της Τζίνας Καλογήρου (*)
Η τρίγλωσση έκδοση Ο μόνος πιστός ένοικος είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, καρπός της ποιητικής ιδιοφυίας του Αντώνη Δ. Σκιαθά και της αγαστής συνεργασίας και επικοινωνίας του ,κατ’ αρχάς με την εικαστικό Κατερίνα Καρούλια, η οποία φιλοτέχνησε την εικαστική περικειμενική ζώνη του βιβλίου με δεκαέξι υδατογραφίες που συνομιλούν εμπνευσμένα με τα δεκατέσσερα ποιήματα του βιβλίου, επιστρώνοντας και εμπλουτίζοντας το νοηματικό παλίμψηστο. Η συλλογή ωστόσο ολοκληρώνεται ουσιαστικά και εμπλουτίζεται περαιτέρω με τις εξαιρετικής ποιότητας, έμπνευσης και ευαισθησίας μεταφράσεις των ποιημάτων στα ισπανικά από τον Mario Dominguez Parra και στα αγγλικά από το ζεύγος των Despina L. Crist και Robert L. Crist– οι μεταφράσεις των ποιημάτων αναμφίβολα πολλαπλασιάζουν στο έπακρο την αναγνωσιμότητα καθώς και τη διεθνή ακτινοβολία της συλλογής.
Η ποίηση του Αντώνη Δ. Σκιαθά, εξακολουθητικά πηγαία και διαρκώς εξελισσόμενη, επιδεικνύει την απαρασάλευτη ωριμότητα και τη σεμνότητα με την οποία ο ποιητής επιδίδεται από την αρχή της ποιητικής του καριέρας στη διερεύνηση της ελληνικότητας και της της υπαρξιακής εμπειρίας, πατώντας γερά στην αρχαία και τη νεοελληνική ποιητική παράδοση και εμβαθύνοντας διαρκώς σε έννοιες- κλειδιά της ποιητικής κοσμοθεωρίας του , όπως ο έρωτας, η μνήμη, η νοσταλγία, ο νόστος, ο χρόνος και ο θάνατος. Η προηγούμενη ποιητική του συλλογή (Ευγενία, Πάτρα: εκδ. Πικραμένος 2016)[1], η οποία κυκλοφόρησε μετά από οκτώ χρόνια ποιητικής σιωπής, έχει ως επίκεντρο μια αλληγορική και πολυδιάστατη γυναικεία μορφή, η οποία ενσαρκώνει οραματικά την έννοια και την πεμπτουσία του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ο μύθος και η ιστορία, σε συνδυασμό με φαντασιακές συλλήψεις, προσωπικά ποιητικά σύμβολα και ποιητικά μετουσιωμένα βιώματα συνθέτουν ένα ευρύ και πολυσύνθετο χωροχρονικό πανόραμα: της Ελλάδας και της ιστορίας της , των ηρώων, των προσώπων και των συμβόλων εκείνων που συγκρότησαν τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ο ποιητής συλλαμβάνει και μετουσιώνει τα διαχρονικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού μέσα από το παλίμψηστο της ιστορικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής παράδοσης.
Στη συλλογή Ο μόνος πιστός ένοικος ο ποιητής συνομιλεί (πιο διακριτικά και όχι τόσο άμεσα όσο στην Ευγενία) με την ελληνική πολιτισμική παράδοση, ενεργοποιώντας για άλλη μία φορά αυτήν την πρωτότυπη σύζευξη και σύνθεση όλων των εποχών και των στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού, τον Μύθο και την Ιστορία, και δημιουργώντας μέσω ενός ιδιοφυούς ποιητικού συγκρητισμού έναν χωροχρόνο με παγανιστικά, μυθολογικά, χριστιανικά και λαϊκά στοιχεία, χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στη θρησκεία, την εκκλησιαστική και τη λαϊκή παράδοση, αλλά και την ελληνική γραμματεία.
