της Άννας Ρω
Παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον το συνέδριο που διοργάνωσε το περιοδικό Ο Αναγνώστης με αφορμή τις καταρρακτώδεις σκέψεις του Νίκου Μάντη διατυπωμένες σε ένα άρθρο με θέμα: «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;» Αυτό το άρθρο σαν απρόσμενη πλημμύρα που ξεσκεπάζει χρόνια αποχετευτικά και άλλα προβλήματα, έφερε στην επιφάνεια «τραυματικά» θέματα της πολύπαθης πορείας της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής, προώθησης και προβολής.
Την ανάγκη να εκφράσω τις δικές μου σκέψεις για ό,τι είδα και ό,τι άκουσα πυροδότησε η διαπίστωση του Άρη Μαραγκόπουλου για την ηλικιακή διαφορά και πραγματολογική απόσταση μεταξύ των εισηγητών που έλαβαν μέρος στις τρεις θεματικές συνεδρίες, και την οποία εκλαμβάνω ως γενναία παραδοχή πως η εξέλιξη του λογοτεχνικού ρου δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι «ορθόδοξος». Να επισημάνω πως οι σκέψεις που ακολουθούν υπερβαίνουν την απόλυτη προσωπική άποψη, καθώς τροφοδοτήθηκαν από τον απόηχο των απόψεων και άλλων ομότεχνων και επιπλέον δεν αποτελούν θέσφατο αφού υπόκεινται εσαεί σε επεξεργασία και διεργασία εξέλιξης.
Σκέψη ελπίδας: Η ποίηση είναι μια πράξη επαναστατική
Πρόχειρα, θα έλεγε κάποιος πως ο προσδιορισμός της ποίησης ως μιας πράξης επαναστατικής δεν αποτελεί τεκμηριωμένη τοποθέτηση αλλά μια επιτηδευμένη σοφιστεία εντυπωσιασμού. Αντιτίθεμαι και προτάσσω την άποψη πως είναι το επιστέγασμα διαδοχικών πράξεων που μεταθέτουν την ποίηση στο ανώτατο σκαλί του βάθρου της λογοτεχνίας και της αποδίδουν αυτοδίκαια αυτή την ιδιότητα. Επανάσταση φυσικά δεν σημαίνει μεγαλοστομία, επική εργογραφία ή ότι έχει σχέση τέλος πάντων με τα άπαντα μιας τέχνης. Η επανάσταση στην ποίηση τελείται όταν η θέση του δημιουργού ίπταται μεγαλειωδώς του έργου του. Το παράδειγμα το ανέφερε στην εκπνοή του συνεδρίου η Βαρβάρα Ρούσου και αφορά τις γραφούλες, μια ομάδα ποιητριών, οι οποίες ως άλλοι μπριγάδες, πήραν παραμάσχαλα γραφομηχανές, μολύβια και χαρτιά και πρόσφεραν τα «χειροποίητα» ποιήματά τους στους ανύποπτους περαστικούς για να τους αφυπνίσουν.
Παραθέτω το «ιδιόχειρο» κείμενο για τη δράση τους:
Οι ‘γραφούλες είναι μια ομάδα συγγραφέων εκτάκτου ανάγκης. Δρουν στο δρόμο, σε διάφορες περιοχές της Αθήνας, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τις απαιτήσεις των ημερών. Γράφουν ποιήματα χειρόγραφα και σε γραφομηχανή. Απευθύνονται σε μοναδικούς αποδέκτες ─ τους περαστικούς. Στόχος τους είναι να ενημερώνουν τον κόσμο με έναν άλλο τρόπο για ό,τι είναι αυτό που συμβαίνει ή επείγει.
