Η αποκάθαρση του ποιητικού προγόνου από το τραύμα της πατρίδας (της Δήμητρας Ραζάκη)

0
717

της Δήμητρας Ραζάκη

 Ο Ευριπίδης Γαραντούδης, στο ποιητικό του έργο, το οποίο συναπαρτίζεται από πέντε βιβλία (που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα) με τους τίτλους Ανεδαφικός ορειβάτης (1983),[1] Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη (2009),[2] Ονειρεύτηκα τη Genova (2011),[3] Τα σύνεργα (2015),[4] Το διπλό δίγαμμα (2019),[5] καθώς και από ποιήματα δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, κινείται διαρκώς ανάμεσα στις περιοχές του λυρισμού, του ρεαλισμού, του αφηγηματικού λόγου και της σατιρικής γραφής, κατά συνέπεια επεξεργάζεται μία πληθώρα εκφραστικών μέσων και μορφικών σχημάτων (από σχήματα σταθερής φόρμας του αυστηρά έμμετρου στίχου, όπως το σονέτο, ως τον ελεύθερο στίχο και το πεζό ποίημα)[6] αξιοποιώντας, μεταπλάθοντας και ανανεώνοντας στοιχεία προερχόμενα από την ελληνική και την παγκόσμια ποιητική παράδοση και ταυτόχρονα εφευρίσκοντας νέους ποιητικούς τρόπους προκειμένου να περιηγηθεί σε ένα ευρύ φάσμα θεματικών κύκλων αντλημένων από τη σφαίρα της πραγματικότητας και της ποιητικής φαντασίας, της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης, του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, του ιστορικού παρελθόντος και της σύγχρονης πολιτικοκοινωνικής κατάστασης, της ειδυλλιακής εικόνας της φύσης και της τεχνολογικής προόδου, ενώ, παράλληλα, διαλέγεται με άλλους ποιητές αλλά και με εκπροσώπους διαφορετικών ειδών τέχνης, όπως η μουσική, ο κινηματογράφος και η ζωγραφική.[7]

Μετά τις πέντε ποιητικές συλλογές του, ο Γαραντούδης συνεχίζει την πορεία της λογοτεχνικής του παραγωγής με το βιβλίο του Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Ένας διά-λογος με τον Σεφέρη, το οποίο «γράφτηκε», όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας στο «Εισαγωγικό σημείωμα», «ως θεατρικό αναλόγιο […] και παρουσιάστηκε ως τέτοιο στις 27 Αυγούστου 2016 […] στο θέατρο ‘‘Αντιγόνη Βαλάκου’’ της Καβάλας, στο πλαίσιο του 59ου Φεστιβάλ Φιλίππων, που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη» (σ. 7). Στο θεατρικό αυτό αναλόγιο κεντρικά πρόσωπα του «δια-λόγου» είναι δύο “συνομιλητές”, ή, ακριβέστερα, ένας ομιλητής (εντοπισμένος χρονικά στη σύγχρονη εποχή) και ένας ακροατής, οι οποίοι, μέσω της “συνάντησής” τους αυτής γεφυρώνουν δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Ο αφηγητής-ομιλητής, αποτεινόμενος σε β΄ ενικό πρόσωπο στον Σεφέρη, έχει ως σημείο εκκίνησης, όπως άλλωστε γίνεται φανερό και από τον τίτλο του βιβλίου, τον πρώτο στίχο (που επαναλαμβάνεται στον στ. 43) του ποιήματος «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» του Σεφέρη, δηλαδή τον στίχο «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», και με αυτή την αφετηρία, όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «ο αφηγητής αναλογίζεται τη σύνδεση του στίχου με το διαχρονικό βίωμα των Ελλήνων ποιητών για τον τόπο τους, με άλλα λόγια τον “καημό της ρωμιοσύνης”, τον παλιό και τον σύγχρονο» υπενθυμίζοντας ή γνωστοποιώντας ταυτόχρονα στον “συνομιλητή” του «σεφερικά κείμενα» και «ποιήματα και κείμενα άλλων συγγραφέων», ενώ σε έντεκα σημεία του «δια-λόγου» παρατίθενται λόγια προερχόμενα από βίντεο που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του αναλογίου (στα βίντεο μιλούν η Μαρώ Σεφέρη, ο Γιώργος Σαββίδης, ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος, γυναίκες και άνδρες που δέχονται ερωτήματα από δημοσιογράφο σχετικά με τον Σεφέρη, καθώς και ο ίδιος ο Σεφέρης σε συνέντευξή του). Αναφορικά με την ταυτότητα του αφηγητή, ο Γαραντούδης μας παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

[…] ενώ στο ενημερωτικό φυλλάδιο του 59ου Φεστιβάλ Φιλίππων, το 2016, έκανα λόγο για «έναν σύγχρονο και ανώνυμο αφηγητή [που] απευθύνεται στον Γιώργο Σεφέρη», στην τελική επεξεργασία, εντέλει, όπως θα αντιληφθεί ο αναγνώστης από ορισμένα τμήματα αυτού του βιβλίου, ο αφηγητής ταυτίζεται καθαρά με εμένα.

(σ. 8)

Η ταύτιση του αφηγητή του εκφωνούμενου (προς τον Σεφέρη) λόγου με τον συγγραφέα του βιβλίου γίνεται φανερή από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της “συζήτησης” αποκαλύπτονται οι δύο ιδιότητες του αφηγητή, αυτές του φιλολόγου και του ποιητή. Παραθέτω δύο χωρία που περιέχουν άμεσες αναφορές στις συγκεκριμένες ιδιότητες και ταυτόχρονα καταδεικνύουν την αμεσότητα, τη ζωντάνια και το χιούμορ του λόγου του Γαραντούδη (το πρώτο από τα δύο αποσπάσματα αφορά τον υποθετικό σχολιασμό του Σεφέρη για το ποίημα του Γαραντούδη με τίτλο «Ο ποιητής ένα βραβείο»):[8]

Ίσως εσύ θα μου έλεγες: «Μια που τόση ώρα, μιλώντας μου για εμένα, μου έχεις πει και μισοειπεί και πολλά πράγματα για εσένα – και να ξέρεις πως οι νεκροί διαβάζουμε και βουλωμένα γράμματα, το βρίσκω φυσικό, εσύ που απ’ τα νιάτα σου πήγες κι έγινες γραμματικός, τώρα τα βάζεις ως ποιητής κι εσύ, στο μεσοστράτι της ζωής επάνω, κυρίως με το επαγγελματικό σινάφι σου – γνωστό “προτέρημα” κι αυτό της φυλής μας και του τόπου μας».

