Η Αγγλοκρατούμενη Κύπρος μετά το Ολοκαύτωμα

0
822

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

Διάβασα πριν από μερικές ημέρες τη νουβέλα της Νάσιας Διονυσίου Τι είναι ένας κάμπος, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, και σκέφτομαι πως οι πεζογράφοι της Κύπρου θέλουν τα τελευταία χρόνια να αλλάξουν ριζικά το πεδίο μιας λογοτεχνίας η οποία έμεινε επί μεγάλο διάστημα εντός των ορίων του εθνικού δράματος χωρίς να πολυψάχνει το ζήτημα της έκφρασης. Ένα μόνο παράδειγμα (ή μάλλον προηγούμενο) προτού περάσω στην περίπτωση της Διονυσίου. Η Κωνσταντία Σωτηρίου, γεννημένη το 1975 στη Λευκωσία, έχει δείξει με το μυθιστόρημά της Η Αϊσέ πάει διακοπές (2015) και με τις νουβέλες της Φωνές από χώμα (2017) και Πικρία χώρα (2019) πως το εθνικό τραύμα μπορεί εύλογα να μην υποχωρεί, αλλά οι σημερινοί συγγραφείς αντιλαμβάνονται πλέον διαφορετικά τόσο την έννοια της Ιστορίας, που γίνεται στα βιβλία τους πρισματική και πολυδιάστατη, όσο και τους τρόπους της αφήγησης, που αποφεύγοντας να υιοθετήσουν θρηνητικούς και καταγγελτικούς τόνους, δεν ενθαρρύνουν το οιοδήποτε μίσος για τον άλλο. Η Διονυσίου, κατά τι νεότερη της Σωτηρίου, μια και έχει γεννηθεί το 1979, επίσης στη Λευκωσία, απομακρύνθηκε με  το πρώτο πεζογραφικό της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Περιττή ομορφιά (2017), από  την εθνική γραμμή με μια πολυθεματική και εξαιρετικά ατμοσφαιρική γραφή, βασισμένη εκ παραλλήλου σε μιαν αξιοπρόσεκτη ποικιλία τεχνικών. Με το Τι είναι ένας κάμπος έρχεται κοντά στο εθνικό ζήτημα μέσω, όμως, ενός άλλου ιστορικού δράματος, όπως έφτασε στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο και στην Αμμόχωστο κατά τη δεκαετία του 1940, μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν χιλιάδες εβραίοι από την Ευρώπη, που γλύτωσαν από τον θάνατο των ναζιστικών στρατοπέδων, μετακινήθηκαν με πλοία προς την Παλαιστίνη λίγο προτού ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ (1948).

Η Κύπρος αποτέλεσε έναν από τους ενδιάμεσους σταθμούς των εβραίων, σε στρατόπεδα που είχαν διαμορφώσει οι Άγγλοι έξω από την Αμμόχωστο και τα οποία οι  Κύπριοι ονόμαζαν «κάμπους», παραπέμποντας στο αγγλικό ‘’camps’’. Εδώ ξεκινάει η ιστορία της Διονυσίου, που παίζει με το «κάμποι»-‘’camps’’, για να υπενθυμίσει από τη μια πλευρά τις σκληρές συνθήκες υπό τις οποίες έζησαν οι εβραίοι, περιμένοντας να περάσουν στην Παλαιστίνη, και από την άλλη την κυριαρχική παρουσία των Άγγλων στο νησί και τον κατοπινό αντιαποικιακό αγώνα.

Τον μοχλό της δράσης στο Τι είναι ένας κάμπος κινεί το ολιγοήμερο ημερολόγιο, μεταξύ Μαΐου και Απριλίου 1947, το οποίο κρατάει ένας κύπριος δημοσιογράφος, όταν πηγαίνει στα στρατόπεδα, προσκεκλημένος του βρετανού διοικητή, για να καταγράψει τα αιτήματα των εγκλείστων. Το ημερολόγιο και ο δημοσιογράφος αποτελούν μυθοπλαστικά στοιχεία, αλλά οι μαρτυρίες που ακολουθούν (ένας Ρωμανιώτης από τα Γιάννενα, ένας Πολωνοεβραίος, ένας Ρωσοεβραίος, μια εβραία από την Κύπρο) έχουν αντληθεί από ελληνικές και ξένες ιστορικές πηγές και έχουν ενσωματωθεί κατάλληλα μετασχηματισμένες στην ημερολογιακή αφήγηση. Καθώς συλλέγει τις μαρτυρίες του, ο δημοσιογράφος αρχίζει, υπό το κράτος του εβραϊκού εγκλεισμού ο οποίος ξετυλίγεται μπροστά του, να μπερδεύει την πραγματικότητα με την παραίσθηση. Το Ολοκαύτωμα δεν είναι πια εδώ μόνο ψυχική και σωματική μνήμη, αλλά και μια κατάσταση σύγχυσης και αποπροσωποποίησης, που μιλάει με τους στίχους της «Φούγκας του θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν ή με τις μορφές του «Οστεοφυλακίου» του Πικάσο. Και ο λόγος του ημερολογίου μεταπηδά τώρα από τις πληροφορίες των μαρτύρων στην ταύτιση μαζί τους (η μαρτυρία υπό διπλή έννοια), στην ενσυναίσθηση της σχεδόν ανείπωτης εμπειρίας τους.

Τρεις τριτοπρόσωπες ιστορίες (για μια αγρότισσα που κρύβει έναν γερμανό αιχμάλωτο ο οποίος δραπέτευσε, για ένα σεφαραδίτικο τραγούδι της εβραϊκής Θεσσαλονίκης και για έναν νεαρό οδηγό που φυγαδεύει παιδιά από τα στρατόπεδα) έρχονται να κουμπώσουν με τις «πειραγμένες» μαρτυρίες, με την ποίηση του Τσέλαν και με την εικαστική γλώσσα του Πικάσο για να υποδείξουν με ποιον τρόπο τα υλικά της Ιστορίας, τα έργα της τέχνης και οι εικόνες της καθημερινής ζωής καταφέρνουν να συμπήξουν ένα εκρηκτικό αφηγηματικό μίγμα, ένα μίγμα που πιάνει τα πάντα από την αρχή. Κι αυτό, περισσότερο από το ιστορικοπολιτικό μήνυμα που ούτως ή άλλως εκπέμπει το βιβλίο, για την αποικιακή πολιτική του βρετανικού λέοντος και τις συνέπειές της σε εβραίους και Κυπρίους, μας λέει πολλά για την καλλιτεχνική αγωγή και συνείδηση της Διονυσίου, για τον πολιτικό μα για τον λογοτεχνικό της κόσμο.

 

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΟ κόσμος…  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΜιχάλης Πιερής: φτιάχνοντας πλασματικό κι αληθινό της ποίησης τον κόσμο (της Έλλης Φιλοκύπρου )

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