Όταν οι δημιουργοί λοιπόν συμπλέουν με όσους δοκιμάζονται και αδικούνται, υπάρχει ελπίδα για βήματα συμπόρευσης της τέχνης με τον κοινωνικό ιστό και για την επίτευξη της επιθυμητής απ` όλους όσμωσης έργου και αναγνώστη. Από την άλλη μεριά, το ξόδεμα φαιάς ουσίας και πολύτιμου χρόνου για τον κατακερματισμό του ποιητικού έργου σε δεκάδες κατηγοριοποιήσεις, ραγίζουν το πολυπρισματικό κρύσταλλο του ποιητικού λόγου, αποδυναμώνοντας τη συμπαγή σύνθεσή του. Άλλωστε, είναι ηλίου φαεινότερο, πως τα θέματα που διεκδικούν το δικαίωμα σύμπλευσης μέσω των κατηγοριών, δεν χρειάζονται σωσίβια αλλά δεινούς κολυμβητές που θα τα προστατεύσουν από την καταβύθισή τους προσφέροντάς τους, την ανάδυση που τους αξίζει.
Σκέψη λύπης: Η θεατρική γραφή ανήκει στη λογοτεχνία ή μάλλον, ανήκει στην ελληνική λογοτεχνία;
Με λύπη και έκπληξη ακούσαμε από το στόμα του Δημοσθένη Κούρτοβικ τη φράση: «πως δεν υφίσταται σήμερα θεατρικός λόγος». Η διαπίστωση της ανυπαρξίας της θεατρικής γραφής από το σύγχρονο λογοτεχνικό πάτσγουορκ σε συνδυασμό με την εκπνοή της συγκεκριμένης συνεδρίας δεν άφησε περιθώρια για περαιτέρω συζήτηση και λειτούργησε ατυχώς αρνητικά έναντι της κυριότερης μορφής γραπτού λόγου που έχει τη δυνατότητα να παρίσταται, να μετουσιώνεται σε πράξη και να εκτίθεται ζωντανή στο κοινό της. Αν και η αναφορά έγινε ασχεδίαστα κατόπιν σχετικής ερώτησης ακροατή, δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη βαρύτητα και εγκυρότητά της, λαμβάνοντας υπόψη το κύρος του ανθρώπου που την εξέφρασε. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να προσπεραστεί χωρίς περαιτέρω σχολιασμό θεωρώντας πως η αποσιώπηση του γεγονότος είναι μια κατάφορη αδικία για το είδος αυτό, το οποίο άρχεται στη λογοτεχνική πυραμίδα καθώς σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζεται με τον ποιητικό λόγο. Εξίσου άδικο είναι και για τους σύγχρονους δραματουργούς να σκιαστεί απνευστί η υφιστάμενη εργογραφία τους και να παραγκωνιστεί ο συγγραφικός τους μόχθος. Το ελάχιστο που οφείλεται στον θεατρικό λόγο είναι να επανέλθει αυτή η συζήτηση με τη συμμετοχή θεατρικών συγγραφέων, καθώς έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και πρέπει να οριοθετηθούν και να αναγνωριστούν με νεωτεριστική διάθεση και πλουραλισμό οι νέες τάσεις.
Σκέψη απορίας: Δυσδιάκριτες διαφορές μεταξύ κριτικής και αναγνωστικής γνώμης;
Σημαντικές επισημάνσεις ακούστηκαν από έγκριτους κριτικούς, συγγραφείς και πανεπιστημιακούς σχετικά με την κριτική βιβλίου. Είμαι βέβαιη, ότι όσοι παρευρίσκονταν στο συνέδριο γνώριζαν ήδη πολύ καλά τη συμβολή και τη δύναμη της κριτικής στον λογοτεχνικό στίβο. Εκείνο που καθόρισε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των άλλων θεματικών ενοτήτων, ήταν η άσκοπη -κάποιες φορές- επίταση της συζήτησης για την αυξανόμενη παρουσία βιβλιοφιλικών ιστότοπων στους οποίους φιλοξενούνται κριτικές με την υπογραφή κυρίως αναγνωστών ή ακόμα και «ασκούμενων κριτικών» οι