Η αντισυμβατική ζωή του Σηνέμ Σαέρανταμουκ

0
557

Του Κώστα Λογαρά.

Ο Μένης Κουμανταρέας θα πρέπει να ήταν μάλλον στα κέφια του γράφοντας την τελευταία του νουβέλα Η σειρήνα της ερήμου,  που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του,  (Πατάκης, 2015). Αφηγήθηκε την ιστορία τού ήρωά του με  αλλεπάλληλα σασπένς και πολύ χιούμορ. Ένα χιούμορ λεπτό και μπόλικη δόση αυτοσαρκασμού απ’ όπου αναδύεται, μ’ έναν παράδοξο τρόπο, η χαρά της ζωής.   

Νιώθεις  σαν να μην έχει συμβεί ό, τι τραγικό έγινε κι έφερε στους δικούς του και στους φίλους του βαθύ πόνο. Μ’ αυτό το βιβλίο μοιάζει να μας κλείνει το μάτι και να χαμογελάει πονηρά από το Υπερπέραν. Σάμπως η ζωή να συνεχίζεται κανονικά κι ότι αυτό που συνέβη ήταν απλώς μια λογοτεχνική σύμβαση. Και να, λες,  που ο συγγραφέας επέζησε και κατέγραψε τα βιωμένα περιστατικά.

Πριν αναφερθώ στο βιβλίο και στα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού του ήρωα Σηνέμ Σαέρανταμουκ (μιας ύπαρξης που ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού), θα αποτολμήσω να σκιαγραφήσω, με αδρές πινελιές, την προσωπικότητά του Μένη Κουμανταρέα.

Δεν ήταν εύκολος σαν χαρακτήρας ο Μένης (όπως άλλωστε και ο Σηνέμ).  Ίσα, ίσα  έδινε την εντύπωση ανθρώπου αυστηρού που με βλέμμα διεισδυτικό περνούσε από ακτινογραφία τις ενέργειες των άλλων. Και ανθρώπου απρόσιτου. Κι όμως αισθανόταν αλληλέγγυος προς τους απροστάτευτους και τους αδύναμους.  Μια ψυχική έλξη τον συνέδεε με τους κοινωνικά κατατρεγμένους και τους αναξιοπαθούντες. Στην κοινωνική τους μειονεξία αναζητούσε ( ασχέτως αν το έβρισκε ή όχι) αυτό που πιθανόν προκύπτει από τη βάσανο μιας δοκιμασίας:  την αυθεντικότητα του ταπεινού ανθρώπου. Την οποία εκείνος εκτιμούσε υπέρ δεόντως και τον συγκινούσε. Και έσπευδε να ανακαλύψει  στοιχεία θετικά  σε μια προσπάθειά του, θαρρείς, να δει  πίσω απ’ τα πράγματα την αθέατη  πλευρά της ανθρώπινης ψυχής. Αλλά και να αποδώσει ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης, απορρίπτοντας παρωχημένες  συμβάσεις και ανούσια επιφαινόμενα.

«Ναι, αλλά ….»,  τον άκουγες να διατυπώνει τις αντισυμβατικές επισημάνσεις του. ( Συναντιόμασταν χρόνια στο Ξυλόκαστρο. Κάθε καλοκαίρι, όπου παραθέριζε. Ζούσε ακόμα η μητέρα του και βεβαίως η Λιλή. Και επίσης, όποτε ανέβαινα στην Αθήνα. Πολύ πιο συχνά μιλούσαμε στο τηλέφωνο.)