(σ. 77)

Μια που είμαι και φιλόλογος –υποψιάζομαι ότι εσύ θα έλεγες «καθώς είσαι… φιλόλογος»– ας σου δώσω περισσότερα και πιο ακριβή στοιχεία για τη «μεταθανάτια τύχη» σου. Ύστερα, λοιπόν, από τον θάνατό σου και στα χρόνια της μεταπολίτευσης το έργο σου στάθηκε ένα από τα βασικά και τα πιο «αγαπημένα» θέματα της φιλολογίας και της κριτικής.

(σ. 84-85)

Ο αφηγητής-ομιλητής, καθώς περιδιαβαίνει τους σταθμούς της πορείας του Σεφέρη και καθώς περιγράφει και ερμηνεύει τη σχέση του στίχου του ποιήματός του με ποιητικά κείμενα άλλων δημιουργών, ανατέμνει, παράλληλα, με την οξύνοια της σκέψης του και τη ζωντάνια του λόγου του, την ιστορία του ελληνικού κράτους, από τη δημιουργία του ως τη σύγχρονη εποχή, καθώς ο βίος και το έργο του Σεφέρη, η επίδραση που άσκησε ο ποιητής σε νεότερους ομότεχνούς του και η ελληνική ποιητική σκηνή εγγράφονται σταθερά εντός των ιστορικών τους πλαισίων στο πρωτότυπο αμάλγαμα του λόγου που δημιουργείται. Ο Γαραντούδης συγκροτεί ένα πλούσιο και αριστοτεχνικά δομημένο μωσαϊκό, στο οποίο συνδυάζονται, ως συνεκτικό σύνολο συνεχόμενης αφηγηματικής ροής χωρίς διακοπές και χωρίς επιμερισμό του περιεχομένου σε θεματικές ενότητες, με απόλυτη ισορροπία, οι ψηφίδες της φιλολογικής οπτικής και της λογοτεχνικής σύνθεσης, καθώς το βιβλίο είναι μία πολυσχιδής και εμβριθής φιλολογική μελέτη, η οποία φέρνει στο φως ακόμα και ανέκδοτα κείμενα προερχόμενα από αρχειακό υλικό (του Γιώργου Χειμωνά στις σ. 49-50, 60 και του Αλέξανδρου Κοτζιά στις σ. 57-58), και ταυτόχρονα είναι ένα ευρηματικής γραφής λογοτεχνικό κείμενο που δημιουργεί, κατά τρόπο περίτεχνο και παρά το γεγονός ότι ακούγεται μόνο η φωνή του αφηγητή, την αίσθηση μιας πραγματικής ζωντανής συνομιλίας διεξαγόμενης με όρους οικειότητας ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα. Το ύφος του λόγου του Γαραντούδη ακολουθεί τον πολυποίκιλο ρυθμό του αβίαστου «δια-λόγου» του με τον ποιητικό πρόγονο, κατά συνέπεια κινείται, ανάλογα με το ειδικότερο θέμα που ο ομιλητής θέτει στο επίκεντρο της “συζήτησης”, από τον απολύτως σοβαρό ως τον χιουμοριστικό τόνο.

Για να γίνει σαφέστερα κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο ρέει η “συνομιλία” των δύο προσώπων, είναι σκόπιμο να αναφερθώ λεπτομερέστερα στη δομή του βιβλίου. Ο αφηγητής, μετά την ενδεικτική για την οικειότητα που αισθάνεται απέναντι στον “συνομιλητή” του (και ποιητικό πρόγονο) προσφώνηση προς τον Σεφέρη («Αγαπητέ μου Γιώργο») και μετά την τοποθέτηση του ίδιου στη σύγχρονη εποχή, αρχίζει τη διαδρομή του λόγου του μεταφερόμενος στο 1935, εντός του οποίου εντοπίζει το αρχικό σχεδίασμα του ποιήματος του Σεφέρη «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», στην περίοδο της οριστικής γραφής του το καλοκαίρι του 1936, στο 1937, όταν ο Σεφέρης αποπειράθηκε για πρώτη φορά να δημοσιεύσει το ποίημα στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα (αλλά οι επικρατούσες συνθήκες μέσα στο κλίμα της λογοκρισίας του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά τον απέτρεψαν) και στο 1940, όταν τελικά ο ποιητής δημοσιεύει το ποίημα στο βιβλίο του Τετράδιο γυμνασμάτων (σ. 9-14).

Ακολουθεί η παρουσίαση και η διεξοδική ανάλυση του ποιήματος «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» από τον Γαραντούδη (σ. 14-25), η οποία αρχίζει ως εξής:

Ξέρεις τι σκέφτομαι τώρα; Παρά την πρόθεση να γράψεις μία παρωδία των σοβαρών ποιημάτων σου, κυρίως του συνθέματος Μυθιστόρημα, έγραψες τελικά ένα απ’ τα πιο δραματικά ποιήματά σου.

(σ. 17)

Ο Γαραντούδης στέκεται ιδιαίτερα στον τελευταίο στίχο του ποιήματος του Σεφέρη συνδέοντας το περιεχόμενό του με τη μνήμη της μικρασιατικής πατρίδας, ενώ στη συνέχεια επικεντρώνει την προσοχή του στα συναισθήματα που προκάλεσε στον Σεφέρη το καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία του ελληνικού έθνους ιστορικό γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:

Σίγουρο είναι ότι εκφράζεις την αγωνία σου για το τι θα (μας) ξημερώσει το 1937. Χάρη στην προνοητικότητά σου, έβλεπες στον κοντινόν ορίζοντα να πυκνώνουν τα σκοτεινά σύννεφα του πολέμου. Αλλά η χωρισμένη λέξη «ΑΓ ΩΝΙΑ» στο τέλος του ποιήματος μισοκρύβει, μου φαίνεται, και την οριστικά πια χαμένη, την ακρωτηριασμένη, αληθινή πατρίδα σου: η λέξη «ΑΓ ΩΝΙΑ» σαν να σχηματίζει τ’ όνομα ενός παρατημένου, τσακισμένου ή βυθισμένου καϊκιού απ’ όπου χάθηκαν μερικά γράμματα· το αρχικό όνομα του καϊκιού ήταν: «ΑΓΙΑ ΙΩΝΙΑ». […] Πάντως, απ’ τον καημό της χαμένης πατρίδας σου δεν λυτρώθηκες.

(σ. 17-18)

Κι ο καημός σου για τη χαμένη πατρίδα σιγά σιγά πέτρωσε κι έγινε οργή κι αηδία μέσα στη σύγχρονή σου Ελλάδα, τη στενεμένη πατρίδα ύστερα απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή.

