Της Αγάθης Γεωργιάδου
Τι κοινό έχουν η ποίηση, η φιλολογία και μια καρέκλα αλαφροΐσκιωτη; Μήπως το όνειρο που τα διατρέχει; Σε μια καρέκλα μπορεί κανείς να ονειρεύεται, όπως στην πολυθρόνα της Σονάτας του Ρίτσου, ή και να χάνεται μέσα στους στοχασμούς του, να σκέφτεται και να παράγει ποίηση εσωστρεφή, διεισδυτική. Και η φιλολογία; Αυτή διαμορφώνει το στιβαρό υπόστρωμα των ποιητικών στοχασμών. Είμαστε, άλλωστε, ό,τι διαβάζουμε. Ωστόσο, αν δεν υπάρχει το όνειρο, το ελαφρύ, το ανάερο, το εμπνευσμένο, δεν υπάρχει ποίηση. Κι αν η έμπνευση δεν μετασχηματιστεί σε επίπονη δημιουργία, δεν είναι Ποίηση.
Γι’ αυτό και χρειάζεται η «ηλεκτρισμένη» καρέκλα, αυτή που κρατάει δέσμιο τον δημιουργό στη διάρκεια της νύχτας, με φεγγάρι ή χωρίς, ώστε να κεντάει την κάθε λέξη, τον κάθε ήχο, το κάθε νόημα, όλες τις αστραπές του νου. «Κανένα θαύμα δεν είχε εκείνη – ούτε και οι άλλες, οι προηγούμενες και οι επόμενες νύχτες μου», γράφει η Βιβή Κοψιδά – Βρεττού στα «Προ-λογικά» της με τίτλο «Η τυραννία της αλαφροΐσκιωτης καρέκλας» στο νέο της πεζο-ποιητικό πόνημα με τίτλο Η Aλαφροΐσκιωτη καρέκλα (Εκδόσεις Βακχικόν, 2023): «Ούτε θαύματα, ούτε μάγια. Κανονικές νύχτες ήταν, με φεγγάρι ή αφέγγαρες, με φώτα σβηστά, με ματόφυλλα κλειστά πόρτες και παράθυρα και άνθρωποι και ζωντανά. Μονάχα τ’ αστέρια και οι αδέσποτες γατούλες που πηγαινοέρχονται στους παραταγμένους ξέχειλους σκουπιδοτενεκέδες. Κι εγώ, καθισμένη στην ηλεκτρισμένη καρέκλα, να της μεταδίδω τους γρήγορους παλμούς που καταγράφει ο παλμογράφος. Πόση αγωνία, πόσα παιδέματα, πόσες ανασφάλειες, πόσες δοκιμές και αποτυχίες, για τη λέξη, το νόημα, τον ήχο, τη συναρμογή και την εναρμόνιση όλων αυτών που κανένας υπολογιστής δεν μπορεί να επεξεργαστεί, κανένας αλγόριθμος να εξισορροπήσει…».
Όλες αυτές οι σκέψεις εκφράζουν ουσιαστικά όχι μόνο πόσο δύσκολη «γέννα» είναι η ποίηση αλλά και τη διαφορά των ποιητών από τους κοινούς θνητούς. Σε έναν κόσμο που διαρκώς μάς τροφοδοτεί με ευχάριστα ή -συνήθως- με δυσάρεστα βιώματα, η διαφορά του ποιητή (εν προκειμένω της ποιήτριας) είναι το γνώρισμα του «αλαφροΐσκιωτου» (του Σολωμού ή του Σικελιανού, δεν έχει σημασία) και η λάμψη της στιγμής, η τυραννία του μετασχηματισμού της έμπνευσης σε λογοτεχνική γραφή. Κάπως έτσι γράφτηκε Η Aλαφροΐσκιωτη καρέκλα, όπως μας πληροφορεί εισαγωγικά η ποιήτρια. «Τρεις νύχτες χρειάστηκαν, τρία συνεχόμενα “όνειρα” που σύνθεσαν το “κατηγορητήριο”, την έξωση, την αποκατάσταση».
