της Ελένης Γεωργοστάθη
Το εικονογραφημένο βιβλίο, ελληνικό και ξένο, συχνά έχει καταπιαστεί με πολύ σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, όπως το προσφυγικό, οι κοινωνικές ανισότητες, η κακοποίηση, ο εκφοβισμός κτλ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα βιβλία εκείνα που δεν περιορίζονται στην καταγραφή μόνο εξωτερικών γεγονότων και κοινωνικών παθογενειών ή στην παροχή λύσεων για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που συναντούν οι ήρωές τους, αλλά εστιάζουν και στις επιπτώσεις που αυτές έχουν στον ψυχισμό τους. Δυο τέτοια βιβλία, της σχετικά πρόσφατης παραγωγής, καταπιάνονται με το δύσκολο ζήτημα της απώλειας της ταυτότητας των κεντρικών τους ηρωίδων, ως απόρροια των αρκετά διαφορετικών, πλην καθοριστικών για τη διαμόρφωσή τους, τραυματικών εμπειριών τους. Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει απασχολήσει στο παρελθόν και άλλους δημιουργούς – χαρακτηριστικό το προ δεκαετίας βιβλίο του Καταλανού Tàssies Μου έκλεψαν το όνομά μου, που καταπιάνεται με την απώλεια της ταυτότητας του αφηγητή του συνεπεία του σχολικού εκφοβισμού που υφίσταται. Από τη δική τους πλευρά, τα βιβλία που θα μας απασχολήσουν σήμερα, Η Αλίκη βρήκε το όνομά της της Ιωάννας Γιαννακοπούλου σε εικονογράφηση της Ζωής Σεϊτάνη και Η αόρατη του Τομ Πέρσιβαλ, εστιάζουν σε άλλα, εξίσου καυτά όσο και ευαίσθητα κοινωνικά προβλήματα.
Στο βιβλίο Η Αλίκη βρήκε το όνομά της η ομώνυμη κεντρική ηρωίδα εμφανίζεται από το πουθενά, ερχόμενη από μια χώρα όχι θαυμάτων αλλά μάλλον τραυμάτων, σε μια άγνωστη πόλη. Δεν κουβαλάει αποσκευές, μόνο τη σιωπή της κι ένα βλέμμα σκοτεινό. Η αφήγηση, μοιρασμένη ανάμεσα στο εμείς του ιδιότυπου χορού προσώπων που υποδέχονται την Αλίκη στην πόλη και στο ενσυναισθητικό εγώ ενός από αυτά, καταγράφει την άφιξή της, τη βουβή αγωνία της, τη μοναξιά της, αλλά και τις ποικίλες αντιδράσεις των ανθρώπων που τη συναντούν, που κυμαίνονται από την περιέργεια, την αδιαφορία, τον φόβο ως το ειλικρινές ενδιαφέρον και τη φροντίδα. Είναι αυτό το νοιάξιμο τελικά που θα ξεκλειδώσει την Αλίκη και θα την κάνει να πει την ιστορία της. Μια ιστορία ωστόσο που ο αναγνώστης δε θα μάθει ποτέ. Δε θα διαβάσει πουθενά στο κείμενο από πού έρχεται η Αλίκη, τι ακριβώς της συνέβη, τι εφιάλτες κουβαλάει μέσα της, γιατί αυτό εντέλει φαίνεται πως δεν έχει και μεγάλη σημασία. Το όνομα της κεντρικής ηρωίδας έτσι κι αλλιώς είναι γνωστό ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, ωστόσο η ίδια παραμένει στην ουσία ανώνυμη, δίχως ταυτότητα, όσο αδυνατεί να αφηγηθεί, να εξωτερικεύσει στους γύρω της, και κατ’ επέκταση να συνδεθεί με το κατεξοχήν στοιχείο που ορίζει την ύπαρξή της, το παρελθόν της. Συνοδευόμενη από μια εικονογράφηση που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε φωτεινά χρώματα και στο ασπρόμαυρο, με έντονα στοιχεία κολάζ, η αφαιρετική αφήγηση της Γιαννακοπούλου, κυρίως χάρη στις σκόπιμες αποσιωπήσεις της, αφήνει στον αναγνώστη το περιθώριο να συμπληρώσει τα κενά ανάλογα με τα δικά του βιώματα ή παραστάσεις: Η Αλίκη μπορεί να είναι παιδί, μπορεί να είναι κι ενήλικη γυναίκα. Μπορεί να είναι πρόσφυγας, μετανάστρια, αλλά και θύμα κακοποίησης. Οι ερμηνευτικές διαδρομές που ανοίγονται μπροστά μας ποικίλλουν. Κι αυτό συνιστά από μόνο του σημαντική λογοτεχνική αρετή.
