Η αυτοβιογραφία του πατέρα μου

0
835

Του Βασίλη Βασιλειάδη.

Οι αργόσυρτες διαδικασίες ανάδυσης των νέων ομογενοποιημένων εθνικών κρατών μέσα από τις αχανείς και πολυφωνικές αυτοκρατορίες κατά τον 19ο αιώνα εκβάλλουν με τον πιο τραγικό και βίαιο τρόπο στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που, για τη γειτονιά μας, αλλά όχι μόνο γι’ αυτήν, σήμαινε βίαιες εκτοπίσεις πληθυσμών, βιασμούς σωμάτων και συνειδήσεων, αφανισμό πολιτισμών και δήωση πόλεων, γενοκτονίες, διάρρηξη ταυτοτήτων. Σαν να μην έφτανε η βαριά κληρονομιά του 19ου, ο 20ός αιώνας, πιο σύντομος στις διάρκειες των ιστορικών μεταβάσεων, πιο πυκνός σε ιστορικά γεγονότα, ένας αιώνας μακελλάρης, ένας αιώνας με τα δυνατότερα οράματα και τις τραγικότερες διαψεύσεις, υπέβαλε στις πιο ακραίες δοκιμασίες τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτισμού: ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα, ανοχή, κατανόηση, συνύπαρξη. Σήμερα, στα μισά της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, βρισκόμαστε σε θέση να θεωρήσουμε από ασφαλή απόσταση τη διαδρομή αυτή και, την ίδια στιγμή, απόλυτα βυθισμένοι σε μια κατάσταση τραγικής ειρωνείας, μάλλον χωρίς την ελπίδα ή την ψευδαίσθηση ενός οράματος, να παρακολουθούμε να νεκρανασταίνονται γύρω μας απαράλλαχτες οι ίδιες ζοφερές σκηνές βίας και μισαλλοδοξίας, με άλλους ίσως πρωταγωνιστές, αλλά αδυσώπητοι μάρτυρες της ίδιας σκληρής μοίρας της ανθρώπινης ιστορίας.

Αυτή τη διπλή οπτική, του τότε και του τώρα, νομίζω ότι μας ανοίγει ως θέαση της ιστορίας το βιβλίο της Ουρανίας Λαμψίδου Η αυτοβιογραφία του πατέρα μου (Γαβριηλίδης, 2014). Πρόκειται για την ιστορία του βίου του Γιώργου Λαμψίδη, για μια μυθιστορηματική, περιπετειώδη και βασανισμένη πορεία ζωής, από την ειρηνική ζωή στην Αργυρούπολη του Πόντου (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), στη δοκιμασία του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της υποδοχής στην Ελλάδα, στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη· ακολούθησαν η εγκατάσταση στα φτωχά εδάφη του Κιλκίς, η στερημένη ζωή του πρόσφυγα, η δίψα για μόρφωση, η ένταξη στο ΚΚΕ, οι εξορίες και ο εγκλεισμός στην Ακροναυπλία, ο μεγάλος πόλεμος, τα Δεκεμβριανά, η αποχώρηση από το Κομουνιστικό Κόμμα, η σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφου, η οικογενειακή ζωή. Σε μια διαχρονική προοπτική, η αφήγηση καταδύεται στην ατομική και συλλογική ταυτόχρονα μνήμη ως πρόθεση του αυτοβιογραφούμενου αφηγητή πατέρα, αλλά και, σε μια συγχρονική προοπτική, θέτει το ερώτημα του αναστοχασμού που διεγείρει τη συνείδηση της ιστορίας σήμερα, τώρα, ως πρόθεση του διαμεσολαβητή συγγραφέα, της κόρης του αφηγητή. Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω σε αυτή τη διπλή θέαση αφηγητή και συγγραφέα και να αναλάβω έναν τρίτο ρόλο που μου αναλογεί σε αυτή τη σχέση, του αναγνώστη που δοκιμάζει να συναντηθεί με την αφήγηση μέσα από τις διαδρομές των δικών του βιωμάτων και των δικών του αντιδράσεων απέναντι στο κείμενο.

