Η αποθεραπεία του  Άρνολντ (διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

0
567

 

του Γιάννη Πάσχου

Μάιος  μήνας, δηλαδή λίγες  ημέρες και κάτι λιγότερο από τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού και τα μπάνια του λαού. Δεν θέλει και πολύ να σιχαθείς  τον εαυτό σου (αν οι συνάψεις του εγκεφάλου  σου δεν δουλεύουν) που σαν ζώο βγαίνει από την χειμερία νάρκη, βουτηγμένος στα σπληνάντερα, τα κοκορέτσια, τα προφιτερόλ και τα ποτά. Είναι κι αυτός ο δαιμονισμένος ο καθρέφτης, που σε αναστατώνει συνεχώς και νάσου βρίσκεσαι  όρθιος στην πόρτα του γυμναστηρίου, με όλα τα κιλά και τα λίπη υπό μάλης και την κυτταρίτιδα  απλωμένη όπου βρίσκει βολικό, προκλητικά  αδιάφορη για την προοπτική της συμμετοχής σου στο ελληνικό καλοκαιράκι.

Καθώς λοιπόν άνοιξα αμήχανος την πόρτα του γυμναστηρίου η  Μόνικα (κατά κόσμον Γεωργία ή Γωγούλα Τσάτση) μου έριξε μια διερευνητική ματιά. Όρθια πίσω από την μπάρα υποδοχής έφτιαξε το ελάχιστο μπλουζάκι της κι  ενώ η δαχτυλιδένια μέση της έτριζε, με ρώτησε περιπαθώς: Καρτούλα εισόδου έχουμε;

Καρτούλα εισόδου είχαμε και της την δείξαμε. Αυτή κούνησε με νάζι τις ψεύτικες βλεφαρίδες της, που φαίνονταν, λόγω του πρωινού της ώρας, ακόμη πιο ψεύτικες, εντυπωσιακές όμως, λες και η ουρά του ωραιότερου στο κόσμο  παγωνιού είχε φωλιάσει στα μάτια της.

Ανεβήκαμε τη σκάλα. Τα αθλητικά της παπούτσια είχαν σομόν ελαφριά απόχρωση, φορούσε κολλητό μέχρι ασφυξίας κολάν μαύρου χρώματος, όπου ανεμποδίστως διαγραφόταν το σέξι εσώρουχο-μάλλον μαύρο (ή σομόν)- και μπλουζάκι κίτρινο σκαστό, απόλυτης εφαρμογής, δεόντως ανθεκτικό αφού συγκρατούσε το πληθωρικό στήθος της που αιχμαλωτισμένο στο pretty bra ένιωθες ότι, από στιγμή σε στιγμή  θα εκραγεί, θα χυθεί πάνω σου και θα σε πνίξει μέσα στα εμφυτεύματα σιλικόνης, σε τόνους ορμονών και συμπληρωμάτων διατροφής.

Ας αρχίσουμε με διάδρομο, είπε, δέκα λεπτά προθέρμανση και μετά όργανα, στο 6,8 είναι το γρήγορο περπάτημα. Εσείς, και μου έριξε μια ματιά, max 4 για να μην ζοριζόμαστε.

Συμφώνησα και μπήκα στη ροή του προγράμματος εκγύμνασης, ενώ αυτή έριχνε κρυφές ματιές στους πελώριους καθρέφτες που ήταν τοποθετημένοι περιμετρικά της αίθουσας  του γυμναστηρίου. Καθρέφτες ύπουλοι, που μαρτυρούσαν τη σωματική  ρώμη και την ομορφιά, τη δική της βέβαια,  γιατί όταν έριξα κι εγώ, παρασυρμένος ο δύστυχος,  μια ματιά και είδα τον εαυτό μου, τρόμαξα και δεν ξανακοίταξα προς τα κει, αντίθετα με τον παραδιπλανό μου, που δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από το είδωλό του ακόμη και την ώρα που σήκωνε με άνεση 70 κιλά βάρη  και το τατουάζ στα μπράτσα του  Tasia = love διαστελλόταν επικίνδυνα και φαινόταν η έρμη η Τασία τόσο μακριά από το love.

