Γιούλη Αναστασοπούλου.
Στη Μέι Στριτ, υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένο γυμναστήριο. Οι λεύκες ρίχνονται με δύναμη στα ανοιχτά παράθυρα τις νύχτες που ο βοριάς σαρώνει την ακτή. Το πρωί κομμάτια χοντρών κλαδιών μοιάζουν να κάθονται στο παγκάκι της κεντρικής εισόδου και να συνομιλούν.
Ο σταθμάρχης Κλέι πίνει χυμό βατόμουρου και ξεθολώνει το τζάμι της κουζίνας με το μανίκι της πιτζάμας του. Από το παράθυρο της κουζίνας του μπορεί να δει, αν κοιτάξει ψηλά, τα ερειπωμένα δωμάτια της κάποτε κατάφωτης σάλας με το ξύλινο δάπεδο.
Δεν κοιτάζει.
Ένα ογκώδες όργανο, μάλλον κάποιο πολυόργανο γυμναστικής, που στέκεται στοιχειωμένο στην άκρη του ξύλινου παραθύρου, μοιάζει με λαιμητόμο.
Το βράδυ, ο σταθμάρχης βλέπει στον ύπνο του πως όλοι οι νεκροί της πόλης κάνουν γυμναστική μέχρι τελικής πτώσεως στην κατάμεστη αίθουσα του γυμναστήριου.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, λίγο πριν σχολάσει, σκέφτεται για μερικά λεπτά το όνειρο, ενώ τοποθετεί το καπέλο του στο κλειδωμένο ντουλαπάκι και κρεμάει τη θαλασσί στολή υπηρεσίας στο χερούλι της πόρτας, περιμένοντας την αλλαγή βάρδιας. Γυρνώντας από τη Μέι Στριτ (ποτέ δεν παρεκκλίνει), σταματάει στο κιόσκι για εφημερίδα, λεμονάδα με ανθρακικό και καραμέλες βουτύρου για τον εγγονό του.
Ο καιρός είναι ξηρός, υπάρχει μερική ηλιοφάνεια, το πρωινό κρύο έχει κοπάσει και ένα δυο πουλιά που ισορροπούν στον στύλο παροχής ρεύματος τον κοιτούν με το ράμφος τους στραμμένο πάνω του.
Δυο στενά πριν το σπίτι του, καθρεφτίζεται στις καλογυαλισμένες τζαμαρίες του Μπάρνεϋ του εστιάτορα, που κάποτε ήταν συμμαθητής του στο σχολείο, ισιώνει το πέτο του και στρώνει το τσουλούφι του. Μετράει δεκαπέντε φρεσκοπλυμένα πλακάκια με χλωρίνη και πορτοκάλι λίγο πριν το κατώφλι του (είναι σίγουρος πως μύρισε πορτοκάλι), ενώ στην τσέπη του κουδουνίζουν ένα μάτσο κλειδιά, που τα τριγυρνά με τα δάχτυλά του.
Είναι τρεις και τέταρτο. Στις τρεις και είκοσι ανεβαίνει τα σκαλιά του σπιτιού του, όταν κάτι αστράφτει ενοχλώντας στα μάτια του. Είναι η αντανάκλαση από το τζάμι του ερειπωμένου γυμναστηρίου, ή τουλάχιστον έτσι μοιάζει να είναι.
Μπαίνει σπίτι και αφήνει την εφημερίδα του στο τραπέζι της κουζίνας, καθώς φωνάζει γλυκά στη γυναίκα του πως γύρισε.
Τρώει κιμαδόπιτα με κουκουνάρι, πίνει λεμονοχυμό και έπειτα, αντί να διαβάσει τα σημερινά νέα, ζητά από τη γυναίκα του να του βρει εκείνη τη φόρμα που φορούσε στους μεγάλους περιπάτους του. Η παλιά φόρμα αποδεικνύεται δύσκολο να βρεθεί. Την εντοπίζει ο ίδιος στη σοφίτα. Η γκρι φόρμα, γεμάτη ναφθαλίνη, φρεσκάρεται στην απογευματινή αύρα, στην πίσω αυλή, δίπλα στη γούρνα με τα χρυσόψαρα.
Ο σταθμάρχης Κλέι τη φοράει χαρούμενος, φέρνει δυο γυροβολιές το σαλόνι του σπιτιού και έπειτα αποφασίζει να πλύνει τα πιάτα για να ξεκουράσει τη γυναίκα του, όπως κάνει κάθε μέρα σε ένδειξη ελάχιστης ευγνωμοσύνης.
Αργά το απόγευμα, κάθεται στην αγαπημένη του δερμάτινη πολυθρόνα και προετοιμάζει τις διαδρομές της επόμενης μέρας: Η κόκκινη και η κίτρινη διαδρομή, το μέρος που διασταυρώνονται και η ακριβής ώρα που πρέπει να σηκώσει την πλαστική σημαία του για να σημάνει την παύση και την αναμονή.