οποίοι σαφώς δεν έχουν τη δύναμη της εμβάθυνσης και εντόπισης των συντελεστών εκείνων που διαμορφώνουν μια άρτια κριτική. Επιπλέον, συνοδεύονται πολλές φορές από σύγχρονα ιντερνετικά σύμβολα. (αστεράκια, καρδούλες κλπ), τα οποία αντικαθιστούν, καλώς ή κακώς, βαθμίδες αξιολόγησης. Ποιο είναι το πρόβλημα; Τι φοβάται ο κριτικός και τι ο συγγραφέας που τον αναγκάζει να βρίθει αγανάχτησης; Τα μεγάλα έργα είναι σίγουρο πως δεν κινδυνεύουν από αυτό. Όπως δεν κινδυνεύει και το «ήθος» της λογοτεχνίας. Άλλωστε, δεν έχουν δικαίωμα οι αποδέκτες του βιβλίου να εκφέρουν τη γνώμη τους; Δεν είναι η δημόσια έκθεση και ελευθερία σημείο του καιρού μας; Δεν υπάρχει χώρος για συνύπαρξη; Το βέλτιστον δεν είναι το πρότυπο του μετρίου; Η λύση λοιπόν δεν είναι η απαξίωση, και το αλαζονικό μειδίαμα αλλά η συνεύρεση. Ο κοινός τόπος. Επιπλέον, κάτι με ωθεί να πιστεύω πως η κριτική δεν κινδυνεύει από τα διάφορα τερτίπια του διαδικτυακού κόσμου αλλά από τον ευτελισμό των αξιών, ο οποίος υφίσταται στα συμβατικά μέσα και μη. Όλοι γνωρίζουμε πως εκτός από τους εναπομείναντες κριτικούς που έχουν αναλάβει το βάρος ενός οικοδομήματος το οποίο σφυροκοπείται πολλαπλώς και πολυτρόπως, ουδείς άλλος ενδιαφέρεται να προάγει την τέχνη – επιστήμη της κριτικής βιβλίου.
Δυστυχώς, η ερώτηση – διαπίστωση του Ιωσήφ Βεντούρα για την ανυπαρξία της ουσιαστικής κριτικής αντί να δώσει τροφή για διάλογο έπεσε στο κενό, με μόνη εξαίρεση την τοποθέτηση της Βενετίας Αποστολίδου με την οποία πιθανόν συνηγόρησαν οι υπόλοιποι εισηγητές κι έτσι έκλεισε άπρακτα αυτός ο κύκλος της αμφισβήτησης, μολονότι είναι γνωστό τοις πάσι πως ο συγγραφέας – εξαιρουμένων ίσως εκείνων με πλούσια παραγωγή – από τη στιγμή που θα παραδώσει το έργο του στον εκδοτικό οίκο μπαίνει άοπλος και αφρούρητος στη μάχη για την διάδοση του, και καταλήγει χωρίς καλά – καλά να το καταλάβει να παίζει τένις στο τερέν του μάρκετινγκ, αναζητώντας τρόπους να προβάλει το βιβλίο του – ελλείψει της προοπτικής έγκριτης θετικής ή αρνητικής κριτικής – με την αυταπάτη πως κοινωνεί το έργο του, ενώ στην ουσία πλανάται και παρασύρεται σε προωθητικές ενέργειες εξομοιωμένες με εκείνες των κοινών καταναλωτικών προϊόντων. Ας προσθέσω εδώ μερικές υποθετικές ερωτήσεις ως εκφορά αγωνίας: Τι ελπίδα έχει ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας να κριθεί από έναν έγκριτο κριτικό όταν δεν έχουν πολλές φορές αυτή την τύχη καταξιωμένοι συγγραφείς; Και κατά συνέπεια πόσο μπορεί ένα δόκιμο έργο να υπερβεί την ανωνυμία του συγγραφέα του; Επίσης, πως μπορεί να εκλείπει από την τάξη των κριτικών η μεροληψία, η συναλλακτική σχέση, ο φόβος διαπόμπευσης σε περίπτωση αρνητικής κριτικής, και πολλά άλλα επιμολυντικά χαρακτηριστικά που έχουν πλέον παρεισφρήσει σε κάθε κοινωνική διαστρωμάτωση; Σημειώνουμε λοιπόν συμπερασματικά πως υφίστανται αδυναμίες στη λειτουργία του κλάδου της κριτικής, χωρίς βέβαια αυτό να επιρρίπτει αφορισμούς σε όσους την υπηρετούν με συνέπεια.
