Η απελπισία τελειώνει σύντομα…

0
672

 

Μηνάς Δημάκης, Τάκης Σινόπουλος, Βασίλης Κουγέας, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη.

 

ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ

(1913-1980)

 

ΕΣΠΑΣΕ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

 

Έσπασε τον καθρέφτη

 

Δεν ήθελε να βλέπει

Αυτόν τον ξένο

(ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΥΝΟΡΟ, 1950)

 

ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΦΩΤΙΑ

 

Μια καινούργια φωτιά

Η δική σου σβήστηκε

Βαρέθηκα τη γεύση της στάχτης

 

Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

 

Η απελπισία

Δεν είναι συναίσθημα διαρκείας

Ή

Εμμονής

Κανείς δεν εμμένει σε τέτοια φτώχεια

Που δεν είναι μόνο φτώχεια ή ερήμωση

Είναι αφανισμός

Μπορεί να γδυθείς βέβαια στο παγωμένο δάσος

Και συχνά βρέθηκες γυμνός

Και τα ρούχα χαθήκαν

Κι άλλα δεν είχες

Αλλ’ εάν δε ζητήσεις

Κάποια κουρέλια να σε προφυλάξουν

Το δάσος δεν υπάρχει πια για σένα

Μήτ’ εσύ για το δάσος

 

Όμως εδώ βρίσκεσαι

Προσμένοντας τα δέντρα να ξανανθίσουν

Δε σε διακρίνω καλά

Μες στο χιόνι που πέφτει

Αλλά δε βρήκες και πάλι

Κουρέλια για να φορέσεις

Και θα ονειρεύεσαι πάλι

Μια καινούργια στολή

 

Η απελπισία δεν είναι συναίσθημα διαρκείας

Αφού υπάρχω

Και υπάρχεις

Η απελπισία τελειώνει σύντομα

Έτσι

Ή

Αλλιώς

(ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ, 1956)

 

ΘΗΡΙΑ

 

Εικόνες

Στοιβάζονται στα κατατόπια

Αναμνήσεις

Συνωστίζονται αλληλοκυνηγιούνται

Και είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις

Να κυριαρχήσεις σ’ αυτές

Και γίνεσαι θηριοδαμαστής

Όταν εκείνες το θέλουν να σε κατασπαράξουν

Όταν ακάθεκτες ορμούν την ψυχή να ξεσκίσουν

 

Να! η τίγρης η ύαινα το λιοντάρι

Σε κυνηγούν ζωντανό-πεθαμένο

Πληγές που γιατρεύτηκαν ξανανοίγουν

Και τι μάχη

Τι άσκηση να μερώσεις

Να δαμάσεις τόσα θηρία

Να φτιάσεις τόσα κλουβιά

Για τις ώρες της άγριας επίθεσης

(ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, 1960)

 

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ

 

Παίρνουν τα λόγια μου τα κάνουν πουλιά

Τα σκορπίζουν στους τέσσερις ανέμους

Κι αγνώριστα ξαναγυρίζουν σε μένα

Με τσακισμένα φτερά

 

Πρέπει να σωπάσω

(Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, 1966)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

(1917-1981)

 

Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

 

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

 

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος για να παραξενεύομαι.

 

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

 

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

 

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

 

Γινόταν ήλιος.

 

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

 

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.

 

ΝΤΟΑΝΑ*

 

Τσακίζεις τούτο το κλαδί τσακίζεις τ’ άλλο

μα το νερό που γύρευες δεν είναι εδώ.

Περνάς τα χώματα περνάς τις πέτρες

μα δε θα βρεις τ’ άσπρο ποτάμι.

Ξέρες μονάχα κι άμμους κι ερημιά

θάμνα στον ήλιο κόκκινα

κορμούς και βράχια κόκκινα

πιο πέρα σίδερα και ξύλα. Φώναξε.

