Η αλήθεια χρειάζεται ψέματα για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε(της Δήμητρας Ρουμπούλα) 

0
600

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα 

«Η αλήθεια χρειάζεται ψέματα για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε». Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τασμανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Φλάναγκαν μάς φέρνει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εστιάζοντας σε μια εποχή όπου η αλήθεια των γεγονότων παραμορφώνεται, ο κόσμος δηλητηριάζεται από ψέματα και απάτες,  το πραγματικό γεγονός υπονομεύεται από τα  τηλεοπτικά ριάλιτι που είναι στο φόρτε τους.

Το «Σε πρώτο πρόσωπο» (εκδ.  Ψυχογιός) έρχεται μετά από το Βραβείο Μπούκερ, το οποίο κερδίζει ο Φλάναγκαν το 2014 για το συγκλονιστικό «Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά» και εκτινάσσει τη φήμη του. Γραμμένο τρία χρόνια μετά τη σπουδαία διάκριση, αντλεί την έμπνευσή του από μια ιστορία που έζησε ο συγγραφέας στα 1991 όταν δούλευε οικοδομή και προσπαθούσε να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Τότε, μέσω ενός φίλου του και σωματοφύλακα του μεγαλύτερου απατεώνα της Αυστραλίας, του Τζον Φρίντριχ, του προσφέρθηκαν 10.000 δολάρια για να γράψει την αυτοβιογραφία του ως «φανταστικός συγγραφέας» μέσα σε έξι εβδομάδες. Ο Φρίντριχ, ο οποίος είχε καταχραστεί ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε σημερινά λεφτά, συνεργάστηκε μαζί του στη συγγραφή του βιβλίου για τρεις εβδομάδες και μετά αυτοκτόνησε. «Έμεινα να κάνω τον συγγραφέα-φάντασμα σε ένα φάντασμα», λέει ο Φλάναγκαν.

Στη φανταστική εκδοχή της αληθινής ιστορίας, ο Φλάναγκαν επινοεί τον Κιφ Κέλμαν, έναν νεαρό επίδοξο συγγραφέα που ζει με την έγκυο  σύζυγό του και την τρίχρονη κόρη τους στο Χόμπαρτ, πρωτεύουσα της Τασμανίας. Η οικονομική τους κατάσταση είναι φρικτή, εκείνος κάνει διάφορες δουλειές για να τα βγάλει πέρα και επιπλέον προσπαθεί να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα το οποίο «δεν του βγαίνει». Σε αυτή την απελπιστική κατάσταση προσεγγίζεται από τον παιδικό του φίλο Ρέι, με την προσφορά ενός ριψοκίνδυνου συγγραφικού εγχειρήματος. Ο διαβόητος απατεώνας Ζίγκφριντ Χάιντλ, κοινώς «Τζίγκι», ένας άντρας που πρόκειται να καταδικαστεί για απάτη στις τράπεζες 700 εκατομμυρίων δολαρίων κατά την διάρκεια της λειτουργίας του Αυστραλιανού Οργανισμού Ασφαλείας, χρειάζεται έναν φανταστικό συγγραφέα (ghostwriter) για την αυτοβιογραφία του που πρέπει να εκδοθεί πριν από τη δίκη. «Οι Αυστραλοί γουστάρουν τους ήρωες τους κακούς. Αμετανόητους. Αυτό είναι το νόημα», εξηγεί στον Κιφ ένας  εκδότης από τη Μελβούρνη, προσφέροντάς του 10.000 δολάρια για εργασία έξι εβδομάδων.

