Η αμφιθυμία της επανένωσης  (γράφει ο Θανάσης Μήνας)

0
408

 

γράφει ο Θανάσης Μήνας

Η Jenny Erpenbeck μεγάλωσε στην πρώην Ανατολική Γερμανία και τα μυθιστορήματά οι ιδιωτικές ζωές των ηρώων τέμνονται με τη γερμανική ιστορία και πολιτική.

Στην Συντέλεια του κόσμου (Καστανιώτης, 2017) μίλησε για το ταξίδι ενός νεογέννητου κοριτσιού, από εβραία μητέρα και χριστιανό πατέρα, στις στιγμές που πιο καθοριστικές στιγμές της γερμανικής ιστορίας στον 20οί αιώνα: ένα ταξίδι που ξεκινά από τη Γαλικία της αυστροουγγρικής μοναρχίας λίγο μετά το 1900, συνεχίζεται στη Βιέννη μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κι ύστερα στη Μόσχα την εποχή του σταλινισμού, κι από εκεί στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, για να ολοκληρωθεί στο Βερολίνο της σύγχρονης επανενωμένης Γερμανίας. Στη Δοκιμασία (Καστανιώτης, 2021), ένα σπίτι σε μια λίμνη του Βρανδεμβούργου, νοτιοανατολικά του Βερολίνου, ένας τόπος φασματικός, στον οποίο διαδραματίζονται διάφορες βιογραφίες, ιστορίες, πεπρωμένα από τη δεκαετία του ’20 μέχρι σήμερα. Το συγκεκριμένο σπίτι και οι ένοικοί του βιώνουν τα μεγάλα συλλογικά γεγονότα, τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το Τρίτο Ράιχ, τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και το τέλος του, τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, την Αλλαγή με την πτώση της ΛΔΓ και την περίοδο μετά την Επανένωση των δύο Γερμανιών.

Στους Περαστικούς (2019) ασχολήθηκε με το τεράστιο ζήτημα των προσφύγων, ειδικότερα με τους νεαρούς πρόσφυγες των πολέμων από την Αφρική, που εξόκειλαν στο Βερολίνο και έχουν καταδικαστεί εδώ και χρόνια να περιμένουν, συνδυαστικά με την ιστορία ενός συνταξιούχου καθηγητή του οποίου η αίσθηση του ανήκειν είχε κλονιστεί από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Ο Καιρός είναι το επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας συγχώνευσης του προσωπικού με το πολιτικό. Σε πρώτο επίπεδο, ο Καιρός είναι μια ιστορία για την αναζήτηση και την απώλεια της αγάπης. Οι δύο εραστές μερικές φορές φαίνεται να ενσαρκώνουν την πολιτική πραγματικότητα της Ανατολικής Γερμανίας στο τέλος του κομμουνιστικού ονείρου. Η σχέση βρίσκει ευρύτερους απόηχους στα χαμένα ιδανικά αυτής της χώρας και στην επιμονή της να κρατά το παρελθόν πολύ αφού οι κάτοικοί της γνωρίζουν ότι πρέπει να προχωρήσουν.

Στην εισαγωγή, μια νεαρή γυναίκα, η Καταρίνα, πληροφορείται για τον θάνατο του πρώην εραστή της. Κουτιά με τα χαρτιά του παραδίδονται στο διαμέρισμά της και όταν επιτέλους τα ξεπακετάρει, το παρελθόν απλώνεται εκ νέου μπροστά της.

Στη συνέχεια, η αφήγηση επιστρέφει στην πρώτη τους συνάντηση, ανιχνεύοντας βήμα-βήμα τα περιγράμματα μιας σχέσης που δεν είναι μόνο διανοητικά και συναισθηματικά περίπλοκη από μόνη της, αλλά της οποίας οι δυσκολίες επιδεινώνονται εξαιτίας της κατάρρευσης της Ανατολικής Γερμανίας. Η Καταρίνα και ο Χανς συναντήθηκαν και ερωτεύθηκαν στο Ανατολικό Βερολίνο το 1986 και έζησαν τη διάλυση όλων των προσδοκιών τους, που συνδέθηκαν με το κομμουνιστικό καθεστώς και την ουτοπία της αταξικής κοινωνίας και των ελεύθερων σχέσεων. Ήταν και για τους δύο μια διάψευση εξίσου ισχυρή τόσο σε πολιτικό όσο και σε (δια) προσωπικό επίπεδο.

Ανατολικογερμανική ιντελιγκέντσια

Αν και ο Κάιρος επικεντρώνεται φαινομενικά σε μια ρομαντική σχέση, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για αισθηματικό ρομάντζο. Μέσα από τη σχέση των δύο ηρώων, η συγγραφέας ενδιαφέρεται να διερευνήσει την κοινωνική μηχανική και τα επίπεδα ανοχής η ανεκτικότητας της ετερότητας σε ένα σύστημα που -υποτίθεται- πρότεινε (επέβαλλε πιο σωστά) μια -κατ’ ευφημισμό- προοδευτική εναλλακτική σε σχέση με τις παρακμιακές δυτικές κοινωνίες. Όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά, η Καταρίνα ήταν δεκαεννέα ετών, εργαζόταν ως ασκούμενη στο Κρατικό Θέατρο, είχε τη ζωή της μπροστά της. Ο Χανς, τριαντατέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της, παντρεμένος με έναν γιο, επιτυχημένος συγγραφέας και παραγωγός στο κρατικό ραδιόφωνο. Επίσης, ως μέλος της ιντελιγκέντσιας και του Κόμματος, ο Χανς απολάμβανε προνόμια που δεν είχε ο μέσος Ανατολικογερμανός πολίτης. Ένα ευρύχωρο διαμέρισμα, πρώτες θέσεις στο θέατρο, την οικονομική δυνατότητα να εμπλουτίζει την εντυπωσιακή συλλογή του με δίσκους βινυλίου κλασικής μουσικής της Deutsche Grammophon (Μότσαρτ, Μπαχ, Σούμπερτ) ή να γευματίζει σε καλά ρεστοράν…Όλα αυτά γοητεύουν την Καταρίνα. Αν και οι δυο τους είναι ξεκάθαρα πεπεισμένοι ότι ζουν έναν μεγάλο έρωτα, ο Χανς μοιάζει περισσότερο δάσκαλος παρά εραστής.