Είναι σούρουπο. Τραβάει το υποπόδιο και βουλιάζει στη δερμάτινη πολυθρόνα που έχει πάρει το σχήμα του σώματός του όλα αυτά τα χρόνια. Βυθίζεται στη ζεστή της αγκαλιά για να βρει λίγη ξεκούραση.
Ο σταθμάρχης Κλέι δεν μπορεί να ξεχάσει το όνειρο της χθεσινής νύχτας.
Λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά, φιλάει τη γυναίκα του στο μάγουλο, κλειδώνει κάποια σημαντικά έγγραφα στο σεκρετέρ, φοράει τα σνίκερς του και μπαίνει στο εγκαταλελειμμένο γυμναστήριο της Μέι Στριτ.
Στην αίθουσα επικρατεί απόλυτη σιωπή. Από το ανοιχτό παράθυρο δεν εισβάλλει κανένας ήχος, ούτε καν οι ριπές του αέρα.
Τα όργανα στέκονται στις θέσεις τους, κοιτώντας το πετρωμένο είδωλό τους στον θολό καθρέφτη που πιάνει από άκρη σε άκρη όλο τον τοίχο.
Ο σταθμάρχης Κλέι τραβάει τους παχείς ιστούς αράχνης από τις ακτίνες ενός ποδήλατου γυμναστικής (μοιάζουν, σκέφτεται, σαν το μαλλί της γριάς που αρέσει στον εγγονό του) και προσπαθεί να γυρίσει τα σκουριασμένα πετάλια με τα πέλματά του, με όση δύναμη έχει. Έπειτα εκτελεί άνω και κάτω κοιλιακούς, με μερικές από τις αράχνες να προσθέτουν το ελάχιστο βάρος τους στα κιλά που σηκώνει. Συνεχίζει με πεκ-ντεκ και ροκανίσματα, ενώ μερικά σουρσίματα ακούγονται μέσα από το ξύλο του δαπέδου.
Δεν έχω τελείως σκουριάσει, σκέφτεται, και ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του.
Τελειώνει με απαγωγούς και προσαγωγούς, τινάζοντας καλά τους ιστούς και τη σκόνη που κόλλησαν στα ρούχα του. Ίσως να το ξανάκανε, αν και η γυναίκα του θα ήταν μάλλον αρνητική.
Αισθάνεται ήδη αρκετά αναζωογονημένος, παρόλο που βήχει απ’ τη σκόνη.
Στέκεται τώρα στο παράθυρο. Υπάρχει μια πραγματικά πανοραμική θέα του σπιτιού του από εδώ πάνω, μονολογεί, και βολεύεται όπως όπως στο στενό γείσο για να κοιτάξει καλύτερα.
Μια ώρα αργότερα τίποτε δεν συμβαίνει όπως περίμενε, κανένας φίλος από τα παλιά δεν φαίνεται να ποδηλατεί το κοκαλιάρικο νεκρό κορμί του στο ποδήλατο γυμναστικής και κανένας μακαρίτης συνάδελφος δεν σηκώνει τα μπλε βαράκια στο σκοτάδι για να τα αφήσει να πέσουν με τρομερό κρότο στο ξύλινο πάτωμα, όπως φαντάζεται τις νύχτες που ξυπνά από τον παταγώδη θόρυβο. Το γυμναστήριο δεν έχει καμία ζωή μέσα του όπως περίμενε.
Και είναι πλέον πεπεισμένος πως δεν χρειαζόταν να φιλήσει τη γυναίκα του στο μάγουλο με τον τρόπο που τη φίλησε ή να κλειδώσει τα έγγραφά του στο συρτάρι, γιατί τίποτα δεν θα συμβεί απόψε. Τίποτα δεν θα δει πάλι, όπως και κάθε βράδυ που το σκάει ως εδώ. Οι νεκροί με τους νεκρούς, συλλογίζεται καθώς κατεβαίνει τα σκαλιά, κάποιοι άνθρωποι είναι πομποί και κάποιοι άλλοι ένα τσόφλι αυγού, όπως αυτός. Αύριο θα ξημερώσει μια ίδια μέρα. Ευλογημένη μέρα. Το πρωί χυμός βατόμουρου για καλή αποτοξίνωση και περπάτημα ως την πλατεία Ουράνιου Τόξου για να ξεκινήσει τη βάρδιά του.
Έτσι ο σταθμάρχης Κλέι απομακρύνεται από το παράθυρο για ένα ακόμα βράδυ, μερικά κλάσματα δευτερολέπτου προτού προλάβει να πετύχει τον ίδιο του τον εαυτό να ξεκλειδώνει την πόρτα της εισόδου και να μπαίνει στο σπίτι του ζητώντας λεμονοχυμό και τη φόρμα του για να εξερευνήσει εκ νέου το εγκαταλελειμμένο γυμναστήριο.
(Βραβεύτηκε στον Α΄Διαγωνισμό Μίμη Σουλιώτη και δημοσιεύτηκε στη συλλογική έκδοση, εκδόσεις Δίγαμμα)
Πόσο συμπυκνωμένο συναίσθημα χωράει σε αυτό το κείμενο…μαγευτικό.