«Η Άχνα ποια άχνα;»

0
585

Του Αριστοτέλη Σαΐνη..

Για τον Στρατή Χαβιαρά και τη φιλοσοφία της σύνθεσης .

«…σε τούτο το έργο αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή η υπόγεια συνέχεια,

κρυφή αλυσίδα, κάτι αφανέρωτες ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος μηχανισμός.

Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα επιπολής στοιχεία, λέξεις δεσίματα κι αναφορές,

στοιβάδες στρώματα της γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα χωνεύει ο μύθος.

Μην προσπαθήσεις να τον βγάλεις από τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται.

Είναι ένα ζώο ογκώδες και κακό, δεν θέλει φως, δαγκώνει τη σιωπή του».

[Τάκης Σινόπουλος, «Ο Χάρτης», 1977].

 

 

«Τι. Άχνα. Κι από κοντά μες στη νύχτα στην άπνοια καρβουνίδι με φτερά κουρούνα corvus cornix τα τινάζει απανωτά πέφτει μούχρα κρώζει κρα κρώζει κρε μέσα στην άπνοια τι […]

                Αφηγηματική ελλειπτικότητα, διακειμενική διάχυση, κρυπτική μυθολογία, νευρώδης γλώσσα που άλλοτε βηματίζει πεζολογικά και άλλοτε χορεύει ποιητικά, όταν δεν προσγειώνεται με απόλυτη οικονομία μέσων σε ακαριαία, αφοριστικά αποσπάσματα. Αν και δύσκολη στην πρόσληψή της,  η Άχνα του Στρατή Χαβιαρά, έχει βρει ήδη ευήκοα ώτα και ανταπόκριση στα κριτικά κείμενα[1] που είδαν μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας. Αυτό δεν σημαίνει πως εμείς σήμερα εδώ δεν θα βγάλουμε… άχνα· άχνα μα ποια άχνα;

Μα τα 485 παροξυσμικά λυρικά αποσπάσματα που συνιστούν τη γλωσσική περιδίνηση των 230 σελίδων στο ομώνυμο μοντερνιστικό μυθιστόρημα ποιητικής του Στρατή Χαβιαρά η Άχνα… η Άχνα μα ποια Άχνα;

Άχνη, Δωρ. άχνα, η, (συγγενές τω λάχνη, λατ. Lana, lanugo) παν ό,τι ανεβαίνει επί της επιφανείας, παν ελαφρόν και λεπτόν πράγμα I. Επί υγρών, αφρός, παρ’ Ομ. επί της θαλάσσης, «το λεπτόν και αφρώδες του έξω προσρηγνυμένου κύματος» (Ευστ.), Οδ. Μ 238 κ. αλλ. αλός άχνη Ε 443. οινωπός άχνη: ο αφρός του οίνου, Ευρ. Ορ. 115. άχνη ουρανία, η δρόσος του ουρανού (η επικαθήμενη επί της χλόης, κτλ. κοινώς πάχνη) Σοφ. Ο. Κ. 681. δακρύων άχνη, τα επί της οφθαλμοίς επιπολάζοντα δάκρυα ο αυτ. Τρ. 849, ωσαύτως άχνη πυρός, δηλαδή καπνός, Αισχύλ. Απόσπ. 364 ΙΙ επί στερεών το λεπτόν άχυρον (ο χνους) το οποίον παρασύρει ο άνεμος κατά την λίκμησιν, εν τω πληθ. ως δ’ άνεμος άχνας φορέει Ιλ. Ε 499. καρπόν τε και άχνας αυτόθι 501. επίσης επί των κοκκυμήλων, κυδωνίων και μήλων, χνους Ανθ. Π. β 102. άχνη χαλκίτιδος, κόνις χαλκού Πλούτ. 2 659C ΙΙΙ άχνην αιτ. ως επίρ, ολίγον, ένα κομματάκι, καν άχνην καταμύση Αριστοφ. Σφ. 92»… λέει το Μεγάλο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας.