Θ’ ακούσουν τη φωνή σου και θ’ αποκριθούν

μ’ όμοια φωνή. Μα δε θυμούνται πια

πότε ήρθαν τι γυρεύουνε

σ’ αυτό το πέρασμα

το σκοτεινό.

Μην προχωρήσεις.

Θα σε ρημάξει η σκόνη θα σε καταπιεί

και μη φωνάξεις.

Έτσι μέσα στο φως τ’ απέραντο τ’ άσπρο ποτάμι

δε θάρθει πρόσμενε ποτέ δε θάρθει

τ’ άσπρο ποτάμι

τ’ άσπρο ποτάμι.

*Ποτάμι του Μωριά, ο Ερύμανθος.

(ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Β΄, 1957)

 

ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ, 1952

 

3.

Ας εννοήσουμε τη φύση ας γεννηθούμε

από πατέρες πιο σφιχτούς

έκθαμβα μάτια κοιτάχτε

πόσο θερμά τα χώματα που τρώνε φως

καμπυλωτή μητέρα είναι η σιωπή

κρατώντας το βαθύ μαστό αναπαύεται

σε δέντρα διάφανα και τα στοιχεία πόσο απλά

πόσο εναργές το σώμα

έτσι στεγνό και πάμφωτο καθώς τ’ αρχαία σύμβολα.

 

6.

Ο νέος μου οφθαλμός

διαυγής και πάμφωτος μες στους ευδαίμονες

λόφους που βρέχονται από τη σιωπή

τόξα ζωής

μια νέα θρησκεία χλοερής δύναμης

η γη που αναμιμνήσκεται τη θάλασσα

κι εσύ μη λησμονάς το σώμα σου

ένας θεός μετατοπίζοντας

το απέραντο με την ανάσα του

πυρακτωμένο μεσημέρι.

 

10.

Τα ζοφερά βιβλία όπου αρμενίζει η βλάστηση

των μαύρων αισθημάτων

δάση στοχαστικής πυκνότητας

ολάκερα βουνά

ω σκόνη κι έρημος του νου.

 

Έλα

το δίκαιο δόντι το αυστηρό μαχαίρι

υγεία τσουχτερή

τρομακτικά τοπία γέννας.

 

Και τότε να

ποίηση θερμή πατρίδα αφανισμένη.

 

(Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ, 1957)

 

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΔΡΟΣΕΡΑ

 

Γιατί κινείσαι ακόμα με τη αφή και με την όραση

ανάμεσα στους ζωντανούς και χαίρεσαι τη θάλασσα,

την όμορφη θερμοκρασία,

λοιπόν απόψε θα σου φέρω δροσερά λουλούδια από

τη σκοτεινιά της γης κι ένα πουλί κόκκινα μαύρα

γαλανά φτερά, κατέβαινε,

 

είχε κατέβει η νύχτα κι η φτερούγα της σου νύχτωνε

το πρόσωπο,

 

και δεν υπήρχαν ουρανοί και θαύματα, μονάχα ένας

μικρός μύθος ασήμαντος για να σκεπάζει την παραίσθηση,

καμιά φορά τον πυρετό και τη γυμνότητα – μα πώς

μπορείς ακόμα να παραλογίζεσαι,

 

ονομάζοντας χαρά τούτη τη σύσπαση,

αυτό το δίχως τέλος έγκαυμα,

το μαύρο μάτι ακίνητο

απάνου στην ξερή δροσιά;

 

Τ’ΑΡΓΙΜΙΑ

 

Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη σιωπή σου κι

έρχονται κρυφά τ’ αγρίμια για να ξεδιψάσουνε και

να πλυθούνε.

 

Υπάρχει απόψε μια χαραματιά.

 

Κι αν τύχει και γυρίσεις άξαφνα, πέφτει μακριά μια

τουφεκιά και σου φωτίζει όλο το πρόσωπο.

 

Ακούγεται η φωνή του κυνηγού.

