του Βαγγέλη Δημητριάδη
Η ποίηση του Γιώργου Βέη διέπεται από στοχασμό και σφαιρική θεώρηση του οργανικού και ανόργανου σύμπαντος, το οποίο συντίθεται από ποικίλες σημαντικές και επουσιώδεις όψεις της πραγματικότητας. Επί της ουσίας συνάδει με το εξέχον χαρακτηριστικό των μαρτυριών του, εκεί όπου η ένταξη του επιμέρους στο σύνολο και ακολούθως του συνόλου στην ποίηση όχι μόνο με την περιορισμένη σημασία της ως τέχνης του λόγου αλλά και ως δημιουργίας ενός ιδιότυπου μετά-φυσικού περιβάλλοντος, όπου το έλασσον διεκδικεί την ισότιμη συνύπαρξή του με το μείζον, για να «στεγάζονται αδελφωμένα τα ενάντια», είναι βασικός αντικειμενικός στόχος του.
Το γεγονός παρατίθεται και συνυπάρχει επί ίσοις όροις με το μη γεγονός, το αισθητό με το υπερβατικό. Η συμπύκνωση εικόνων, νοημάτων, διαλογισμών διατυμπανίζουν τη δύναμη της απλότητας, τους όρους με τους οποίους το αίνιγμα δεν είναι αίνιγμα «διότι όλα είναι ξεκάθαρα», ακόμη και οι κάμπιες γνωρίζουν ότι το έλατο θα γίνει ο τάφος τους, και αν χρειαστεί ο γλάρος θα «μετράει τις αποστάσεις μόνο με την τροφή». Ο Βέης αρέσκεται να συνταιριάζει μακρινές συγγένειες όρων («Αγρός, όπως άνθρωπος δηλαδή») και να αναδιατάσσει τις διαστάσεις του χρόνου διαπλέκοντάς τες με λεπτομέρειες τόπων:
[…] Ο φλοίσβος
ένα πουλί κι αυτό της θάλασσας
λέει πάλι το χίλια
οκτακόσια
είκοσι
τέσσερα: το άγγιγμα σε φέρνει
στα βότσαλα, στις παλίμψηστες ακτές
στο πεισματικό αρμυρίκι
κι όλα μυστικά γίνονται ξαφνικά
κι αληθινά όμως
όχι απώτερα, βαθιά στα μαύρα νερά
μήτε αλλοιωμένα απ’ τον καιρό,
αλλά δίπλα μας
όλα θα μείνουν δικά μας
όρθια, πεσμένα στο πλάι
έτοιμα να ξαναμπούν
το στοργικό παρόν της ανάμνησης
«Καρλόβασι Σάμου»
Εστιάζοντας, μάλλον τυχαία, στη «Γονιμότητα του παρελθόντος», ενός από τα ποιητικά «βράχια» της ομώνυμης συλλογής του, διαπιστώνουμε τον πλουραλισμό με τον οποίο ο ποιητής μετασχηματίζει δημιουργικά την καθημερινότητα και την ανάγει σε φιλοσοφικό διαλογισμό, υπαρξιακή αναζήτηση και συνολική θεώρηση της φύσης, τοποθετώντας τον άνθρωπο άλλοτε ως στέλεχος του κοινωνικού ιστού και άλλοτε ως αμελητέα μονάδα του ζωικού βασιλείου, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στα «έσχατα» όντα να αδράξουν την ευκαιρία και να δηλώσουν τη συμμετοχή τους στις βασικές λειτουργίες του οικοδομήματος της δημιουργίας, η οποία υπόκειται σε ανεξίτηλους φυσιοκρατικούς κανόνες. Στο εν λόγω ποίημα, όπως και στο «Αμετάφραστο», όπου διακρίνονται εντονότερα οι νοηματικές συνδηλώσεις περί φθοράς με το «Γονιμότητα…», η κοινότοπη διαδρομή μιας απλής ύπαρξης, οδηγούμενη στην ολοκλήρωσή της από την άτεγκτη νομοτέλεια που διέπει τον κόσμο και πλαισιωμένη από κτερίσματα επιτυχιών, ντοκουμέντα πολυετούς αγώνα επιβίωσης και καταξίωσης, με ορατά στο πρόσωπό της τα ίχνη της φθοράς και των αντιξοοτήτων της βιοτικής, οδηγείται «με το αεράκι… του Ταΰγετου» στη γαλήνια χώρα της μετουσίωσης. Ωστόσο, η ταλαιπωρημένη αυτή προσωπικότητα, εκπρόσωπος της θνητότητας, με το αποκαλυπτικό παρελθόν αποτυπωμένο στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, υπήρξε ισχυρός χαρακτήρας εξοπλισμένος «από πείσμα και οράματα», συστατικά αγωνιστικότητας και μακρινών στόχων για μια επωφελή παρουσία στην κοινωνία όπου εντάχθηκε, έστω και αν ορισμένες στιγμές παρασύρθηκε από τα εγκόσμια και αισθάνθηκε άτρωτος και αιώνιος. Το ποίημα αυτό παραπέμπει στην ειμαρμένη και στην κοινωνική διάσταση της ποίησης του Βέη.