Και η λέξη εγγράφεται με όλες αυτές τις σημασίες στη ρητορική και τη συμβολική του κειμένου που συναποτελούν τα 485 πυρετώδη θραύσματα με την ελλιπή στίξη, και με το τελευταίο να είναι και νέο ξεκίνημα γραφής της Άχνας, Άχνας μα ποιας Άχνας;

Μα των 485 ρυθμικών αποσπασμάτων τα οποία πολιορκούν ψηλαφητά τη μορφή της μυστηριώδους γυναικείας φασματικής μορφής της Άχνας, τα ίχνη της οποίας ακολουθεί πεισματικά ο αφηγητής: «Η Άχνα ήταν φτυστή στους ρόλους της και μόνο η φυσική ορμή της δεν έμοιαζε αλληνής όταν έτρεχε για να μην την προφτάσεις. Έτρεχε αλλά δε σε άφηνε να πάψεις να τρέχεις ξοπίσω της. Όταν καμιά φορά την έφτανες δεν ήταν Άχνα – μπα» [411]

Η Άχνα στροβιλίζεται, διαγράφοντας ελλειπτικές τροχιές και κύκλους. Οι όψεις της αλλάζουν. Έμπνευση; Μοίρα; Αρχέτυπο; Σύμβολο; Ο πρώτος μεγάλος έρωτας; Μια μονίμως διαφεύγουσα εικόνα του κάλλους; Αυτή περίπου είναι η Άχνα, μα ποια Άχνα; Αλλοπαρμένη Ελένη, θεά, εταίρα και ερωμένη -στα άδεια τζην της και χωρίς βρακί-, αλλά και Ευρυδίκη, Γαλάτεια, Μέδουσα και Βεατρίκη, Γέρμα, Δανάη, Σαλώμη και Ηχώ, Ελπίδα, Ευθυμία, Ευτυχία, Ανδριάνα, Ναταλία, Μάγδα από τα Μάγδαλα, Ελλάδα, Άχνα Υάδα, Άχνα Αμυμώνη αλλά και συναίρεση του Αχ και Άννα… Άχνα. Ποια Άχνα; Άχνα χίλια ονόματα τα 999 ναών και ξωκλησιών και τέλος: «Που πάει ο χρόνος με τα χίλια μείον ένα σαρκώδη ονόματα; Πάει στην Τέχνη» [395].

 

«Η Άχνα ποια άχνα; ΤΙ», λοιπόν. Αυτή είναι η μόνιμη διερώτηση που επιστρέφει αναπάντητη στους κοχλίες των αυτιών του ψευδώνυμου αφηγητή που φέρει το όνομα «Νίκος» («Νίκος, ποιος Νίκος; «ο Νίκος από τη Νίκαια ο Νίκος από την Κίο ποια Κίο τη νέα ή την παλιά νεκρόπολη που να θυμάσαι»), αν και ούτε ο ίδιος ούτε εμείς είμαστε σίγουροι («δεν ήσουν διόλου βέβαιος για το όνομά σου αλλά κάποτε αλήθεια είχες σκεφτεί να το αλλάξεις. Πέτρος ή Παύλος Θωμάς ή Κοσμάς Ανάργυρος ή Ανάργυρος»). Αντίθετα, αυτό που είναι φανερό από τις πρώτες γραμμές είναι ότι ο εξόριστος συγγραφέας, Πυγμαλίωνας, Οδυσσέας, Ορφέας, Νάρκισσος και Περσέας, Λάζαρος τέλος, και Χριστός, αποφασίζει να καταδυθεί βαθιά στη μνήμη του, να ταξιδέψει στην επικράτεια του ονείρου, αυτοβιογραφούμενος σε όλα τα πρόσωπα και ανασύροντας «στην άχνα, στον αφρό» τις 485 βιωμένες ψηφίδες ενηλικίωσης και ωρίμανσης: από τις πρώτες, ασύνειδες, σχεδόν προγλωσσικές, αποσπασματικές μνήμες, μέχρι το σημείο της μνημονικής ανάφλεξης και της ονειρικής καταβύθισης το οποίο θα πρέπει να τοποθετηθεί σε κάποιο κοντινό, πλην απροσδιόριστο, τώρα!

