Αγγελική Μαρίνου (*)
Μόνος στην αίθουσα, ο M. συμμάζευε το γραφείο του. Έχοντας ισιάξει τα στυλό του και τακτοποιήσει τις γόμες και τους συνδετήρες του στο κρυφό συρταράκι, έβαζε κάποια τελευταία έγγραφα στον καταστροφέα. Τότε συνέβη κάτι παράξενο.
Είχε συντονίσει το ραδιοφωνάκι του σε σταθμό που έπαιζε Χριστουγεννιάτικα. Απ’ την τζαμαρία δίπλα του φαινόταν το κέντρο της πόλης φωταγωγημένο. Κι ως ήταν αναμενόμενο, τώρα ακουγόταν το “Last Christmas” των Wham, ο παραστάτης των Χριστουγεννιάτικων τραγουδιών, μελωδία αγαπημένη του Μ., καθώς του θύμιζε τα εφηβικά του χρόνια, τραγούδι αγαπημένο όλου του εορτάζοντος κόσμου. Μέχρι τότε, ο Μ. συνόδευε φωνητικά τον George Michael με «μμ μμ» και «του του του», ων ανεπίδεκτος στην εκμάθηση της αγγλικής. Ξαφνικά όμως το νόημα του τραγουδιού ξεδιπλώθηκε μπροστά του, όχι ότι είχε κάποιο φοβερό νόημα, πάντως οι φθόγγοι, οι άγνωστες λέξεις έγιναν στα χέρια του παιχνίδι, κτήμα του, ήταν σε θέση να κάνει δεύτερη φωνή στον Κύπριο, το έκανε (!) – και τότε τον έκοψε κρύος ιδρώτας.
Ένα το κρατούμενο.
Το άλλο περίεργο είχε συμβεί νωρίτερα το πρωί. Τους είχε επισκεφτεί ο παλιός συνάδελφος και νυν συνταξιούχος Χ., αξέχαστος για τις κραιπάλες του τις μεγάλες ώρες των υπερωριών, τα λαδωμένα από σουβλάκια έγγραφα, την ανάσα που έζεχνε σκορδίλα, καθώς έτρωγε το σκόρδο ωμό μετά από κάθε συμπόσιο για να του ρίχνει την πίεση. Και να σου τώρα ο πάλαι ποτέ πληθωρικός, ροδοκόκκινος και γελαστός Χ. συρρικνωμένος. Αυτό σκέφτηκε ο Μ. μόλις τον είδε ξανά: συρρικνωμένος. Όχι πως φαινόταν άσχημα, στην πραγματικότητα. Ήταν αδυνατισμένος, υγιής, αλλά γκρίζος. Σα μούμια του παλιού εαυτού του.
Και σα να μην έφτανε αυτό, θρονιάστηκε στην καρέκλα μπροστά απ’ το γραφείο του Μ. – είχε ξεμείνει εκεί κατά λάθος, ο Μ. απέφευγε ν’ αφήνει καρέκλες μπροστά απ’ το γραφείο του για να μη θρονιάζεται ο κάθε παρατρεχάμενος και τον αποσπά απ’ την εργασία του – κι άρχισε να του κάνει κήρυγμα για τον νες που μόλις είχε φτιάξει ο Μ. στο κουζινάκι. Για τα χημικά και τα φυτοφάρμακα που ψεκάζουν τις φυτείες του καφέ. Πράγματα επιβλαβή για την υγεία. Τον κοιτούσε ο Μ. και από μέσα του τον διαολόστελνε «τι ήρθες τώρα, μαλάκα, να με συγχύσεις», μετρούσε από μέσα του τα χρόνια που απόμεναν για να πάρει ο ίδιος σύνταξη, να πηγαίνει να θρονιάζεται στα ξένα γραφεία και να ενοχλεί τον κόσμο, τα υπολόγιζε πολλά ακόμα, ευτυχώς. Μετά, όμως, ένιωσε τον φόβο του άλλου. Ο Χ. είχε καταφέρει ν’ αδυνατίσει, ν’ αποκτήσει υγιεινές συνήθειες, ν’ αποκηρύξει μετά βδελυγμίας το αμαρτωλό γαστριμαργικό του παρελθόν, γιατί φοβόταν να πεθάνει.
