της Χλόης Κουτσουμπέλη
Στο βιβλίο της με τίτλο «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» (Καστανιώτης 2008)η Έλενα Μαρούτσου συνομιλεί με τους πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη. Δέκα χρόνια αργότερα στο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Δύο» (Κίχλη 2018) θα συνομιλήσει με τις φωτογραφίες της Diana Arbus, με τα σχέδια της Εύης Τσακνιά, θα συνεργαστεί με την Ούρσουλα Φώσκολου, θα αναφέρει ποιήματα του Ρίτσου, της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ και του Αργύρη Χιόνη.
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα με τίτλο «Θηριόμορφοι» (Πόλις 2020) όπως και στα δύο προηγούμενα βιβλία της, η συγγραφέας συνομιλεί με τις εικαστικές τέχνες, καθώς και διακειμενικά με την ποίηση,(Σαχτούρης, Έμιλυ Ντίκινσον, Σιμπόρσκα) την πεζογραφία(Καρακίτσος, Πόρτερ, Κούτσι) και το θέατρο(Σλομποντζιάνεκ). Οι φωτογραφίες είναι της Πολωνής φωτογράφου Laura Makabresku.
Αν ένα μυθιστόρημα είναι ένα σπίτι, τα μυθιστορήματα της Έλενας Μαρούτσου δεν είναι στεγανά αλλά ρευστά, τα τοιχώματά τους αναπνέουν ελεύθερα, ανοίγουν τα παράθυρά τους στον ωκεανό των άλλων τεχνών και επικοινωνούν μαζί τους. Αυτή είναι άλλωστε και η πρωτοτυπία αλλά και η γοητεία της γραφής της.
Γενναία η συγγραφέας διεισδύει στον πολύπλοκο και δαιδαλώδη λαβύρινθο του γυναικείου κορμιού, τολμάει να εξερευνήσει το αχανές πεδίο της σεξουαλικότητας, να ερμηνεύσει και να αναλύσει συμπεριφορές, να εξιχνιάσει το μυστήριο της ψυχής. Ένας ερωτισμός με μία λεπτή ιδιαίτερα σαγηνευτική απόχρωση διαχέεται στις σελίδες του μυθιστορήματος.
Από τον καιρό του μύθου του Μινώταυρου, ως τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, από τα ζώα οδηγούς των Σαμάνων ως την Μεταμόρφωση του Κάφκα τα ζώα αποτελούν σύμβολα του ενστικτώδους εαυτού μας. Η συγχώνευση κτήνους και ανθρώπου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη διαχρονικά με μύθους, παραμύθια και θρησκευτικές δοξασίες. Η γυναίκα που η λευκή της σάρκα συγχωνεύεται με το θηρίο, με το κοράκι, με το περιστέρι, με το φίδι, με τον λύκο, με την αλεπού αποτελεί πανάρχαια αρχετυπική μορφή στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, αλλά και στις παραδόσεις των λαών. Πρόκειται για μία διαδικασία ψυχικής μετουσίωσης όπου το ζώο μετασχηματίζεται σε άνθρωπο και ο άνθρωπος σε ζώο, οι δύο φύσεις ταυτίζονται σε ένα πλάσμα, στο ασυνείδητο του οποίου παλεύουν όλα τα απωθημένα συναισθήματα. Μία αέναη μεταμόρφωση μορφής και ψυχής.
Στον κόσμο της Μαρούτσου υπάρχουν άνθρωποι θηρία και άνθρωποι θηράματα, υπάρχει όμως ένα θηρίο που κατασπαράζει και ένα θήραμα που υπάκουα παραδίδεται μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας και επομένως και μέσα στους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων της.
Τρομακτικά παραμύθια των αδελφών Γκριμ αλλά και αρχαιοελληνικοί μύθοι που αποτύπωσαν κανιβαλιστικές και άγριες τελετουργίες, η αταβιστική λειτουργία του πόνου που προκαλούμε και του πόνου που μας προκαλούν, το κακό, ατομικό και συλλογικό και η ανθρώπινη θηριωδία αποτελούν το βαθύ υπόβαθρο αυτού του μυθιστορήματος.