(σ. 19)

Η οργή κι η αηδία ήταν οι σταθερές συναισθηματικές αντιδράσεις σου απέναντι στην ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, κι αυτές γέννησαν το ποίημά σου. Αναρωτιέμαι τι θα έγραφες αν ζούσες σήμερα…; Και η πίκρα. Η πίκρα που έχουμε μείνει ξέμπαρκοι στη νεκρική ακινησία του λιμανιού, απ’ όπου κανένα καράβι δεν αναχωρεί για οπουδήποτε, κι η πίκρα ότι δεν σε νιώθουν οι περισσότεροι γύρω σου, το πλήθος, «ο παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά».

(σ. 20)

Παράλληλα, ο αφηγητής κάνει έναν πολύ ενδιαφέροντα συσχετισμό των ιστορικών συνθηκών ανάμεσα στην περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής και τη σύγχρονη εποχή αναφορικά με το προσφυγικό ζήτημα, η αντιμετώπιση του οποίου αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα της συγκαιρινής μας ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας. Ακολουθεί το απόσπασμα:

Μια που είπα πρόσφυγας, η ιστορία ξαναστήνει στους ανθρώπους τις ίδιες παγίδες, κι εκείνοι ξαναπιάνονται, κι εμείς ξαναπιανόμαστε, τότε και τώρα. Στο ποίημά σου ενσωμάτωσες τον αρχαίο στίχο από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς», για να μιλήσεις υπαινικτικά για τους μικρασιάτες Έλληνες της Καταστροφής: Βλέπουμε ν’ ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο πέλαγος. Εδώ και μερικά χρόνια και μέχρι σήμερα, το Αιγαίο –όχι μόνο το Αιγαίο, ολόκληρη η Μεσόγειος– γεμίζει πτώματα προσφύγων, είναι κυρίως απ’ τη Συρία και την Αφρική. Φεύγουν απ’ την πατρίδα τους για να γλιτώσουν απ’ τον δικό τους εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται, χρόνια τώρα, και για ν’ αναζητήσουν συνθήκες επιβίωσης.

(σ. 19)

 

Στη συνέχεια (σ. 25-32), ο Γαραντούδης αναφέρεται σε τέσσερις ποιητές προγενέστερους του Σεφέρη, οι οποίοι αποτέλεσαν βασικά κεφάλαια της ελληνικής λογοτεχνίας και έγραψαν ποιήματα που θεματοποιούν την έννοια της πατρίδας και το συλλογικό βίωμα που εκπορεύεται από αυτή. Η ποιητική αναδρομή του αφηγητή αρχίζει από τον Διονύσιο Σολωμό που αντιμετωπίζει την Ελλάδα, κατά την πρώιμη περίοδο της νεότερης ιστορίας της, ως «μεγαλόψυχη Μητέρα» (σ. 25-27), συνεχίζεται με τον Κωστή Παλαμά που, όταν οι αρχικές προσδοκίες για ένα άρτια οργανωμένο κράτος και για μία “στοργική” πατρίδα διαψεύδονται, τη χαρακτηρίζει «άμυαλη Μάνα» (σ. 27-28) και τον Κώστα Καρυωτάκη (σ. 28-30) που βλέπει, όπως γράφει ο Γαραντούδης, τη «νεκρή Ελλάδα» σαν «σπαραγμένο πτώμα που σκυλεύουν τ’ αλλοφρονούντα τέκνα της» (σ. 30), ενώ καταλήγει στον Κωνσταντίνο Καβάφη (σ. 30-32) που θέτει στο ποιητικό του στόχαστρο «τη διχογνωμία και τη διχόνοια» των Ελλήνων (σ. 30).

Μετά την παρουσίαση του προϋπάρχοντος (σε σχέση με την εμφάνιση του ποιήματος του Σεφέρη) ποιητικού υπόβαθρου, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη μετέπειτα πορεία του Σεφέρη, ένας από τους σημαντικούς σταθμούς της οποίας υπήρξε η απονομή στον ποιητή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963 (σ. 32-43). Ο αφηγητής αφενός προβάλλει τη σημασία του συγκεκριμένου γεγονότος για την ελληνική λογοτεχνική σκηνή και αφετέρου δηλώνει την απογοήτευση και την απαρέσκειά του για τις όχι ιδιαίτερα ενθουσιώδεις (όπως θα ανέμενε κανείς) και σίγουρα όχι αρμόζουσες για μια τέτοιου είδους τιμητική διάκριση αντιδράσεις στην Ελλάδα εκ μέρους της κριτικής (σ. 34), της πολιτείας (σ. 35) και των «ομότεχνων» του Σεφέρη (σ. 36), αφού όλοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, επέδειξαν αδιαφορία για το γεγονός της βράβευσης. Ο αφηγητής επισημαίνει, επίσης, ότι η ταραχώδης πολιτική συγκυρία και το κλίμα πόλωσης στην Ελλάδα δεν άφηναν περιθώρια για “πανηγυρισμούς” (σ. 34). Η αρνητική στάση που τήρησε η Ακαδημία Αθηνών απέναντι στον ποιητή αποτελεί ένα ακόμα θέμα το οποίο θίγεται από τον Γαραντούδη (σ. 41-43).

Ακολουθεί (σ. 43-57) ένα διαφορετικό κεφάλαιο της πορείας του Σεφέρη αλλά και της ιστορίας της Ελλάδας, αυτό που στιγματίζεται από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η παρομοίωση που φιλοτεχνεί στο παρακάτω απόσπασμα ο Γαραντούδης αποτυπώνει με απόλυτη ακρίβεια όλες τις πτυχές της πολιτικής κατάστασης που προετοίμασε το έδαφος για να γραφτεί μία ακόμα μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού κράτους:

Στο μεταξύ, η Ελλάδα συνέχισε να ταξιδεύει, παραμένοντας ακίνητη, ανερμάτιστο καράβι, με αφελείς ναύτες-πολίτες και «μαρμαρωμένους» καπετάνιους-πολιτικούς, βυθισμένους στους πολιτικούς καιροσκοπισμούς και δηλητηριασμένους από την ιδεολογική εμπάθεια, εωσότου, τριάμισι περίπου χρόνια ύστερα απ’ τη βράβευσή σου με το Νόμπελ, προσάραξε ξανά στα ρηχά ή, δυστυχέστερα, προσέκρουσε στον σκόπελο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

(σ. 43)