Και το περίεργο δεν ήταν καθαυτό το γεγονός, αλλά το γεγονός ότι ο Μ. το ένιωσε, και δεν ήταν γενικά άνθρωπος που τον χαρακτήριζε η ενσυναίσθηση, είχε αρκετά στο κεφάλι του για να νιώθει τις έγνοιες του κάθε συνταξιούχου που είχε να τον δει έως κι εφτά χρόνια. Ο ίδιος δεν είχε σκεφτεί ποτέ την πιθανότητα ότι κάποτε θα πέθαινε.
Ο Μ. έβαλε το παλτό του, πήρε τον χαρτοφύλακά του και τράβηξε πίσω του την πόρτα. Κλείδωσε. Στο ασανσέρ έπεσε μούρη με μούρη με την ξανθιά που δούλευε στο διπλανό γραφείο, στους δικηγόρους. Έμενε κι αυτή μέχρι αργά στο γραφείο, όπως κι αυτός. Ως συνήθως, η ξανθιά μιλούσε σκυφτή στο κινητό και κάλυπτε το στόμα με το χέρι της. Πάντοτε σκυφτή ήταν, σαν κάτω από ζυγό που ο Μ. μόνο να υποθέσει μπορούσε, κι έτσι αδύνατη όπως ήταν, ατροφικά αδύνατη, θύμιζε κλαράκι στο έλεος κάθε καταστροφέα. «Κακομοίρα», σκέφτηκε ο Μ., όπως κάθε φορά που την έβλεπε, όμως αυτήν ειδικά τη φορά, ξεπήδησε από μέσα του ένα πνεύμα αντιλογίας, ένα δαιμόνιο που του σφύριξε χαιρέκακα «τους χοντρούς κορμούς να φοβάσαι», αυτούς που εξωτερικά δείχνουν ρωμαλέοι κι ακμαίοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι σάπιοι και πέφτουν με το πρώτο χτύπημα του τσεκουριού.
Ο Μ. αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη όταν πλέον βγήκε στον καθαρό αέρα.
Όλα αυτά τα περίεργα που του συνέβαιναν και που σκεφτόταν απ’ το πρωί, η αναπάντεχη ταύτισή του με τον υγιεινιστή πρώην συνάδελφο, η ξαφνική του κατανόηση της αγγλικής, ο στοχασμός περί κλαριών και κορμών, ήταν στην πραγματικότητα, ουδεμία αμφιβολία είχε περί τούτου, προβολές υποσυνείδητων διεργασιών, απόρροια του φόβου του μπροστά στο χειρουργείο της Τετάρτης.
Τη μεθεπόμενη ημέρα, ο Μ. επρόκειτο να βγάλει το θυρεοειδή του σε μια επέμβαση ρουτίνας. Φρόντισε μάλιστα το χειρουργείο και η εβδομάδα της ανάρρωσης να συμπέσουν με τις ημέρες που το γραφείο θα ήταν κλειστό ένεκα των Χριστουγέννων. Από Ιανουάριο θα είχαν πολλή δουλειά και δε θα μπορούσε να λείψει.
