Η αμφισβήτηση της “γενιάς” (της Βαρβάρας Ρούσσου)

1
898
Προσφατη σχετικά φωτό της ποιητικής γενιάς του ΄70

 

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

Τι σημαίνει «γενιά»; Ομάδα καλλιτεχνών, καλλιτέχνες γεννημένοι στο χρονικό περιθώριο μιας δεκαετίας ή την ίδια χρονιά; Ή μήπως συνήλικοι υπό την επίδραση κοινών εμπειριών και τι είδους; Ποια γεγονότα πώς και γιατί τους επηρεάζουν; Με ποια κριτήρια ομαδοποιούνται ως «γενιά»; Γιατί τοποθετούμε τη λέξη σε εισαγωγικά; Τέτοιου είδους ερωτήματα έχουν τεθεί επανειλημμένα και παρά το ότι παραμένουν ανοιχτά, χωρίς βαθύτερη και μεθοδική μελέτη, και παρά την αρνητική στάση πολλών έναντι της «γενιάς» αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε χρήση.

Το κενό γύρω από την έννοια έρχεται να καλύψει ο Ε. Ματθιόπουλος. Με το διττής στόχευσης εγχείρημα Η έννοια της «γενιάς» αναλαμβάνει να επισκοπήσει κριτικά τις γενεακές θεωρίες και το εύρος των συμφραζομένων εντός των οποίων αυτές συγκροτήθηκαν, επισκοπώντας τους όρους κατασκευής και ερμηνείας αυτών των θεωριών (Ματθιόπουλος 2019, 33) ως πολιτιστικών επινοήσεων. Παράλληλα, εστιάζει στην ιστορία της έννοιας «γενιά» και στις ποικίλες κατευθύνσεις του περιεχομένου της (χρονικές, φυλετικές-εθνικές, ταυτοτικές κλπ), ιδίως κατά την περίοδο νεωτερικής αντίληψης του χρόνου (Ματθιόπουλος 2019, 39).

Η έννοια της «γενιάς» είναι το αποτέλεσμα συστηματικής, πολυετούς έρευνας (και μεταπτυχιακού σεμιναρίου) και εξαντλητικής μελέτης κυρίως της ξένης βιβλιογραφίας, την επεξεργασία της οποίας αποτυπώνει στο βιβλίο του ο Ματθιόπουλος, διατηρώντας την κριτική απόσταση που απαιτεί η επιστημονική θεώρηση. Είναι λοιπόν εμφανές ότι το πώς έφτασε από λέξη σε κοινή, καθημερινή, χρήση, ως στοιχείο χρονικού προσδιορισμού, να φορτιστεί με ποικίλες συνδηλωτικές σημασίες και κυρίως να συνδεθεί με την επιστήμη και να χαρακτηρίσει ολόκληρη την ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας, η θεωρητική δηλαδή διερεύνηση της «γενιάς», αποτέλεσε ένα πεδίο ανεξερεύνητο, που τώρα πλέον χαρτογραφείται στο παρόν βιβλίο.

Ο Ματθιόπουλος εξετάζει την παρουσία της «γενιάς» και τις γενεαλογικές ταξινομήσεις στην ιστορία, την ιστορία της τέχνης και τη λογοτεχνία (τη «μήτρα του κακού» όπως την χαρακτηρίζει, την πηγή απ’ όπου εκρέουν οι πολυπληθείς χρήσεις του όρου και οι ποικίλες ασύμφωνες μεταξύ τους γενεακές θεωρήσεις και κατατμήσεις).

Για να τιθασεύσει το τεράστιο υλικό του ο συγγραφέας παρακολουθεί την κατασκευή γενεακών θεωριών όπως και την επινόηση και αλλαγή χρήσης της «γενιάς» στην ιστορικότητά τους. Έτσι, το σημείο εκκίνησης  στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, είναι η Γαλλία των Διαφωτιστών και παρουσιάζει, μεταξύ άλλων την αντίληψη του Κοντ περί φυσικής διαδοχής των γενεών, την σχεδόν αυτονόητη χρήση της από τον Ταιν (ας θυμηθούμε το έργο του Ταιν στην κριτική λογοτεχνίας και τέχνης και το ότι αυτός κατέλαβε την πρώτη έδρα ιστορίας τέχνης στη Γαλλία το 1864) και τη συχνή χρήση της έννοιας στο έργο του Ντυρκέμ. Γιατί προέκυψε η αναγκαιότητα γενελογικών διαιρέσεων και ταξινομιών ο Ματθιόπουλος το εξηγεί και στο πρώτο κεφάλαιο (βλ. ιδίως το συμπέρασμα σ. 41)  αλλά και, συνοπτικά, στον Επίλογο μέσω του Φουκώ (εξάλλου μέρους του τίτλου του επιλογικού κεφαλαίου αναφέρεται στο Φουκώ): η ίδια η επιστήμη επιζητεί την ταξινομία και η τάση αυτή συλλειτούργησε με τις παραμέτρους εκείνες που αναλυτικά παρουσιάζει στα κεφάλαια του βιβλίου του ο Ματθιόπουλος.