 

Με τους ανθρώπους που ασκούσαν εξουσία γενικώς, ιδιαίτερα  στον πολιτικό χώρο, ήταν άτεγκτος και με το σινάφι του ευθύς. Η κρίση του, είτε συμφωνούσες μαζί του είτε όχι, ήταν κατά κανόνα αποτέλεσμα μιας λογικής (λόγια-μαχαίρια, λέξεις-καθαρές). Κι ούτε στην ένταση της φωνής ούτε στα χαρακτηριστικά του προσώπου ή το λόγο του μπορούσε κανείς να διακρίνει ίχνη εμπάθειας. Παρέμενε αποφασιστικός και ελεγχόμενος  ακόμα και στις πιο μεγάλες εντάσεις του. Κι αυτό ήταν ίδιον της αστικής του αγωγής. Που τον έκανε να έχει τα δικά του μέτρα χωρίς να είναι αντικοινωνικός. Να οριοθετείται χωρίς να περιχαρακώνεται. Είχε ένα δικό του αξιακό σύστημα. Το οποίο στηριζόταν στην ειλικρίνεια, την έντιμη στάση, τη θαρραλέα άποψη,  για την υπεράσπιση των επιλογών του και των αξιών της ζωής του. Τότε δεν μέτραγε κόστος, γινόταν σκληρός και μπορούσε να διακόψει σχέσεις δίχως δεύτερη σκέψη.

Αλλά εξίσου άτεγκτος υπήρξε ο Μένης και με τον εαυτό του. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια απογύμνωνε τα αισθήματά του, απομυθοποιούσε τα επιφαινόμενα όσον αφορά τις  ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Δεν δίσταζε να εκφράσει μια μύχια σκέψη αρνητική για τον εαυτό του, να ομολογήσει τον πραγματικό λόγο μιας συμπεριφοράς του. (Γιατί δεν ήταν κάνας άγιος – ανθρώπινος, ναι. Και κάποιες φορές μπορούσε να γίνει παράξενος έως και να κακιώσει, αν τον χάλαγε κάτι, και να στεναχωρήσει φίλους που τον αγαπούσαν πραγματικά. Αλλά ήταν και πρόθυμος να ζητήσει ειλικρινά συγγνώμη, αν του εξηγούσες  το λάθος του.  Σαν ένα παιδί που αναγνωρίζει τη ζαβολιά του).

Ποτέ δεν μιλούσε όμως για τον ίδιο και τα λογοτεχνικά του επιτεύγματα• δεν τον άκουσα ποτέ να καυχηθεί, να τοποθετήσει το έργο του σε κάποιο ύψος της κλίμακας των λογοτεχνικών αξιών. Αξιοπρέπεια; Αυτοπεποίθηση; Μάλλον και τα δυο.

Πάντως η αίσθηση του μέτρου ήταν απ’ τα στοιχεία που κατ’ εξοχήν τον διέκριναν και που ο ίδιος τα θαύμαζε και σε άλλους. Προσωπικά, το θεωρούσα ίδιον της αστικής του κουλτούρας. Αυτό, μάλλον, που έδινε την εντύπωση του απόμακρου, ενώ δεν ήταν παρά η αγωγή ενός αστικού πολιτισμού.

Κάποτε, θυμάμαι -ήταν μια Κυριακή μεσημέρι-  τρώγαμε οι δυο μας στο ταβερνάκι της Μαίρης, στην πλατεία Κυψέλης. Το ίδιο πρωί είχε δημοσιευτεί στο Κυριακάτικο ΒΗΜΑ ένα κείμενό του με σκηνικό χώρο το συγκεκριμένο μαγαζί και αναφορές στην ίδια και στα παιδιά της.

~«Πες της το  ..» τον παρότρυνα,  «θα το  ευχαριστηθεί».

~ « Δε χρειάζεται» σήκωσε τη λεπτή του παλάμη, απορρίπτοντας την πρότασή μου.  «Αν το δει, καλώς. Ή, ας της το πει κάποιος άλλος», συμπλήρωσε ήρεμα και σταμάτησε την κουβέντα εκεί.