Ο  Γαραντούδης υπενθυμίζει στον Σεφέρη τόσο την ιδιωτική αντίδρασή του μπροστά στη νέα πολιτική και κοινωνική συμφορά, δηλαδή την εγγραφή στο ημερολόγιό του, στις 21 Απριλίου 1967, της φράσης «Προκόβουμε καταπληκτικά» (σ. 44), όσο και τη δημόσια αντίδρασή του, δηλαδή την αντιδικτατορική του δήλωση στις 28 Μαρτίου 1969 (σ. 44-46), την οποία χαρακτηρίζει «ένα πολύτιμο γλωσσικό μνημείο όπου ο ποιητικός λόγος δοκιμάστηκε άξια στον σκληρό δημόσιο στίβο κι έγινε παρακαταθήκη μεγάλων αξιών» (σ. 46), ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ένα όχι μικρό μέρος της ποίησης» του Σεφέρη «μπορεί να αναγνωστεί ως πολιτική ποίηση», καθώς «πέρα από την πίκρα και την οργή, εκφράζει την αγωνία για το ανερμάτιστο μιας εθνικής συλλογικότητας που “δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει”» (σ. 47). Η δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας θεματοποιείται, όπως μας πληροφορεί ο αφηγητής, με άμεσο τρόπο και επαινείται εμφατικά σε ποίημα του Κώστα Μόντη (σ. 48-49).

Όπως γίνεται αντιληπτό από όσα έχουν αναφερθεί έως αυτό το σημείο, ένα από τα βασικά γνωρίσματα του βιβλίου του Γαραντούδη είναι η αδιάκοπη και ζωντανή επικοινωνία του με το κοινωνικό γίγνεσθαι των εποχών στις οποίες αναφέρεται, καθώς και η κριτικά θεωρημένη συσχέτιση των συνθηκών παλαιότερων ιστορικών περιόδων με αυτές της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο αφηγητής, λοιπόν, γνωστοποιεί στον “συνομιλητή” του τα δεδομένα που διαμορφώνουν το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο των ημερών μας. Παραθέτω το απόσπασμα:

Θέλω μόνο να σου πω ότι και στη σημερινή Ελλάδα πολλά από τα παιδιά της παραμένουν και ζουν ως παρείσακτοι στον τόπο τους, σαν να ’ναι πρόσφυγες, ή άλλα πολλά ζουν μακριά από την πατρίδα, βλέποντας πίσω σ’ αυτήν στάχτες.

Αλλά ακόμη κι αυτή την οδυνηρή κατάσταση των τελευταίων ετών, αυτήν της σχεδόν αναγκαστικής οικονομικής προσφυγιάς μερικών εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, ιδίως νέων, προς διάφορες χώρες, είναι σαν να την προφήτευσες σε μία εγγραφή του ημερολογίου σου, γραμμένη στα χρόνια του Εμφυλίου, στις 3 Αυγούστου του 1946, όπως προφήτευσες και τη συμπεριφορά εκείνων, των άλλων, όσοι μένουμε ακόμα εδώ, στην «καημένη Ελλάδα», και τρώμε τις σάρκες μας.

(σ. 50)

Το επόμενο τμήμα του βιβλίου (σ. 57-60) αφιερώνεται στον θάνατο του Σεφέρη (το 1971), στην περιγραφή της κηδείας του, η οποία «έγινε», όπως επισημαίνει ο αφηγητής, «ένα αυθόρμητο παλλαϊκό αντιδικτατορικό συλλαλητήριο» (σ. 57) και στα πρώτα κείμενα που δημοσιεύτηκαν για τον ποιητή και το έργο του μετά τον θάνατό του. Επιπλέον, ο Γαραντούδης παραθέτει και σχολιάζει μία ανέκδοτη επιστολή του Αλέξανδρου Κοτζιά και ένα αδημοσίευτο κείμενο του Γιώργου Χειμωνά, δηλαδή σημαντικές μαρτυρίες στις οποίες οι δύο συγγραφείς αφηγούνται στιγμές από την κηδεία του Σεφέρη.

Όπως γράφει ο Γαραντούδης, «ο θάνατος» του Σεφέρη «σήμανε, όπως συμβαίνει με το βιολογικό τέλος κάθε λογοτέχνη, την αρχή της “οριστικής” θεώρησης του έργου» του (σ. 60-61) και, προκειμένου να ενημερώσει τον “συνομιλητή” του σχετικά με τη «θεώρηση» αυτή, αρχικά τον πληροφορεί για τους ποιητές και τα ποιήματα που έχουν δεχτεί την επίδραση του στίχου του «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» (σ. 61-82). Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε (και σχολιάζονται ως προς τον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται σ’ αυτά η έννοια της πατρίδας) ποιήματα των Μανόλη Αναγνωστάκη (σ. 61-63), Τάκη Σινόπουλου (σ. 63-64), Μάρκου Μέσκου (σ. 65-66, 67) και Νάσου Βαγενά (σ. 66-67). Ο αφηγητής πραγματοποιεί, εντέλει, έναν διασαφηνιστικό για τη σταδιακή μετάπτωση της έννοιας της πατρίδας απολογισμό της πρόσληψης της ελληνικής ιστορίας από την ελληνική ποίηση. Ακολουθεί το απόσπασμα:

Στην τόσο μεγάλη διαδρομή που διένυσε η ποίησή μας, απ’ τη «μητέρα μεγαλόψυχη» του Σολωμού μέχρι τη «μητριά πατρίδα» του Μέσκου και την «προδομένη πατρίδα» του Βαγενά – απ’ τον ιδανικό Παράδεισο στην πραγματική Κόλαση, ο δικός σου στίχος, «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», στάθηκε αφετηρία, σταθμός και κατάληξη. Και τώρα πια γνωρίζουμε καλά το γιατί. Επειδή συνέβαλε, μαζί με τις απανωτές οδυνηρές πολιτικές και κοινωνικές περιπέτειες, να σχηματιστεί και να κρυσταλλωθεί, σε σχήμα σκληρού κοφτερού γυαλιού, η συλλογική εθνική συνείδηση των νεότερών σου ποιητών. Ο δικός σου καημός της Ρωμιοσύνης έγινε η δική τους πικρή πατριδογνωσία, με την πίκρα να χειροτερεύει χρόνο με τον χρόνο, και γεγονός με το γεγονός.

