της Άννας Λυδάκη
Η σπουδαία συγγραφέας Κλερ Κίγκαν, μετά τα εξαιρετικά Μικρά πράγματα σαν κι αυτά και Τα τρία φώτα (εκδ. Μεταίχμιο) μας δίνει ένα εξίσου υπέροχο βιβλίο, με τον τίτλο Πολύ αργά πια που έχει ως θέμα τη σχέση του Κάχαλ με την Σαμπίν και το δύσκολο -ίσως και ανέφικτο- να ξεφύγει κανείς από τα λάθη που ξέρει ότι κάνει.
Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται στο Δουβλίνο μια Παρασκευή του Ιουλίου από το μεσημέρι, που ο Κάχαλ βρίσκεται στο γραφείο του, μέχρι τα ξημερώματα του Σαββάτου στο σπίτι του στο Άρκλοου.
Η μέρα εκείνη ήταν ζεστή και φωτεινή, ο ήλιος έλαμπε, τα χελιδόνια ανταγωνίζονταν στον αέρα, άνθρωποι έκαναν ηλιοθεραπεία, παιδιά έπαιζαν, τα παρτέρια ήταν πλημμυρισμένα με λουλούδια και ο αέρας μύριζε φρεσκοκομμένο γρασίδι… Όμως ο Κάχαλ μάλλον δεν μπορεί να ενδώσει στην ομορφιά που υπάρχει γύρω του. «Τόση ζωή, να συνεχίζεται ομαλά, παρά τα ατέλειωτα βάσανα των ανθρώπων και τη γνώση ότι όλα τελειώνουν».
Με τη Σαμπίν -που έχει μεγαλώσει στη Νορμανδία και έχει πατέρα Γάλλο και μητέρα Αγγλίδα- είχαν γνωριστεί πριν από δυο και κάτι χρόνια σ’ ένα συνέδριο στην Τουλούζη και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εκείνη περνούσε σχεδόν όλα της τα Σαββατοκύριακα στο Άρκλου. Πήγαιναν μαζί στη λαϊκή τα πρωινά του Σαββάτου και εκείνη δεν νοιαζόταν για τα έξοδα κι αγόραζε δίχως δεύτερη σκέψη‧ μια φορά την είχε δει να πληρώνει τέσσερα ευρώ για ένα λάχανο… Εκείνη ψωνίζει και από το σουπερμάρκετ και μαγειρεύει με μαεστρία, κάνει γλυκά και μαρμελάδες «με αυτό που ο Κάχαλ αντιλαμβανόταν ως αγάπη».
Μια μέρα εκείνος της ζήτησε να παντρευτούν με τα επιχειρήματα: «Να έχουμε μια κοινή ζωή, ένα σπίτι, εδώ μαζί μου. Δεν υπάρχει λόγος να πληρώνεις νοίκι ενώ μπορούμε να μένουμε μαζί. Αφού σου αρέσει εδώ – και το ξέρεις πολύ καλά ότι κι οι δυο μας μεγαλώνουμε…» είναι τα λόγια που συνοδεύουν την πρότασή του να παντρευτούν.
Το βράδυ αυτό της Παρασκευής, ο Κάχαλ «κλείνει έξω το γέλιο και το φως που έρχονταν από τον δρόμο» και, τρώγοντας την τούρτα που έχει ξεμείνει στο ψυγείο και πίνοντας σαμπάνια, σκέφτεται πόσο είχε ενοχληθεί όταν εκείνη έφερε τα πράγματά της στο σπίτι «λες και το σπίτι της ανήκε πια κι εκείνης» και ήθελε να τα κάνει όλα με τον δικό της τρόπο. Όμως ο ίδιος, που δεν είχε πει ποτέ ένα ευχαριστώ στη Σαμπίν που ψώνιζε και μαγείρευε, είχε δυσανασχετήσει όταν αναγκάστηκε να πληρώσει 6 ευρώ για τα κεράσια που ήθελε εκείνη για να φτιάξει μία τάρτα, και είχε θυμώσει όταν ο κοσμηματοπώλης ζήτησε επιπλέον χρήματα για να φτιάξει το δαχτυλίδι των αρραβώνων στο μέγεθος του δακτύλου της Σαμπίν: «Νομίζεις ότι μου τρέχουν από τα μπατζάκια;» της είπε‧ μια φράση που έλεγε ο πατέρας του.
Κάποια στιγμή η Σαμπίν του είχε πει τα λόγια μιας φίλης: «Οι περισσότεροι από τους άντρες στην ηλικία σου απλώς θέλουν να το βουλώσουμε και να πηγαίνουμε με τα νερά σας, ότι είστε κακομαθημένοι και γίνεστε επικριτικοί όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα έχετε φανταστεί…». Ο Κάχαλ ήθελε να το αρνηθεί, όμως συνειδητοποίησε ότι δεν θα τον πείραζε αν εκείνη το βούλωνε επιτόπου και πήγαινε με τα νερά του… «Την είχε κοιτάξει στα μάτια και είχε δει εκεί για μία ακόμα φορά την αντανάκλαση μιας άσχημης πλευράς του εαυτού του…».
Ο Κάχαλ αντιλαμβάνεται ότι η συμπεριφορά του είναι λανθασμένη, συνειδητοποιεί ότι συμπεριφέρεται όπως ο πατέρας του, όμως διώχνει τις σκέψεις αυτές και η λογική ερμηνεία των καταστάσεων δεν τον κάνει να αλλάξει. Ίσως θα ήθελε να ξεφύγει από τα μαθημένα, να είναι αλλιώς, αλλά δεν μπορεί.
Η Κίγκαν στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο με τον δικό της αριστοτεχνικό, απέριττο τρόπο αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί: Πώς γίνεται να θέλεις να μοιραστείς τη ζωή σου με κάποιον ή κάποια χωρίς να μπορείς να μοιραστείς τον χώρο σου, τα πράγματά σου, τα χρήματά σου; Όταν δυσκολεύεσαι να διαθέσεις κάτι για τον άλλο, το πιθανότερο είναι να τσιγκουνεύεσαι και τα συναισθήματά σου. Όμως, συνήθως ρίχνεις το φταίξιμο στον άλλο. Άλλωστε «είναι ποτέ κανείς έτοιμος να αντιμετωπίσει κάτι δύσκολο ή επώδυνο;»
Σ’ αυτή την εξαιρετική προσέγγιση των ανθρώπινων σχέσεων φαίνεται η αδυναμία κάποιων ανθρώπων να αγαπήσουν και ότι η αναγνώριση των λαθών δεν σημαίνει ότι αυτά θα αποφευχθούν, καθώς μαθημένες συμπεριφορές και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δρομολογούν συνήθως τη δράση μας.
Η Κίγκαν χαμηλόφωνα και απλά μπαίνει βαθιά στον κοινό ανθρώπινο πυρήνα και ωθεί τον αναγνώστη σε σκέψεις και συμπεράσματα, στο να κοιτάξει βαθιά μέσα του. Η ωραία μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου αποδίδει τέλεια τη συναρπαστική γραφή της Κίγκαν και, οπωσδήποτε, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί.
.
Claire Keegan, Πολύ αργά πια, μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2023.