Από κάτι τέτοιες αντιδράσεις διευκρίνιζα τις μικρές διαφορές ανάμεσα  στην «ψυχρότητα» και την «αστική ευγένεια»  σ’ αυτόν. Και, ξέροντας  ότι κάποτε θα μιλούσα για τον ίδιον (όχι όμως τόσο σύντομα και πάντως όχι εξαιτίας ενός αδόκητου θανάτου), είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να καταγράψω αυτό  το χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Το οποίο άλλωστε καθορίζει, πιστεύω, και το προσωπικό λογοτεχνικό του ύφος.

Στην πραγματικότητα τον διέκρινε μια στομωμένη οικειότητα. Που του προσέδιδε παιδική αθωότητα, σχεδόν αφέλεια στις σχέσεις του. Σαν  να μην είχε ποτέ μεγαλώσει.  Αγωνιούσε αν τον αγαπούν οι άνθρωποι, και το σημαντικότερο: αν αυτός αγαπά πραγματικά τους ανθρώπους. Σε αντίθεση με τη βαρύτητα που είχε η γνώμη του και το πνευματικό του εκτόπισμα, στις σχέσεις του έδειχνε άμαθος.

Πίστευε ότι ακόμα και οι ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων (οι οποιεσδήποτε ερωτικές σχέσεις) είναι εκμεταλλευτικές. Σχέσεις εξάρτησης. Γνώστης βαθύς της ανθρώπινης ψυχής, γνώριζε ότι στην ουσία οι άνθρωποι ικανοποιούν βαθύτερες ψυχικές ανάγκες, κι όμως είχε την πεποίθηση ότι η ‘εκμετάλλευση’ είναι κοντά στην αγάπη. Αυτή τη θέση εκφράζει ως Σηνέμ στη Σειρήνα της ερήμου και ο αναγνώστης θα τη  συναντήσει κάπου, διαβάζοντας τη νουβέλα. Αν και δεν ξέρω πώς μπορεί αυτή η άποψη να γίνει κατανοητή.  Ίσως η παράδοση, η άφεση εν πλήρη γνώσει  επιτρέπει στην ανθρώπινη ψυχή να ανοίγεται συνειδητά και να κερδίζει δίνοντας; Ή μήπως πρόκειται για την άκρα ταπείνωση μπροστά σε κάποιο  φαντασιακό και μεγαλειώδες ‘άλλο’;  Ποιος ξέρει; Δύσκολα μπορεί αυτή η οπτική να ερμηνευτεί.

Αυτός ένας αστός, έμοιαζε να αγνοεί ότι ο παραγκωνισμένος κοινωνικά, ο ταπεινωμένος άνθρωπος είναι ικανός και για το πολύ καλό και για το μέγιστο κακό. Ανάλογα με τις συνθήκες. Και σαν να δοκίμαζε αδιαλείπτως, σαν να έθετε σε συνεχή δοκιμασία την πίστη του σ’ ένα  ιδεώδες, προσπαθούσε να προσεγγίσει κάτι απρόσιτο. Κάτι ασύλληπτο που εκείνος διέβλεπε στην ανθρώπινη οντότητα – στον λαϊκό άνθρωπο κυρίως. Είναι ακριβώς αυτό που εντοπίζει ή υποψιάζεται ότι υπάρχει στους λαϊκούς του ήρωες και γι’ αυτό παραγκωνίζει τη σκοτεινή ή την ευτελή πλευρά τους. Όπως τα παιδιά θέτουν σε συνεχή δοκιμασία τους δικούς τους για να επιβεβαιώνουν την αγάπη τους, ένα συνεχές τεστάρισμα. Αναλαμβάνοντας έτσι το μέγα ρίσκο, το οποίο έμελλε να το πληρώσει τελικά με τη ζωή του.