 

Τ’ αγρίμια παό τη νύχτα φεύγουν.

 

Η ΦΥΛΑΚΗ

 

Η νύχτα απέξω είχε φιμώσει κάθε θόρυβο, κι όπως

καθόμουν, το σκοτάδι, το παλιό παράθυρο που εδώθε

εκείθε τρίζανε τα ξύλα του.

 

Κάπου μακριά χτιζότανε μια φυλακή, χιλιάδες σίδερα

και σίδερα, στην είσοδο ο τροχός, πιο κάτω η θάλασσα

σαν άγνωστη γραφή.

 

Ήμουν ολότελα έρημος. Πίσω απ’ τον τοίχο βήματα

και συναντήσεις και σπαραχτικές φωνές. Ύστερα

ερχότανε η σιωπή, πονούσα απ’ την παράξενη αίσθηση.

 

Συλλογιζόμουν ένα ποίημα που

 

θα κατεδάφιζε τη φυλακή, με μιάς όλο το χρόνο.

 

 

ΟΝΕΙΡΟ

 

Ήμουν τότε κάτω απ΄τη γη, περπατώντας ανάμεσα σε ρίζες δέντρων, οι δ΄ρομοι ατέλειωτοι, στρωμένοι με τ’ άσπρο φεγγάρι, τα παπούτσια μου είχανε φαγωθεί πάνω στις πέτρες, τα χέρια μου είχανε φαγωθεί πάνω στις πέτρες και κανένα αληθινό παιδί δεν ακουγόταν σε τούτη τη χώρα του αναποδογυρισμένου θανάτου.

 

(ΠΕΤΡΕΣ, 1972)

 

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;

 

(Ο ΧΑΡΤΗΣ, 1977)

 

ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ

 

1.

 

Πρόκειται για κείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό παράθυρο

και για το γκρίζο φως του απογεύματος

πολλές φορές κοιτάζοντας

είδα στον ύπνο

το γκρίζο φως του ποταμού

κατέβαινε

θα σας μιλήσω αργότερα.

 

2.

 

Τώρα μαζί σου ηλιοδεμένος

ο ουρανός του Πύργου

εκείνο το σκούρο χαλκό

 

Ένα ένα – δέντρα δείχνουν την πόλη

ψιλή βροχή πλαγιάζει

σ’ αυτό το κατηφόρισμα

 

Θα ξαναβρείς τα βήματά σου

στο δρόμο – χρόνο. Είναι το ίδιο φως

του Γκρέκο. Τα ίδια

σιδερικά στα μαγαζιά,

το φυσερό το αμόνι.

 

Τώρα μαζί σου το άρωμα του χόρτου.

Θα ξαναβρείς την πόλη – γέρασε σαράντα χρόνια

Πούλησες τα μαλλιά σου και τα δόντια σου

είδες.

 

Τη νύχτα το ποτάμι κοιμάται στο πλευρό σου

φύλλα της λεύκας ώς τις εκβολές.

 

6.

 

Σπάρτα γκορτσές τιναγμένα –

στροφή στην καταχνιά του χρόνου.

 

Άρχισα να φωνάζω στην κάμαρα – κανείς

Άνοιξα την πόρτα – η οδός Αχαρνών – της Ελπίδας.

Εσύ κοιμάσαι στην οδό – Αχαρνών – της Ελπίδας

Ξύπνα φωνάζω πρέπει ν’ αγοράσεις δάφνη και δυόσμο.

Το μοσχοκάρυδο με το λαιμό του πουλιού που χαιρόταν

Σκέψου τώρα και μένα

Στείλε μου λίγο φως στα σπλάχνα μου έχουν αδειάσει

τραίνο στις 12 και στις 8.

 

 

8.

 

Να θυμηθείς μαζί μου αυτές τις άγριες κουμαριές

περπατώντας το κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο στην πλαγιά

 

Πολύ πριν από σένα το ξερό φως

ο κοφτερός αέρας

ξυστά πάνω στους λόφους – στο Εφταχώρι.