Αναξιόπιστος και παρεμβατικός ο αφηγητής διαρκώς σχολιάζει την αφήγηση και το μυθιστορηματικό εγχείρημα καθώς στα όνειρά του βλέπει τον εαυτό του να ζει τις παλιές ιστορίες, σαν να βρίσκεται στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή. Βασική αφηγηματική κατάσταση η αποστροφή εις εαυτόν, εντός ονείρου και εκτός ονείρου. Σε αυτήν τη συνθήκη ενσωματώνει τα λόγια των άλλων, διαλόγους με πραγματικά και ονειρικά πρόσωπα, και άλλες φορές γειώνεται σε πραγματικές εμπειρίες.

Ο χρόνος εύπλαστος και ασταθής στην κίνησή του, μάλλον γιατί η σειροθέτηση δε γίνεται με βάση την ξυπνητή εμπειρία αλλά την ονειρική και τη μυστική: «ο χρόνος παλίνδρομος κουβαλά τωρινά στα περασμένα και το αντίθετο αποθέτοντάς τα εδώ κι εκεί αμνημόνευτα πηλίκα συνειρμών» [108]. Η πραγματική και η ονειρική πραγματικότητα γλιστρούν η μία μέσα στην άλλη, σε μια νέα διάσταση του χώρου και του χρόνου, σαν τις επιφάνειες εκείνης της σπαζοκεφαλιάς των μαθηματικών του Μέμπιους.

Μοντερνισμός; Φυσικά! Αυτή είναι η νερομάνα από όπου αρδεύεται πλουσιοπάραχα ο Χαβιαράς, καθώς η Άχνα συνομιλεί ειδολογικά με το υβριδικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα καλλιτεχνικής διαμόρφωσης: η αρίθμηση -ίσως κατά τα ρομαντικά αποσπάσματα- να δείχνει προς το μυθιστόρημα μυθιστορηματικής ποιητικής, και τα πιο εγκεφαλικά αποσπάσματα προς την ποίηση της ποίησης… Όνειρο, λοιπόν, και μνήμη, «χίλιες ψηφίδες φωνές» και «μονόλογος», μεταμφιέσεις, και καταβάσεις, μαυροπούλια, κλειδιά, ρολόγια, τρένα, άλογα και λόγος, μίμηση της παιδικής γλώσσας, αίμα, λουλούδια, νάρκισσοι και πεταλούδες, μήλα και κυδώνια, λαβύρινθοι και μινώταυροι, σπίτια, κήποι, υπόγεια, σπηλιές, κρυψώνες, δέντρα και δεντρόσπιτα, πέτρες και καλούπια, θάλασσες και ναυάγια, πηγάδια, λίμνες και θρυμματισμένοι καθρέπτες… Κάθε στιλπνή επιφάνεια, από τις κόρες των ματιών μέχρι καθρέπτες απέναντι από καθρέπτες, επιστρέφει αντεστραμμένα είδωλα και τα πάντα γεμίζουν σκιές σκιών στο άπειρο…

Η «mise en abyme» κυριαρχεί: «Μες στον καθρέπτη θεάσαι τον άλλο καθρέπτη βιδωμένο στον τοίχο πίσω από την πλάτη σου με την άπειρη αντανάκλαση» [389]. Κι αλλού «Δεν ήξερες ότι ο έρωτας κι η τέχνη είναι καθρέφτες αντικριστοί και όταν κοιτάζεσαι στον ένα το είδωλό σου στον άλλο σου γυρίζει την πλάτη» [385] ή «Γράψε, σου λέει η Άχνα-στον ενεστώτα σε δεύτερο πρόσωπο το δεύτερο απομακρυσμένο ο ενεστώτας αόριστος. Το πρόσωπο που στήνεις στον απέναντι καθρέπτη σου γυρίζεις την πλάτη προσπαθεί να πορευτεί ανεξάρτητα από σένα όμως χάνει τα νερά και τα μπάνια του. Το πρόσωπο αυτό γεννιέται τη στιγμή που ερωτεύεσαι κι ο χρόνος γίνεται αισθητός όταν σπάζουν νερά και καθρέφτες» [392]