Λοιπόν, αυτός ο τόσο απαιτητικός με τον εαυτό του και τους άλλους, που μπορούσε να εντοπίζει το παραμικρό ψεγάδι στη γραφή και στο λόγο κι αμέσως να εκφράζει τη δυσφορία του,  ή και να κρατάει τις απαραίτητες αποστάσεις από τους λογοτεχνικούς του ήρωες και να ισορροπεί τα αισθήματά τους, ήταν εξαιρετικά ευάλωτος συναισθηματικά ο ίδιος.

Αλλιώς, το αποστασιοποιημένο βλέμμα τού αφηγητή του θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εγκεφαλική μόνον καταγραφή, ίσως ψυχρή κι αδιάφορη. Μειωτική της αξίας του έργου του.  « Όμως μια αθωότητα έγραφα γι’ αυτόν στο περιοδικό Διαβάζω το Νοέμβρη του 2009 –  μια νήπια ματιά που πέφτει φυσική και αβίαστη, χωρίς επίγνωση θαρρείς της φυσικότητάς της, ανεβάζει τη θερμοκρασία  τού κειμένου και, εξασφαλίζοντας το κατάλληλο συναισθηματικό υπόβαθρο, κάνει τη λιτή γλώσσα να λειτουργεί με τον πλέον δραστικό τρόπο. Αυτό πιστεύω πως είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα στο έργο του Μένη Κουμανταρέα. Είναι, ίσως, το  χαρακτηριστικό που συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία του ύφους του. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο συνυφαίνεται η ζωή του με την Τέχνη του. Αυτή είναι η ψυχή, η πεμπτουσία της γραφής του. Γι’ αυτό αγαπιέται η τέχνη του.  Έχει πάντα δηλαδή την εντύπωση ο αναγνώστης ότι στο βάθος των ηρώων τού Μένη, ακόμα και στην πλέον σκοτεινή πλευρά τους, υπάρχει ένα παιδί που παρακολουθεί θαυμαστικά τον κόσμο. Που βλέπει με καθαρή και έντιμη ματιά. Και με άλλη τόση ενάργεια περιγράφει τα πράγματα. Είναι ο συγγραφέας; Είναι μόνον ο αφηγητής του;»  διερωτόμουν τότε καταλήγοντας .

Ε, λοιπόν, στη Σειρήνα της Ερήμου, ο συγγραφέας,   ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του και ο ήρωάς του Σηνέμ ταυτίζονται.

 

Το στοιχείο που εκπλήττει στη Σειρήνα της ερήμου είναι το διάχυτο χιούμορ, η παιγνιώδης διάθεση για όλα. Και για όλους. Συγκεράζοντας έξοχα  το φλεγματικό χιούμορ με τα μεσογειακά του υλικά,  βρίσκει τον τρόπο να περιπαίξει με φιλική διάθεση ( ίδιον του χαρακτήρα του) πρόσωπα γνωστά• από τον Μαρωνίτη και τη Μάρω Δούκα, ως τη Μαρινέλλα και τον Θανάση Νιάρχο. Να θίξει τον εκδότη που του τρώει τις σάρκες,  ή τον «Παραγιό»  που εκδίδει όλες αυτές τις ζαβλακωμένες που νομίζουν ότι είναι συγγραφείς. Να κάνει  κριτική στις σχολές δημιουργικής γραφής.  Δεν αφήνει στο απυρόβλητο τίποτα. Προπάντων, τον εαυτό του. Αξίζει να διαβάσει κανείς την αυτοπεριγραφή του :     «ο αδύνατος… απροσδιορίστου ηλικίας, με λερωμένη καμπαρντίνα, φορούσε γυαλιά κι είχε ένα ύφος αφηρημένο σαν να σκεφτόταν οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ το βιβλίο του»  (κεφάλαιο 18  ).   Σε κανένα άλλο του έργο  δεν βρίσκεται τόση διάθεση υπονομευτική των πάντων, τόσος  αυτοσαρκασμός.