Το τοπίο, το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της συλλογής είναι βαθιά μεσογειακό, ελληνοπρεπές και ταυτόχρονα πολυπρισματικό και πολύμορφο, με αποχρώσεις που παραπέμπουν στην ελληνική νησιωτική φύση αλλά και στο ευρύτερο μεσογειακό τοπίο. Οι πραγματολογικές αναφορές των ποιημάτων, τα τοπωνύμια (από τη Σύμη και την Αστυπαλιά έως το Αϊβαλί και τις Αζόρες) και τα ανθρωπωνύμια (από τη Σαπφώ έως τον Θεόφιλο)ενεργοποιούν ένα ευρύ φάσμα πολιτισμικών συνδηλώσεων, έτσι ώστε ο χώρος και ο χρόνος να αποκτούν μια κοσμοπολίτικη αύρα και ταυτόχρονα να καθαγιάζονται από τη σεπτή και διαιώνια παράδοση. Η νησιωτική, ως επί το πλείστον, φύση, με την ιδιαίτερη γεωφυσική της σύσταση , την αισθησιακή υλική της υπόσταση και την ενδημική χλωρίδα της, εμβαπτίζεται στη μυθολογία και την ιστορία, ή την ποίηση. Κυριαρχούν οι αναφορές σε λέξεις-σήματα (όπως η κιμωλία, η αλατόπετρα, ο ασβέστης, η συκιά ,οι απήγανοι, το θυμάρι και η φασκομηλιά, η αντηλιά, η σκουριά και τα σκαριά) που ενεργοποιούν σε συνδυασμό με τους διακριτικούς υποδόριους ρυθμούς των ποιημάτων, άμεσες μνημονικές συνάψεις με τη λυρική ποιητική παράδοση. Δημιουργείται έτσι ένα ποιητικό τόξο που εκκινεί από τον Όμηρο για να καταλήξει στον Κάλβο και τον Ελύτη. Στο ποίημα «Ιδρωμένες Μέρες» ο ποιητής καταφεύγει στην τεχνική της σχεδόν αυτούσιας παράθεσης αποσπάσματος από τον Απόστολο Παύλο:«δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο σῶμα ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15, 53-55), παραλείποντας πολύ εύστοχα τη λέξη «σώμα»,δηλαδή τη mot-thème, την έννοια-κλειδί, αυτό που στη θεωρία του M.Riffaterre ονομάστηκε hypogramme[2].
Έπιασε ο Αύγουστος
να ξεραίνει το πέλαγος.
Καταμεσής των ιδρωμένων σκίνων,
η κολακεία των ρημάτων
για τα εδώδιμα
του Μυστικού Δείπνου.
Άχνιζε ο τόπος θυμάρι.
Σπόνδυλοι Ελληνικών Ναών
κι αυτό το θέρος
κατηφόριζαν την πλαγιά
με δρασκελιές Ηνιόχου.
Τα θεόκτιστα των μηρών σου
στο λουλάκι των γλάρων λειωμένα.
Έκαιγε ο ήλιος.
Αντίδωρο μιας σπάταλης ελευθερίας,
η αρμαθιά κλειδιά που άφησε
στο αυλιδάκι
οδοιπορίας μυστικής.
Γελούσε δυνατά
κι έφευγε να μαζέψει
την Βασιλεία των Ουρανών,
σ’ ένα ποτήρι ξίδι.
«Δει γαρ το φθαρτόν τούτο
ενδύσασθαι αφθαρσίαν,
και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν».
Ακούσαμε εκεί στα τρίσβαθα τα ύψη.(σ.69).