Σκέψη αγανάχτησης: Τα κουτσά ποδάρια της λογοτεχνίας – αν θεωρήσουμε πως η λογοτεχνία είναι ένα άτι που καλπάζει προς την ουτοπία
Άλλη μια καίρια ερώτηση – διαπίστωση από παρευρισκόμενο δεν έτυχε ανάλογης ανάλυσης. Επηρεάζει αλήθεια η οικονομική κατάσταση την εργογραφική δύναμη του συγγραφέα; Η ερώτηση τέθηκε έναντι της διαπίστωσης, πως ένας από τους παράγοντες της κατολίσθησης της λογοτεχνίας οφείλεται στην κατά παραγγελία παράδοση λογοτεχνικών έργων. Σίγουρα δεν ανήκει η πλειονότητα των συγγραφέων σε εκείνους που εισπράττουν προκαταβολές – όπως ειπώθηκε – ούτε φυσικά συμβαίνει κατά κόρον η κατάθεση βεβιασμένων και άρα αδύναμων έργων εξαιτίας αυτής της οικονομικής δέσμευσης. Ασφαλώς και δεν είναι αυτό το πρόβλημα της κατολίσθησης της λογοτεχνικής ποιότητας, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Αντίθετα, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των συγγραφέων ασκούν τη συγγραφή ως πάρεργο αναγκαζόμενοι να εργάζονται με αυτή την συνθήκη, εξαιτίας των άλυτων βιοποριστικών αναγκών τους και ναι, αυτό δηλώνει κατολίσθηση των βασικών αξιών μιας επαγγελματικής κάστας που απαλείφει ελαφρά τη καρδία τόσο σημαντικά προβλήματα. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος παράγοντας, συντελεστής, παρατηρητής στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι που αγνοεί αυτό το καθεστώς. Δεν επεκτείνομαι στο ζήτημα αμοιβής του συγγραφέα, γιατί η υποβίβαση αυτού του θέματος, δυστυχώς επιβεβαιώνει την ανυπαρξία μαζικών προσπαθειών και σηκώνει μεγάλη κουβέντα που δεν μπορεί να αναπτυχθεί με περιστασιακές αναφορές, παρά μόνο με συλλογική ζύμωση.
Τι λοιπόν ευθύνεται για την όποια χωλότητα της λογοτεχνίας;
Ευθύνεται η επιλογή συγγραφής τετριμμένων θεμάτων; Τρανή απόδειξη για το αντίθετο τα ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου έργο το οποίο αν και ανήκει σε μια περατωμένη θεματολογία και χρονικά στο μακρύ παρελθόν επανεκδίδεται ανελλιπώς. Τέτοιου είδους αφηγήσεις αλλά και το στίγμα της εποχής `22, `40 κ.λπ., λιπαίνουν τη μυθιστορηματική μηχανή που παράγει νέα έργα όπως αυτό του Νίκου Αραπάκη «Το δίκιο», που δεν υστερεί σε συγγραφική βάσανο, αν είναι αυτό το έλλειμα που εντοπίζεται σε τέτοιου είδους αναγνώσματα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη η συγκεκριμένη θεματική βεντάλια αντέχει και θα αντέχει βιβλιογραφικά βουνά. Ευθύνεται η παραγωγή των ρομαντικών – αισθηματικών έργων; Όχι βέβαια, όσο κι αν αυτό προκαλεί επιδημιολογική αναφυλαξία στους λογοτεχνικούς κύκλους, θεωρώ ότι αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι ένας καλός πρόδρομος για να βαδίσει κανείς έστω και ασυνείδητα σε πιο δημιουργικά λογοτεχνικά μονοπάτια. Να μην ξεχνάμε ούτε και να απαξιώνουμε την ποικιλομορφία του αναγνωστικού κοινού ως κομμάτι της κοινωνίας για το επίπεδο της οποίας δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Ευθύνεται η «σεναριογράφηση» λογοτεχνικών έργων ή η «λογοτεχνοποίηση» σεναρίων; Μα η οπτικοποίηση και η μεταφορά του λόγου σε εικόνα είναι μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αποφευχθεί με την όλο και αυξανόμενη συμμετοχή της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας αλλά και η μοναδική ψυχαγωγία ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού που δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αψηφήσουμε. Είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς, πως δεν έχει η λογοτεχνία τα όπλα να καταχτήσει τον δικό της χώρο στη νέα καλλιτεχνική χαρτογράφηση. Ας μη χτυπάμε λοιπόν ξένες πόρτες για να βρούμε τον εχθρό. Ας σκύψουμε το βλέμμα στα δικά μας χωράφια. Η υγιής ροή της λογοτεχνίας κινδυνεύει περισσότερο από τη συσκότιση των οραμάτων, την ισοπεδωτική οπτική, την απολιτίκ στάση, τη ναρκισσιστική έξαρση – φαινόμενα παγκόσμια – και ίσως μη αναστρέψιμα. Όμως, αν δεν βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της ύπαρξης της μορφής του ανθρώπου, όπως σήμερα τη γνωρίζουμε, θα αξιωθούμε να δούμε την προοδευτική εξέλιξη της λογοτεχνικής εργογραφίας, που ίσως και να μας εκπλήξει θετικά. Βλέπε: Νίκο Μάντη, Στρατούλα Θεοδωράτου, Πάνο Αντωνόπουλο, Γιώργο Μπακλάκο, Νίκο Δημητρόπουλο, Γιώργο Τζιουβάρα κ.λπ., ως επιγραμματική αναφορά.
