της Λίλιας Τσούβα
Αν οι προγενέστερες θεωρίες περί προσωπογραφίας, κατά τον Δημήτρη Τζιόβα,[1] βασίζονταν στην «οικονομία της ταυτότητας», η μεταμοντέρνα προσωπογραφία επικαλείται την «οικονομία της διαφοράς». Οι μεταμοντέρνοι ήρωες ξεφεύγουν από την οριστικότητα της ταυτότητας και αδυνατούν να κινηθούν από το φαίνεσθαι στην κατανόηση της πραγματικότητας. Η αφηγηματική τροχιά ξεκινάει από την υποτιθέμενη ομοιογένεια της ταυτότητας, για να καταλήξει στην αέναα πολλαπλασιαζόμενη ετερογένεια: «Η οικονομία της ταυτότητας, όπου παράγει μια μοναδική ολοκληρωμένη αφήγηση, εκείνη του εγώ, ανακόπτει, παράλληλα, τη χρονικότητα της αφήγησης και την έννοια της χρονικής αλλαγής, η οποία είναι αξιωματική στην αφήγηση. Η μεταμοντέρνα προσωπογραφία αντίθετα κρατά την αφήγηση ανοιχτή».
Η Εύα Μαθιουδάκη και ο Κωστής Σχιζάκης στο μυθιστόρημα «Ο φταίχτης», εκδόσεις Καστανιώτη, μολονότι δεν εγκαταλείπουν τη διχοτόμηση στο εσωτερικό είναι και το εξωτερικό φαίνεσθαι, αντικρούουν την έννοια του ολοκληρωμένου εγώ δίνοντας έμφαση στη χρονική διάσταση που υπογραμμίζει την ετερογένεια και την εναλλαγή των ρόλων. Τα πρόσωπα συγκρούονται ανάμεσα στις διττές τους ταυτότητες και παλεύουν ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι. Η σύγκρουση ανάμεσα στις διπλές ταυτότητες καθίσταται επαναλαμβανόμενο μοτίβο του μυθιστορήματος με τις δύο περσόνες να διαμορφώνουν σαφείς αντιθέσεις.
Ο Παναγιώτης, κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης, γεννημένος στην Ευρυτανία και στερημένος από τη γονεϊκή αγάπη στην τρυφερή του ηλικία, έφηβος πια, στην Αθήνα, θα παλέψει με τη διπλή του ταυτότητα και το περιβάλλον θα τον πνίξει. Η νεανική του τάση για ελευθερία, αλλά και η αποξένωση από τη μητέρα, θα τον οδηγήσουν στην παραβατικότητα και το αναμορφωτήριο με αποτέλεσμα τραυματικά βιώματα που θα επηρεάσουν τη ζωή και τις πράξεις του. Από την κατάσταση του θύματος θα μεταβεί στην κατάσταση του θύτη. Κουβαλά τα κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα και διχάζεται ανάμεσα στη λατρεία και το μίσος του γι΄ αυτή. Η μητέρα, είδωλο αποκαθηλωμένο για αυτόν, (αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ιδεατή εικόνα), θα καταδυναστεύσει τις πράξεις και τη συμπεριφορά του. Ο αδελφός του Σωτήρης θα κινηθεί στο ίδιο ψυχολογικό μοτίβο.
Ο Σωτήρης το αίμα του. Ίδια σκοτεινιά, ίδια αντάρα. Μόνο που ο ένας την κατάπινε κάνοντας σχέδια και υπολογισμούς και αυτός την κραύγαζε μέσα από το «είναι» του.
«Θα σας γαμήσω, παλιόσκυλα, θα μάθετε ποιος είναι ο Παναγιώτης του Σπανού!»
Η μητέρα του, Ελένη, καταπονημένη από την εμπειρία ενός γάμου χωρίς έρωτα, μητέρα τεσσάρων παιδιών, με σύζυγο απόντα, αναζητά την αυτοεπιβεβαίωση και την ερωτική απόλαυση μέσα σε κρυφές περιπτύξεις που δεν θα βλάψουν την κοινωνική της εικόνα. Τα μικρότερα παιδιά της, ο Κώστας και η Μαρία, τα προικισμένα παιδιά της οικογένειας, τονίζουν την ετερογένεια ανάμεσα στα μέλη της. Είναι το alter ego των ψυχοπαθολογικών χαρακτήρων (αντίθεση).
Αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου είναι χαρακτήρες αντιφατικοί. Ο Μάκης και ο Ηλίας παλεύουν με τη σεξουαλική τους ταυτότητα την οποία πρέπει να κρύψουν (είναι-φαίνεσθαι). Η Φανή αγαπά έναν παντρεμένο, αλλά θα παντρευτεί τον Ηλία που έχει σχέση με τον Μάκη.
Η Χριστίνα, από την άλλη, το παιδί που ενηλικιώθηκε βίαια, θα υποχρεωθεί να θάψει για πάντα τα παιδικά της όνειρα. Θα υποβιβαστεί σε δουλικό, μια παρακατιανή που κάνει τα θελήματα της αφεντικίνας της. Θα αποχωριστεί την εφηβεία της σαν τα ωραία μακριά της μαλλιά και θα πληρώσει ακριβά τον αθώο έρωτά της για τον Παναγιώτη.
«Χραπ», έκανε το ψαλίδι, εκείνο τον ανελέητο ήχο της αποκαθήλωσης, και οι δύο χοντρές πλεξούδες της είχαν ήδη απαχθεί στα ενδότερα. Ίσα που πρόλαβε να τις δει με την άκρη του ματιού και μετά με το κεφάλι άδειο άρχιζε να ξεφυλλίζει το “Ρομάντζο”, με τις χρωματιστές εικόνες και τις πλάνες αναπολήσεις ηρώων του σινεμά, όση ώρα δηλαδή η βοηθός κατσάρωνε το μαλλί της με τα λεπτά καυτά ρολά του μιζανπλί.
Η Έφη, η ψυχίατρος του Παναγιώτη, με σπουδές και χειραφέτηση, παλεύει ανάμεσα στη σεξουαλική απελευθέρωση και την αδυναμία της να αγαπήσει. Φέρεται αντιφατικά προς τον Νίκο. Τον εγκαταλείπει. Όμως επανέρχεται.
Ο Μενέλαος παίζει τον ρόλο του μέντορα στο μυθιστόρημα, αν ακολουθήσουμε τα 12 βήματα της μονομυθίας του Joseph Campbell.[2] Είναι ο συγχωριανός που θα παρουσιαστεί ως προστάτης της οικογένειας, αλλά που θα συνάψει σχέση με τη μητέρα. Προστάτης επ΄ αμοιβή (άλλη αντίθεση).
Εκτός από τους χαρακτήρες και η δομή του έργου είναι μεταμοντέρνα. Απουσιάζει η γραμμική πορεία των γεγονότων. Γίνεται χρήση πιο σύνθετης δομής. Η ιστορία των προσώπων παρουσιάζεται μέσα από μια σειρά αναδρομών, ενώ το ύφος είναι κινηματογραφικό δηλώνοντας ότι το παρελθόν δεν μπορεί να ανακτηθεί, αλλά μόνον να αναπαρασταθεί. Κάθε κατάδυση στο παρελθόν συνοδεύεται από μια συνέχεια στο παρόν. Οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις ενεργοποιούνται συχνά μέσω συνειρμών, ενώ πολλά γεγονότα προοικονομούνται. Οι μικρές αφηγήσεις, σαν κινηματογραφικές σεκάνς, εισάγουν στο παρελθόν και το παρόν των χαρακτήρων. Ο αναγνώστης εισέρχεται στα άδυτα της σκέψης, αλλά και στο πλέγμα των τόπων και των γεγονότων που συνθέτουν τη ζωή τους. Οι υποκειμενικές αφηγήσεις δίνουν την πολλαπλή διάσταση των πραγμάτων.
