της Βαρβάρας Ρούσσου
«Έλα γύρνα στα τυροπιτάκια της μαμάς. Δε θα σε κρίνω μόνο κανέναν μη μου φέρεις στο σπίτι και μόνος να θυμάσαι θα πεθάνεις.» είναι το απόσπασμα από το ποίημα «Νησιώτικη ηθική» από το οποίο τιτλοφορείται η συλλογή. Η ήπια αρνητική προσταγή του τίτλου επενδύεται με τρυφερότητα στο ποίημα παρότι ακολουθείται από μια απαισιόδοξη προφητική φράση για «το αποκληρωμένο το που δε θα παντρευτεί», ένα νεαρό άτομο που αποκαλύπτει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στην οικογένεια. Το ποίημα είναι το τρίτο της συλλογής και μαζί με τα δύο προηγούμενα «Ρόμπιν», «Πετροκούναβο» και το επόμενο «Μεταξουργείο» συνθέτουν την εικόνα ενός παιδιού-εφήβου που επικεντρώνεται στη διαφορετική από εκείνην της νόρμας σεξουαλικότητα και αναζητά τον εαυτό του και την αυτοεικόνα του μέσα από μια σειρά εικόνων του περίγυρου και επεισοδίων σε μια αυτογνωσιακή αλητεία: από τα παιδικά παιχνίδια στη στρατιωτική θητεία («Σπιτφάϊαρ») μέχρι το τελευταίο ποίημα «Τηγανόψωμο» όπου αναγνωρίζεται η σταδιακή ωρίμανση ως επιστέγασμα όλης της εμπειρίας που οδηγεί προς την επίπονη ενηλικίωση. Αυτή είναι η πρώτη χαρακτηριστική παράμετρος της συλλογής η διαδικασία ενηλικίωσης ενός υποκειμένου που αναγνωρίζει τον εαυτό του πολλαπλά διαφορετικό και τόσο όμοιο με τους γύρω του.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η «κάμερα στο χέρι» στραμμένη στον αστικό χώρο χωρίς τη διακόσμηση που θα μπορούσε να προσφέρει ο ποιητικός λόγος αλλά με έναν κινηματογραφικό ρεαλισμό. Πρόκειται για γνώρισμα που είχε επισημανθεί και στη Χαλκομανία, την πρώτη συλλογή του Κουτσοδόντη (2017). Ο χώρος της πόλης είναι σύμφυτος με την ερωτική και πολιτική εμπειρία σε βαθμό που το αστικό τοπίο δεν αποτελεί πλέον το σκηνικό αλλά τον ζωντανό συμπρωταγωνιστή. Στο ποίημα «Οδός Αραχώβης, Εξάρχεια» οι αποσπασματικές εικόνες του περίγυρου σωματοποιούνται ταυτίζοντας σώμα και χώρο: «Μεταξύ της λεωφόρου στο σαλόνι/ και του επαρχιακού δρομίσκου ως το μπάνιο/ σκιές πεθαίνουν σε τροχαία στο στήθος μου.// Όταν τη φωταγωγημένη πόλη των μαλλιών σου χάιδευα[…] Το στόμα σου μια αίθουσα διδασκαλίας με ανοιχτά παράθυρα/». «Περνάει απ’ το ποίημα ένα τρένο./ Μέσα εγώ μια πόλη που δε βλέπω/ μια που δεν επέλεξα για να ξεφύγω»/ («Μέσα εγώ μια πόλη»). Όπως αποσπασματικές σκηνές στην πόλη συνάπτονται με την προσωπική πορεία της φωνής εκφοράς, έτσι αποσπασματικό χαρακτήρα έχει και το κολάζ-συνειρμός αναμνήσεων που καταθέτει η φωνή. Ένα παράδειγμα της απανωτής παράθεσης το ποίημα «Φυτολόγιο»: «Συμβαίνουν πράγματα διαρκώς. Ώρες ώρες/και φευγαλέα μας βρίσκουν παίρνουν τη μορφή φτωχούλικου διθέσιου στο καπό παρατημένο…». Ο εξομολογητικός τόνος τιθασεύεται περιστέλλοντας τον συναισθηματισμό, άλλοτε με τη στιχουργική (στίχοι πολυσύλλαβοι που ξεπερνούν την τυπογραφική αράδα πεζολογώντας ή χρησιμοποιούν τον διασκελισμό και την απουσία κόμματος) άλλοτε με την αδυσώπητα ρεαλιστική εικονοποιΐα. Μπορεί πολλά από τα ποιήματα να προβάλλουν σε πρώτο επίπεδο το συναίσθημα αλλά αυτό αποδίδεται με λεκτικό που διασπά τη φόρτιση και προσγειώνει την ανάγνωση όχι όμως άσκοπα ή δυσάρεστα.