Σκέψη επιθυμίας: Όλοι μαζί
Δεν θα αποφύγω να παραδεχτώ πως τα διακριτικά ψιθυρίσματα, οι παρορμητικές αντιδράσεις, τα ειρωνικά χαμόγελα, οι ευθείες βολές, οι φωνές ουσιαστικής ανησυχίας, ο κυματισμός τέλος πάντων της συμμετοχής των παρευρισκομένων που έσειε τα κάπως άβολα καθίσματα της αίθουσας ήταν το επιθυμητό περιβάλλον που θα ήθελα πολλές φορές να βρίσκομαι. Δίπλα σε μαχόμενους ομότεχνους με τους οποίους θα πάσχιζα από κοινού να στεγάσω το όραμά μου. Αυτή την επιθυμία αν δεν κάνω λάθος διατύπωσε με εμφανή αγωνία ο Νίκος Μάντης όταν αναρωτήθηκε για την ανυπαρξία γενεαλόγησης των σύγχρονων λογοτεχνών και όχι την ύπαρξη μιας τυπικής ονοματοδοσίας για την εξυπηρέτηση φιλολογικών ερευνών. Μπορεί επίσης, να είναι προσωπική διαπίστωση και να μην αφορά τον λογοτεχνικό κόσμο η επιθυμία για την παρουσία ενός μέντορα στη ζωή ενός συγγραφέα, η λαχτάρα για την καθημερινή αλληλεπίδραση με «ομοιοπαθούντες», η ανάγκη για την σκέπη μιας εκδοτικής στέγης η οποία αν μη τι άλλο θα εμψυχώνει τον δημιουργό ως αντίδωρο για την παραχώρηση του έργου του.
Και μια ερώτηση αντί επιλόγου: Η αμηχανία του συγγραφέα μετατρέπεται σε μοναξιά;
Τελικά στο συνέδριο δεν συζητήθηκε η φράση που αποτέλεσε το εφαλτήριό του. Χαρτογραφήθηκαν όμως πολλά σημεία ως οδόσημα για επόμενες συζητήσεις. Αμφίβολο βέβαια, αν θα υπάρξει ο δρόμος για να τοποθετηθούν. Αν θα υπάρξουν οι περιπλανώμενοι διαβάτες που θα τα χρησιμοποιήσουν για να οδηγηθούν στον προορισμό τους. Κι αν τελικά, συναντηθούν μεταξύ τους, κάπου στη διαδρομή προς αυτόν τον προορισμό. Αμφίβολο ακόμα αν θα συμπορευτούν σε περίπτωση τυχαίας συνάντησής τους. Βλέπετε η αμηχανία της αμφιβολίας ανοίγει εύκολα μόνο έναν δρόμο. Αυτόν της μοναξιάς.
ΥΓ. Συχώρεσε τούς συνδέσμους τά διπλά απαρέμφατα κι αυτά πού δεν ειπώθηκαν
Υποχθόνιοι, JACK KEROUAC,σελ., 84