Μετά από αρκετούς δισταγμούς, ο Κιφ αποδέχεται την πρόταση, καθώς η αμοιβή είναι άκρως δελεαστική και, επίσης, ίσως εισέλθει στον πολυπόθητο χώρο των εκδόσεων. Αυτό όμως που φαντάζει ως μια απλή πρόταση κάθε άλλο παρά τέτοια είναι, καθώς ο Τζίγκι αποδεικνύεται αινιγματικός και μη συνεργάσιμος. Στο γραφείο που τους έχει παραχωρήσει ο εκδότης, ο Τζίγκι καταναλώνει τον περισσότερο χρόνο σε τηλεφωνικές συνομιλίες με δικηγόρους και δημοσιογράφους, κλείνει «δουλειές» ή εξαφανίζεται σε γεύματα. Έχει πολλά ψέματα να καλύψει, πολλές αναλήθειες να ευθυγραμμίσει για να θέλει έναν συγγραφέα που θα μπορούσε να βγάλει νόημα από την παρωδία της ζωής του. Ο Κιφ προσπαθεί απεγνωσμένα να του αποσπάσει πληροφορίες για τη ζωή, τη δράση και τα κίνητρά του. Μάταια όμως. Κάθε φορά που τον «στριμώχνει», ακούει γρίφους, ρητορικά σχήματα, φιλοσοφικούς αφορισμούς – «Μια ζωή δεν είναι κρεμμύδι για να ξεφλουδιστεί ….Είναι μια επινόηση που δεν τελειώνει ποτέ».

Τα γεγονότα και οι λεπτομέρειες δεν ανήκουν στο ρεπερτόριο του «πιο καταζητούμενου της Αυστραλίας». Το μόνο που καταφέρνει ο αόρατος συγγραφέας είναι να συλλέξει κάποιες δελεαστικές νύξεις μιας επικής, επικίνδυνης ζωής: «δουλειές» με τη CIA και τη NASA στη Χιλή του Αλιέντε, στο Λάος και αλλού, φόβος ότι οι τράπεζες εκεί έξω θέλουν να τον δολοφονήσουν, μυστήριο γύρω από έναν λογιστή που εξαφανίστηκε το 1987. Σκιές χωρίς αποδείξεις.  Όλα αυτά πιθανώς ένα ψέμα, μια άρνηση της πραγματικότητας;

Καθώς οι εβδομάδες περνούν, ο Κιφ απελπίζεται πως το βιβλίο δεν θα τελειώσει ποτέ και δεν θα κερδίσει τα χρήματα που χρειάζεται η οικογένειά του, η οποία στο μεταξύ πληθαίνει με τα δίδυμα που γεννιούνται. Ο εκδότης, ο οποίος έχει καταστήσει σαφές ότι ενδιαφέρεται μόνο για «τις πωλήσεις», γι΄ αυτό και δεν αγαπά τη λογοτεχνία,  πιέζει απειλητικά: «Αν δεν μιλήσει αυτός, δεν υπάρχει βιβλίο. Χωρίς βιβλίο στο τέλος των έξι εβδομάδων, δεν υπάρχουν λεφτά για σένα». Ο Χάιντλ δείχνει να μην συναισθάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο να τραβήξει τον Κιφ στον δικό του κόσμο, να τον χειραγωγήσει, και κυρίως να παίρνει προκαταβολές από τον εκδότη. Στην ερώτηση για το πώς κατάφερε την απάτη του, απαντά ειρωνικά: «σαν συγγραφέας». Και μερικές στιγμές αργότερα: «Τι νομίζεις πως είναι ένας επιχειρηματίας; Ένας πολιτικός; Είναι μάγοι – επινοούν πράγματα. Οι ιστορίες είναι το μόνο που έχουμε για να μας κρατούν ενωμένους. Η θρησκεία, η επιστήμη, τα χρήματα… είναι όλα απλώς ιστορίες (…) Οι τράπεζες απλώς σταμάτησαν να πιστεύουν την ιστορία μου».

Ενώ ο Χάιντλ ως χαρακτήρας είναι βαθιά συναρπαστικός, ο Φλάναγκαν παρουσιάζει με εξαιρετική ευαισθησία τις ανησυχίες του Κιφ που διογκώνονται από τον σταδιακά καταρρέοντα γάμο του. Η συγγραφή της ιστορίας προχωρά με σκαμπανεβάσματα, κινδύνους για ματαίωση του σχεδίου, επαναλήψεις συχνά κουραστικές στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το μυστήριο γύρω από τη δράση του ήρωα δεν ξεδιαλύνεται και η προσωπικότητά του αδυνατεί να σκιαγραφηθεί. Ο Χάιντλ – προφανώς σαν τον  Φρίντριχ , η «καριέρα» του οποίου και το άσχημο τέλος αναπαράγονται εδώ ακριβώς – είναι τύπος που δεν αποκαλύπτει εύκολα κάτι για τον εαυτό του. Η τέχνη του είναι «να σας αφήσει να δημιουργήσετε το ψέμα σας από την αλήθεια του».