Οι πιο σημαντικοί από τους όρους που χρησιμοποιούνται σήμερα προέρχονται από την κοινή γλώσσα, τη γλώσσα των μη ειδικών, όντας σχεδόν ετερογενείς ως προς την προέλευσή τους (Matei Calinescu .

Η εμφάνιση και το περιεχόμενο του όρου «γενιά» δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς (Ε. Γαραντούδης).

 

Το κεφάλαιο που περιστρέφεται γύρω από την παρουσία της «γενιάς» στη λογοτεχνία παραθέτει παραδείγματα λογοτεχνικών έργων και κριτικών κειμένων που καταλήγουν στο ότι έως τον 20ο αιώνα η χρήση της «γενιάς» είχε γενικευτεί, φαινόμενο που, όπως γνωρίζουμε, ισχύει και για την Ελλάδα.

Η επισκόπηση συνεχίζεται με την εξέταση της χρήσης της έννοιας στη Γερμανία μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο, όπου μπορούμε να παραμείνουμε στις θέσεις του Ντιλτάυ και στην εμφάνιση των νεότευκτων επιστημών, ψυχολογίας και κοινωνιολογίας που στηρίζουν γενεακές θεωρήσεις.

Τα επόμενα κεφάλαια -4ο και 5ο– παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς συνοψίζονται και εξετάζονται οι γενεακές θεωρίες από τον 16ο αι. έως και το Μεσοπόλεμο. Ένα ερώτημα που επιχειρείται να διερευνηθεί εδώ και είναι, νομίζω, σημαντικό, είναι το πότε η «γενιά» εισέρχεται στην τεχνοκριτική. Όπως φαίνεται λοιπόν από την αναλυτική παράθεση και σχολιασμό των απόψεων ο 19ος αιώνας, ιδίως από τα μέσα του και εξής, συνιστά την περίοδο μετακίνησης της «γενιάς» από το πεδίο της βιολογίας-φυσιολογίας στη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης, όπου υπήρξε άγνωστη στον 18ο αιώνα. Και πάλι όμως η επιρροή του «αφελούς θετικιστικού τρόπου σκέψης που είχε κατακλύσει τη δημόσια σφαίρα» (Ματθιόπουλος, 82) με τη διάδοση και φήμη της θεωρίας του Δαρβίνου, συντέλεσε στην επέκταση της γενεακής θεωρίας. Παράλληλα, λειτουργεί και η διπλή θεώρηση της γενιάς απ’ τη μια ως συνέχεια και διατήρηση απ’ την άλλη ως άρνηση και ανανέωση. Πρόκειται για την ανάδειξη της διαχρονικής πλέον αντίληψης περί νέας γενιάς ως πηγή νεωτερισμών και άρνησης της παράδοσης, άποψη η οποία διατρέχει τόσο την ιστορία όσο και την καθημερινή μας λογική. Στο μεσοπόλεμο, και με την επίδραση της εμπειρίας του Α΄ Παγκοσμίου που ισχυροποιεί στην πράξη, υπό την ισχυρή επιρροή του κοινού βιώματος, τη «γενιά», η έννοια παρεισδύει από την εμπειρία στην επιστήμη και παίρνει τη χροιά που της προσδίδει ο εκάστοτε κριτικός ή ομάδα κριτικών τέχνης και λογοτεχνίας φτάνοντας έτσι έως τον επόμενο πόλεμο. Γνωστό παράδειγμα η «χαμένη γενιά» των Αμερικανών λογοτεχνών στο μεσοπολεμικό Παρίσι (πάλι η λογοτεχνία!).