 

Είχαν τσακίσει τα νεφρά σου.

Στην κατηφόρα έσπασε το φορείο.

 

Να τιναχτούνε λίγες λέξεις.

 

Και το αυγό που θ’ απομείνει στη χόβολη

θα ’ναι δικό σου.

(ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ, 1982)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΓΕΑΣ

(1952)

 

ΥΠΝΟΣ, ΓΕΝΙΚΗ ΔΟΚΙΜΗ

 

Ύστερα πάλι ήρθαν οι βροχές το σώμα

Σύρθηκε πάνω στα σπασμένα πράσινα καλώδια

Της γης

Κλαράκια βότανα αγριόχορτα σεντόνια

Προς το παράθυρο

Τροφή

Οι οξειδωμένοι χυμοί του μέλλοντος

Και οι προσχώσεις των ονείρων.

 

ΠΡΩΙ

 

Πρωί αρχή καλοκαιριού η θάλασσα

Φέρνει τα καμπανάκια της προς την ακτή

Που τα ταξίδευε όλο το βράδυ

Πρωί

Ελάχιστα κινητό

Εκείνο που θυμίζει

Πως λίγο πριν πέρασ’ η άνοιξη

 

Τώρα

Είναι αργά κι ο έρωτας

Κρύβεται πίσω από τη λάμψη

Των φύλλων της ελιάς και σημαδεύει

Σα μισθοφόρος

Κι οι μέρες του καλοκαιριού

Είναι σταγόνες του υδράργυρου στη ράχη

Μεταξωτής ομπρέλας.

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

Το σώμα τη νύχτα ακούει το αίμα

Που κυλάει αργά σε παλιές αρτηρίες

Τα σκουριασμένα όργανα που τρίζουν

Πολτός λειωμένα φύλλα από χαρτί ονόματα διευθύνσεις

Στις κούπες των ματιών σαπίζουν όνειρα.

 

(ΥΠΝΟΣ, ΓΕΝΙΚΗ ΔΟΚΙΜΗ, 1985)

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

 

Έρχονται ομίχλες. Κάθονται

πάνω σε λέξεις

απλές

που πριν λίγο

δεν προκαλούσαν. Τώρα αρκεί

μια μετακίνηση του ποτηριού

ένα χαρτί στο πάτωμα

μια λέξη

να φέρει την καταστροφή.

Έχει περάσει

ο καιρός του έρωτα

κι ο καιρός της αγάπης.

 

WELSTAR

 

Πώς τα μικρά σου χέρια αγκαλιάζουν

τον κοφτερό βράχο

τον κάνουν βότσαλα

πως η μικρή φωνή σου σβήνει

των κυμάτων τη βοή

πως ο μικρός ιδρώτας σου

λάμπει σα φώσφορο

μες στο σκοτάδι

άστρο του κόσμου;

 

Πώς;

(ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΥ, 1997)

 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

 

Δεν υπάρχει αγάπη πριν απ’ τη στιγμή

που όλο το βράδυ

μένεις άγρυπνος

προσέχοντας το κορμί που δίπλα σου κοιμάται,

που θέλεις

να μπεις στις φυλλωσιές-ανάσες του

ν’ αγγίξεις

το δέρμα που ανεπαίσθηατ κινείται στη λακκούβα του λαιμού

απ’ το αίμα της καρδιάς.

Δεν είναι αγάπη πριν απ’ τη στιγμή

που χαλαρώνουν τα χείλη

λίγο πριν

από το τέλος του έρωτα,

σαν ανταπόδοση στους δρόμους

που έχεις κρατήσει ανοιχτούς

από το χώμα και τα φύλλα του χειμώνα.

