή μπορεί να συναντήσω το βλέμμα που διασταυρώθηκα προχθές και δεν πρόλαβα να συναντήσω, την συμμαθήτρια με την οποία ακόμη και αν δεν υπήρξαμε φίλες, έχουμε ένα τόπο κοινό στο χάρτη της μνήμης να περιπλανηθούμε, κάποιον γνωστό που ίσως αύριο γίνει άγνωστος, ή κάποιο άγνωστο που αύριο θα γινότανε γνωστός. Κάθε στενό του πυρήνα της πόλης ένα αυλακωμένο γέλιο και ένα λιμνάζον δάκρυ, κάθε διαφορετική διαδρομή που συνδέει τα ίδια σημεία μία άλλη περίοδος της ζωής. Κι όμως όλο αυτό το μαγικό τοπίο, το κοινόχρηστο και συνάμα τόσο ιδιωτικό, που κάπου μέσα του φωλιάζει και αναδύεται η ποίηση και η αρθρωμένη ιστορία των γενεών, θολώνει, καθώς αλλάζουν τα πρόσωπα και τα στέκια, οι προσόψεις των κτιρίων και τα μικρά και μεγάλα τοπόσημα της διαδρομής στην καλύτερη των περιπτώσεων γερνούν και στη χειρότερη παραμορφώνονται σφετεριζόμενα την ιστορία ενός ονόματος. Από το πατάρι του Λουμίδη έως το GB Corner, στέκια συνυφασμένα με τους λογοτέχνες της γενιάς του 30, και από το Brazilian έως το Zonar’s[1], που σε τίποτα δεν θυμίζουν την νεότητά τους, με τα δύο τελευταία να ξανανοίγουν (μετά από πολυετή αδράνεια) στο όνομα της διατήρησης της αστικής συλλογικής μας μνήμης και σήμερα να έχουν απωλέσει ακόμη και τα ονόματά τους, και από τα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου, την παλαιότερη ταβέρνα της Πλάκας που πουλήθηκε από τους απογόνους του πρώτου ιδιοκτήτη και έκλεισε λίγο μετά την δεύτερη καραντίνα του 2021 έως τον Πλάτανο στην πλατεία Διογένους, πλησίον των Αέρηδων, όπου συγκεντρώνονταν οι λογοτεχνικές παρέες των αρχών του προηγούμενου αιώνα και σήμερα υπάρχει απλά ως ένα τουριστικό κακέκτυπο του εαυτού της, τα στέκια χάνονται και μαζί τους χάνεται και ένα θραύσμα της ταυτότητάς μας[2]. Γιατί μαζί με την εικόνα τους ολισθαίνει και η σάρκα τους που στην αφή της διατηρούσε τον ψίθυρο από τα λόγια που αλλάξαμε στους καναπέδες τους, τα ραντεβού που δώσαμε στις εισόδους τους, ο χρόνος που σπάσαμε στην διάρκειά τους και έγινε ιστορία μας, άλλοτε εθνική και άλλοτε απόλυτα ιδιωτική, εξανεμίζεται η δυνατότητα της επανακατοίκησης του βιωμένου αισθήματος. Χάνεται ακόμη-ακόμη η μαγική δυναμική συνάντησης των γενεών στο χώρο της πόλης, η πιθανότητα να στεγάσουν τα παιδιά τους πρώτους έρωτες τους στα ίδια μέρη που τους στέγασαν οι γονείς τους, και σε μία πιο ελεύθερη θέαση η πιθανότητα να νικήσουμε το χρόνο, ή να ταξειδέψουμε μέσα σε αυτόν, όπως ο ήρωας του Woody Allen στο Μεσάνυχτα στο Παρίσι. Γιατί όσο και αν αποστρέφεται κανείς την ύλη, απ’ της αισθήσεις εκείνη που σπάει τον χρόνο σε στιγμές είναι η αφή και η τραχιά υφή του παλαιωμένου χώρου έχει μόνο τη δύναμη της πύκνωσης του χρόνου.
Χθες το βράδυ αργά, ενημερώθηκα από ένα φίλο ποιητή, ότι η παρουσίαση του βιβλίου του, προγραμματισμένη για το ερχόμενο Σάββατο στο καφέ του Αρχαιολογικού Μουσείου αναβάλλεται λόγω αιφνίδιας αναστολής της λειτουργίας του καφέ «ο κήπος του Μουσείου». Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και το καφέ του Νομισματικού Μουσείου, δύο χώροι που τα τελευταία χρόνια στέγασαν πλήθος εκδηλώσεων για το βιβλίο, τη μουσική και τις τέχνες. Δύο ακόμη χώροι αποχωρούν από την αστική γεωγραφία της μνήμης μας για να παραδοθούν στην αισθητική και τη λειτουργία των μεγάλων αλυσίδων εστίασης. Οι συγγραφείς που είχαν προγραμματισμένες εκδηλώσεις στους χώρους αυτούς μένουν μετέωροι κι η πόλη, χάνοντας δύο ακόμη σημεία όπου η συγκέντρωση του κόσμου ήταν οργανική, ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και μετατρέπεται ολοένα και με ταχύτερο ρυθμό σε αυτό που ο Marc Auge, είχε ονομάσει μη-τόπο, σε ένα χώρο αισθητηριακά και συναισθηματικά αδρανή, όπου η συγκέντρωση των ανθρώπων είναι αρνητική και η κίνηση, διαρκής και άτακτη, επιτάσσει την συναισθηματική απονεύρωση των ανθρώπων της. Και αναρωτιέμαι είναι πραγματικά αυτή η πόλη που επιθυμούμε να ζούμε ή παρακολουθούμε -γινόμαστε μέρος πιο σωστά- μίας αναπότρεπτης αλλαγής την οποία συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε καν μέσα στην ταχύτητα της καθημερινής ζωής; Κι αν μέχρι σήμερα, και μεγαλώνοντας στο κέντρο της Αθήνας, εγώ είχα την τύχη να νοιώθω ότι τα βήματά μου μπορούσαν να αγγίξουν την πόλη του Νίκου Καρούζου και η αύρα του Επιταφίου της Αγίας Αικατερίνης έχει το ίδιο χρώμα και άρωμα με εκείνο το μενεξεδένιο χρώμα της πολιτείας του Άγγελου Τερζάκη, ξέρω καλά πως οι επόμενες γενιές θα διαβάζουν αυτές τις γραμμές σαν αφηγήσεις δυσανάλογα μακρινές για τη χρονολογική απόσταση που μας χωρίζει από την γραφή τους και θα χάνουν χωρίς καμιά υπαιτιότητα δικιά τους κάτι από την αφή των κειμένων, κάτι από το φως και το σκοτάδι μίας πόλης που κάποτε, όπως μαρτυρούν τα κείμενα της, υπήρξε ερωτική και ερωτεύσιμη στις μικρές της ώρες, αιχμηρή και ανένταχτη στην λευκότητά της, αφηγήτρια των μεγάλων και μικρών ιστοριών μέσα στη σιωπή των κτιρίων της για τους πλάνητές της.
[1] Για την μνήμη του συγκεκριμένου χώρου (αλλά και μία ευρύτερη αποτύπωση της μετάβασης της Αθήνας από τον 20ο στον 21ο αιώνα) μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο η ταινία Φτηνά τσιγάρα (2001) του Ρένου Χαραλαμπίδη
[2] Για την ιστορία των χώρων αυτών βλ. Θανάσης Γιοχάλας, Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2012