Στα κεφάλαια που έπονται αποδεικνύεται  η υποχώρηση των γενεακών σχημάτων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, οπότε η «γενιά» αντιμετωπίζεται κριτικά από πολλούς ιστορικούς, παρότι μαρξιστές, όπως ο Χομπσμπάουμ, τη χρησιμοποιούν, με ηλικιακή σημασία. Εδώ συζητείται και η θέση του Φουκώ, στην οποία θα επανέλθω. Η αναφορά στον Εσκαρπί ανακαλεί ανάλογες ελληνικές επικλήσεις στο Γάλλο σχετικά με την αμφισβήτηση της «γενιάς» (Γαραντούδης 1992) και την αντικατάστασή της με την έννοια «ομάδα», σαφώς λιγότερο προβληματική.  Μολαταύτα, όπως γίνεται κατανοητό από τα παραδείγματα που συζητά ο Ματθιόπουλος, στην ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης, παρά την υποχώρηση γενεακών θεωριών, η χρήση της γενιάς παραμένει και πάλι φορτισμένη με την ηλικιακή της σημασία. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, πριν τον επίλογο, εξετάζει τη γενιά στην κοινωνιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες.

Ο Ματθιόπουλος καταλήγει στο ότι στη βάση της εννοιολόγησης του όρου βρίσκεται ο βιολογικός παράγοντας, που εκλαμβάνεται ως ηλικία, με τον προσδιορισμό της χρονολογίας γέννησης. Αυτό θα έλεγα είναι ο προσωποκεντρικός παράγοντας που λειτουργεί ισοπεδωτικά για τους καλλιτέχνες εξισώνοντας μηχανιστικά τη χρονολογία γέννησης με τα γνωρίσματα του έργου διαφορετικών ιδιοσυγκρασιακά καλλιτεχνών, εκλαμβάνοντας τις εποχές ως αυτοματισμούς και τον καλλιτέχνη ως μηχανή άμεσης αποτύπωσης των μεταβαλλόμενων συνθηκών. Πρόκειται για θέση που μεταφέρει στην ιστορία και την ιστορία της τέχνης  και στη λογοτεχνία  την αντίληψη ότι ο κύκλος της ζωής των φυσικών οργανισμών διέπει και την ιστορία των πολιτισμών και την τέχνη και την ιστορία αυτής. Η γενιά λοιπόν, αφενός ως συνέχεια -και έτσι με υπόβαθρο τη γραμμικότητα- αφετέρου ως φορέας διαφοροποίησης και ανανέωσης εντάσσεται σε αυτή την πολιτιστική επινόηση.

Με αφορμή αυτά όλα ο λόγος του Ματθιόπουλου, καταιγιστικός, βάλλει, ιδίως στην εισαγωγή, πάνω από μια φορές, με περισσή οξύτητα, εναντίον όσων κάνοντας κατάχρηση του όρου, χωρίς εμβάθυνση σε αυτόν, διακινδυνεύουν ασυλλόγιστα την ίδια την εγκυρότητα της επιστήμης. Ως ένα βαθμό λειτουργούν διαστρεβλωτικά οι συνέπειες που επιφέρει η αυθαίρετη γενεαλόγηση με ανασφαλή και κάθε φορά διαφορετικά κριτήρια και η ανεξέλεγκτη κατάταξη στα στενότατα ή ευρύτατα όρια μιας συνήθως βιολογικής γενιάς, εφόσον αυτά τα όρια μπορούν να συρρικνωθούν ή να εκταθούν ανάλογα με την οπτική του γράφοντος. Νομίζω ωστόσο ότι οι νεότεροι νεοελληνιστές έχουν θέσει υπό ισχυρή αμφισβήτηση και αισθητά περιορίσει από τις έρευνές τους τόσο τον γενεακό διαχωρισμό όσο και τον όρο «γενιά» αναζητώντας άλλου τύπου θεωρήσεις και συσχετισμούς των έργων πλέον (και λιγότερο των ατόμων) με το συγκείμενό τους. Η μετατόπιση δηλαδή από την προσωποκεντρική θεώρηση των έργων στα ίδια τα έργα (πράγμα που επισημαίνει και ο Ματθιόπουλος μιλώντας για την επιρροή του δομισμού και τον Μπαρτ) θέτει ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο τη γενεακή θεώρηση.