Το βιβλίο είναι ένα συνθετικό ποίημα που ξεδιπλώνεται σε τρεις φάσεις: «Η Aλαφροΐσκιωτη καρέκλα – Α΄ φάση: Η μετάλλαξη», «Η Aλαφροΐσκιωτη καρέκλα – Β΄ φάση: Εσύ και το φεγγάρι και οι νύχτες», Η Aλαφροΐσκιωτη καρέκλα – Γ΄ φάση (τελική): Οι εγγυητές και ο ερχόμενος». «Η μετάλλαξη».
Η Α΄ φάση αποτυπώνει τον σύγχρονο ευτελισμό της καθημερινότητάς μας με την εμπορικοποίηση και την ψηφιοποίηση της ζωής μας, οι οποίες δεν κρύβουν καθόλου μέσα τους ποίηση, αν και οι συγκεκριμένες λέξεις έχουν ως δεύτερο συνθετικό την «ποίηση». Ζούμε, άλλωστε, στην «εποχή των εκπτώσεων», κινούμαστε ανάμεσα σε πλήθος «ματαιοδοξίες κι ανοησίες». Εποχή που σηματοδοτεί το τέλος της επανάστασης, του ονείρου, της σκέψης, της φαντασίας, της σοβαρότητας. Εποχή του παράλογου, του «ρινοκερισμού», της έξαρσης του φασισμού, των παχύδερμων. Φάση μετάλλαξης του ανθρώπου και του πολιτισμού. Γι’ αυτό και η ποιήτρια επιμένει στο «άχρηστο» κι όχι στο χρησιμο-θηρικό.
Η Β΄ φάση του βιβλίου είναι πιο προσωπική και πιο λυρική. Η ποιήτρια είναι μόνη, μέσα στην σιγαλιά της νύχτας. Σ’ αυτή τη σιωπηλή ώρα «ονειρεύεται» στην «εξεγερμένη» καρέκλα της. Καταγράφει τους παλμούς της καρδιάς της, που μετουσιώνονται αβίαστα σε σκέψεις και λέξεις. Ενώπιος ενωπίω αναζητά τη δική της αλήθεια, ψηλαφεί τις σχέσεις της, τα συναισθήματά της, τα «τραύματά» της. Ένα φορτίο στοχασμών ταλανίζουν την ψυχή της. Η ποίησή της είναι συνειρμική, ενδοσκοπική. Βρίθει αναπάντητων ερωτημάτων, που συμβολοποιούνται για να εκφράσουν και δικές μας αγωνίες, να παραγάγουν στοχασμό, να κεντρίσουν. Ερωτήματα διαχρονικά, που εκφράζονται αιώνες στην ποίηση και των οποίων η διαφορά εδράζεται στην παρουσίαση, στη φόρμα και τη μορφή, στην πρωτοτυπία της ποιητικής αφήγησης. Αυτό ακριβώς είναι που ξεχωρίζει την Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα από άλλα έργα που μιλάνε για ανάλογα θέματα, καθώς και η έκπληξη από τον τίτλο με την προσωποποίηση της καρέκλας που προδιαθέτει για μια μεταμοντέρνα ποιητική φόρμα και όχι για «εύπεπτη» γραφή. Στις ποιητικές ενότητες αυτής της φάσης, τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας συσκοτίζονται και ο λόγος κινείται περισσότερο προς τη ρευστότητα. Κι όμως όλα αποκτούν νόημα για τον αναγνώστη όταν αφήνει τον ποιητικό λόγο να τον διαποτίζει και, παραφράζοντας τον Ελύτη, την «εξομολόγηση να ξετυλίγεται έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου και σα θωριά να λοξοδρομάει προς τ’ άστρα».