To «σώμα» ως «υπόγραμμα» επιμερίζεται στις διαφορετικές λεξιλογικές και σημασιολογικές πραγματώσεις και διακειμενικές αναφορές του ποιήματος, παραμένοντας ωστόσο άρρητο και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια εύγλωττη απουσία. Το ποίημα προτείνεται ως κόμβος συνάντησης ετερόκλητων σημασιολογικών πεδίων και ασύμβατων πραγματικοτήτων : σώματος και πνεύματος, φυσικής και μεταφυσικής, θνητότητας και αθανασίας. Η υπέρβαση της λογικής και η αντιφατικότητα των νοηματικών συλλήψεων αποτυπώνονται ως ένα βαθμό και στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, ο οποίος κυριαρχείται από το οξύμωρο. Η αμφισημία του «πάθους» ως ερωτικής έκστασης αλλά και ως βιωματικής εμπειρίας που οδηγεί στην εσωτερικότητα και τη μυστική ενόραση του θανάτου, καταλήγει στη διαμόρφωση ενός φαντασιακού τοπίου μέσα στο οποίο το γυναικείο σώμα εκλαμβάνεται διττά ως εμπράγματη παρουσία και ως ενορατική σύλληψη. Η γεωγραφία του ποιήματος εξίσου φυσική όσο και ψυχοσωματική δονείται από την ένταση και το πένθος του έρωτα, ενός ίμερου φαντασιακού όσο και ενσώματου, ο οποίος επιτρέπει τη μετάβαση του ποιητικού υποκειμένου σε έναν ηδονικό κόσμο όπου κυριαρχεί ο αισθησιασμός και η ιερότητα.
Η ποιητική σκηνογραφία γενικότερα στη συλλογή τροφοδοτείται και φορτίζεται από την έντονα βιωμένη, προσωπική και ευρύτερη, ποιητική μυθολογία, καθώς και από το υψηλό και ευγενές ποιητικό φρόνημα του ίδιου του ποιητή. Όπως και ολόκληρη η ποιητική παραγωγή του Αντώνη Σκιαθά, τα ποιήματα του Ο μόνος πιστός ένοικος είναι ρυθμικά και ρυθμολογημένα, με διακριτικά –ωστόσο αισθητά– ιαμβικά μέτρα και μουσικότητα που επιτυγχάνεται με τη συστηματική χρήση της παρήχησης και της συνήχησης, αλλά και όταν στο περιβάλλον του ελεύθερου και μοντέρνου στίχου ενσωματώνονται μικρές προσωδιακές φραστικές ενότητες. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται το ποίημα ως ένα συγκροτημένο οργανικό όλον, του οποίου κανένα μέρος δεν τίθεται κατά τρόπο τυχαίο και συμπτωματικό και του οποίου η μορφή και το περιεχόμενο προκύπτουν το ένα ως αναπότρεπτη συνέχεια του άλλου. Η τεχνική καθίσταται μέρος του περιεχομένου, ενώ ο στίχος, ο ήχος, η εικόνα, το συλλήβδην νόημα συμμετέχουν εξίσου στην ενεργοποίηση της αισθητικής λειτουργίας, συμβάλλοντας περαιτέρω στην αισθητική μέθεξη του αναγνώστη, θα τολμούσα να πω, στη σαγήνευση του αναγνώστη. Η μουσικότητα, ο εσωτερικός αλλά και εξωτερικός ρυθμός, η αναζήτηση (αλλά όχι η εκζήτηση) της λέξης ως αυτοδύναμης μουσικής μονάδας, συνιστούν ειδοποιά στοιχεία της ποιητικής του Αντώνη Σκιαθά. Ενδεχομένως, πολλές λέξεις επιλέγονται γιατί ασκούν ιδιαίτερη έλξη στον ποιητή ως σημαίνοντα πρωτίστως και δευτερευόντως ως σημαινόμενα. Με άλλα λόγια επιλέγει λέξεις που δημιουργούν έντονες ακουστικές εικόνες και εντυπώσεις. Για να επιτύχει το αισθητικό ιδανικό της υποβλητικής μουσικότητας σε διακριτικούς τόνους, ο ποιητής χρησιμοποιεί πολύ συχνά το υπερβατό σχήμα με έντονη διατάραξη της φυσικής συντακτικής σειράς των λέξεων, ενώ η χρήση του κόμματος στοχεύει στην επίταση της μουσικότητας ,δημιουργώντας υποβλητικές παύσεις στον στίχο. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Ανθοφορίες ύπνων» ο ποιητής χρησιμοποιεί εντελώς αντισυμβατικά τον διασκελισμό (Πάντα μετά της Παναγιάς/στις ανθοφορίες των ύπνων/έρχεσαι κι εσύ ίσως υπέρ–/τιμημένη μου συνείδηση) επιτυγχάνοντας να υπηρετήσει τόσο την αμφισημία του νοήματος, όσο και την υποβλητική μαγεία του στίχου.