Ήδη με τον τίτλο του το έργο συστήνεται ως αυτοβιογραφικό και τα τυπικά χαρακτηριστικά του αυτοβιογραφικού είδους επιβεβαιώνουν την ορθή επιλογή της Λαμψίδου. Είναι όμως το κείμενο αυτοβιογραφικό; Ακριβέστερα: είναι απλώς και μόνο αυτοβιογραφία; Αναμφίβολα πρόκειται για την πρωτοπρόσωπη ιστόρηση της ζωής του αφηγητή του, Γιώργου Λαμψίδη, αλλά η ιστόρηση, όντας  διαμεσολαβημένη από τη συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα και μια ανάγνωση του σώματος της αυτοβιογραφίας. Κάτι περισσότερο: διαμορφώνεται μια διαδοχή αναγνώσεων καθεμιά από τις οποίες επιστρέφει στο απώτερο παρελθόν για να ανασυγκροτήσει μέσα από τη γραφή της μνήμης τον οριστικά χαμένο δικό μας άνθρωπο και μέσω αυτής να αυτοπροσδιοριστεί και να αυτογραφηθεί στο παρόν, μια καταγωγική αλυσίδα αναγνώσεων προγόνων και επιγόνων: η συγγραφέας Ουρανία Λαμψίδου ανασυγκροτεί τον αφηγητή πατέρα της μέσα από το κείμενο της αυτοβιογραφίας, ο αφηγητής Γιώργος Λαμψίδης ανασύρει στην επιφάνεια τους προγόνους – πρόσωπα της αφήγησής του με εμβληματικότερη ίσως την περίπτωση του Πανίκα εφέντη. Ποιος μιλάει στο κείμενο, σε ποιον απευθύνεται; Ποιος γράφει αυτό το κείμενο και για λογαριασμό τίνος; Μέχρι ποιο σημείο και με ποιον τρόπο ο λόγος (και η γραφή) είναι του αφηγητή ή της συγγραφέα; Τίνος είναι εντέλει ο λόγος, η γραφή, ο βίος; Δεν θα δοκιμάσω να απαντήσω. Ζούμε στην εποχή που προτιμά να προβληματίζεται πάνω στη διατύπωση των ερωτημάτων, που δεν βιάζεται να φτάσει σε απόλυτες και οριστικές απαντήσεις.

Αντίθετα, θα δοκιμάσω να πολλαπλασιάσω τα ερωτήματα. Το κείμενο που κρατάμε στα χέρια μας είναι μια αυτοδιήγηση, μια ετεροδιήγηση ή κάτι ανάμεσά τους; Έχει τα χαρακτηριστικά της προσωπικής μαρτυρίας· αλλά περιορίζεται εκεί; Είναι μια γοητευτική αφήγηση, με μια σοφή ηρεμία στον ρυθμό της ανάγνωσης,  παρά το σκληρό περιεχόμενο, και με τον λιτό και μεστό τόνο μιας σύγχρονης μυθοπλασίας, με ευδιάκριτους τους τρόπους που το καθιστούν λογοτεχνικό ανάγνωσμα, ενώ κανείς αναγνώστης του δεν αμφιβάλει για τον αντικειμενικό χαρακτήρα της καταγεγραμμένης μαρτυρίας και παρά την πρόθεση τόσο του αφηγητή να μην αφηγηθεί όσο και της συγγραφέα να μην γράψει ένα λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Το κείμενο κινείται στη λεωφόρο μεταξύ ιστορικής μαρτυρίας και λογοτεχνικής αφήγησης προκαλώντας διαρκώς την αναγνωστική απορία για το πού τελειώνει το αντικειμενικό και πού αρχίζει το υποκειμενικό, πού περιορίζεται το ατομικό, ιδιωτικό και πού απλώνεται το δημόσιο ή συλλογικό, πού ανασύρει η μνήμη την καταγραφή του παρελθόντος και πού κατασκευάζει η επιθυμία; Ασφαλώς το ζητούμενο δεν είναι να διαχωρίσουμε τα γνωρίσματα αυτά αλλά να αναζητήσουμε τα μείγματα των αντιθετικών συνδυασμών τους που χαρακτηρίζουν τόσο την ιστορία όσο και τη μυθοπλασία.

Πιστεύω ότι ένας τρόπος να προσδιορίσουμε το κείμενο θα ήταν να το δούμε μεταφορικά ως μια άσκηση δικαιώματος. Μια άσκηση δικαιώματος του αφηγητή, της συγγραφέα, του αναγνώστη. Μια άσκηση δικαιώματος στη μνήμη και διά αυτής στην ύπαρξη. Μια άσκηση δικαιώματος στην προσωπική αλήθεια και διά αυτής στην ιστορία.

Σπεύδω λοιπόν, ως αναγνώστης, να ασκήσω το δικαίωμά μου θέλοντας να δείξω αυτό που επισήμανα στην αρχή για τη διπλή θέαση της ιστορίας στο κείμενο, ως διαχρονία και συγχρονία, ως αναζήτηση του παρελθόντος και ως συνείδηση του παρόντος. Κατάγομαι από οικογένεια με προσφυγικό παρελθόν, με προγόνους που γνώρισαν διαδρομές παράλληλες με αυτές του αφηγητή προερχόμενοι άλλοι από τις περιοχές του Καυκάσου και της Τραπεζούντας και άλλοι από τουρκόφωνες περιοχές της Μικρασίας, με προγόνους δηλαδή που μετακινήθηκαν εξίσου βίαια από την «πατρίδα» στην Ελλάδα. Η λέξη πατρίδα είχε μια διπλή χρήση για μας, τις επόμενες γενιές: στο σχολείο μια γαλανόλευκη εικονοτυπία με τους κάμπους και τα βουνά, τα ζώα και τα φυτά της πατρίδας μας, ήταν η δική μας πατρίδα με την ένδοξη ιστορία της στην αρχαιότητα, στο βυζάντιο, στα χρόνια της επανάστασης του 1821. Στο σπίτι η λέξη πατρίδα εννοιολογούνταν από τους πρόσφυγες παππούδες ως μακρινός τόπος απουσίας ή απώλειας, ως παιδικό βίωμα παγωμένο στον χρόνο, θολό στη μνήμη και πάντως για μας τους νεότερους ως αναπόσπαστο μέρος μιας αφήγησης, έξω από τον «πραγματικό» κόσμο. Δεν υπήρχε καμιά αντίφαση. Οι δυο έννοιες συνυπήρχαν. Άλλωστε αφορούσαν δυο διαφορετικούς κόσμους, δυο διαφορετικές γενιές, δυο διαφορετικές πατρίδες. Κάποτε, εκεί στα χρόνια της εφηβείας που ψάχνει κανείς αφορμές για να αμφισβητήσει τις βεβαιότητες του κόσμου, άκουσα έκπληκτος για μια μακρινή συγγένισσά μας που επρόκειτο να παντρευτεί ότι γνώρισε και αγάπησε έναν Έλληνα και όχι έναν δικό μας. Αν ο υποψήφιος γαμπρός ήταν Έλληνας, εμείς τι είμαστε; Από τότε και μετά κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Το ερώτημα βέβαια παραμένει. Σήμερα τίθεται τραγικά επίκαιρο κάτω από τη νεόκοπη σκιά ποικίλων παροξυσμών περί εθνικής καθαρότητας.