 Η σειρήνα της ερήμου γράφτηκε  από έναν μάστορα συγγραφέα, Που ενώ φαίνεται να λύνει απορίες σχετικά με το γρίφο της γραφής, όμως δημιουργεί πλήθος άλλα ερωτηματικά ( πχ.  πώς το βίωμα γίνεται λογοτεχνία;  πώς μετασχηματίζεται η ατομική εμπειρία  σε συλλογική συνείδηση; άραγε πού σταματάει  η μυθοπλασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα; Κι ακόμα πιο εξειδικευμένα ερωτήματα: ποια είναι η χρήση του χιούμορ και η λειτουργία του αυτοσαρκασμού στην πρόσληψη ενός θέματος-ταμπού από τον αναγνώστη; ).              

  Στη Σειρήνα έχουμε δύο μυθοπλασίες η μία δίπλα στην άλλη, τα κεφάλαιά τους  εναλλάσσονται ένα παρά ένα. Γνώριμη τεχνική, μπελαλίδικη γιατί πρέπει ο συγγραφέας  σε κάθε αλλαγή κεφαλαίου να  εισάγει αμέσως τον αναγνώστη του στο άλλο σκηνικό, στο διαφορετικό κλίμα και στα διαφορετικά χρονικά επίπεδα, χρησιμοποιώντας τα ιδιαίτερα σύμβολα των δύο ξεχωριστών ιστοριών. Η ικανότητα του Κουμανταρέα να μπαινοβγαίνει με άνεση απ’ τη μία ιστορία στην άλλη, με ποικίλους τρόπους, ώστε  να μην κουράζεται ο  αναγνώστης, είναι εξαιρετική. (Την τελευταία φορά που συνέβη να με ενθουσιάσει η χρήση αυτής της τεχνικής,  ήταν στο έξοχο μυθιστόρημα  Ο Παράδεισος στην άλλη γωνία του  Βάργκας Λιόσα , εκδ. Καστανιώτη 2006).

Οι ήρωες των δύο ιστοριών στη Σειρήνα του Κουμανταρέα είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που τελικά ταυτίζονται σε ένα. Ας το πω αλλιώς: Είναι ένας ήρωας που ζει δυο ζωές. Κι ο συγγραφέας δίνει ζωή εναλλάξ πότε στον έναν  και πότε στον άλλον.  Και στους δυο αρέσει το μυστήριο. Ο συγγραφέας παίζει με τον αναγνώστη. Ανοίγει διάλογο μαζί του – τον νεότερο, προπάντων– κριτικάροντάς τον με χιούμορ : «Ανοίξτε το goggle σας, σεις οι νεώτεροι», προτρέπει τους νεαρούς αναγνώστες, όταν χρησιμοποιεί λ.χ. την άγνωστη σ’ αυτούς φράση «τείνει ευήκοον ους» . Ή, κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει το υπονοούμενο με μια ελάχιστη παρατήρηση:  ~«Εσείς δεν είστε η Φλόρενς Νάιτιγκέιλ;» της είπα έχοντας ξαφνικά θυμηθεί τη θρυλική νοσοκόμα στον ρωσοαγγλικό πόλεμο της Κριμαίας.  Ο γιατρός δίπλα της τής έκανε νόημα με το κεφάλι. ~«Ναι, εγώ κύριε, χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία». Οι άλλες νοσοκόμες πίσω της κρυφογελούσαν. 

 Άλλες φορές, πάλι, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη συνωμοτεί μαζί του σε βάρος του ήρωά του: ~«Επιτρέπεται να ρωτήσω τι θα κάνετε στην Αθήνα; ~ Είμαι επιφορτισμένη να συνοδέψω κάποιον έλληνα ασθενή».  Δεν ξέρω πώς μου ήρθε να ρωτήσω «Το ξέρει αυτός;».

( Το πρόσωπο το οποίο απευθύνει την ερώτηση,  δεν γνωρίζει ότι ο ίδιος είναι ο ασθενής. Ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται αμέσως γιατί προηγουμένως έχουν δοθεί από τον αφηγητή πληροφορίες τις οποίες αγνοεί ο λογοτεχνικός του ήρωας). 