(σ. 67)

 

Είναι σκόπιμο στο σημείο αυτό να προσθέσω την πληροφορία ότι ο Γαραντούδης, σε μελέτες του, εισάγει τον όρο «βίωμα της μητριάς πατρίδας», τον οποίο επεξηγεί ως «έναν αρκετά διευρυμένο κύκλο μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών λογοτεχνημάτων, όχι μόνο ποιημάτων αλλά και πεζογραφημάτων, στα οποία ο ψυχοσυναισθηματικός δεσμός με την πατρίδα, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από πλήθος παλαιότερα ποιήματα και πεζογραφήματα, ανατράπηκε ή και αντιστράφηκε».[9] Επίσης, ο Γαραντούδης έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «μητριά πατρίδα» για να προσδιορίσει τη σχέση των ποιητών της σημερινής εποχής με την Ελλάδα, καθώς επισημαίνει ότι «όσοι από αυτούς θεματοποιούν εκδοχές της συλλογικότητας ή όψεις του δημόσιου χώρου, όχι μόνο στην τελευταία δεκαετία, στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, αλλά και προηγουμένως, έγραψαν και γράφουν μια ποίηση που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε “αντεθνική”, με την έννοια ότι η πατρίδα αντιμετωπίζεται αρνητικά, ως πληγή ή ως μητριά πατρίδα, ενώ η συλλογικότητά της απωθεί».[10]

Για να επανέλθω στη συνέχεια του βιβλίου, ο Γαραντούδης παρουσιάζει και σχολιάζει ένα ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη (σ. 68-69), στο συνολικό έργο του οποίου διακρίνει την απήχηση της «άρνησης των ποιητών του κανόνα», δηλαδή κυρίως της «γενιάς του 1930» και ειδικότερα της κυρίαρχης μορφής της, αυτής του Σεφέρη (σ. 68). Επιπλέον, ο αφηγητής αναφέρεται σε ποιήματα που συνομιλούν με τον Σεφέρη υιοθετώντας μία ως έναν (μικρότερο ή μεγαλύτερο) βαθμό ειρωνική ή σατιρική στάση απέναντί του, όπως ποιήματα των Γιάννη Δάλλα (σ. 70), Πάνου Θεοδωρίδη (σ. 70), Σταύρου Βαβούρη (σ. 70), Γιώργου Κοροπούλη (σ. 70) και Νάσου Βαγενά (σ. 70), ή σε δύο ποιήματα του Θωμά Γκόρπα, τα οποία αποτυπώνουν μία φανερή επίθεση προς τον Σεφέρη (σ. 70-71). Ο αφηγητής, αφού διαβάσει στον “συνομιλητή” του το ένα ποίημα του Γκόρπα (σ. 71-72), διατυπώνει τη θέση «ότι κι αυτό λειτουργεί ως μακρινή απόληξη του στίχου» του Σεφέρη «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», αλλά «μέρος της Ελλάδας που πληγώνει τον Γκόρπα» είναι και ο ίδιος ο Σεφέρης ως καθιερωμένος ποιητής του λογοτεχνικού κανόνα (σ. 72).

Ο Γαραντούδης, μεταβαίνει, έπειτα, σε δύο δικά του, διαλεγόμενα με τον Σεφέρη, ποιήματα, τα οποία χαρακτηρίζει «παρωδίες» (σ. 73), τα ποιήματα «Ο ποιητής ένα βραβείο»[11] (σ. 74-76) και «Μεταστροφή»[12] (σ. 80), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, στο σημείο αυτό, η χιουμοριστική υποθετική συζήτηση του αφηγητή-ποιητή με τον ποιητικό πρόγονο, η οποία αρχίζει ως εξής:

Μπορώ αμέσως να υποθέσω την έκπληξή σου – τη διατυπώνω με δικά μου λόγια: «Βρε, δυσπερίγραπτε, τόση ώρα με εγκωμιάζεις, για να μου πεις στο τέλος ότι έχεις γράψει κι εσύ ποιήματα εναντίον μου; Μου φαίνεται πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με σας τους νεότερους…».

(σ. 73)

 

Από tα στοιχεία που παρέχει ο Γαραντούδης στον Σεφέρη, καθώς “συνομιλεί” μαζί του, σχετικά με τον διάλογο που αναπτύσσουν τα ποιήματά του με τον ποιητικό πρόγονο, θα παραθέσω ένα χωρίο που αναφέρεται στο ποίημα «Ο ποιητής ένα βραβείο»:

Η πρώτη στροφική ενότητα βασίζεται στη μαρτυρία του ημερολογίου σου, όταν στις 2 Ιουλίου του 1950, ξαναγύρισες για μία μέρα, για λιγοστές μονάχα ώρες, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, στη Σκάλα της Σμύρνης, τον τόπο των διακοπών σου, όπου πήγαινες κάθε καλοκαίρι, όταν ήσουν παιδί. Αυτή η εγγραφή του ημερολογίου σου είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα συγκλονιστικότερα μέρη του. 

(σ. 77)

Η εντύπωση που προκαλεί στον Γαραντούδη το σχετικό απόσπασμα από το ημερολόγιο του Σεφέρη[13] γίνεται φανερή και στο ακόλουθο σχόλιό του:

Δεν έχω διαβάσει ποτέ άλλοτε πιο δραστικό τρόπο περιγραφής της εμπειρίας ενός ανθρώπου που γυρνά πίσω στον τόπο της παιδικής ζωής του, ύστερα από τέσσερις δεκαετίες, όντας στην εξορία πια του προχωρημένου ενήλικου βίου του.

(σ. 78)

Στο σημείο αυτό πρέπει να ανοίξω μία παρένθεση, προκειμένου να αναφερθώ σε ένα πρόσφατα δημοσιευμένο ποίημα του Γαραντούδη, το οποίο ανακαλεί το συγκεκριμένο χωρίο από το ημερολόγιο του Σεφέρη. Παραθέτω το ποίημα που τιτλοφορείται «(Η ανάσταση των άστρων)»:[14]

(Η ανάσταση των άστρων)

Βαδίζαμε στο έρημο ακρογιάλι των Μουδανιών σιωπηλοί, καθώς γινόταν ρόδινο αργά αργά το δείλι. Νωρίτερα κουβεντιάζαμε για την ολοήμερη εκδρομή μας στην Προύσα, στο σπίτι του Ατατούρκ, στο Ουλού Τζαμί. Του έλεγα, καθώς περνούσαμε την εύφορη εξοχή, τους πράσινους μπαχτσέδες, στο δρόμο για τα Μουδανιά, πώς ένιωθα. Του έλεγα πως το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας, και τα πράγματα, κλεισμένα μέσα της, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα. (Πώς σου συμβαίνει όταν κοιτάς φωτογραφία των παιδικών σου χρόνων, και δεν είσαι εκεί;) Και τώρα η θάλασσα έγινε ακίνητη, εφιαλτικά ακίνητη. Σουρούπωσε για τα καλά κι έβγαλε ψύχρα – παράξενο, Ιούλιο μήνα· ώρα να γυρίσουμε στη βίλα Ayasofya homes. Αρκετά κουρασμένοι, δειπνήσαμε πρόχειρα στη βεράντα με θέα το σκοτεινό πέλαγος, ανταλλάξαμε μια θερμή καληνύχτα και πήγαμε για ύπνο στα δωμάτιά μας. Γυρνούσαν στο μυαλό μου ολοένα όσα περάσαμε μαζί στο διάβα της ημέρας και δεν ησύχαζα. Επέστρεψα μονάχος στην ακτή. Κάτω απ’ τον νυχτερινό θόλο, κοιτάζω την ανάσταση των άστρων.