Ο Αντώνης Σκιαθάς ως ποιητής επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για τη μορφή του ποιήματος και για την οργανική της ενότητα με το περιεχόμενο. Άλλωστε έχει ασχοληθεί ευδόκιμα με τα γιαπωνέζικης καταγωγής κομψοτεχνήματα των haiku, εξίσου αβρά και λεπταίσθητα όσο οι ιαπωνικές εστάμπες. Η φόρμα των ποιημάτων του είναι γενικά τιθασευμένη και ομοιόμορφη και συνταυτίζεται με τις εκφραστικές επιταγές του μοντερνιστικού λυρισμού, τις οποίες διαρκώς εξερευνά ο ποιητής.
Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά χαρακτηρίζεται έντονα από τη μέριμνα της «πρισματικής» έκφρασης, που είναι, σύμφωνα με τον Ελύτη, η οργάνωση του νοήματος σε «φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, όπου ο συνδυασμός ο ηχολογικός συμπίπτει με τον νοητικό σε τέτοιο σημείο, που δεν ξέρεις τελικά εάν η γοητεία προέρχεται απ’ αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει»[3].Τόσο με τα στοιχεία της μορφής, όσο και τα στοιχεία της βαθύτερης νοηματικής και συμβολικής ουσίας ο ποιητής υπερβαίνει τους κοινούς παραδοσιακούς τρόπους. Η νοηματική συμπύκνωση, η αμφισημία, η «αυτοεστίαση»[4] του νοήματος, ο ανοίκειος μεταφορικός λόγος, η τροπικότητα, η κρυπτική γλώσσα, η εικονοποιία, είναι χαρακτηριστικά της ποιητικής του που εμβαπτίζονται στην οραματική φαντασία και, ορισμένες φορές, απογειώνονται σουρεαλιστικά. Ο ποιητής χρησιμοποιεί μια εκλεπτυσμένη και υποβλητική γλώσσα που μεταστοιχειώνει την εμπειρία χρησιμοποιώντας ένα παιχνίδι νύξεων, υπαινιγμών και λειτουργικών διακειμενικών αναφορών.
Σημαντικό και ουσιαστικό μέρος του βιβλίου είναι οι πίνακες της Κατερίνας Καρούλια στους οποίους κυριαρχεί ως μοτίβο τα παραδοσιακά κεραμικά πλακίδια (μαγιόλικα), ευρύτατα διαδεδομένα στον χώρο της Μεσογείου. Διακοσμημένα με πυκνούς πλοχμούς, ελισσόμενους βλαστούς, ρόδακες, αραβουργήματα σε αποχρώσεις καφέ ώχρας, μπλε αζούρ, κοβαλτίου κ.ά., ξυπνούν μνήμες παλιών ελληνικών αρχοντικών και θυμίζουν τις περίκλειστες αυλές και τα πάτιος της Ανδαλουσίας με τα πολύχρωμα αθουλέχος. Οι πίνακες της Καρούλια προτείνονται ως πολυδιάστατοι πολιτισμικοί χώροι, που συγχέουν τα όρια του εσωτερικού και του εξωτερικού , της γης και της θάλασσας, της φύσης και του πολιτισμού, και είναι ανοιχτοί σε πολλαπλές μεταμορφώσεις. Ως περίκλειστοι κήποι ή περιβόλια, ως αυλές που προεκτείνονται στη θάλασσα ή δέχονται τα δώρα του νερού, ενσωματώνουν μια πληθώρα ετερογενών σημασιών και συμβολισμών. Είναι πάνω απ’ όλα ζωτικοί χώροι, πεδία εκδίπλωσης που αντιστοιχούν σε μια άπειρη προέκταση στον χρόνο και τον χώρο, συνθέτοντας μια πολύπλοκη φαινομενολογία. Οι πίνακες επαναλαμβάνουν λέξεις και μοτίβα των ποιημάτων, μετατρέποντας τις λέξεις σε εικόνες, πραγματώνοντας ίσως την εξίσωση «Ut hortus picturasque poesis». Ξυπνώντας μνήμες της παιδικής ηλικίας, συγκροτούν