Στην Γ΄ φάση, την τελική, κυριαρχεί η εκφραστική λιτότητα και η νοηματική πυκνότητα. Θέμα της είναι «ο θάνατος του Ποιητή». Όπως ο Μπαρτ διακηρύσσει με τον «Θάνατο του συγγραφέα» την απαγκίστρωση του έργου από τον δημιουργό του και την ανάγκη κάθε δημιουργίας να ερμηνεύεται με βάση τις εμπειρίες του ατόμου και όχι με επίκεντρο την ανάλυση των κριτικών ή τη βιογραφία του συγγραφέα, έτσι και η ποιήτρια μάς αφήνει να εννοήσουμε πως όταν η έκλαμψη φτάνει στο τέλος της κι ο Ποιητής έχει αποτυπώσει με συναισθηματική ένταση στο χαρτί όσα «βίωσε», τότε πεθαίνει, αφανίζεται, απομακρύνεται από το έργο του και το αφήνει κτήμα των αναγνωστών: «Α, όχι, αγαπητέ μου. Έτσι και τους ακούμπησες όλους αυτούς και χιλιάδες άλλους στην ασπρόμαυρη οθόνη σου, εσύ χάθηκες, βουβός, ανύπαρκτος, ένα φάντασμα που κανένας δεν αποζητά, κανένας δεν θέλει να γνωρίζει. Σε κατασπάραξαν οι ήρωές σου, φουκαρά, όπως τους πριν από σένα τους καταβρόχθιζε ένας θεός. Οι “Αλάθητοι” ξέρουν καλύτερα» (σ. 61). Η υποδόρια ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «Εγγυητές» και οι «Αλάθητοι» εκφράζει και μια έμμεση αποδοκιμασία για τη στάση των κριτικών ή των άλλων δημιουργών που συχνά διαγράφουν το έργο ενός ποιητή, σα να «ξέρουν καλύτερα», με μια διεκπεραιωτική διαδικασία που τον ακυρώνει, απορρίπτοντας ένα δημιούργημα σα να είναι μια «αχυρένια κούκλα».
Ωστόσο, όταν ολοκληρώνεται και παίρνει σχήμα η έμπνευση, η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα «αρχίζει να βυθίζεται. […] Υποχωρεί μαζί με τον “Καθήμενον” εν δόξη», εξημερώνεται και δέχεται την Αλήθεια του Ποιητή. Αυτή την ώρα ξημερώνει και «πέφτει η αυλαία». Το έργο έχει ολοκληρωθεί κι ο Ποιητής το παραδίδει στο κοινό του. Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα κλείνει δραματικά με τους στίχους του Whitman από ένα ποίημα «που αφηγείται τη συνάντηση με ένα φάντασμα στις όχθες της λίμνης Οντάριο» και το οποίο «αποτελεί μια προσπάθεια να καθοριστούν οι προϋποθέσεις για την αληθινά αμερικάνικη ποίηση», σύμφωνα με σημείωση της ποιήτριας (σ. 79).
Μήπως τελικά η «αλαφροΐσκιωτη καρέκλα» αποτελεί μετωνυμία της επίπονης και εναγώνιας προσπάθειας των ποιητών να ανεβούν με το δημιούργημά τους την καβαφική «σκάλα της Ποιήσεως» και να καταξιωθούν «εις των ιδεών την πόλι» από τους αυστηρούς «Νομοθέτας»; Και μήπως τελικά το εκτεταμένο αυτό ποίημα, μέσα από μια εσωστρεφή κι αλαφροΐσκιωτη νυχτερινή περιπλάνηση, δεν είναι παρά ένα ποίημα ποιητικής και μια ανα-στοχαστική απόπειρα να καθοριστούν οι προϋποθέσεις για την αληθινή Ποίηση; Ερωτήματα χωρίς απαντήσεις. Έτσι κι αλλιώς η Βιβή Κοψιδά – Βρεττού αυτό προαναγγέλλει στα «Προ-λογικά» της («Σας υπόσχομαι ότι θα βγείτε από τις σελίδες με ακόμα περισσότερα ερωτήματα…») και στην προμετωπίδα της από την Πόλη του Πωλ Κλωντέλ: «Τίποτα δεν εξηγείς, ποιητή, κι όμως με σένα όλα μπορούν να εξηγηθούν».
Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, γραμμένη με ρέουσα και γλαφυρή γλώσσα και με ύφος επικοινωνιακό, πότε σοβαρό, πότε λυρικό, πότε οξύ, ώστε να συναρμόζει με το συναισθηματικά φορτισμένο ποιητικό κλίμα, καθώς και με ευρεία χρήση της διακειμενικότητας, αποτέλεσμα της συγκροτημένης θεωρητικής και φιλολογικής επάρκειας της συγγραφέως, πετυχαίνει να μας εκπλήξει, να μας προβληματίσει, να μας αφυπνίσει και να μας χαρίσει έναν πολύσημο πλούτο εμπειριών.
Βιβή Κοψιδά – Βρεττού, Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2023