της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Και τότε έσκυψε προς το μέρος μου, και, σαν να εμπιστευόταν κάποιο μυστικό, μου ψιθύρισε: “Ο κόσμος, κύριε, υποφέρει από την απελπιστική ασημαντότητα του ανθρώπινου είδους”». Σαν μια όμορφη άσκηση της ομηρικής Οδύσσειας, με τη νύμφη Καλυψώ να προσπαθεί να κρατήσει κοντά της τον Οδυσσέα προσφέροντάς του την αιωνιότητα, μοιάζει το ξεκίνημα, με πλάγιους χαρακτήρες, του ογκώδους μυθιστορήματος «Η μεγάλη ιδέα» του Γάλλου Αντόν Μπεραμπέρ (εκδόσεις Πόλις). Η κατασκευή της ασυνήθιστης και παραληρηματικής ιστορίας του είναι μακρά και δύσκολη, αφού «οι αντιφάσεις των αληθινών ανθρώπων δυσκολεύουν τους κατασκευαστές των μύθων».
Σαούλ Καλογιάννης. Ένα «όνομα σοβαρό», που παραπέμπει στη Βίβλο και στην ιδέα της ομορφιάς, επαναλαμβάνεται σαν ξόρκι. Ένα όνομα στα χείλη του καθενός που περικλείει πολλούς κόσμους κι άλλους τόσους θρύλους. Ήρωας, μεγάλος πολεμιστής, λιποτάκτης, προδότης, χίμαιρα; Ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή να διηγηθεί. Για τον Σαούλ Καλογιάννη δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα στην αρχή του μυθιστορήματος. Αργότερα μαθαίνουμε ότι συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, εκεί όπου η ουτοπία της «μεγάλης ιδέας» μετατράπηκε σε εφιάλτη. Όταν έπεσε η «Πόλη», σε μια ιδιαίτερα σκληρή μάχη, έσωσε μια χούφτα στρατιώτες που είχαν εγκλωβιστεί από τον τουρκικό στρατό, μεταφέροντάς τους σε ένα μικρό πλοίο. Τι ακριβώς συνέβη στον Καλογιάννη μετά την κόλαση της Σμύρνης κανείς δεν ξέρει πραγματικά.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ένας νεαρός Έλληνας πανεπιστημιακός ερευνητής (και ανώνυμος αφηγητής της «Μεγάλης Ιδέας») αφιερώνει τη διατριβή του σε αυτόν τον αλλόκοτο άνδρα προσπαθώντας να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του και να αφηγηθεί τα κατορθώματά του. Η έρευνα τον οδηγεί σε διάφορους χαρακτήρες και σε πολλούς τόπους σε όλο τον κόσμο, αναζητώντας τα ίχνη του και συλλέγοντας μαρτυρίες. Κάθε κεφάλαιο αντιστοιχεί σε μια μαρτυρία, σε ένα νέο μέρος. Αλλά οι μαρτυρίες είναι ασαφείς, αντικρουόμενες, σημαδεμένες από τη φαντασίωση. Όσο η έρευνα προχωρά προς την «αλήθεια», τόσο περισσότερο αυτή διαφεύγει. Γιατί απλούστατα «ένας μύθος δεν διεκδικεί σαφήνεια, αντιφάσκει, μερικές φορές ξεχνιέται σε λεπτομέρειες άσχετες».
Η γραφή είναι πολύ περίτεχνη, τόσο αναλυτική στο λεξιλόγιο, στον καταιγιστικό ρυθμό, στη μουσικότητα των προτάσεων, που δυσκολεύει τον αναγνώστη ειδικά στο πρώτο κεφάλαιο όπου δεν υπάρχει ένδειξη τόπου και χρόνου, μέχρι να αφεθεί στη ροή των λέξεων και την αφθονία των εικόνων, μέχρι να βυθιστεί ολοκληρωτικά στο μυθιστόρημα απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα και το στυλ παρά την ιστορία αυτή καθαυτή. Στο πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, ο 34χρονος σήμερα Αντόν Μπεραμπέρ εμπνέεται από τα ομηρικά έπη και καταθέτει ένα φιλόδοξο έργο το οποίο κουβαλά τα στοιχεία του έπους, με ένα πυκνό αφηγηματικό πλαίσιο που συνδυάζει το ρεαλισμό με την ποίηση. Είναι σπουδαίο όχι μόνο για το νόημα της ιστορίας του, που δεν είναι παρά ο μύθος της περιπλάνησης σε κάθε εποχή, αλλά και για τη δύναμη της γραφής του που μας ζητά να χαθούμε μέσα σ΄ αυτήν, να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί και να συναρμολογήσουμε οι ίδιοι τα κομμάτια του παζλ χωρίς να χάσουμε την απόλαυση της ανάγνωσης.