Οι λόγοι που οδηγούν στην κοινωνική αφάνεια και απομόνωση μπορεί να είναι πολλοί, λέει κι ο Τομ Πέρσιβαλ στο σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου του Η αόρατη, που πραγματεύεται τη δύσκολη πραγματικότητα και τα συναισθήματα ενός κοριτσιού που βρίσκεται αντιμέτωπο με τη φτώχεια. Η Ίζαμπελ, η ηρωίδα του, προσπαθεί να παρηγορηθεί για τα περιορισμένα οικονομικά, την έλλειψη θέρμανσης και ανέσεων που βιώνει η οικογένειά της, ως τη μέρα που αναγκάζονται να αφήσουν το σπίτι τους και να μετακομίσουν σε μια γειτονιά στην άκρη της πόλης. Σταδιακά το κορίτσι αδυνατεί να διακρίνει οτιδήποτε όμορφο γύρω του, αφού ο έξω κόσμος αντανακλά τα δικά της αρνητικά συναισθήματα. Σιγά σιγά αρχίζει να αισθάνεται ξεθωριασμένη, αφανής, αόρατη. Κι έτσι πορεύεται στον κόσμο ως τη στιγμή που παρατηρεί κι άλλους αόρατους ανθρώπους γύρω της. Ο Πέρσιβαλ αφηγείται τη σταδιακή πορεία του κοριτσιού προς το κοινωνικό περιθώριο και την αφάνεια όχι μόνο με τις λέξεις του αλλά και με τις εικόνες του. Τόσο η Ίζαμπελ όσο και οι γονείς της εμφανίζονται στο βιβλίο με τα ίδια πάντοτε ρούχα – η μικρή μονίμως με το ίδιο, «αγαπημένο της», όπως δηλώνεται στο κείμενο, πράσινο πουλόβερ. Σταδιακά, από σαλόνι σε σαλόνι, τα χρώματα μοιάζουν να εγκαταλείπουν την Ίζαμπελ, καθώς η ίδια περιπλανιέται σε έναν μουντό κόσμο όπου τα μόνα φωτεινά, χρωματικά έντονα αντικείμενα μοιάζουν να είναι τα υλικά αγαθά των εύρωστων οικονομικά συνανθρώπων της που την προσπερνούν αδιάφοροι. Με αυτόν τον τρόπο ο Πέρσιβαλ κατορθώνει να οπτικοποιήσει με συγκλονιστική σαφήνεια τον τρόπο που το ίδιο το παιδί προσλαμβάνει τόσο την εικόνα του εαυτού του όσο και του κόσμου που το περιβάλλει, το αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού που βιώνει, την ψυχική του μοναξιά και τη σταδιακή του μετατροπή σε αόρατο άνθρωπο. Η λύση, και εδώ, δίνεται μέσα από τη συλλογική δράση, την ενσωμάτωση της ηρωίδας σε μια ομάδα ανθρώπων, που της επιτρέπει να ξαναγίνει ορατή, να ξαναβρεί τον ρόλο και τη θέση της στον κόσμο. Εμπνεόμενος από τα δικά του δύσκολα παιδικά χρόνια, ο Τομ Πέρσιβαλ δεν παραδίδει στα παιδιά μια ζαχαρωμένη λύση, αλλά αφήνει να διαφανεί μια χαραμάδα ελπίδας μέσα από μια πιο θετική ματιά και μια πιο ενεργή στάση απέναντι στη δύσκολη πραγματικότητα.
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον το πώς, πραγματευόμενα διαφορετικά θέματα από διαφορετικά μονοπάτια, έχοντας ωστόσο αφήσει και τα δυο στην άκρη τον κραυγαλέο διδακτισμό και την επικαιρικότητα, τα δυο βιβλία, η Αόρατη και η Αλίκη, κατορθώνουν τελικά, χάρη στην ενσυναισθητική προσέγγισή τους και την αφηγηματική τους οικονομία, να πείσουν τον μικρό αλλά και τον ενήλικα αναγνώστη για την ειλικρινή, έντιμη ματιά τους καθώς τον παίρνουν απ’ το χέρι για να τον οδηγήσουν σε δύσβατες, αλλά απολύτως υπαρκτές περιοχές του κόσμου που τον περιβάλλει.
INFO
Ιωάννα Γιαννακοπούλου, Η Αλίκη βρήκε το όνομά της, εικ. Ζωή Σεϊτάνη, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2019.
Βρες το εδώ
Tom Percival, Η αόρατη, αποδ. Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2021.
Βρες το εδώ
Tàssies, Μου έκλεψαν το όνομά μου, μτφρ. Δημήτρης Ψαρράς, Ε.Ψ.Υ.Π.Ε., Αθήνα 2011.
Βρες το εδώ