Επίσης, χρησιμοποιείται εύστοχα το χιούμορ για να εκτονωθεί το βαρύ κλίμα που έχει προηγηθεί : «… η λογοτεχνία , κατέληγα,  όπως τα αυγά του Πάσχα , δε βάφεται με πορδές» .  Ο Νίκος το γκαρσόνι νόμιζε πως μιλούσαμε σουαχίλι και μόνο στη λέξη πορδή ξύπναγε από τον λήθαργο».

Βέβαια, από μια ατάκα, μια χιουμοριστική αναφορά είναι ικανός να περάσει στην κοινωνική παρατήρηση.

   Ο Κουμανταρέας  μετρ στη δημιουργία ατμόσφαιρας,  έχει αφηγηθεί την ιστορία τού ήρωά του σαν να έκανε ένα «φιλμ νουάρ». Με πολύ μυστήριο,  στακάτο λόγο αλλά και ανάλαφρο  χιούμορ.

 Η ταχύτητα με την οποία εναλλάσσονται τα γεγονότα,  θυμίζουν τις καλύτερες απ’ αυτές τις παλιές  ασπρόμαυρες ταινίες,  όπως λόγου χάρη  Η γυναίκα της Σαγκάης ή ο Άγνωστος  με τον Όρσον Ουέλες  και οι δυό.  Να,  ένα παράδειγμα:  «Έφτασα πρώτος για να πάρω μια γεύση από το χειρόγραφο, που όντως βρισκόταν μέσα σ’ έναν κλειστό φάκελο στ’ όνομά μου. Προτού αρχίσω την ανάγνωση, σαν αστυνομικός επιθεωρητής αναζήτησα τα ίχνη τού συγγραφέα , ρώτησα το γκαρσόνι αν είχε ζητήσει να πιεί, αν είχε καθίσει στο μπαρ ή στις θέσεις μας, εμένα και του Θανασούλη. Αν είχε καπνίσει – και ζήτησα να δω το αποτσίγαρο –  αν ήταν κοντός ή ψηλός, νέος ή ώριμος, τέλος πάντων σαν τι λογής έμοιαζε ο συγγραφέας της ερήμου»  (κεφάλαιο 13).

 Η επιμονή στις  λεπτομέρειες αναγκάζει τον αναγνώστη να παρακολουθεί καταλεπτώς, με αγωνία, μήπως και του ξεφύγει κάποιο στοιχείο που πιθανόν να τον οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου, στο ένοχο μυστικό, στον πιθανό δολοφόνο.

 Οι μόνες ανάσες που παίρνει ο αναγνώστης, βαθιές, είναι από την επιστροφή στο παρόν. Τότε αλλάζει ο σκηνικός χώρος, η αφήγηση χαλαρώνει και καταλαβαίνεις, όπως ειπώθηκε παραπάνω, τη διαφοροποίηση των δύο παράλληλων ιστοριών. Π. χ.   

~ «Κες τη ρα κου» ; ρώτησε ο επιστήθιος φίλος μου, θέλοντας να με ρωτήσει « Κουράστηκες;». Είχα μάθει πια τη γλώσσα του και τους αναγραμματισμούς του. Μόνο τη λέξη ουίσκι δεν μπορούσε να αναποδογυρίσει. Τον αναποδογύριζε αυτή ( κεφάλαιο 19)

  Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, υποψιάζεται  ο αναγνώστης ότι ο  ήρωας Σηνέμ της δεύτερης ιστορίας είναι ο αναγραμματισμός του ονόματος Μένης που παίζει στην κύρια ιστορία ως αφηγητής-συγγραφέας. (Παρότι, και τότε ακόμα, ο συγγραφέας φροντίζει να αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη ενσπείροντας αμφιβολίες και ακυρώνοντας εν μέρει  τις προσημάνσεις με ερωτηματικά και αμφιβολίες).