Η τρίτη παράμετρος είναι η έντονη παρουσία του πολιτικού, συχνότερα ως ταξικού, και η σύζευξη πολιτικού- ερωτικού/σεξουαλικότητας. Δεν με αφορά στην ανάγνωσή μου η αυτοαναφορικότητα ως αυτοβιογραφική παραπομπή στον ποιητή αλλά η αυτοαφήγηση της φωνής εκφοράς που συγκροτείται κειμενικά ως σεξουαλικό και πολιτικό υποκείμενο. Τα στοιχεία φύλο, τάξη, σεξουαλικότητα αποτελούν κεντρικές συνιστώσες στη συλλογή.
Η ερωτική επιθυμία και η σεξουαλικότητα παύουν να αποτελούν θέματα της σφαίρας του ιδιωτικού ή πηγή αισθηματολογίας και χαμηλόφωνης -έως και αιδήμονος- εξομολόγησης και συνάπτονται με τη δημόσια σφαίρα, την ορατότητα. Έτσι, ως δημόσιος λόγος η ποίηση επιτελεί το ρόλο της καταγγελίας όπως το έκτυπα οργισμένο «Zackie Oh» που τοποθετεί σε ένα πολιτικά ρεαλιστικό πλαίσιο τη δολοφονία του Ζακ εντάσσοντάς την σε μια σειρά παρόμοιων περιστατικών βίας ενάντια σε υποκείμενα που θεωρήθηκαν περιθώριο. Η ανενδοίαστη και φυσικά διαχειρισμένη ορατότητα ως κομβική διάσταση της συλλογής θέτει τη συζήτηση για την κουήρ ποίηση και τους όρους της.
Τόσο οι πέντε επισκέψεις, ένα είδος σχεδόν οραματικών παρεμβάσεων χωρίς ωστόσο κανέναν οραματικό τόνο ή μεταφυσική σκιά παρότι οι επισκέψεις γίνονται από νεκρούς, όσο και διαρκείς αναφορές στα ποιήματα προβάλλουν το πολιτικό στοιχείο. Η ταξική διάσταση (Επίσκεψη Πέμπτη[Μαγειρική με τη βαρόνη Ανν Τζένκιν], η αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ήττα του σοβιετικού οράματος απασχολούν το ποιητικό υποκείμενο που μας υποβάλλει τη θετική του στάση προς τον κομμουνισμό: «Την τέως κοσμογονία την πίστεψα και την πιστεύω/» (Επίσκεψη έκτη (όπως αναφέρεται ορθά στα περιεχόμενα και όχι Πέμπτη στον τίτλο) [Ο στρατάρχης Αχρομέγιεφ για τους τυμβωρύχους]». Οι έξι επισκέψεις αποτελούν και μόνες τους μια ιδιαίτερη ενότητα που ξεχωρίζει όχι μόνον θεματικά αλλά και ως τρόπος αφού πρόκειται για υποθετικούς μονολόγους που συνθέτουν μια ειρωνική αλλά και γεμάτη απογοήτευση ματιά.
Η συλλογή του Κουτσοδόντη μπορεί να χαρακτηρίζεται από επανάληψη των θεματικών μοτίβων, από μια απόπειρα ισορρόπησης των τρόπων, από αναζήτηση της ιδιοφωνίας που να συνδυάζει το προσωπικό και το δημόσιο, από ακαταστάλακτο ενίοτε χειρισμό του υλικού, από την αγωνία τιθάσευσης του γλωσσικού εργαλείου αλλά διαθέτει διαύγεια και ειλικρίνεια μέσω του σκόπιμα επιθετικού ρεαλισμού, ενώ ένα σύγχρονο εξεγερμένο πνεύμα διαπνέει όλα τα ποιήματα, στοιχεία που υπόσχονται πολλά για την επόμενη δουλειά του.
Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν μη μου φέρεις στο σπίτι, Θράκα 2021
Βρες το εδώ