Η γυναίκα του το δέχτηκε κι αυτό σα φυσιολογικό. Δε διαμαρτυρήθηκε που για μια ακόμη χρονιά ο Μ. δε θα αφιέρωνε χρόνο στην οικογένειά του την περίοδο των διακοπών. Η παραίτησή της από τέτοιες απαιτήσεις περιήλθε σταδιακά. Η εργασία του Μ. ήταν η μόνιμη αντίζηλός της, κι αν είχε αρχικά αμφιβολίες, αν καταλόγιζε στον άντρα της υπέρμετρη φιλοδοξία, τελειομανία, τάσεις φυγής απ’ την οικογενειακή εστία, αμηχανία απέναντι στο γονεϊκό ρόλο κι όλα όσα συνήθως καταλογίζουν οι μη εργαζόμενες, παραμελημένες σύζυγοι στους συμβίους τους, είχε καταλήξει με τα χρόνια στην παραδοχή ότι οι εποχές παρέμεναν δύσκολες κι ότι χρειάζονταν τα παραπάνω χρήματα που θα εξασφάλιζαν μια προαγωγή, οι υπερωρίες, μια έξτρα δουλειά, ώστε να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες τους. Οι δυο τους είχαν φτάσει στο κομβικό σημείο, όπου οι σύζυγοι παύουν πια να πιστεύουν στο ένστικτο που υπαγορεύουν οι φοβίες, στους καλοθελητές, στους τηλεοπτικούς ψυχολόγους κι αρχίζουν να πιστεύουν απλά ο ένας στα λόγια του άλλου.
Απ’ την άλλη, στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης, ο Μ. διαπίστωνε μουδιασμένα μια ριζική αλλαγή στη νοοτροπία των νέων συναδέλφων του: οι άνθρωποι έκαναν παιδιά, κι ένα και δύο και τρία ακόμη, με ανεξήγητη ελαφρότητα. Οι άνδρες έφευγαν νωρίς, δηλαδή στο τέλος του νομίμου ωραρίου, από το γραφείο για να βοηθήσουν τις συμβίες τους με τις δραστηριότητες των παιδιών και (άκουσον άκουσον) με δουλειές του σπιτιού, ενώ πολλοί μοιράζονταν με τις συζύγους τους γονεϊκές άδειες, πράγμα που στον καιρό του θεωρούνταν αδιανόητο.
Τα άλλα σημεία των καιρών, το ότι οι περισσότεροι πλέον κυκλοφορούσαν με τη συγκοινωνία, το ότι οι γυναίκες τους γεννούσαν σε δημόσια μαιευτήρια, το ότι τα παιδιά τους τα έστελναν σε δημόσια σχολεία ήταν απόρροιες μεν της κρίσης, αλλά σχημάτιζαν ένα δείγμα, όχι δείγμα, μια δυνατή πλειοψηφία που ορθωνόταν απέναντί του: ανθρώπων που ήταν αυτάρκεις ή που τη βόλευαν, τελικά, με ό,τι διέθεταν. Και σκεφτόμενος αυτά ο Μ. ένιωσε απολίθωμα άλλων καιρών. Ήταν ο τελευταίος που έφευγε απ’ το γραφείο, μέχρι και η ξανθιά δικηγόρος, όταν με το καλό παντρευόταν, θα έφευγε πιθανότατα στην ώρα της.
«Περισσεύω». Αυτό ήταν που σκέφτηκε και το σκέφτηκε φωναχτά. Και ξάφνου ήρθε το παζλ να συντεθεί: ο Μ. τα ήξερε πλέον όλα και δεν επρόκειτο να μάθει κάτι πρόσθετο. Ο Μ. είχε κάνει κτήμα του τον πόνο των άλλων ανθρώπων. Ο Μ. ήταν κορμός ρωμαλέος εξωτερικά, αλλά από μέσα σάπιος. Ο Μ. δεν ακολουθούσε την πρόοδο, ήταν παρωχημένος. Κι όλα στόχευαν σα βέλη ένα κορμί σε χειρουργικό κρεβάτι. Το χειρουργείο της Τετάρτης. Ο Μ. θα πέθαινε, δε θα ξυπνούσε ποτέ απ’ τη νάρκωση.
«Για όνομα του Θεού! Τι αηδίες!».