Σε αρκετά μέρη της ιστορίας,   όπως λ.χ. στο κεφάλαιο 12,  σε πιάνει ανατριχίλα.  Μπαίνουν στη  σκηνή εγκληματικές φυσιογνωμίες. Ένας κλέφτης, η αφαίρεση ενός πίνακα του Τσαρούχη. Τα πράγματα σοβαρεύουν πολύ. Και για τη λογοτεχνία. Γιατί εδώ η λογοτεχνική γραφή προαναγγέλλει, προφητεύει δεν καταγράφει απλώς τη ζωή.

Έχει πάψει πια να είναι η  συγκεκριμένη ιστορία μια λογοτεχνική «κατασκευή» μόνον. Ξέρεις καλά ότι όλα αυτά που διαβάζεις έχουν  γίνει δυστυχώς μια φρικτή πραγματικότητα. Όμως ο συγγραφέας δεν έχει επιζήσει του τέλους για να το ξέρει. Ενώ ο λογοτεχνικός Σηνέμ βρίσκεται πάντα στις σελίδες του ΜένηΚαι μοιάζει ο συγγραφέας σαν να σαρκάζει από το Υπερπέραν όσα έγιναν. (Πολλά, πάρα πολλά προφητικά στοιχεία υπάρχουν στα κεφάλαια 19, 20, 21. Μέχρι και ο τρόπος του θανάτου του, στο κεφάλαιο 21).

           Τελειώνοντας, πρέπει να ειπωθεί ότι το κείμενο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις απόψεις του συγγραφέα αναφορικά με  τη λογοτεχνία, το θέατρο , την όπερα, τη μουσική.

Ενώ, ιδιαίτερα σημαντικό για τους μελετητές του έργου του είναι και η καταγραφή του τρόπου δουλειάς του : η μόνη πραγματικότητα στη λογοτεχνία είναι η φαντασία… αλλά και χωρίς αισθήματα χωρίς βιώματα δεν  έρχεται η φαντασία εξ αποκαλύψεως…( κεφάλαιο 13).  Κι αλλού:

« Όποιος θέλει να προχωρήσει ένα γραπτό παραλείπει πράγματα που μπορεί να μάθει αργότερα και προχωρεί κατευθείαν στην πλοκή. Δραματουργία και όχι ντοκουμεντάρισμα, αυτός είναι ο κανόνας…» ,  (κεφάλαιο 14 ).  Ή, « ένα γραπτό είναι – κι αυτό– μια διαδρομή κι όσο πλησιάζεις την ψυχή των πραγμάτων κινδυνεύεις να πέσεις. Είναι ένα ρίσκο που δίχως αυτό, το βιβλίο που γεννιέται είναι άοσμο, χλωμό, κουτσό, χωρίς φαντασία και χωρίς αλήθεια. Έμαθα σιγά σιγά να γράφω χωρίς να περιμένω την έμπνευση. Η έμπνευση είναι ένα εφεύρημα των ατάλαντων• η σκληρή τριβή με τις λέξεις ,η πάλη με τη συμβατικότητα είναι η μόνη αλήθεια» γράφει για τον τρόπο της δικής του γραφής (κεφάλαιο 20) 

«Η πάλη με τη συμβατικότητα είναι η μόνη αλήθεια».  Ας κρατήσουμε αυτό ως επιμύθιο λόγο , ειπωμένο  από έναν αντισυμβατικό συγγραφέα.

 

                                                     info: Μένης Κουμανταρέας,Η σειρήνα της ερήμου, Πατάκης

 

Προηγούμενο άρθροΞαναδιαβάζοντας τον Αλέξανδρο Κοτζιά
Επόμενο άρθροΚηδεύεται αύριο ο Κώστας Στεργιόπουλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