Το μυθιστόρημα, το οποίο παραδόξως έρχεται από το εξωτερικό, αποκτά για το ελληνικό κοινό ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν όψει του επετειακού έτους των εκατό χρόνων από τότε που θάφτηκε οριστικά η αλυτρωτική «μεγάλη ιδέα» με τις γνωστές οδυνηρές συνέπειες. Οι ιστορικές λεπτομέρειες θίγονται ελάχιστα και σπάνια στις σελίδες του βιβλίου. Δεν είναι αυτός ο στόχος του συγγραφέα. Τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία προφανώς γνωρίζει άριστα, λειτουργούν προσχηματικά προκειμένου να καταδείξει την πραγματική φύση του ταξιδιού, «δηλαδή το ανέφικτο της επιστροφής, το μοναδικό νόημα της ύπαρξης», μέσα από την ανάπτυξη μιας πρωτότυπης σύνθεσης, σχεδόν ποιητικής.
Μήπως ο Καλογιάννης εκπροσωπούσε μόνο τον εαυτό του και «κανένας δεν θα μάθει ποτέ σε ποιόν αιώνα ανήκε»; Μήπως απλώς επέζησε από την εκστρατεία στην Ανατολή, «σαν ένα από εκείνα τα πανάρχαια έπη που ανταγωνίζονται την Ιστορία»; Οι μαρτυρίες για τον Σαούλ Καλογιάννη μιλούν για μια περιπέτεια από την Ανατολή στα Βαλκάνια και από εκεί στην Αμερική και μετά επιστροφή στην πατρίδα για να ταφεί κρυφά από μια ηλικιωμένη γυναίκα που τον περιμένει σαν την Πηνελόπη. Ωστόσο η φιγούρα του, την οποία προσπαθεί να φωτίσει ο αφηγητής, φαίνεται περιέργως να ξεφεύγει, είναι άπιαστη, σαν να έχει περάσει πάνω του το σφουγγάρι, σαν να έχει «λιώσει στη μηχανή που φτιάχνει μύθους».
«Η αλήθεια του ανθρώπου μου διαφεύγει: ένα πράγμα μόνο αγγίζω απ΄ αυτό τον ήρωα, τον μεγάλο του ίσκιο», λέει ο αφηγητής. Ίσως γιατί ο ήρωας ενσαρκώνει τον μύθο, με πολλές όψεις και ερμηνείες. Ένας μύθος που συναντάται σε Ευρώπη και Αμερική κι έχει αφήσει πολύ ασαφή ίχνη στη συλλογική συνείδηση. «Δεν γνώρισα πραγματικά τον Σαούλ Καλογιάννη. Μου επανέλαβαν πολλές φορές ότι αυτός ο τύπος ήταν ξεχωριστός…» Σε άλλα σημεία διαβάζουμε ότι άνθρωποι διηγούνται ότι ήταν στρατηγός, ότι τον φαντάζονταν αποσχηματισμένο ιερέα και του απέδιδαν σοσιαλιστικές ιδέες, ότι ήταν μεγάλος επαναστάτης και κατοικούσε στη Μόσχα μεταφράζοντας μαρξιστικά φυλλάδια, ότι υπηρετούσε τη βασίλισσα του Λονδίνου ως αγγελιοφόρος, ότι τον περιμάζεψαν σιωνιστές αγωνιστές στη Χάιφα, ότι κολύμπησε μέχρι την Ιταλία όπου, σαν τον άγιο Φραγκίσκο, μίλησε στα πουλιά για την ελευθερία, ή ότι τον άκουσαν να τους μιλάει για τα ταξίδια του Πυθέα που αντίκρυσε πρώτος τις απόκρημνες ακτές της χώρας των Υπερβορείων. Οι μάρτυρες, είτε επιφυλακτικοί να μιλήσουν, είτε λιγόλογοι και χαμηλόφωνοι, μπλέκονται στις αντιφάσεις τους και πάντως ενσαρκώνουν την ανάγκη του ανθρώπου να έχει επαφή με τον θρύλο, την ιστορία και την αλήθεια. «Ένας μύθος είναι διφορούμενος, σαν τα Ιερά Πρόσωπα», μας λέει ο συγγραφέας.