 

Πριν σχολιάσω το παραπάνω πεζόμορφο ποίημα, έχει σημασία να υπενθυμίσω ότι η Μικρασιατική Καταστροφή και το επακόλουθο βίωμα της προσφυγιάς αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα στην οικογενειακή μνήμη και στην ποίηση του Γαραντούδη, καθώς, όπως ο ίδιος ο ποιητής μας πληροφορεί στο κατατοπιστικό για το συγκεκριμένο ζήτημα κείμενό του με τίτλο «Το δέντρο της οικογένειας. Η χαμένη πατρίδα της οικογενειακής μνήμης»,[15] ο παππούς και η γιαγιά του (ο Ευριπίδης Γαραντούδης και η Ελένη Γαραντούδη) γεννήθηκαν και έζησαν, έως την εποχή της αναγκαστικής απομάκρυνσής τους από τα εδάφη της πατρίδας τους, στη Μικρά Ασία, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Καβάλα, όπου έπρεπε να επανεκκινήσουν τη ζωή τους. Το βίωμα αυτό έφτασε, μέσα από διηγήσεις, στον ποιητή υφαίνοντας στο μυαλό του το δίχτυ της οικογενειακής και ταυτόχρονα ιστορικής μνήμης για τη χαμένη πατρίδα και μεταπλάστηκε εντέλει σε ποιητικό λόγο σε δύο ποιήματα, γραμμένα στη μορφή του σονέτου, με τίτλους «Τούτον τον ξένον» και «Η ωραία Ελένη της Μικρασίας», τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 2013[16] και έπειτα συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του Γαραντούδη Τα σύνεργα.[17]

Στο ποίημα «(Η ανάσταση των άστρων)» ο αφηγητής έχοντας ως βάση τα Μουδανιά, όπου διαμένει ως επισκέπτης, μαζί με ένα δεύτερο πρόσωπο, κινείται στην περιοχή της Προύσας, δηλαδή στο μέρος από το οποίο κατάγεται τόσο ο παππούς όσο και η γιαγιά του ποιητή, όπως πληροφορούμαστε από το κείμενο του Γαραντούδη, στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω.[18] Μπορούμε, επομένως, να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται στην Προύσα με τον παππού του, ο οποίος ταυτίζεται, παράλληλα, με τον Σεφέρη (προσθέτω την πληροφορία ότι ο παππούς του ποιητή και ο Σεφέρης γεννήθηκαν με διαφορά δύο μόνο χρόνων, το 1898 και το 1900 αντίστοιχα), αφού ο ποιητικός λόγος (συγκεκριμένα η περίοδος «Του έλεγα πως το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας, και τα πράγματα, κλεισμένα μέσα της, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα») ανακαλεί το απόσπασμα του ημερολογίου του Σεφέρη, στο οποίο περιγράφεται η εκδρομή του στη Σκάλα της Σμύρνης τον Ιούλιο του 1950. Με τον τρόπο αυτό, ο Γαραντούδης επιστρέφει στη γη του παππού και της γιαγιάς του, στην πατρίδα της Μικράς Ασίας, όπου συναντά τον βιολογικό και τον ποιητικό του πρόγονο, τον παππού του και τον Σεφέρη, ενώνοντας παράλληλα την οικογενειακή με την ποιητική του μνήμη. Το «έρημο ακρογιάλι των Μουδανιών» θυμίζει τον «άδειο γιαλό» του σονέτου του Γαραντούδη «Τούτον τον ξένον» (στ. 7: «Όταν ξανάζησε βγήκε σ’ ένα άδειο γιαλό»), όπου βρέθηκε ο παππούς του ποιητή, μετά το τραγικό τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας, στην οποία είχε λάβει μέρος, χωρίς να καταφέρει να μπει σε κάποια βάρκα και να απομακρυνθεί από τα μικρασιατικά παράλια.[19] Στη συνέχεια του σονέτου του ο ποιητής γράφει «κι είδε κει το κακό όνειρο: Φωτιά κι αέρας» (στ. 8) και εξηγεί στο σχετικό κείμενό του ότι ο παππούς του «έμεινε στην ακτή της πατρίδας του, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο εξόντωσης».[20] Όταν, λοιπόν, στο τέλος του ποιήματος «(Η ανάσταση των άστρων)», ο αφηγητής επιστρέφει μόνος στην «ακτή» των Μουδανιών κοιτάζοντας «την ανάσταση των άστρων», ο ποιητής φαίνεται να αναβιώνει τη συνταρακτική αυτή σκηνή, την αφηγούμενη ιστορία των παιδικών του χρόνων. Εντέλει τα άστρα που ανασταίνει ο ποιητικός λόγος είναι ασφαλώς ο παππούς (και η γιαγιά) του ποιητή και ο Σεφέρης, ο ποιητικός του πρόγονος. Άλλωστε, ο Γαραντούδης ανασταίνει τα πρόσωπα της οικογένειάς του μέσω της ποιητικής τέχνης και στους τελευταίους στίχους των σονέτων του «Τούτον τον ξένον» (στ. 13-14: «Δος μοι, παππού, τούτον τον ξένον, να τον ντύσω / το σάβανο της μνήμης μας. Να σ’ αναστήσω») και «Η ωραία Ελένη της Μικρασίας» (στ. 14: «Την γνώρισα γιαγιά και πέθανε. Και ζει»).

Σειρά έχει, στη συνέχεια του βιβλίου Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Ένας διά-λογος με τον Σεφέρη (σ. 82-90), η παρουσίαση των αναλυτικών στοιχείων σχετικά με την ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφική συγκομιδή που αφορά το έργο του Σεφέρη, έτσι όπως αυτή έχει συγκροτηθεί από τον θάνατο του ποιητή μέχρι τις μέρες μας με νέα κείμενα του ίδιου (σ. 83-84), με κείμενα των φιλολόγων και των κριτικών λογοτεχνίας (σ. 85), καθώς και με ποιήματα και πεζά κείμενα που αφιερώνονται στον Σεφέρη «ή αναφέρονται στο πρόσωπό» του «ως ποιητή» (σ. 85), από τα οποία ο Γαραντούδης παραθέτει και σχολιάζει ένα ποίημα του Βαγενά (σ. 86-88).