Οδοδείκτες όπως τα Κουμέικα Σάμου, το Καρλόβασι, το Ηραίον Σάμου, η αρχαία Θήρα λειτουργούν σαν ομφάλιος λώρος και συνδέουν ζωτικά τις διακριτικές υπαρξιακές υπενθυμίσεις του Βέη με το παρελθόν της ποίησης και του αίματος. Νύξεις και υπαινιγμοί που συνοψίζονται απροκάλυπτα με την παρέμβαση της χθόνιας αναγέννησης του Υάκινθου στον «Πειρασμό της σαφήνειας»:
όπως βγαίνει από το πηγάδι
μαζί με το δροσερό νεράκι
το λουλούδι του κάτω κόσμου
τον αόρατο υάκινθο εννοώ
που θα μας φέρει τέλος την άλλη άνοιξη
έτσι βγαίνει από τα σωθικά μας
το θάρρος του θανάτου.
Ο έρωτας δεν εισβάλλει ακάθεκτος. Χαϊδεύει σαν θαλασσινή αύρα τα δομικά υλικά των συνθέσεων, υπονοεί την παρουσία του πάνω από την αταραξία των βράχων, ο αφηγητής τον επικαλείται με ανεπαίσθητα νεύματα, πιστός προσκυνητής έξω από «την πύλη των αοράτων», για να υποστυλωθεί με λακωνικότητα από την υπέρτατη δύναμή του («Αιάντειο Σαλαμίνας»):
… διαβάζω στο μεταξύ το ποίημα που μου χάρισες
σα να ήταν το χειρόγραφο του νερού
[…]
έρχεσαι;
Η εμπνευσμένη μορφή διανθίζεται από σπάνια γλωσσικά στοιχεία σκοπίμως αμφισβητούμενης ευκρίνειας και αθώου/παιδικότροπου ανθρωπομορφισμού, ούτως ώστε με τη λεκτική νέφωση και τον ασθματικό ρυθμό η συνολική εικόνα να εξαϋλώνεται προς τη σφαίρα του υπερβατικού. Στα Βράχια ο Βέης απεκδύεται πολύτροπες προσεγγίσεις και υφολογικές δοκιμές του παρελθόντος και εκδιπλώνει επιτυχώς την πλέον συγκροτημένη ποιητική του προσωπικότητα με εξαίρεση μοναδική το «Οι παρηχήσεις τώρα», που φιλοξενείται στη συλλογή σαν απόσχιση για την επιβεβαίωση του κανόνα.
Τα βράχια είναι συμπαγή, μεγαλοπρεπή, στέρεα, ανθεκτικά και άφθαρτα. Η Κλάρα Πεκ Βέη τα απεικονίζει στο εξώφυλλο να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις αλλαγές των καιρών, να αντέχουν τη μοναξιά και να υπονοούν την αθανασία. Ο Γιώργος Βέης τα εμπιστεύεται, για να πετύχει με επεξεργασμένο λυρισμό την δική του «ανανέωση των συνειρμών» και να καθηλώσει έστω σε προσωρινή ακινησία, τον ρέοντα αμετάκλητα χρόνο.
Ο σκύλος επιστρέφει πάντα στον εμετό του
ακριβολογεί κι αυτή τη φορά η Βίβλος
όπως ακριβώς κι εμείς δεν ξεχνάμε
κι επιστρέφουμε πάντα στις πληγές που μας άνοιξαν,
όχι για να τις καθαρίσουμε
αλλά για να τις κάνουμε ακόμα βαθύτερες.
«Επικαιρότητα»