Αυτό σκέφτηκε, επίσης φωναχτά – έκανε ψοφόκρυο, είδε το χνώτο του συμπαγές σα χιονόμπαλα να σκίζει τον αέρα. Ο Μ. ήταν λογικός άνθρωπος και πολύ προσεκτικός στο διαχωρισμό των λεγόμενων προαισθημάτων απ’ τους κοινούς ανθρώπινους φόβους: να μην ξυπνάς απ’ τη νάρκωση, να πέφτει το παιδί σου απ’ την κούνια, αγαπημένα σου πρόσωπα ν’ αποδεικνύονται ανάξια εμπιστοσύνης και λοιπά πανανθρώπινα φαινόμενα. Αλλά παρά την προσπάθεια εκλογίκευσης, το μυαλό του δούλευε ήδη σαν κομπιουτεράκι: είχε προλάβει, ευτυχώς, να συντάξει διαθήκη σε συμβολαιογράφο, να κανονίσει την τύχη της
ακίνητης περιουσίας του, δηλαδή του σπιτιού που ακόμα ξεπλήρωνε και της παράγκας στο χωριό, κληρονομιάς απ’ τον πατέρα του. Η γυναίκα του δεν εξασφαλιζόταν, θα έπρεπε στα σαράντα της να ψάξει για δουλειά. Το στεγαστικό. Το γαμημένο. Αν είχε πειστεί να κάνει ασφάλεια ζωής, όπως τόσοι και τόσοι του είχαν συστήσει, η χήρα του θα είχε για αρχή ένα πολύτιμο βοήθημα, μέχρι να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Αλλά ο Μ. δεν πίστευε σε αυτά.
«Ω γαμώτο».
Το γυρόφερνε το πράγμα στο μυαλό του, την ώρα που διέσχιζε την παιδική χαρά της Τερψιθέας, το μέρος όπου συναντιόταν με τη Γαρυφαλλιά όταν πήγαιναν εκείνος στο λύκειο κι εκείνη στο γυμνάσιο, κι έβλεπε στο μυαλό του σαν σε ταινία τρόμου ασπρόμαυρη έναν τύπο
φαφλατά, καθήμενο νευρικά στην άκρη μιας καρέκλας να του απαριθμεί υπέρ – και μόνο – συμβολαίων ζωής και η εικόνα του ανακάτεψε το στομάχι. Καθώς έκλεινε πίσω του την πράσινη σιδερένια πόρτα, είχε ήδη καταλήξει ότι τα πράγματα δε λειτουργούν μ’ αυτόν τον τρόπο, κι ότι ακόμη κι αν είχε δει το θάνατό του νωρίτερα, δε θα είχε κάνει ασφάλεια ζωής, δε θα είχε ενεργήσει με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι του επέτασσαν ο χαρακτήρας κι η ουσία του.
Είχε ζήσει σαράντα τρία χρόνια και παρέμενε πεισματικά ο ίδιος. Βαρύς και ξεροκέφαλος. Ανελαστικός. Έκανε κάθε μέρα τα ίδια πράγματα κι επισκεπτόταν τα ίδια σημεία. Την παιδική χαρά, το πρώτο γυμνάσιο Πειραιά στην Αφεντούλη, κατηφόριζε τη σκάλα στην Ιωνιδών, περπατούσε κατά μήκος της Μαρίνας Ζέας. Έτσι του άρεσε, έτσι ένιωθε καθημερινά ασφαλής. Και δεν είχε βαρεθεί καθόλου.
Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει, παρά μόνο όταν ο ίδιος το αποφασίσει. Αυτή ήταν η ακλόνητη πεποίθησή του. Ο άνθρωπος πεθαίνει όταν βαριέται και κουράζεται και δεν αντέχει άλλο. Πολλές μορφές μπορεί να δώσει κανείς στην αυτοκτονία του: θάνατο από ανίατη ασθένεια. Θάνατο από τυχαία γεγονότα ή φυσικά αίτια. Αλλά πρόκειται πάντοτε για αυτοκτονία. Γιατί οι άνθρωποι κουράζονται με αυτό που είναι.
«Κουράστηκα».
Αυτό του ‘λεγε η μητέρα του όταν την παρακαλούσε να μείνει. Αλλά εκείνη έφυγε.
Τι καλά που θα ‘ταν να την είχε τώρα εδώ, κοντά του. Πολύ σπάνια τη σκεφτόταν από τότε που πέθανε, γιατί την ένιωθε πάντοτε μέσα του, κάτω απ’ το δέρμα του. Τώρα όμως επιθυμούσε τη φυσική της παρουσία, όχι για να του πει τι να κάνει, γιατί πάντοτε του ‘λεγε «κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός», ήθελε απλώς απόψε να τον έχει αγκαλιά, να του κρατάει το χέρι.