έναν χώρο παιδικής μαγείας και διακριτικού ερωτισμού, που κοσμείται με τα στοιχεία της νησιωτικής φύσης, τα σκαριά των καραβιών, τα δέντρα, τα λουλούδια. Η θάλασσα περιβάλλει μητρικά τα πάντα , ενισχύοντας την τελεσιουργία των προαιώνιων μυστηρίων της ζωής και του θανάτου. Διαβάζοντας τους πίνακες, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη τη διαδοχή τους στο βιβλίο, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι συμπυκνώνουν τον πυρήνα της ζωής, την πορεία του ανθρώπου, τη φθορά των θνητών σωμάτων και την αναγέννησή τους. Η φύση ως γενέθλιος παράδεισος, η παιδική αθωότητα, η αφύπνιση του έρωτα, οι αναδρομές στη μνήμη και τον χλωρό παράδεισο της παιδικής ηλικίας, όπως και στο καθαγιασμένο ελληνικό τοπίο, είναι επίσης στοιχεία που κυριαρχούν στους πίνακες , δημιουργώντας διαρκώς ζώνες συνομιλίας με τα ποιήματα.
Σε ολόκληρη την ποίηση του Αντώνη Σκιαθά διαφαίνεται μια συνεπής ηθική στάση. Ο ποιητής υιοθετεί διαφορετικές περσόνες και μεταμορφώνεται .Από τον μοναχικό οδοιπόρο της ομώνυμης συλλογής του 1996 (Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου, εκδ. Δελφίνι) έως τον πνιγμένο φαροφύλακα και τον μόνο πιστό ένοικο της τελευταίας του συλλογής στο ποίημα «Η έμπιστος συκιά» και τον μοναχό στο «Μονοσύλλαβο ημερολόγιο», ο ποιητής λαμβάνει μορφές προσώπων που ενσαρκώνουν την ταπεινότητα, τη δημιουργική μόνωση και την αυτάρκη μοναξιά, η οποία προβάλλεται ως ηθελημένη επιλογή του ποιητικού υποκειμένου, επιλογή που γίνεται ωστόσο με μεγάλο προσωπικό κόστος. Η έμμεση παραπομπή σε μορφές ερημιτών και η αναφορά στην «τριχιά στο λαιμό» («Μονοσύλλαβο ημερολόγιο») , παραπέμπει αόριστα στο τελετουργικό της μετανοίας με ρίψη στάχτης και την περιένδυση του μετανοούντος με τρίχινο ένδυμα (σε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στην Εσθήρ 4:1). Αυτό που κυριαρχεί είναι η διερεύνηση και απόδοση μιας υπαρξιακής κατάστασης, η οποία προβάλλεται συνήθως στη μοντέρνα ποίηση ως στοιχείο συνειδητής απόστασης του ποιητή από τον αλλοτριωμένο κόσμο και τις φθοροποιές καταστάσεις του. Η μοναξιά ως υπαρξιακή κατάσταση και ως συνειδητή μόνωση προβάλλεται ως το κυρίαρχο ποιητικό βίωμα. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής το ποιητικό εγώ ομολογεί ότι ο λυρικός εαυτός εμβαπτίζεται εσαεί στη μοναξιά (εμφατικά τη διπλομοναξιά ) της ποίησης
στις μικρές μουσικές του φθαρτού
μα πάντα γόνιμου εγώ καθώς
και αυτό χρίζεται
μα αιώνια της ποίησης
η διπλομοναξιά (σ.93)
Η έμπιστος συκιά του ομώνυμου ποιήματος είναι μια αλληγορική μοναχική μορφή, η οποία ενσαρκώνει συνεκδοχικά την ελληνική φύση αλλά και συλλήβδην την έννοια και την πεμπτουσία του διαιώνιου ελληνισμού, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί και προσωπείο του ίδιου του μοναχικού ποιητή, ο οποίος με ανοιχτά αλλά και βουρκωμένα τα μάτια της ψυχής του , στέκεται «χειμώνες-καλοκαίρια/ν’ ακούει γκιώνηδες και κλάματα πνιχτά»(σ.25). Άλλοτε, ταξιδεύει μέσα στην ιστορία και τον χρόνο με το σκαρί του. Στις Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου ήταν η φιλντισένια, στιλπνή, πολύτιμη, σωστική σχεδία της ποίησης, του Οδυσσέα και του Ομήρου:
«Ελάχιστος
με μια σχεδία φίλντισι
να ιστορήσει τόλμησε
τους στοιχειωμένους σκόπελους»[5]
Το γερό σκαρί της κιβωτού (εμφανίζεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής) ως μεταμόρφωση και μετεξέλιξη της πρότερης φιλντισένιας σχεδίας, συνδεδεμένη με αρχετυπικά σωτηριολογικά και ανθρωπολογικά μοτίβα που ανάγονται στη μυθολογία και τον θεολογικό λόγο , είναι αυτό είναι που τον σώζει (μαζί με τον έρωτα) απέναντι στην ποικιλώνυμη βαρβαρότητα, τον ευτελισμό των αξιών,την εμπορευματοποίηση της ποίησης, και όσους πωλούν επί πιστώσει τα όνειρα.
Ακοίμητη είναι και η μέριμνα του ποιητή να σώσει τη σεπτή μνήμη των κεκοιμημένων (εδώ η πολυαγαπημένη μορφή της μάνας κυριαρχεί– βλ. και την εναγώνια επίκλησή της στο ποίημα «Υπέργηροι Δαίμονες»[6]), όσων «λιγόστεψαν τόσο παράξενα από τη ζωή μας», όσων απήλθαν ή έφυγαν, τις σκιές των προγόνων, όλα όσων δηλαδή αξίζει να υπάρχουν και να νοηματοδοτούν τη ζωή μας. Ακολουθώντας τις περίπλοκες ατραπούς της ποίησης του Αντώνη Δ. Σκιαθά θα διαπιστώσουμε ότι ο ποιητής εγκολπώνεται στοιχεία και διδάγματα από ποικίλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας και της μυθολογίας σε μια αναζήτηση του συμπαντικού και του αιώνιου. Με αρωγούς τη μνήμη (προσωπική και φυλετική) και τον έρωτα επιχειρεί διαρκώς να τιθασεύσει το αόριστο, το αχανές, το αφηρημένο , ακόμη και αυτό που βρίσκεται επέκεινα των λέξεων.
info: Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Ο μόνος πιστός ένοικος. Με δεκαέξι υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια, εκδόσεις Πικραμένος.
(*) Η Τζίνα Καλογήρου είναι καθηγήτρια στο ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών
[1] Η συλλογή ευτύχησε να πάρει πολύ καλές κριτικές από σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων όπως (ενδεικτικά) η Ζωή Σαμαρά και η Ελένη Χωρεάνθη και κριτικές που δημοσιεύτηκαν σε αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά όπως Ο Αναγνώστης και το Διάστιχο.
[2] Βλ. πρόχειρα, Preminger, Al. and Brogan, T. V. F. (Eds.) (1993). The New Princeton Encyclopaedia of Poetry and Poetics. New Jersey: Princeton University Press, σ. 69.
[3] Ελύτης, Οδυσσέας, Εν Λευκώ, Ίκαρος 1992, σ. 50.
[4] Σύμφωνα με τον Jacobson ,R. (1960), “Linguistics and Poetics”, Style in Language, edited by T.A. Sebeok, Cambridge: Cambridge University Press, σ.370.
[5] Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου, Αθήνα: εκδ. Δελφίνι, σ. 37.
[6]Η έκδοση της Ευγενίας σημαδεύτηκε από την απώλεια της μητέρας του ποιητή.