Όσο όμως περνά ο καιρός, ο Χανς γίνεται ολοένα και πιο αυστηρός, απαιτεί από την Καταρίνα να παραδοθεί ολοκληρωτικά στον δικό του εστέτ μικρόκοσμο, να πάψει να είναι αυτό που είναι, μια 19χρονη που αναζητά εμπειρίες. Συγχρόνως, γίνεται ολοένα και πιο κτητικός, και όταν η Καταρίνα έχει ένα σύντομο ερωτικό φλερτ με κάποιον νεαρό, την τιμωρεί και προσπαθεί να την εκπαιδεύσει εκ νέου στην υποταγή. Η σχέση τους αποκτά μια σκοτεινή διάσταση, κάτι που αντανακλά στο κοφτερό και ανυποχώρητο ύφος της Erpenbeck – το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε ενεστώτα, μια τεχνική η οποία, σε ικανά χέρια, μπορεί να δημιουργήσει μια κλειστοφοβική ένταση.

 

Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, ο Χανς γράφει το νέο του βιβλίο. Οι σημειώσεις του δίνουν στην Erpenbeck τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μια καλοχωνεμένη διακειμενική αναδρομή στη διανοητική/πολιτιστική κληρονομιά της πρώην Γερμανίας (με έμφαση στην πρώτη DDR) στη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες. Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα επανέρχονται αποσπάσματα από θεατρικά του Μπρεχτ και στίχοι του Χαίντερλιν, που λειτουργούν επεξηγηματικά αναφορικά με τη συμπεριφορά και τις επιλογές των δύο βασικών χαρακτήρων. Ένας χαρακτηριστικός πίνακας του Ντίρερ επιτελεί παρόμοιο ρόλο όταν η ερωτική τους σχέση προσλαμβάνει ερωτικά χαρακτηριστικά. Σε  ό,τι αφορά τη μουσική, το Ρέκβιεμ του Μότσαρντ, που η ενορχήστρωσή του χτίζεται βαθμιαία, κορυφώνεται και μετά σβήνει, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ο μετρονόμος των δύο εραστών. Οργανικό ρόλο έχουν και οι στίχοι του “Candy Says” από το τρίτο album των Velvet Underground (1969), όπως εξάλλου -εύλογα- και το “Berlin” του Lou Reed (1973).

Μετά το Τείχος

Όταν πέφτει το Τείχος, η σχέση αρχίζει να αλλάζει και η αδράνεια που κρατούσε τους εραστές ο ένας στην τροχιά του άλλου για τόσο καιρό χαλαρώνει. Σταδιακά, η Καταρίνα χειραφετείται, νοιώθει μεγαλύτερη σιγουριά και προχωρά στη ζωή της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ιστορία έχει αίσιο τέλος. Καθώς στην πρώην σοσιαλιστική κοινωνία διεισδύουν αδηφάγες οι εντροπικές δυνάμεις του δυτικού νεοφιλελευθερισμού, πολλώ δεν μάλλον δε μια παντελώς απροετοίμαστη κοινωνία, «η ελευθερία της κατανάλωσης τής φαίνεται (της Καταρίνα) σαν ένας Τείχος από καουτσούκ της Ινδίας, που χωρίζει τους ανθρώπους από κάθε λαχτάρα που μπορεί να υπερβαίνει τις προσωπικές και στιγμιαίες επιθυμίες τους. Πρόκειται να γίνει άλλος πελάτης;»

 

Η Καταρίνα προς το τέλος αισθάνεται ως έναν βαθμό ενοχές ή έστω νοιώθει άβολα για την προσαρμογή της ανατολικογερμανικής της ταυτότητας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Οι τελευταίες στιγμές του μυθιστορήματος επιβεβαιώνουν την αμφιθυμία της επανένωσης.

Σημ: Ο τίτλος του είναι μία από τις δύο αρχαιοελληνικές λέξεις για το χρόνο. Η λέξη «χρόνος» αναφέρεται σε γραμμικό χρόνο, ενώ η λέξη «καιρός» αναφέρεται στον πιο ευνοϊκό χρόνο για μια ενέργεια ή για ένα εγχείρημα. Στη ρητορική , περιγράφει την ικανότητα να κάνεις «ακριβώς τη σωστή δήλωση ακριβώς τη σωστή στιγμή».

 

Jenny Erpenbeck, Καιρός, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2024

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟμορφιά μέσα από την ασχήμια (του Θανάση Αγάθου)
Επόμενο άρθροA cabinet of curiosities: Μπορεί η τέχνη να κάνει το θαύμα της; (του Δημήτρη Σαραφιανού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