Ήθελε ν’ απαλύνει με τη ζεστασιά της την απορία του, γιατί, γιατί απόψε το σύμπαν αποφάσισε να τον απορρίψει.
Πάντοτε τους φρόντιζε όλους. Μάντευε βέβαια πως δε θα ‘λειπε σε κανέναν. Η γυναίκα του τον αγαπούσε, το ‘νιωθε. Είχε μάθει όμως να προστατεύεται απ’ αυτόν, την εργασιομανία του και δε θα μπορούσε να βρει πουθενά χειρότερα. Θα μπορούσε να βρει – θα της άξιζε,
στην πραγματικότητα, να βρει – έναν άντρα πιο συντροφικό απ’ αυτόν. Τα παιδιά του τον μισοφοβούνταν, τον μισοπεριγελούσαν σα γραφική φιγούρα πατέρα οπισθοδρομικού και μανιακού με την ησυχία και την τάξη. Θα ‘ρχόταν μια μέρα που θα αναπολούσαν τις καλοκαιρινές εκδρομές στο Ξυλόκαστρο και στην ορεινή Ναυπακτία για τη θεραπεία των βρογχικών τους, θα θυμούνταν το πρώτο τους μουσταρδί Νισάν, τα γέλια, τα κύματα, τους εμετούς στις στροφές, τις ξεφούσκωτες σαμπρέλες. Αλλ’ αυτή η μέρα θ’ αργούσε, μάλλον, ακόμα. Τώρα τα βρογχικά τους είχαν γιάνει, το Νισάν αντικατέστησε μια μαύρη Άλφα Ρομέο κι ο πατέρας ξημεροβραδιαζόταν στη δουλειά.
Όλοι τον είχαν σιωπηρά αποδεχθεί κι όλοι τον μέμφονταν. Κι εκείνος τα κανόνιζε όλα μια χαρά, τις αναρρωτικές του να συμπέφτουν με τις αργίες, στοίχιζε και ταξινομούσε, τα στυλό και τις γομολάστιχες, τηρούσε το σύμπαν του σε απόλυτη τάξη, μέχρι που ήρθε ένα προαίσθημα να δώσει μια κλωτσιά και τον έκανε να νιώθει σαν τον Σκρουτζ τον Χριστουγέννων, με τα φαντάσματά του και το δίλημμα «θα πεθάνεις ή θ’ αλλάξεις;».
Αν μπορούσε ν’ αλλάξει, αν ο θάνατός του αφορούσε τον παλιό του εαυτό κι όχι αυτόν που θα μπορούσε να γίνει, αυτό θα ‘ταν μια κάποια λύση. Να, τώρα περνούσε μπροστά απ’ το μπαρ του Ρουμάνου, στην Ιωνιδών. Θα μπορούσε να μπει μέσα, για πρώτη φορά, να πιει ένα ποτό, να βρει μια δανεική μαμά γι’ απόψε κι από αύριο να σκεφτεί ξανά, να επαναξιολογήσει.
Όμως τα βήματά του τον τραβούσαν ήδη μακριά. Αν αργούσε κι άλλο, το φαγητό του θα κρύωνε. «Δεν είμαι και τόσο σκάρτος, τελικά», αναλογίστηκε. Ποτέ του δεν άφησε τη γυναίκα του να τον περιμένει μέχρι αργά, κι όταν της έλεγε ότι θα είναι στο σπίτι στις οχτώ και να του ζεστάνει το φαί, ποτέ δεν έφτανε οχτώ κι ένα λεπτό. Ποτέ του δεν πήγε με άλλη. Όχι ότι δεν του άρεσαν περιστασιακά άλλες γυναίκες, αλλά αυτά τα πολύτιμα που κρατούσε στη χούφτα του από το λύκειο, την τρυφερότητά της, τα μάτια και το γέλιο της, τη σακουλιασμένη απ’ τις εγκυμοσύνες κοιλιά της, δεν τα ‘χε προδώσει ποτέ. Την αγαπούσε πάντοτε και της ήταν ευγνώμων που τον είχε, τελικά, αποδεχθεί, όπως ήταν. Και τα παιδιά του που δεν τον είχαν κοντά τους, θα είχαν τα εφόδια που τους παρείχε με την εργασία του. Αυτή θα ήταν η συμβολή του στη ζωή τους.