 

 

ΚΑΘΕ ΑΡΝΗΣΗ

 

Βρίσκομαι τώρα

στον κήπο που ο χρόνος δεν μετράει πια,

το αδιανόητο καλύπτει κάθε ναι και κάεθ όχι.

Κάθε άρνηση

είναι αναπνοή που πνίγεται,

μια άσκηση θάρρους

ανάμεσα

σε πράσινα φυλλώματα

και σε άγραφα,

πεσμένα φύλλα.

 

ΙΧΝΗ-ΣΗΜΑΔΙΑ

της Δάφνης

 

Ο δροσερός αέρας στις κατακόμβες της Denfert-Rochereau,

τα δάχτυλά σου που έπλεκαν το φως

στο δάσος του Saint-Cloud,

ο ήχος των βημάτων σου στην άδεια γκαλερί Vivienne,

η ανάσα του ύπνου σου που θάμπωνε

το κρύσταλλο της νύχτας με ονείρων λέξεις,

η πράσινη αχτίδα

του ήλιου που έδυε στο Saint Malo,

είναι

ίχνη – σημάδια από τα παιδικά σου χρόνια.

 

Μας λείπουν περισσότερο οι ζωντανοί

απ’ τους νεκρούς.

(ΤΟ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟ ΒΑΘΟΣ ΠΕΔΙΟΥ, 2013)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΓΛΥΝΙΑΔΑΚΗ

(1979)

 

ΒΑΠΤΙΣΗ

 

Ξυπνώ

μες στη λαμπρή λιακάδα

που μπαίνει στο δωμάτιο δεσμίδες,

φιλτραρισμένη απ’ τις σίτες των παραθύρων.

Δεμένη με τις ηλιαχτίδες

χαζεύω ξάπλα δίπλα στο κρεβάτι

τη ζεστή σκόνη

που κολυμπά αργά κι ελέυθερη

μέσα στο φως.

 

Γλιστράει ο αέρας

θερμός μα καθάριος,

ελαφρύς, ζωογόνος.

Τρίζουν τα φύλλα των σκόρπιων βιβλίων

ανοιγμένα στο πάτωμα.

Μια φωτογραφία ξεφεύγει απ’ το μεταλλικό ράφι

και ίπταται στο φως.

Το σεντόνι ανάλαφρο και φευγαλέο

σα χάδι μελλοντικού εραστή.

 

Καλοκαίριασε και ο χρόνος τεντώνεται νωχελικά

μες στο ευρύχωρο πρωινό.

 

Σηκώνομαι.

Γόνατα κι αγκώνες ξεκλειδώνουν

οι φτέρνες γειώνουν το βάρος του σώματος

κι η πλάτη ανατριχιάζει ξαφνικά μονάχη.

Πλησιάζω το παράθυρο, κάνω τα μάτια δυο σχισμές,

μια λευκή ανάσα σκάει καυτή πάνω στο πρόσωπό μου.

Στον λεπτό, αβαθή ορίζοντα

μια γαλάζια γραμμή με καλεί στην παγωνιά της.

 

Κι είν’ η γλυκιά προσμονή του αναπόφευκτου

που κινεί τη μέρα:

Να γλιστρώ μες στο νερό με δυο χέρια στιβαρά,

ακούραστα και λιοκαμένα

κι ο πόνος στις φτέρνες να χαθεί

σαν το λευκό απ’ τα χαλίκια μες τα κύματα.

Μια βουτιά

και πάλι έξω –σαν τον τεχνίτη γλάρο–

στην ανάσα του μεσημεριού

Και να ’ναι ψύχρα του, ζωή

στους πόρους του κορμιού μου,

χίλιες μικρές καρφίτσες φως.

(ΛΟΝΔΙΝΟ-ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ, 2009)

Προηγούμενο άρθροΣκαλίζοντας τη μνήμη, τη συνείδηση, και τη ζωή
Επόμενο άρθροΟι «Βιβλίων Τόποι» στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