της Μαρίας Τσάτσου
Η ποιητική αυτή σύνθεση εκπλήσσει με την πρωτοτυπία και τα πολλαπλά της επίπεδα. Θα μπορούσε να αποδοθεί και θεατρικά αφού είναι ελεύθερα δομημένη σε μορφή αρχαίου δράματος. Δύο παράλληλοι άξονες διατρέχουν το ποίημα: ο ιστορικός/πολιτικός και ο φιλοσοφικός/ψυχολογικός. Και οι δύο αρδεύονται από μία υπαινικτική θεολογία: τον Έρωτα και την κατάργηση του θανάτου. Δια μέσου αυτών πραγματώνεται υπαρξιακά η Αντιγόνη/άνθρωπος. Τα προαιώνια ερωτήματα που καθορίζουν και συνταράσσουν από καταβολής την ανθρώπινη διάνοια ακολουθούν την σύνθεση σε όλη της την πορεία. Πορεία προς την αλήθεια υπό συνεχή αμφισβήτηση. Στην ερώτηση του Χορού, «Ποια είσαι Αντιγόνη» στις πρώτες σελίδες, η ηρωΐδα απαντά «Είμαι/Είμαι η Αντιγόνη». Κατάφαση που γίνεται αμφιβολία όταν ο Χορός επαναλαμβάνει την ερώτησή του στο τέλος της σύνθεσης: «Είμαι/Είμαι η Αντιγόνη;» αναρωτιέται η ηρωΐδα μετά το μεγάλο, πολυσχιδές και πολυεπίπεδο ταξίδι της. Και μέσα από την ανατροπή αυτή θέτει εν αμφιβόλω, όχι μόνον την ύπαρξη θεϊκού σχεδίου στο γίγνεσθαι της ιστορίας, αλλά και αμφησβητεί το ίδιο το ποίημα. Υπάρχει κάποια τελεολογία του σύμπαντος; Μήπως το απόλυτο μηδέν είναι το μόνο πεπρωμένο;
Στους αντίποδες του μηδενισμού ο έρωτας Αντιγόνης και Αίμωνα, γονιμοποιός και πανίσχυρη δύναμη. Καταλύει θεσμούς. Υπερβαίνει τον θάνατο. Πυροδοτεί την πορεία προς την θυσία. Οδηγεί την Θηβαϊκή ηρωΐδα, τον άνθρωπο, παντού και πάντα, στην αυτοπραγμάτωση, στην ενόραση: «δαίμων μου είσαι, ό,τι έκανα/το έκανα για εσένα, Αίμων/έρχομαι αγάπη μου».
Ο Χορός, ο μέγα γνώστης, λέει: «μπορούσε όλο και πιο αλλόκοτα πράγματα να γράφει/χρησμούς και προφητείες και παραμύθια». (Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος η Αντιγόνη-συγγραφεύς).Και προσθέτει: «μπορούσε έτσι να σκέφτεται, να αισθάνεται, γνωρίζοντας/πως πρόκειται μονάχα για το ίδιο πράγμα, την αλήθεια». Ακόμη και αν υπεκφεύγει η αλήθεια και η αμφιβολία την κλονίζει, ό,τι έχει κατακτηθεί από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, το ίδιο το ταξίδι προς την αλήθεια με εμπνευστή την αγάπη και την εκμηδένιση του θανάτου, είναι δικαίωση. Οι ανατροπές τελικά δεν είναι άλλο από την ίδια την εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης.
Με απλή, ευθεία εκφορά, μινιμαλιστικούς τρόπους, όπως το συνηθίζει,όχι όμως χωρίς πάθος και ένταση -ο τρυφερός, κοριτσίστικος λόγος της Ισμήνης καθώς θυμάται τα παιδικά τους χρόνια, σύντομος αλλά ουσιαστικός, εντείνει το δράμα- η ποιήτρια μας εισάγει στον βασικό προβληματισμό όχι μόνον της φιλοσοφίας και της θεολογίας, αλλά και της πολιτικής. Το πάθος της Αντιγόνης-σύμβολο μέσα από μια πολιτική επιλογή με ηθικές προεκτάσεις, αποτελεί ορισμό της ελευθερίας για όλον τον ανθρώπινο χρόνο, σε όλο το γεωγραφικό φάσμα και παραπέμπει στην διαρκή επανάσταση.