Η «Μεγάλη Ιδέα» επιστρατεύει στην πλοκή της και τον Ανρί ντε Μονφρέντ. Με τον μοναχικό ταξιδευτή, θαλασσοπόρο και συγγραφέα ο αινιγματικός Σαούλ Καλογιάννης διασταυρώνεται στον Ατλαντικό όπου όλοι είναι ίσοι: «κανένας δεν φτύνει περισσότερο νερό από τον άλλο όταν πνίγεται». Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, το ταξίδι του προς τις ακτές του Νέου Κόσμου, διασχίζοντας τον ωκεανό, σαν βουτιά στο σκοτάδι, είναι από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου. Αφήνεται να τον παρασύρουν τα κύματα, τον γδύνουν, το σώμα του «καθαρίζεται» και φτάνει γυμνός στην Αμερική σαν άλλος Οδυσσέας στη γη των Φαιάκων όπου, ίσως, βρει παρηγοριά στη Ναυσικά, εκτός κι αν καταφέρει να επιστρέψει στο σπίτι του… Στην Αμερική υπάρχει «η Πόλη», αυτό το ορόσημο των γιγάντων, που έλκει το βλέμμα του αλλά δεν του προσφέρει καταφύγιο. Επιχειρώντας μια μεγάλη αφήγηση και διαμορφώνοντας έναν σύγχρονο Οδυσσέα, οικουμενικό και διαχρονικό, ο συγγραφέας συνδιαλέγεται διαρκώς με τα ομηρικά έπη πάνω απ΄όλα, αλλά και με μυθικά και υπαρκτά πρόσωπα ή κομμάτια της παγκόσμιας Γραμματείας όπως το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν και τα ρομανθέρος της Ιβηρικής χερσονήσου.
Αναζητώντας την αλήθεια κι ενώ ο ήρωας απεικονίζει την επική διαδικασία που περιλαμβάνει την αλήθεια και το ψέμα, τη λήθη και την υπερβολή, ο αφηγητής από ερευνητής και γραφιάς μετατρέπεται σταδιακά σε βασικό παίχτη της ιστορίας, δίνοντας μια επιπλέον διάσταση στο μυθιστόρημα. Στο κεντρικό μέρος του που αφορά στον εγκλεισμό του σε μια ολοκληρωτική Ελλάδα, αυτή της Χούντας των Συνταγματαρχών, αναρωτιέται για τον τρόπο με τον οποίο κάθε χώρα, ξαναγράφει την ιστορία της, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από «επιλήσμονες πολιτείες» το «Μεγάλο Παρελθόν», για τη διαδικασία της damnatio memorieae (καταδίκη της μνήμης, όπως εφαρμοζόταν στην αρχαία Ρώμη, σύμφωνα με τι διαφωτιστικές σημειώσεις της μεταφράστριας). Όμως οι μύθοι δεν έχουν δικαίωμα ιθαγένειας, ειδικά όταν εξυμνούν την ελευθερία.
Ο μύθος, μας λέει ο Μπεραμπέρ, μοιάζει με «θαλασσινό τραγούδι», είναι «η φωνή του ανθρώπου που ψάχνετε σήμερα» και «το ανθρώπινο αυτί εξακολουθεί να τη διακρίνει μέσα στον σάλο από εσωτερικές φωνές, σαν τον Οδυσσέα στον Άδη που ξαφνιάστηκε καθώς, μέσα στο πλήθος των νεκρών, τα πρόσωπα των δικών του ξεχώριζαν τόσο καθαρά». Τελικά, όπως όλα τα σύμβολα και όλοι οι μύθοι, η ιστορία του Σαούλ Καλογιάννη ανήκει σ΄ όλο τον κόσμο και λίγη σημασία έχει αν δεν παρουσιάζει καμιά απόδειξη, κανέναν μάρτυρα. Ο καθένας προβάλλει στο πρόσωπό του κάτι από τον εαυτό του.
Με τυφλή πίστη στις δυνάμεις της υψηλής λογοτεχνίας, ο Αντόν Μπεραμπέρ κάνει το ντεμπούτο του με ένα μυθιστόρημα εξαιρετικής λογοτεχνικής ζωντάνιας και φιλοδοξίας, ανοιχτό στη μεγάλη πνοή του έπους. Όσο λίγα στοιχεία γνωρίζουμε για τον ήρωά του, η ίδια η ενσάρκωση της ομηρικής Οδύσσειας με σύγχρονους όρους, τόσο λίγα ξέρουμε και για τον ίδιο τον συγγραφέα: γράφει με ψευδώνυμο, γεννήθηκε το 1987 σε προάστιο του Παρισιού, σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία, διδάσκει αρχαία ελληνικά και λατινικά, ζει στο Κάιρο. Σίγουρα γνωρίζει πολύ καλά την Ελλάδα και την ιστορία της και έχει μια πολλά υποσχόμενη λογοτεχνική μοίρα.
Anton Beraber, Η μεγάλη ιδέα, μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου,Πόλις
Βρες το εδώ