Νομίζω ότι εδώ καίρια είναι η συμβολή της θεωρίας. Όπως ο Ματθιόπουλος (Ματθιόπουλος, 182) αναλύει στο σημαντικό -6ο– κεφάλαιο για την παρακμή των γενεακών θεωριών μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η συμβολή του Φουκώ υπήρξε καίρια. Αυτό το κεφάλαιο του βιβλίο νομίζω αποτελεί ένα ισχυρό έναυσμα για να τεθούν οι όροι νέων προσεγγίσεων που θα οδηγήσουν στην απόρριψη της «γενιάς». Η αμφισβήτηση δηλαδή των γεγονότων/συμβάντων ως σταθερών σημείων αναφοράς συνεπιφέρει την ακύρωσή της χρήσης τους ως δείκτες-όρια σε περιοδολογήσεις. Η επανασημασιολόγηση του γεγονότος από τον Φουκώ, η σύνθετη μεθοδολογία της ασυνέχειας, αποτελούν ένα υπόβαθρο αξιοποιήσιμο για να επανατεθεί το ζήτημα με τα θεωρούμενα σταθερά σημεία-πολιτικά γεγονότα που συντελούν και στην περιοδολόγηση.

Μέσω της αναλυτικής παρουσίασης των παραπάνω ζητημάτων  Η έννοια της «γενιάς» σκοπεύει σε έναν κριτικό αναστοχασμό, στην αποτίμηση της αλόγιστης χρήσης του όρου «γενιά» από φιλολόγους, ιστορικούς τέχνης και κριτικούς γενικά. Θα συμβεί όμως αυτό; Θα δημιουργηθεί εκείνη η τόσο δυναμική, αλλά πλέον με μεθοδολογική και θεωρητική βάση,  συζήτηση; Η χρήση ενός ασαφούς όρου με τέτοιες συνδηλώσεις και αυτή την ιστορική πορεία, όπως επιμελώς την παραθέτει ο Ματθιόπουλος, εντέλει θα συντελέσει στην κατάργηση του όρου; Αν και ακόμα μια φορά κατανοήσαμε την βλαπτική συνέπεια της γενεαλόγησης, αν και διαπιστώσαμε για πολλοστή φορά την ελληνική «εξωμερίτικη», κατά Δημαρά, στάση μας, αν αποκτήσαμε εικόνα για την ιστορία του όρου και μαζί βιβλιογραφικό οδηγό προς μελέτη, το ερώτημα ωστόσο παραμένει: τι θα κάνουμε με αυτό το «βολικό τρόπο» (πάλι κατά Δημαρά) να διαιρούμε το χρόνο; Μετά το αρχικό βήμα της ακύρωσης της εργαλειακής αξίας του (βήμα μερικώς πραγματωμένο) θα τον καταργήσουμε και με ποιο τρόπο;

Το βιβλίο δεν μας βοηθά στην απάντηση παρά στη δυνατότητα αυτοκριτικής που μας παρέχει. Ο Ματθιόπουλος καταλήγει ότι η έννοια της γενιάς χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή προσδιορισμό και απουσία επιστημονικής αποσαφήνισης αλλά παραμένει εν αμφιβόλω το αν είναι εντέλει άχρηστη. Πάντως, νομίζω, διαφαίνεται η αμφιβολία του συγγραφέα για το κατά πόσο θα σταματήσει η χρήση της ( Ματθιόπουλος 215-16) εντός ή εκτός εισαγωγικών, συνοδεία επεξηγηματικών ή απολογητικών σημειωμάτων για τον ατελή, όχι καθαρά επιστημονικό όρο σε κείμενα κριτικών, φιλολόγων και ιστορικών τέχνης.

 

info: Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Η έννοια της «γενιάς» στην περιοδολόγηση της ιστορίας, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2019

 

Προηγούμενο άρθροΌλος ο κόσμος μια σκηνή: Μεφίστο και η άνοδος του ολοκληρωτισμού (του Μάνου Κουμή)
Επόμενο άρθρο75 χρόνια γαλλικό νουάρ -Β΄Μέρος (του Μάρκου Κρητικού)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Το όνειρο κάθε απόλυτης θεωρίας είναι να θρονιάζεται ως υπερκείμενο
    πάνω στο σβέρκο της ζωής.
    Και της τέχνης, εννοείται…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