***

«Η Άχνα ποια άχνα; ΤΙ». Κι έτσι η «Άχνα» εξελίσσεται ως ένα Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μια περιπέτεια στην Καρδιά του σκότους, Βιργιλιακή κατάβαση, Δαντική Κόλαση και Οδυσσειακή «Νέκυια» μαζί, για «τον νέκυ τον νεκράκια» [76] αφηγητή, που δε τον φωνάζουν «Νίκο από τη Νίκαια, αλλά νέκυ από τη Νεκυια» [72]. Η μεταφορική Κάθοδος στην Κόλαση ως ταξίδι αυτογνωσίας. Γνωστός λογοτεχνικός τόπος με παιδαγωγική διάσταση, από την Οδύσσεια στις μέρες μας. Η διδασκαλία και η μαθητεία βασικά στοιχεία ενός παρόμοιου οδοιπορικού κατάβασης. Εκπαιδεύω σημαίνει καθοδηγώ, ακόμα και μέσα από την Κόλαση, λέει ο Στάινερ στα Μαθήματα των δασκάλων. Κι ο μαΐστορας Χαβιαράς, μέσα από ένα σχήμα γνωστό και από άλλα βιβλία, ένα προσκλητήριο εν ζωή οικείων και μία επίκληση νεκρών, δομεί την Άχνα γύρω από μνήμες, και μακάβριες εφιαλτικές αφηγήσεις. Μια σειρά προσώπων (δάσκαλοι, και μυητές)[2] περνοδιαβαίνουν τις Πύλες της Αχερουσίας και συνοδεύουν τον αφηγητή στην ονειρική του περιδίνηση. Σεφέρης και Σινόπουλος από κοντά σιγοντάρουν: «έξι νύχτες στην νεκρόπολη» [446] και «νεκρόδειπνος»…

Ωστόσο, θα χρειαστούν περισσότερες από διακόσιες ολόκληρες σελίδες για να ανοιχτεί ένας κάποιος δρόμος προς το τέλος του μυθιστορήματος, καθώς «ένα βίαιο ρεύμα από το έμπα της σήραγγας, σαν να ανοίχτηκε δίοδος» θα σαρώσει τον αφηγητή. Μόνο όμως όταν αυτός θα καταφέρει να ξυπνήσει πραγματικά εκφέροντας το πολυπόθητο πρόσωπο: «αναπάντεχα μια ιδέα σαν λόξυγκας από δεύτερο πρόσωπο και σηκώνεις το χέρι: ΕΓΏ».

 

Η Άχνα, είναι «an abyme» σε επίπεδο τεχνικών και περιεχομένου με τα προηγούμενα βιβλία του ποιητή. Ο Χαβιαράς έχει χτίσει, χρόνια τώρα, με επιμέλεια και προσπάθεια, ένα «αφηγηματικό σύμπαν» στο οποίο κυριαρχεί η συναισθηματική και καλλιτεχνική αγωγή νεαρών ηλικιακά χαρακτήρων. Τόσο στα πρώτα του ποιητικά βιβλία όσο και τα γραμμένα στα αγγλικά, μυθιστορήματα του Χαβιαρά, από την πρώτη εμφάνιση (Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, 1979)[3], μέχρι το Πορφυρό και μαύρο νήμα (2007)[4] ο συγγραφέας θα εξιστορήσει τις εμπειρίες που θα ζήσει ένα νεαρό αγόρι, πρώτα στην Αργολίδα (ο ίδιος κατάγεται από τη Νέα Κίο) και ύστερα σε ένα ξερονήσι του Αργοσαρωνικού. Χρόνος η κατοχή και ο Εμφύλιος. Παιδιά πρωταγωνιστούν και στα Ηρωικά χρόνια (1984)[5]. Δεν έχει άδικο ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου όταν αναγνωρίζει «σε επίπεδο ιχνογραφίας τουλάχιστον, την τεχνοτροπία την οποία τώρα βλέπουμε σε αναπεπταμένο πεδίο: το διαρκές χρονικό μπρος-πίσω, η κατά τόπους διάσπαση της λογικής συνοχής της σύνθεσης, η αταξία και το απροσδιόριστο του ονείρου, όπως και μια διάσταση μυθιστορήματος μαθητείας και ενηλικίωσης»[6]. Αγωγή, λοιπόν, στην απώλεια και τον θάνατο, αγωγή στον έρωτα, στην τέχνη της ζωής και τη ζωή της τέχνης…