Ο αφηγητής, λίγο πριν από το τέλος της “συζήτησής” του με τον Σεφέρη (σ. 90), επανέρχεται στο παρόν περιγράφοντας τις δυσμενείς πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, σχετικά με τις οποίες καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα:

Συνεχίζουμε να προκόβουμε καταπληκτικά. Ταξιδεύουμε, αδιάκοπα ταξιδεύουμε, στην ίδια χώρα, σιγοβράζουμε στο ίδιο καζάνι, με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

(σ. 90)   

 

Έπειτα ο αφηγητής διαβάζει στον “συνομιλητή” του ένα ακόμα ποίημα που απηχεί το νόημα του στίχου-αφετηρία του Σεφέρη. Πρόκειται για το ποίημα του Μιχάλη Γκανά με τίτλο «Η Ελλάδα που λες…» (σ. 91-92), για το οποίο ο Γαραντούδης επισημαίνει:

 

Κι όμως, κι αυτό το ποίημα, αγαπητέ μου Γιώργο, κατά βάθος νομίζω ότι είναι πικραμένο. Η πιο μεγάλη του οφειλή στη δική σου ποίηση είναι κι η άλλη του παραδοχή. Η παραδοχή ότι, ζώντας εδώ, στην Ελλάδα που πληγώνει, δεν έχουμε άλλη άμυνα· μονάχα την αντίσταση στην πίκρα μας.

(σ. 92)

 

Τέλος, παρατίθενται λόγια (που προέρχονται από σχετικό βίντεο) του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου, τη σημασία των οποίων ο Γαραντούδης προσυπογράφει, από τη στιγμή που τα τοποθετεί στην περίοπτη θέση της κατακλείδας του κειμένου του και της “συζήτησής” του με τον ποιητικό πρόγονο. Συγκεκριμένα, ο Παυλόπουλος εκκινώντας από τα λόγια του ίδιου του Σεφέρη «Ας χρωστάμε ωστόσο χάρη στους δασκάλους μας, σ’ αυτούς που μας άσκησαν για να μπορούμε να αντέχουμε και να ελπίζουμε ακόμη και σε τούτη την ερημιά», διατυπώνει την ακόλουθη κρίση: «Αυτή τη χάρη χρωστάμε κι εμείς στον Γιώργο Σεφέρη» (σ. 92). H λέξη «Ευχαριστώ» (σ. 92), με την οποία τελειώνει το βιβλίο, απευθύνεται από τον αφηγητή προς τον “συνομιλητή” του, δηλαδή από τον Γαραντούδη προς τον Σεφέρη, και ταυτόχρονα από τον σκηνικό αφηγητή (καθώς το κείμενο είναι γραμμένο ως θεατρικό αναλόγιο) προς το θεατρικό κοινό.

Ο σχολιασμός του Γαραντούδη σχετικά με το ποίημα του Γκανά και η παρεμβολή των λόγων του Παυλόπουλου μαρτυρούν και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο ίδιος, ως ποιητής, τη σχέση του με τον Σεφέρη. Στο εν λόγω βιβλίο, λοιπόν, ο ποιητικός επίγονος κρυσταλλώνει τη στέρεη και πολύπλευρη σχέση του με τον ποιητικό πρόγονο ευχαριστώντας τον για τη συνεισφορά του (ως προγόνου) στη σφυρηλάτηση της δικής του ποιητικής προσωπικότητας και, παράλληλα, ανταποδίδει σε εκείνον την «οφειλή» (όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει μιλώντας για το ποίημα του Γκανά) για το δίδαγμα της «αντίστασης στην πίκρα» αποκαθαίροντάς τον από το τραύμα της πατρίδας με έναν «διά-λογο» που εντέλει απομακρύνεται από την αίσθηση της «πίκρας» και ισχυροποιεί το αναγκαίο για κάθε εποχή (του Σεφέρη και τη δική μας) δίδαγμα του Σεφέρη.

info: Ευριπίδης Γαραντούδης, Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Ένας διά-λογος με τον Σεφέρη, Αθήνα, Περισπωμένη 2019, σσ. 112.

 

 

 

[1] Ευριπίδης Γαραντούδης, Ανεδαφικός ορειβάτης, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εγνατία 1983.

[2] Ευριπίδης Γαραντούδης, Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2009.

[3] Ευριπίδης Γαραντούδης, Ονειρεύτηκα τη Genova, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2011.

[4] Ευριπίδης Γαραντούδης, Τα σύνεργα, Αθήνα, Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ 2015.

[5] Ευριπίδης Γαραντούδης, Το διπλό δίγαμμα, Αθήνα, Κίχλη 2019.

[6] Βλ. τις σχετικές επισημάνσεις της Άννας Κατσιγιάννη: «Η γλώσσα, ο στίχος, ιδιαίτερα επιμελημένα: δεκαπεντασύλλαβος, σονέτο ομοιοκατάληκτο και μη, εσωτερική ακροστιχίδα, πεζόμορφο αφήγημα, πεζός στίχος (verset)», βλ. Άννα Κατσιγιάννη, «Μεθεόρτιο ή Lyrica», Ο Αναγνώστης, 5 Απριλίου 2013, https://www.oanagnostis.gr/μεθεόρτιο-ή-lyrica/ και «Ο Γαραντούδης ως θεωρητικός της λογοτεχνίας κατέχει σε βάθος τα μυστικά της στιχουργίας και των μετανεοτερικών αναζητήσεων της ποίησης και προτείνει μια πολύρρυθμη και ποικιλότονη αφήγηση, στην οποία συνυπάρχουν ο ελεύθερος στίχος, το ποιητικό πεζό […], το verset, ο δεκαπεντασύλλαβος, ο δεκατρισύλλαβος και η σχηματική ποίηση», βλ. Άννα Κατσιγιάννη, «Αναγραμματισμένο σκοτάδι: κατοπτρισμός της μνήμης στη γραφή (Ευριπίδης Γαραντούδης, Από το Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη στο Ονειρεύτηκα τη Genova)», Τα Ποιητικά, τχ. 10, Ιούνιος 2013, σ. 15-18: 17. Βλ., επίσης, την επισήμανση της Βαρβάρας Ρούσσου: «Ορατός επίσης υπήρξε, και βέβαια συνεχίζει να είναι και σε αυτήν τη συλλογή, ο μορφολογικός πειραματισμός αλλά και η παιγνιώδης χρήση της φόρμας: από το σονέτο στο πεζόμορφο, από τον πολυσύλλαβο στον ολιγοσύλλαβο ελεύθερο στίχο. Ποικίλες φόρμες, που, σημειωτέον, δεν παύουν να ανακαλούν την ιστορία τους, θεματοποιούν ανάλογα με την περίσταση, τον αυτομυθοπλαστικό λόγο και να λειτουργούν αντιστικτικά ή να συνάδουν με αυτόν, παράγοντας αντίστοιχα την ειρωνική ματιά, τον αυτοσαρκασμό ή συχνότερα την θλιβερή αίσθηση της ματαιωμένης παλαιάς προσδοκίας, εξανεμισμένης στο πέρασμα του χρόνου», βλ. Βαρβάρα Ρούσσου, «Το διπλό δίγαμμα του Ευριπίδη Γαραντούδη», Ο Αναγνώστης, 15 Μαΐου 2019, https://www.oanagnostis.gr/το-διπλό-δίγαμμα-του-ευριπίδη-γαραντο/.