Στον πολυπλόκαμο αυτό δεσμό ιδεών που σταδιακά αναδύονται για τον προσεκτικό αναγνώστη δίνουν σχήμα τα πρόσωπα: Αντιγόνη, Ισμήνη, Αίμων (βουβό πρόσωπο) και Χορός, αποτελούμενος από τρία πρόσωπα τα οποία δεν μας γνωρίζει η ποιήτρια. Η Αντιγόνη ενσαρκώνει τον αδιάλειπτο προμηθεϊκό αγώνα κατά της εξουσίας, της καταπίεσης, των ανθρώπινων θεσμών, της αποικιοκρατίας. Γυναίκα και άνδρας μαζί, φωνή του ανώνυμου πλήθους που αντιστέκεται, γίνεται ο συνδετικός κρίκος Αρχαίας Ελλάδας και Αϊτής του 19ου αιώνα, δίνει κοινή γλώσσα στους αγώνες των λαών, διευρύνει τον ατομικό χώρο, αναβαθμίζει την λεγόμενη άμορφη μάζα των ανθρώπων, ωθεί στην σύγκλιση τους πολιτισμούς: «πάντοτε έτρεχα μακρυά από τον εαυτό μου/Θήβα και Αθήνα δεν με χωρούσαν/η Επανάσταση/με βρήκε στην Αϊτή». Και, «βρίσκομαι πάντοτε παντού/στην Αργεντινή του Βιντέλα στη Νότια Αφρική/στο Αφγανιστάν παρέα με τις θεατρίνες/Ινδία και Σαουδική Αραβία/τους ποιητές που φυλακίζουν/κατά του Χίτλερ στη Γερμανία και αλλού». Αναβιώνει ο αρχαίος μύθος. Στο άλλο ημισφαίριο αντιστικτικά η Αϊτή, η μικρή χώρα της Καραϊβικής που το 1804 διακήρυξε την ανεξαρτησία της από την αποικιοκρατική Γαλλία, πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε το Ελληνικό Κράτος.Ο άλλος τόπος γίνεται ο ένας κοινός τόπος δίνοντας σάρκα και οστά στα ιδεώδη του φιλελευθερισμού και του ρομαντισμού.
Η Αντιγόνη-σύμβολο καθώς πορεύεται προς την θυσία και την αναμέτρηση με τον θάνατο υφίσταται μία μέθεξη. Ο τρόπος που θεάται τον κόσμο αλλάζει. Η λειτουργία της μνήμης αλλάζει: «μπορούσε να θυμάται ό,τι ξεχνούσε – αδιάφορο της ήταν/και να ξεχνά ό,τι θυμόταν και την τάρασσε». Συνομιλεί με τον φυσικό κόσμο. Σε μία μετάθεση στον χρόνο και τον χώρο «συνομιλεί με όλον τον κόσμο της βεράντας» (όπου η ίδια η ποιήτρια μπαίνει πάλι στο σκηνικό του ποιήματος). Ξαναζεί τον έρωτα ως κάθαρση και τελείωση και αντιλαμβάνεται ότι όλα μπορούν να χωρέσουν μέσα στον (ένθεο;) άνθρωπο. Μελωδίες ασύλληπτες θα γίνουν τραγούδι σε επόμενες γενεές: «θα γεννηθούν μόλις περάσει αυτή η άνοιξη». Η φρίκη της θανατικής ποινής ξεχνιέται μπροστά στα θαυμάσια της ενόρασης και την θεϊκή απάθεια που κατακτά η Αντιγόνη.
Δεν μας κατακλύζει με σπάνιες λέξεις η Σάρα Θηλυκού. Δεν μας αναγκάζει να καταφεύγουμε σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Δεν κάνει χρήση τεχνασμάτων, βακτηριών, διακειμενικών σχέσεων. Ο απλός και βαθύς της λόγος συγκινητικός και λυρικός, σε πρώτο επίπεδο προσεγγίζεται εύκολα. Κρύβει όμως βαθύ προβληματισμό και θέτει καίρια ερωτήματα. Ίσως το αν ελεύθερη βούληση και Θεός μπορούν να συνυπάρξουν ή αλληλοαναιρούνται να είναι το πιο καίριο. Ο Θεός δεν αναφέρεται πουθενά στο ποίημα. Υπονοείται. Μέσα από την κατάφαση της ατομικής ύπαρξης, αλλά και την αμφιβολία. «Είμαι/Είμαι η Αντιγόνη;» αναρωτιέται η ηρωΐδα. Όντως ον και όνομα ταυτίζονται; Χωρίς το διακριτικό όνομα-προϊόν της σκέψης, ποια η διαφορά μεταξύ ενός ανθρώπινου σκελετού και του απολιθώματος ενός τριλοβίτη; Τι είναι ύπαρξη και τι υπόσταση; Λόγος και σκέψη; Χρόνος και είναι; Αμφιβολία/άρνηση και πίστη; Η συνεχής αναγωγή που προκύπτει από την ποιητική αυτή σύνθεση, πρόκληση για όσους επιθυμούν να φιλοσοφήσουν, δεν έχει τέλος.
(*) Η Μαρία Τσάτσου είναι Ποιήτρια – Δημοσιογράφος
Σάρα Θηλυκού, Η Αντιγόνη στην Αϊτή, Νίκας
Βρες το εδώ