Ακολούθησα όλη τη σειρά των οργάνων σαν πιστό σκυλί και χαμογελούσα σαν ηλίθιος σε κάθε της ενθαρρυντική κουβέντα: μπράβο αλλά, βάλτε λίγο δύναμη ακόμη, τα πόδια σας πιο λοξά, τα χέρια πιο χαλαρά, οι ώμοι, οι αγκώνες, η μέση, μη βιάζεστε. Δεν βιαζόμουν και όταν ήρθε σχεδόν από πάνω μου αναλύοντας  το σετ των κοιλιακών, δεν άντεξα και ρώτησα, έτσι για μην σκάσω και ξεχυθούν  δεξιά κι αριστερά του πάγκου εκγύμνασης μυϊκός ιστός και λίπη:

Γυμνάστρια, ε;

Φιλόλογος, μου απάντησε.

Κάτι μουρμούρισα  για το προβληματικό ώρες- ώρες  ΑΣΕΠ. Τρία σετ των δώδεκα, μου είπε, και τα μάτια σας  να κοιτούν πάντα την οροφή και απομακρύνθηκε λίγο πιο πέρα.

Τα μάτια να κοιτούν πάντα την οροφή, ψιθύρισα από μέσα μου, τα μάτια να κοιτούν πάντα την οροφή για να δουλεύουν οι κοιλιακοί και συνέχισα αδιαμαρτύρητα την άσκηση. Ξαπλωμένος ακόμη στον πάγκο εκγύμνασης  έριξα μια ματιά τριγύρω, δεκάδες Μόνικες και δεκάδες Σβαρτσενέγκερ αγκομαχούσαν, δεξιά και αριστερά. Υπέφεραν, ίδρωναν, σκουπίζονταν, χάζευαν στους καθρέφτες τα κορμιά τους και ονειρεύονταν τους εαυτούς τους παραθαλλασίως ή  ορθίως στο μπαρ πίνοντας πίνα κολάδα, ξαπλωμένους στην άμμο, μαυρισμένους, γυαλιστερούς και μοσχομυριστούς από τρόπικαλ αντηλιακά ή  να παίζουν ρακέτες, τακ τούκ, πάνω από τους αφελείς  λιπαρούς λουόμενους, τους παρά λίγο συνανθρώπους τους.

Ανακάθισα και αναζήτησα την  Μόνικα, μα είχε εξαφανισθεί.  Σίγουρος ότι είχα ολοκληρώσει  το πρόγραμμα που αργά η γρήγορα θα με οδηγούσε στον μαγικό κόσμο των καλοκαιρινών  Άρνολντ  έκανα να φύγω. Τότε άκουσα την φωνή της: Που πάτε κύριε;  Ήταν ολοφάνερο ότι κάτι δεν έκανα καλά,  είχα πάρει γι ακόμη μια φορά λάθος δρόμο. Εκείνη με πλησίασε  με κατανόηση, με ακούμπησε ελαφριά στον ώμο λες και ήμουν εύθραυστος και με οδήγησε πάλι στον διάδρομο εκγύμνασης. Έκανα από αυτό, ψιθύρισα. Αποθεραπεία για δέκα λεπτά, στο 4,  μου εξήγησε και πάτησε το σταρτ.

Αποθεραπεία, συμφώνησα, μάλιστα. Αποθεραπεία, το κέρατό μου,  αποθεραπεία και χάζευα μέσα από το ψιλοβρώμικα  τζάμια του γυμναστηρίου τον κόσμο που περπατούσε στον δρόμο, που έπινε καφέ και μπύρες στο απέναντι καφενείο, τα παιδιά που έπαιζαν στην παιδική χαρά,  τα περιστέρια  που πετούσαν ελεύθερα, την ώρα που εγώ  έκανα αποθεραπεία  υπό την  αυστηρή επιτήρηση της φιλολόγου μου, ενώ από τον κάτω όροφο του γυμναστηρίου, όπου ήταν τα μεγάλα βάρη και γυμνάζονταν  οι πιο δυνατοί και έμπειροι, άκουγες τις οιμωγές του πόνου να συνοδεύουν τη λιτανεία της εικόνας του αγίου Άρνολντ του Καλοκαιρινού που   κρατούσε ανάμεσα από τα στήθια της η δική μου Μόνικα, κατά κόσμον Γεωργία ή Γωγούλα Τσάτση, απόφοιτος φιλολογίας με μεταπτυχιακό δίπλωμα στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία.

 

Προηγούμενο άρθροΓια Πάντα, ποτέ Ξανά, Εδώ και Τώρα  (της Λίλας Κονομάρα)
Επόμενο άρθροΔυστροπίες της διαβουλευτικής δημοκρατίας (του Στέφανου Δημητρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