Το θυμήθηκα τώρα, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Λαμψίδη. Στη διήγηση υπάρχει η συγκλονιστική στιγμή των έγκλειστων προσφύγων στους θαλάμους της Καλαμαριάς, σε εγκαταλελειμμένο συμμαχικό στρατόπεδο. Πρόκειται για την πρώτη συνάντηση των προσφύγων με τους «Έλληνες». Τότε που νιώθουν επάνω τους τα περίεργα, ψυχρά έως και εχθρικά βλέμματα των γηγενών Ελλήνων και των στρατιωτών που φρουρούν το στρατόπεδο. Ο αφηγητής συνειδητοποιεί, αναλογιζόμενος τη σκηνή, τον τρόπο της θέασης του άλλου ως ξένου: ο Έλληνας στρατιώτης βλέπει μπροστά του έναν βρώμικο, εξαθλιωμένο και μολυσματικό πρόσφυγα, αγνοεί τις παρελθούσες ιδιότητες και ποιότητες του ανθρώπου αυτού, που καθίσταται γι’ αυτόν ξένος και επικίνδυνος. Ο πρόσφυγας νιώθει το βλέμμα αυτό επάνω του, το υφίσταται ανήμπορος και βουβός, και, εκ των υστέρων, σκέφτεται πόσο θα ήθελε να μπορούσε να δείξει στον στρατιώτη την προγενέστερη ευτυχισμένη και αξιοπρεπή ζωή του, τη ζωή που έχασε παρά τη θέλησή του, να εξηγήσει πόσο παράταιρος νιώθει και ο ίδιος σε αυτό τον νέο και αφιλόξενο τόπο που θα πρέπει να μάθει να αποκαλεί πατρίδα του, πόσο χειρότερος είναι ο εκτοπισμός για αυτόν που εκτοπίζεται από αυτόν που υποχρεώνεται να τον υποδεχτεί στον τόπο του.

Τα βλέπουμε και σήμερα αυτά τα βλέμματα. Πρόσφυγες στους δρόμους, τα πάρκα, τα πεζοδρόμια. Ο άλλος. Το βλέμμα του. Το δικό μας βλέμμα πάνω του. Ο πόντιος πρόσφυγας και ο Έλληνας στρατιώτης, εγώ και ο άλλος. Πόσο στενός είναι ο κόσμος μας για να μας χωρέσει όλους;

Τότε και τώρα. Δεν (πρέπει να) είναι θέμα ενός ρομαντικού συναισθηματισμού, αλλά του βλέμματος, του δικού μου στον άλλον, τον ξένο, του άλλου προς εμένα τον ξένο. Σίγουρα δεν είναι ίδιες οι συνθήκες. Αλλά ο τρόπος που θα δούμε το παρελθόν μας θα καθορίσει πώς θα δούμε το παρόν και θα πορευτούμε στο μέλλον. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το χειρότερο θα ήταν να αρνηθούμε το παρελθόν, να φοβηθούμε να το κοιτάξουμε κατάματα, να αναμετρηθούμε μαζί του. Δείτε τούτον εδώ τον άνθρωπο που αυτοβιογραφείται: πόσο βασανίστηκε, πόσες διαψεύσεις βίωσε, πόσες απώλειες, πόσο δυσανάλογα πλήρωσε το δικαίωμά του να ζήσει ελεύθερος και πόσο ήρεμα προχώρησε στον ισολογισμό του βίου του, κυρίως με τι θέληση για ζωή, για να καταλήξει με την ευχή: «Ελπίζω να μείνω εδώ ακόμα λίγα χρόνια για να δω πως θα πάνε τα πράγματα».

ΙNFO:Ουρανία Λαμψίδου, Η αυτοβιογραφία του πατέρα μου (Γαβριηλίδης, 2014)

Προηγούμενο άρθροΤέσσερα τραγούδια για την αδελφή μου
Επόμενο άρθροAdorno:”Τα άστρα κάτω στη γη”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