«Οι αναγνώστες χρειάζονται μια ιστορία. Το εμπόριο χρειάζεται μια ιστορία», επιμένει ο εκδότης. Αποφασισμένος να μην τα παρατήσει, ο Κιφ γεμίζει σελίδες με γεγονότα που επινοεί ο ίδιος σαν να γράφει μυθιστόρημα, περιγράφει συναισθήματα και αφήνεται στη δύναμη των λέξεων.

«Σκεφτόμουν την αυτοβιογραφία του σαν βιβλίο μου;» αναρωτιέται. Όσο περισσότερο τον επινοεί, τόσο περισσότερο η σελίδα γίνεται Χάιντλ και ο ήρωας εισχωρεί μέσα του. Μόνο όταν επιστρέφει τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι του, προσπαθεί να τον ξεπλύνει από πάνω του. Ενώ το δικό του μυθιστόρημα που προσπαθούσε επί χρόνια να γράψει υπέφερε από έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, τώρα φοβάται πως η πρώτη του αυτοβιογραφία γίνεται μυθιστόρημα. «Στο κάτω κάτω, η μυθοπλασία δεν είναι ψέμα, αλλά αλήθεια, μια θεμελιώδης και απαραίτητη αλήθεια, που τη χρειαζόμαστε όπως χρειαζόμαστε το φαγητό και το σεξ», έχει πει ο Φλάναγκαν αναφορικά με την εμπειρία του με τον Φρίντριχ. «Γιατί αν το ψέμα μας οδηγεί στο σκοτάδι, η μυθοπλασία μας δίνει τη δυνατότητα της υπέρβασης και της απελευθέρωσης…» Καταδικασμένος να γράψει με τη φωνή του Χάιντλ ένα ολόκληρο βιβλίο και μάλιστα ελκυστικό για τους αναγνώστες, ο Κιφ ανακουφίζεται μετά το πέρας των έξι εβδομάδων όταν η ιστορία, έχοντας πάρει πια απρόσμενες στροφές, έρχεται ξανά στο προσκήνιο για να ολοκληρωθεί αναγκαστικά με επινοήσεις και μόνο. «Ο συγγραφέας-φάντασμα που γράφει για λογαριασμό φαντασμάτων».

Με συχνές αναφορές ο Φλάναγκαν επιμένει στη βάσανο της γραφής. Πώς καθορίζεις τις λέξεις με βάση την ακριβή σημασία τους; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επισημαίνει, «η διασκέδαση φαινόταν να βρίσκεται στο να τις αφήνεις ελεύθερες να πραγματοποιούν αισχρότητες και θαύματα, στο να τις παρακολουθείς να διαπράττουν χυδαιότητες και στο να εκπλήσσεσαι από τις αναπάντεχες στιγμές τους». Υπάρχει και εκείνος «ο απατηλός μύθος της τέχνης», δηλαδή «η ανοησία πως πρέπει να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας για ν΄ ανακαλύψουμε τον κόσμο, όταν πάντα μόνο πηγαίνοντας μέσα μας ανακαλύπτουμε την αλήθεια οποιουδήποτε πράγματος».

Η ιδιότυπη αυτή αυτοβιογραφία αντί να διακριθεί με κάποιο βραβείο, όπως επιδιώκει ο Κιφ, ο ίδιος βρίσκει την επιτυχία σε άλλους τομείς που του προσφέρουν άφθονο χρήμα και άνετη ζωή. Η αλλαγή της χιλιετίας τον βρίσκει να δημιουργεί τηλεοπτικά ριάλιτι, όπου η φαντασία και η πραγματικότητα χάνουν τους διακριτούς τους ρόλους, και να αναρωτιέται αν ο Χάιντλ ήταν «το μόνο αληθινό πράγμα που γνώρισε ποτέ». Σημάδι των καιρών.