Ο χρόνος, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, είναι η βασική κατηγορία της ύπαρξης. Ζούμε μέσα στην διαρκώς συρρικνούμενη σκιά του. Αν θέλουμε να πετύχουμε μέσα στο διάστημα που μας αναλογεί, πρέπει να συγκρουστούμε με τις δυνάμεις που μας αρνούνται τις επιθυμίες μας. Στον Φταίχτη, η σύγκρουση είναι παντού. Οι συγκρούσεις είναι πολυδιάστατες και πολυεπίπεδες. Είναι δομημένες πάνω στο συναίσθημα και περιγράφουν μια συνεχή διαμάχη ανάμεσα σε αυτό που θέλουν οι χαρακτήρες και ανάμεσα σε αυτό που τους εμποδίζει να το κατακτήσουν, ανάμεσα στις καλές και τις κακές τους πλευρές, ανάμεσα στην κανονικότητα και την αταξία, το συναίσθημα και τη λογική, την αθωότητα και τη διαφθορά, την αυθεντικότητα και το δήθεν.
Οι χαρακτήρες συγκρούονται με το εγώ (σώμα, πνεύμα, ψυχή), με τα πρόσωπα (ερωτικούς συντρόφους, φίλους, οικογένεια), με το περιβάλλον (κυρίως με τους κοινωνικούς σχηματισμούς). Το αρχετυπικό μοτίβο του Φάουστ (το τίμημα για κάτι καλό, το παλιό χρέος που ζητάει να πληρωθεί) επανέρχεται. Αντιμαχίες ανάμεσα σε ιδέες, ανάμεσα σε ανθρώπους που υπερασπίζονται αυτές τις ιδέες, με την οικιακή βία την πιο βασική σύγκρουση στο έργο.
Ο Φταίχτης φέρει στοιχεία bildungsroman, μυθιστορήματος διαμόρφωσης. Μόνον που η αγωγή του βασικού ήρωα στο έργο δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Ολόκληρο το τελετουργικό της ενηλικίωσης θα λειτουργήσει έτσι ώστε να αναχαιτιστεί η ωριμότητα. Η αρμονία δεν θα επέλθει. Στο τέλος της διαδρομής ο Παναγιώτης δεν θα αποδειχθεί ικανός να συνδυάσει την υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα. Δεν θα μπορέσει να ελέγξει την ελευθερία του.
Η πλοκή της εσωτερικής διαμόρφωσης του Παναγιώτη συνιστά «μια κυκλική πορεία η οποία, αντί να κορυφώνεται προς τα εμπρός, κορυφώνεται με την επιστροφή στην αφετηρία».[3] Το παλιό τραυματικό βίωμα δεν θα αφήσει τον Παναγιώτη να βρει την ηρεμία μέσα στον γάμο του με τη Χριστίνα και τα επαγγελματικά ανοίγματα του αδελφού του. Το αυθεντικό εγώ του θα τον οδηγήσει στην καταστροφή. Το μυθιστόρημα θα τελειώσει με τη φράση με την οποία ξεκίνησε.
Το ΄χε τότε βάλει σκοπό να την ξεκάνει.
Το κυκλικό αυτό μοτίβο σχετίζεται και πάλι με το θέμα της ταυτότητας. Ο Παναγιώτης, προβληματικός και διχασμένος, βρίσκεται παγιδευμένος στον φαύλο κύκλο που οδηγεί από το παρελθόν στο παρόν και πάλι πίσω στο παρελθόν. Η βίαιη αποκοπή από το περιβάλλον της υπαίθρου, που υποδηλώνεται συμβολικά μέσα από την εικόνα της κατσίκας, (Μας τη φέρανε, Σωτήρη, και την κατσίκα η μάνα μας ή την ψόφησε ή την πούλησε, ποιος ξέρει; Να μείνει μόνο ένα ρημαδιό στο χωριό και αυτή να γίνει Αθηναία. Τώρα πια είμαι σίγουρος), η αποξένωση από την αγκαλιά της μάνας και η πλήρης απομάκρυνση από τον πατέρα θα έχουν τις βαριές τους επιπτώσεις στο μέλλον το δικό του και της οικογένειας.
Τίποτε πια δεν θύμιζε τον έφηβο Παναγιώτη του χωριού, ούτε τον νιόπαντρο Παναγιώτη της Καστέλλας. Όσο και να του έλεγε η γιατρός του ότι έχει γιατρευτεί και ότι σταδιακά θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στην κοινωνία, ο ίδιος δεν είχε πειστεί ότι θα τα κατάφερνε.