Όχι, ο Μ. θα έπαυε να υπάρχει διότι αρνούνταν πεισματικά ν’ αλλάξει. Ήταν το αντίβαρο απέναντι στην πρόοδο, σ’ αυτούς που ξέρουν να ελίσσονται και να προσαρμόζονται ή στους ήρωες, στους υπερβατικούς, συνέβαλε στην ισορροπία του σύμπαντος, μπροστά στην απεραντότητα του οποίου ένιωθε μικρούλης, το εργατικό μυρμηγκάκι που έκανε πάντοτε το καλύτερο που μπορούσε, ελαφρύς σαν πούπουλο πάνω στην χείρα που θα τον σήκωνε ψηλά ή που θα τον άφηνε να πέσει. «Εις σε ανατίθημι». Θα έπαυε να υπάρχει γιατί το σύμπαν φρόντιζε γι αυτόν, γιατί προέβλεπε, αυτά που εκείνος δεν μπορούσε.
Περπατούσε κατά μήκος της μαρίνας. Τον μάγευαν τα πλοία κι η θάλασσα. Μπορεί να κολυμπούσε πάντοτε στα ρηχά και να τον έπιανε βουβός πανικός κάθε φορά που αντιλαμβανόταν φύκια κάτω απ’ τα πόδια του, αλλά του άρεσε να στέκεται στην προκυμαία, ν’ αγναντεύει, ν’ ανοίγει το μάτι και η ψυχή του. Και ήξερε να μαστορεύει καραβάκια. Ήταν τότε που ήταν έξι ή εφτά χρονών κι έβγαζε τις αμυγδαλές του στο Παίδων. Ένα βράδυ έμειναν μέσα κι εκείνο το βράδυ, η μαμά του του έμαθε να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια. Πόσο περήφανος ήταν για τη μαμά του, εκτός του ότι ήταν η πιο όμορφη μαμά στο θάλαμο, ήταν κι η μόνη που ήξερε να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια. Χοντρά, ανθεκτικά κι ελαφρά, συνάμα, να στέκονται για πολλή ώρα στο νερό.
Κι εκεί που στεκόταν στην προκυμαία, πήγε στο χέρι του στην κλειδαριά του χαρτοφύλακα, πίεσε τον τετραψήφιο κωδικό, κι άρχισε να βγάζει ένα ένα τα χαρτιά. Η περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. του κυρίου τάδε. Πρώτο καραβάκι. Το σχέδιο συγκεντρωτικής πελατών-προμηθευτών του κυρίου δείνα. Δεύτερο καραβάκι. Η μεταβολή δραστηριότητας της κυρίας Χ. Τρίτο καραβάκι.
Μνήμες, προαισθήματα, αμφιβολίες, βεβαιότητες, σαραντατρία χάρτινα καραβάκια, τόσα όσα τα χρόνια του, ταξίδεψαν για λίγο και βυθίστηκαν στη μαρίνα Ζέας εκείνο το βράδυ. Τα ψάρια, ένοικοι της προβλήτας, μασούλησαν το μελάνι, το βρήκαν νόστιμο, έδωσαν το καλώς έχειν, επικύρωσαν το γνήσιο του βίου ενός μικρού ανθρώπου που, εκείνο το βράδυ άργησε για πρώτη φορά στο βραδινό του φαγητό.
(*) Η Αγγελική Μαρίνου παρουσιάζει την αυτοέκδοσή της με τίτλο «Η απόρριψη» την Παρασκευή 5 Ιουνίου στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο στις 7.30μμ