«Χρειαζόμαστε έναν άνδρα σαν τον Ζίγκι», του λέει ο φίλος του Ρέι χρόνια μετά. «Κάποιον που να κάνει πράγματα, κάποιον που να κάνει τη δουλειά. Όχι για τον εαυτό του. Για τους άλλους. Για μάς». Ο Χάιντλ μπορεί να εξαπάτησε τις τράπεζες, επισημαίνει ο Ρέι, αλλά οι τράπεζες εξαπατούν όλους τους άλλους, και ίσως αξίζουν ακόμη περισσότερο να παραπλανηθούν. «Ο κόσμος τον είχε σε εκτίμηση». Μήπως, σκέφτεται ο Κίφ, ο Ζίγκι δεν ήταν τόσο το πρόσωπο του κακού, όσο «με τον τρόπο του ένας ηγέτης του μέλλοντος»;

Μια αποκάλυψη γίνεται στη Νέα Υόρκη, όταν ο επιτυχημένος και πλούσιος πλέον Κιφ συναντάται με την άλλοτε επιμελήτρια της αυτοβιογραφίας του Χάιντλ. Σε ένα γεύμα τους, μια αστραφτερή νεαρή συγγραφέας μπεστ σέλερ από το Μπρούκλιν εκθειάζει τις αυτοβιογραφίες, είδος που η ίδια υπηρετεί με εμπορική επιτυχία, και βάλλεται εναντίον της λογοτεχνίας: «Και μόνο η σκέψη ενός κατασκευασμένου χαρακτήρα που κάνει κατασκευασμένα πράγματα σε μια κατασκευασμένη ιστορία με κάνει ν΄ αναγουλιάζω. Ελπίζω ειλικρινά να μην ξαναδιαβάσω ποτέ άλλο  μυθιστόρημα». «Τα μυθιστορήματα αποδυναμώνουν την πραγματικότητα», παίρνει τη σκυτάλη ο συνοδός της για να συμπληρώσει εκείνη:  «Καθένας θέλει να είναι το πρώτο πρόσωπο. Η αυτοβιογραφία είναι το μόνο που έχουμε (…) Χρειαζόμαστε να δούμε τον εαυτό μας».

Όπως και μια αυτοβιογραφία, έτσι και το «Σε πρώτο πρόσωπο» αφορά τη νοσταλγία για μια χαμένη ηλικία ή εποχή, όταν τα ψέματα μπορούσαν ακόμη να μας τρομάξουν. Αυτό που ακολούθησε, σκέφτεται ο Κιφ, ήταν ένας κόσμος «όπου κάτι είχε τελειώσει και κάτι άλλο, κάτι απίστευτο άρχιζε, απέναντι στο οποίο ήμασταν ανίσχυροι να ενεργήσουμε, αλλά το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να παρατηρούμε, περιμένοντας να ξυπνήσουμε και να ουρλιάξουμε μην καταλαβαίνοντας πως στην πραγματικότητα ήμασταν καταδικασμένοι σ΄ έναν ξύπνιο εφιάλτη που δεν τελείωσε ποτέ, έναν κόσμο όπου ούτε μια καρδιά δεν ήξερε πώς να συγκινήσει μιαν άλλη».

Έναν κόσμο όπου όλοι ήθελαν και θέλουν να είναι το πρώτο πρόσωπο, κάτι σαν «λογοτεχνική σέλφι», όπως λέει και ο Φλάναγκαν.

 

info:  Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, Σε πρώτο πρόσωπο , εκδ. «Ψυχογιός», μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, σελ. 458

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧρήστος Τσιάμης, Η ζωή μου πριν και μετά (έρωτες και αναγνώσεις)
Επόμενο άρθροΓραφή και Μνήμη την εποχή της αθωότητας: το Space Invaders της Νόνα Φερνάντες (του Μάνου Κουμή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