Οι χαρακτήρες, παγιδευμένοι μέσα στο κοινωνικό τους περιβάλλον και στον δαιδαλώδη κόσμο τους, άγονται και φέρονται. Οι γυναίκες αναγκάζονται να υπομένουν και να εξαρτώνται. Η σεξουαλικότητα, η γεννητικότητα, όλα αυτά με τα οποία είναι συνδεδεμένες, παρουσιάζονται μέσα από εικόνες μιαρότητας και ταμπού. Αντανακλούν την κοινωνική θέση της γυναίκας ως ευάλωτης φύσης, ως δεύτερου φύλου. Βεβαίως παρουσιάζεται και η χειραφετημένη Έφη που αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη γυναίκα, γιατί η κοινωνία που περιγράφει το έργο κινείται στο μεταίχμιο. Οι δεκαετίες 1970 και 1980 είναι μεταβατικές για την ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Η γυναίκα κάνει τα πρώτα βήματα χειραφέτησης την περίοδο αυτή. Το στοιχείο αυτό φέρνει το έργο κοντά και στο μυθιστόρημα αφύπνισης.
Ρομαντικά και ιδεαλιστικά επίσης μοτίβα καταγράφονται στο έργο μέσα από την αγγελική προσωπικότητα της Χριστίνας. Η Χριστίνα ζει τη δική της θεώρηση για τη ζωή και τον έρωτα, μια υποκειμενική πραγματικότητα που την πλάθει από τις ωραιοποιημένες ιστορίες των φωτορομάντζων που διαβάζει και που γρήγορα διαψεύδονται.
Στο έργο προβάλλεται έντονα η διαφορά ανάμεσα στον αντρικό και γυναικείο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Πιο κοντά στον κοινωνικό κομφορμισμό η γυναικεία συμπεριφορά, αλλά και πιο πρακτική η σκέψη. Οι γυναικείοι χαρακτήρες συνδέονται πρωτίστως με τους ανθρώπους και δευτερευόντως με τις ιδέες. Διακρίνονται για διάθεση προς επικοινωνία και διαλλακτικότητα. Παρατηρούμε από την άλλη ακαμψία στους άντρες, η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι για αυτούς θέμα ταμπού, αντίληψη που θα παίξει σημαίνοντα ρόλο στο έργο.
Αναμφίβολα οι δύο συγγραφείς Εύα Μαθιουδάκη και Κώστας Σχιζάκης αντλούν υλικό από την ιστορική πραγματικότητα στην Ελλάδα των χρόνων 1969-1982. Η μυθοπλαστική παρουσίαση των γεγονότων στον Φταίχτη συνιστά μια επική τοιχογραφία του ιδιωτικού και δημόσιου βίου κατά την εποχή αυτή, εποχή που θα εκθρέψει πολλές από τις παθογένειες του σήμερα. Κοινωνικά φρονήματα και γνωριμίες, ρεμούλες και ρουσφέτια, αντιπαροχή και εγκατάλειψη της υπαίθρου και της πρωτογενούς παραγωγής.
Οι ήρωες του έργου προικίζονται με τις αριστοτελικές ιδιότητες του ήθους: διέπονται από χρηστότητα (είναι ήρωες που προκύπτουν από τις ανάγκες του έργου), από το αρμόττον (είναι σύμφωνοι με την προσωπικότητα που παριστάνουν), το όμοιον (είναι σχετικοί με την εποχή, την κοινωνική τάξη και τις ιδέες τους) και την ομαλότητα (οι ενέργειές τους συνδέονται με την υπόθεση του έργου και γεννιούνται μέσα από τις ιδέες τους).