[7] Βλ. την ακόλουθη επισήμανση της Κατσιγιάννη για το ποιητικό βιβλίο του Γαραντούδη Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη: «Οι καλές τέχνες συνδέονται και συλλειτουργούν σε επίπεδο ποιητικής» (στη συνέχεια η Κατσιγιάννη εντοπίζει τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε συγκεκριμένα ποιήματα της συλλογής με τις τέχνες της ζωγραφικής, της μουσικής και του κινηματογράφου), βλ. Κατσιγιάννη, «Μεθεόρτιο ή Lyrica», ό.π. (σημ. 6). Βλ., επίσης, το ακόλουθο σχόλιο της Κατσιγιάννη: «[…] στη συλλογή Μεθεόρτιο ή Lyrica επικρατεί η αίσθηση της μείξης και της συλλειτουργίας των καλών τεχνών (της ποίησης με τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική)», βλ. Κατσιγιάννη, «Αναγραμματισμένο σκοτάδι: κατοπτρισμός της μνήμης στη γραφή (Ευριπίδης Γαραντούδης, Από το Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη στο Ονειρεύτηκα τη Genova)», ό.π. (σημ. 6), σ. 16.

[8] Το ποίημα «Ο ποιητής ένα βραβείο» περιέχεται στο βιβλίο του Γαραντούδη Το διπλό δίγαμμα, ό.π. (σημ. 5), σ. 67-69. Πρώτη δημοσίευση του ποιήματος: Ευριπίδης Γαραντούδης, «Του τέλειου άγρα (Ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού)», Ποιητική, τχ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2012, σ. 91-102: 95-96.

[9] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας στην ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση», Νησίδες, τχ. 16, Καλοκαίρι 2017, σ. 36-56: 42.

[10] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Από την ειδική στη γενική πατρίδα», Ο Αναγνώστης, 17 Φεβρουαρίου 2018, https://www.oanagnostis.gr/από-την-ειδική-στη-γενική-πατρίδα-του-ε/. Η μελέτη αφορά την ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, για τον οποίο ο Γαραντούδης επισημαίνει ότι «εξακολουθεί να γράφει […] εθνική ποίηση». Βλ., επίσης, Ευριπίδης Γαραντούδης, «Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Η αντοχή του εθνικού ποιητή στις μέρες μας», Ο Αναγνώστης, 28 Ιανουαρίου 2014, https://www.oanagnostis.gr/κυριάκος-χαραλαμπίδης-η-αντοχή-του-εθ/.

[11] Γαραντούδης, Το διπλό δίγαμμα, ό.π. (σημ. 5),  σ. 67-69. Πρώτη δημοσίευση του ποιήματος: Γαραντούδης, «Του τέλειου άγρα (Ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού)», ό.π. (σημ. 8), σ. 95-96.

[12] Γαραντούδης, Τα σύνεργα, ό.π. (σημ. 4), σ. 46.

[13] Ο Γαραντούδης παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα από την εγγραφή του ημερολογίου του Σεφέρη (Μέρες Ε΄, 1 Γενάρη 1945 – 19 Απρίλη 1951): «Βρεθήκαμε έτσι στο δρόμο τον παράλληλο με το μουράγιο, που χώριζε το περιβόλι της γιαγιάς από τα πίσω των σπιτιών μας. Στρίψαμε προς τη θάλασσα: όχι γαλήνη αλλά μια εφιαλτική ακινησία. Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας, και τα πράγματα, κλεισμένα μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν, όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι» (σ. 78).

[14] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Κομμάτια», Ποιητική, τχ. 24, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2019, σ. 64-69: 67-68.

[15] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Το δέντρο της οικογένειας. Η χαμένη πατρίδα της οικογενειακής μνήμης», Λογοτεχνικός Χάρτης: Μικρασία, Πρακτικά Ημερίδας, 18 Οκτωβρίου 2015, Αθήνα, Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης 2015 [ηλεκτρονική έκδοση: http://files.efsv.webnode.gr/200000173-cdc81cec3c/πρακτικά.pdf], σ. 31-41.

[16] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η αγία οικογένεια: sant[i] [son]etti», Ποιητική, τχ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013, σ. 59-62. Βλ. το ποίημα «Τούτον τον ξένον» στις σ. 60-61 και το ποίημα «Η ωραία Ελένη της Μικρασίας» στη σ. 61.

[17] Γαραντούδης, Τα σύνεργα, ό.π. (σημ. 4), σ. 32 και σ. 33.

[18] Γαραντούδης, «Το δέντρο της οικογένειας. Η χαμένη πατρίδα της οικογενειακής μνήμης», ό.π. (σημ. 15), σ. 33-34.

[19] Γαραντούδης, «Το δέντρο της οικογένειας. Η χαμένη πατρίδα της οικογενειακής μνήμης», ό.π. (σημ. 15), σ. 35.

[20] Γαραντούδης, «Το δέντρο της οικογένειας. Η χαμένη πατρίδα της οικογενειακής μνήμης», ό.π. (σημ. 15), σ. 35.

Προηγούμενο άρθροΛόυντ Νιούσον: Η πραγματική πραγματικότητα εισβάλλει στη χορευτική σκηνή(συνέντευξη στην Κλημεντίνη Βουνελάκη)
Επόμενο άρθροΗ αληθινή ταυτότητα και το φαίνεσθαι  (της Λίλιας Τσούβα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