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η Άχνα επιμετρίζει προλογίζοντας τη μυθιστορηματική τριλογία του Χαβιαρά, ή, αν μου επιτρέπεται, ότι προλογίζει επιμετρώντας και ό,τι θα ακολουθήσει. Μου έρχονται τώρα στο νου εκείνες οι αφηγήσεις της ανάπτυξης ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα ως το σημείο κατά το οποίο είναι ικανός να συνθέσει το μυθιστόρημα του οποίου μόλις έχουμε τελειώσει την ανάγνωση, αφηγήσεις (από την Αναζήτηση του χαμένου χρόνου του Προυστ στην τριλογία του Μπέκετ) που κατέταξε ο Στήβεν Κέλμαν, κάτω από τον όρο «The Self-Begetting novel» στο ομώνυμο βιβλίο του. Σαν φίδια που δαγκώνουν την ουρά του τα μυθιστορήματα αυτά αρχίζουν ξανά στο τέλος τους, όταν έχουμε ολοκληρώσει την ιστορία συναισθηματικής αγωγής του κεντρικού πρωταγωνιστή. Επιστρέφοντας στην αρχή ξαναδιαβάζουμε το ώριμο μυθιστόρημα του καλλιτέχνη, το οποίο απεικονίζει τη διαδικασία συγγραφής ενός μυθιστορήματος, εν προκειμένω της Άχνας αλλά και της τριλογίας που προηγήθηκε.

Και επιστρέφω ξανά στο πρώτο του μυθιστόρημα και τη σχετική ενότητα «Το Βασίλειο του Άδη», όπου ο αφηγητής και η παρέα του βασανίζονται με το μυστήριο του Θανάτου και διαβάζω: «Αποφασίσαμε να ρωτήσουμε περισσότερα για τους πεθαμένους. Και πήγαμε να ρωτήσουμε τη γιαγιά μου. Όμως δεν είχε διάθεση για κουβεντολόγημα. Μας είπε μονάχα πως η γη είναι μία θεόρατη πράσινη φούσκα, στη μέση της βρίσκεται ένα νησί που το περιζώνει θάλασσα από μέλι. Οι πεθαμένοι είναι αθέατοι. Μένουν σε ένα παλιό αρχοντόσπιτο και μία τόσο, ανοίγεται υπόγεια σήραγγα και οι πεθαμένοι βρίσκουν τον δρόμο και επιστρέφουν εδώ […] Και όταν βρουν δρόμο να γυρίσουν εδώ, πάλι θα είναι αθέατοι; ρώτησε ο Φλοίσβος. –Όχι, δεν είναι πλέον αθέατοι, είπε η γιαγιά μου. Φαίνονται. Αλλά τώρα έχουν τη μορφή τους την πρωτινή. –Δηλαδή, πώς είναι μετά γιαγιά; Είναι αλλιώτικοι». (Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, σελ. 56-57)

Σε μια τέτοια σήραγγα εισέρχεται και τώρα ο ώριμος αφηγητής της Άχνας, μόνο που τώρα προστίθενται μετα-παραμορφωμένες εμπειρίες από χρονικές στιγμές που δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμα στην πεζογραφία του και καλύπτουν μεταγενέστερες εμπειρίες της Αμερικής αλλά και του σήμερα, κάπου πολύ κοντά στις μέρες μας, εκεί όπου θα πρέπει να αναζητηθεί και το σημείο έναρξης της ονειρικής καταβύθισης.