Το σασπένς στο έργο είναι συνεχές. Ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει το έργο σελίδα προς σελίδα με ενσυναίσθηση και ταύτιση. Όμως δεν υπάρχει αουτσάιντερ, όπως στον κινηματογράφο. Το ταξίδι του ήρωα προς την ενηλικίωση δεν θα έχει αίσιο αποτέλεσμα. Η αναγέννηση (Resurrection)[4] δεν θα επέλθει. Ο ήρωας δεν θα επιστρέψει με το ελιξίριο (elixir)[5] στο τέλος. Ο Παναγιώτης, θύμα μιας αιτιοκρατίας γεγονότων, θα προκαλέσει τη συμπόνια. Δεν είναι ήρωας. Είναι δέσμιος της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ψυχής, αυτής που αντιπροσωπεύει τα καταπιεσμένα ένστικτα, τις υποσυνείδητες επιθυμίες, τον αθέατο εαυτό. Το υποσυνείδητο επηρεάζει τις δράσεις του.
Οι χαρακτήρες στον Φταίχτη είναι επί το πλείστον ζολαϊκοί. Απόκληροι και κακοποιοί, λαϊκοί τύποι, που τους αντιπροσωπεύουν τα λαϊκά τραγούδια της εποχής από τα οποία είναι κατάμεστο το έργο. Αιμομιξία, αλκοολισμός, ναρκωτικά, πορνεία, τα κύρια θέματά του. Αποτυπώνουν το νατουραλιστικό μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς που αποδέχεται τον βιολογικό και κοινωνικό ντετερμινισμό και υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι εξουσιάζονται από τα νεύρα και το αίμα, ωθούνται από τους αμείλικτους νόμους της φύσης τους, τα χαρακτηριστικά τους είναι κοινωνικά και ταξικά προσδιορισμένα. Ως θύματα του κοινωνικού και βιολογικού τους προσδιορισμού, είναι καταδικασμένα να πληρώσουν για τις προγονικές αμαρτίες ωθούμενα στην ανηθικότητα και στη διαφθορά, στη βία και τον αισθησιασμό τον οποίο δεν μπορούν να ελέγξουν. Ο χαρακτήρας του Παναγιώτη είναι τυπικό δείγμα αυτού του αδιεξόδου.
Στο ντετερμινιστικό μοντέλο του Φταίχτη, το κοινωνικό κατεστημένο γίνεται πεπρωμένο. Ο Παναγιώτης δεν θα κατορθώσει να εξαγνιστεί από το δηλητήριο που αφομοίωσε ζώντας στο στερητικό από αγάπη περιβάλλον της οικογένειάς του. Μια μάζα από ύλη και αίμα θα είναι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Η αποκτήνωση θα επέλθει στον βασικό του ήρωα.
Το μυθιστόρημα της Εύας Μαθιουδάκη και του Κώστα Σχιζάκη, ο Φταίχτης, είναι ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα με θέμα του τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας, της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Προσφέρει στον αναγνώστη πρόσβαση στην «τραγική κοινοτοπία της καθημερινότητας»[6] και αποδεικνύει τη θλιβερή παρακμή του πολιτισμού μας, αφήνοντας παράλληλα έναν σκοτεινό υπαινιγμό για το μέλλον στην περίπτωση που η ανθρώπινη συμπεριφορά αφήνεται στις ανεπανόρθωτα βίαιες και ανορθολογικές δυνάμεις. Βασισμένο στη νατουραλιστική αντίληψη, που συνδυάζει τη «νεοδαρβινική πίστη στην επιβίωση του ισχυροτέρου με τον απλουστευμένο νιτσεϊσμό που δεν αναγνωρίζει καμία ηθική αρχή πέρα από την επιβεβαίωση»,[7] θέτει σοβαρούς προβληματισμούς για τους γονείς και τους πολίτες, ενώ συναρπάζει με τη δύναμη της γραφής του.
Βιβλιογραφία
Campbell, Joseph 2001. Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα, Αθήνα: Ιάμβλιχος.
Τζιόβας, Δημήτρης 2007. «Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία», Αθήνα: Πόλις.
Travers, Martin 2005. Εισαγωγή στην Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία από τον Ρομαντισμό ως το Μεταμοντέρνο. Μετάφραση: Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη. Επιστημονική επιμέλεια: Τάκης Καγιαλής, Αθήνα : Βιβλιόραμα.
[1]Τζιόβας 2007
[2] Campbell 2001.
[3]Τζιόβας 2007
[4] Campbell 2001.
[5] ό. π.
[6] Travers 2005, 182.
[7] Travers 2005, 179.