Και βαδίζοντας προς την έξοδο του κειμένου («προχωράς ακούς αγρίμια ουρλιαχτά κρα και κρε από μαύρα νυχάτα γαμψά και βλαστήμιες στη γλώσσα σου», [474]) δεν μπορώ να μην ξαναγυρίσω στην εικόνα με το Κοράκι [κουρούνα] και την αρχή του μυθιστορήματος που ξεκινά εκφοβιστικά σαν να θέλει να διώξει τους αμύητους, και να δικαιολογήσω τον τίτλο της σημερινής ανάγνωσής μου… όταν αίφνης βρίσκω την εικόνα να ξεπηδά πάλι από παλιότερο βιβλίο του εκεί όπου ο Χαβιαράς «διηγείται ιστορίες που κάποιος άλλος του είπε κάποτε, όταν κι αυτός ήταν κάποιος άλλος»: «Έκανα μεταβολή και βρέθηκα μπροστά στην ψηλή μυγδαλιά και είδα για πρώτη φορά μερικά κοράκια να κόβουν κύκλους από πάνω της. Μέχρι τότε, τα κοράκια και τα άλλα όρνια είχανε δείξει σεβασμό στο θείο Βλάμη, κι αν ποτέ τέντωνα τη σφεντόνα μου, ήταν μόνο για σπουργίτια. Έβαλα μια πέτρα στη σφεντόνα και σημάδεψα τα όρνια, προσπαθώντας να κρατήσω το χέρι μου σταθερό. Δεν ήταν εύκολο, κι αστόχησα, πήραν όμως το μήνυμα και πέταξαν μακριά, προς τα νότια, κρώζοντας βρισιές» (Πορφυρό και μαύρο νήμα, σελ. 55). Με το ερώτημα του αφηγητή από το Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα να ηχεί ακόμα στα αυτιά μου («Αληθεύει πως η γουστέρα τρώει την ουρά της καθώς τη δαγκώνει για να σχηματίσει τον τέλειο κύκλο; Και τον Παππού να απαντά «Αυτός ο τέλειος κύκλος μας βάνει σε μπελάδες. Γι’ αυτό εμείς τον λέμε φαύλο κύκλο») αντιλαμβάνομαι ότι μέσα σε ένα τέτοιο φαύλο κύκλο περιδινείται η Άχνα αποτελώντας σύνοψη των μυθιστορηματικών κατακτήσεων του Χαβιαρά, καθώς συμπυκνώνει, σε μια μυθιστορηματική δίνη την ποιητική του τέχνη του, όπως ίσως κάνει το «Κοράκι»[7] για τη φιλοσοφία της σύνθεσης του Πόε: ο ποιητής στα μεταιχμιακά σημεία του χρόνου μεταξύ «του κόσμου της εγρήγορσης» και του «κόσμου του ονείρου» παλεύοντας, μέσω των πολύμορφων συνδυασμών τους να κατακτήσει ένα μερίδιο, μια υπόνοια της Ωραιότητας, του Κάλλους… της Άχνας, μα ποιας Άχνας;

Μα φυσικά αυτής της αυτοτροφοδοτούμενης μυθιστορηματικής σπείρας του Στρατή Χαβιαρά, η οποία βιδώνεται για 230 ολόκληρες σελίδες και θα μπορούσε να συνεχίζεται αέναα, χωρίς αφετηρία και τέρμα, έξοδο και λύση:

[484] «το κεφάλι κάτω –δουλειά το κεφάλι πάνω μόνο για να δεις πόσο ανέβηκε ο ήλιος σπρώχνε το αλέτρι σου σύρε τη σβάρνα  σου στην εν Χριστώ ξεραϊλα χτύπα τσαπί στο έδαφος παραμίνα στο βράχο να μαλακώσει η στέρφα γης όπως τη λέγανε κάποτες να ενδώσει να της φυτεύεις μια ελιά να σου καρπίζει δύο. 485. «ΤΕΛΟΣ ΟΥΚ ΕΣΤΙ»[8].



[1] Μαρία Στασινοπούλου,«Μια ζωή χρεωμένη στο όνειρο», Εφημερίδα των Συντακτών, 2.8.2014, Κική Τριανταφύλλη, «Κατάδυση στα βάθη της ψυχής», εφημ. Τα Νέα/ “Βιβλιοδρόμιο”, 30.8.2014, Νίκη Κώτσιου, «Η Άχνα του λόγου και της γραφής», www.oanagnostis.gr, 8.9.2014, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ερωτική περιπέτεια της εφηβείας», εφ. Το Βήμα/ “Βιβλία”, 14.9.2014, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, «Άχνα», www.diastixo.gr, 24.9.2014, Πωλίνα Γουρδέα, «Η Άχνα βαδίζει υπερήφανη…», Fractal, Οκτώβριος 2014, Γιώργος Βέης, «Η παλίνδρομη μνήμη των πραγμάτων», www.bookpress.gr, 9.10.2014, Γιώργος Μπλάνας, «Θυμήσου, σώμα…», εφ. Η Αυγή, 26.10.2014, Κώστας Παπαγεωργίου, «Το στίγμα του χρόνου»,  εφ. Η Αυγή 2014

[2] Πίσω από τις αναφορές κάποιων αποσπασμάτων και τη μυθοπλαστική διαπραγμάτευση πραγματικών εικάζω γεγονότων στα οποία κυριαρχεί μια ανώνυμη μορφή που ο αφηγητής ονομάζει «δάσκαλο» εικάζω ότι βρίσκεται ο Κίμων Φράιερ. Στη δική του εξάλλου μυθολογική ποιητική σημαντική θέση κατέχει ο μύθος του Περσέα και της Μέδουσας (ο δημιουργός καλλιτέχνης και το προσωπείο της τέχνης): βλ. Κίμων Φράιερ, Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας, Κέδρος, Αθήνα 1981.

[3] Στρατής Χαβιαράς, Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα. Μυθιστόρημα [When the Tree Sings, Simon & Schuster 1979, Picador 1980], μετάφραση από τα αγγλικά: Παύλος Μάτεσις, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999.

[4] Στρατής Χαβιαράς, Πορφυρό και μαύρο νήμα, Μυθιστόρημα, μετάφραση από τα αγγλικά Ρένα Χατχούτ, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2007.

[5] Στρατής Χαβιαράς, Τα Ηρωικά χρόνια. Μυθιστόρημα [The Heroic Age, Simon & Schuster 1984, Penguin 1985], μετάφραση από τα αγγλικά Τατιάνα Αβέρωφ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999.

[7] Βλ. Edgar Allan Poe, Το Κοράκι και η Φιλοσοφία της σύνθεσης, εισαγωγή-μετάφραση: Τζίνα Πολίτη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2000.

[8] Το τελευταίο απόσπασμα που φέρει τον αριθμό 485, ο οποίος ψηφαριθμικά μας δίνει άθροισμα 8: «Κάνεις βήμα μπροστά κάνεις δεύτερο πισωδρομείς αμφισβητείς το τραγούδι της μάσκας στο νερό … δεν πλησιάζεις αλλά ούτε υποχωρείς όμως πώς ακριβώς το μονοπάτι σου γυρίζει και γίνεται κύκλος – σε κάτοψη κύκλος διπλός σαν αριθμός 8 ένα διώροφο μηδενικό». (σχολιάζει το απόσπασμα 277).

Προηγούμενο άρθροΟ Τζόναθαν Φράνζεν στην Αθήνα
Επόμενο άρθροΠοιητικές μνημονικές καταγραφές- Η Άχνα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