Οι φωτογραφίες της Ναμπρέσκου δημιουργούν ένα παράλληλο βουβό μυθιστόρημα, είναι η αντανάκλαση κάθε βήματος της πλοκής στον μεγεθυντικό, συμβολικό και παραβολικό καθρέφτη των εικαστικών τεχνών. Είναι φωτεινές πινακίδες που μας προσανατολίζουν, είναι σηματοδότες που μας οδηγούν. Εικόνες του ασυνείδητου που απεικονίζουν τις διαδικασίες της ψυχικής ζωής των χαρακτήρων του βιβλίου.
«Το όνειρο» γράφει ο Καρλ Γιουνγκ, «είναι μια μικρή, κρυμμένη πόρτα στο πιο βαθύ και ιερό σημείο της ψυχής, η οποία ανοίγει σε εκείνη την αρχέγονη νύχτα, που βρισκόταν η ψυχή πολύ πριν υπάρξει το συνειδητό «εγώ».
Σ’ αυτή την αρχέγονη νύχτα λοιπόν εκτυλίσσεται αυτό το μυθιστόρημα που μιλάει για τα καταπιεσμένα ένστικτα του θηρίου που όλοι κρύβουμε μέσα μας.
Οι χαρακτήρες, ένας καθηγητής Λογοτεχνίας ο Σπύρος που έχει χάσει την γυναίκα του, τη Βέρα, με την οποία στο τέλος τον συνέδεε μία σχέση αγάπης-μίσους, μία Ιταλίδα ηθοποιός η Μαριάννα με ένα μαύρο πουλί κεντημένο στην πλάτη της η οποία μπαίνει στη ζωή του τάχα τυχαία στην πραγματικότητα όμως σκόπιμα αφού συνδέεται με κάποιο τρόπο με τη Βέρα, ο εραστής της Μαριάννας Ματέο και τα ερωτικά παιχνίδια εξουσίας ανάμεσά τους που εξελίσσονται σε όλες τις κλίμακες του πόνου, η γιαγιά Λουτσία που μεγαλώνει μουγκή σε ένα καθολικό μοναστήρι και βρίσκει ξανά τη φωνή της στο θέατρο, η Ντορότα που είναι φωτογράφος και ζει σε ένα σπίτι γεμάτο από πουλιά σε κλουβιά, η Σιμόνα που αυτοκτονεί από απελπισμένο έρωτα για τον καθηγητή της, αγαπούν, ζηλεύουν, γίνονται θηρία, εκδικούνται, κατασπαράζουν, κατασπαράζονται. Ταυτόχρονα ως σκηνικό στο περίγραμμα του μυθιστορήματος φωτίζονται οι θηριώδεις πράξεις κατά των Εβραίων στο Άουσβιτς, αλλά και στις μαζικές εξοντώσεις και στα πογκρόμ που έγιναν στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Γιεντβάμπνε της Πολωνίας και στην Πολωνική Πόλη Κίλτσε. Από τέτοιες επιθέσεις βίας και ωμότητας επισημαίνει η συγγραφέας, βρήκαν το θάνατο μεταπολεμικά γύρω στους 1.500 Εβραίους.
Τι είμαστε λοιπόν; Άνθρωποι η θηρία; Άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε θηρία ή θηρία μεταμφιεσμένα σε ανθρώπους;
Η Έλενα Μαρούτσου έχει ήδη παγιώσει ένα ιδιαίτερο στυλ γοητευτικής γραφής κεντημένης με ποιητικές εκφράσεις που δένουν απόλυτα όμως με τη γλώσσα της πεζογραφίας. Τολμηρή και διεισδυτική, ξεδένει το μαύρο μαντήλι από τα μάτια του αναγνώστη και του δείχνει την πεταλούδα και το φίδι, την αλεπού και τον λύκο που κρύβει ο ίδιος μέσα του.
Ο αφηγητής μύγα δηλώνει άλλωστε στο τέλος του βιβλίου:
Έζησα για να αφηγηθώ τη μυστική ζωή του θηρίου μέσα στον άνθρωπο, όπως και του τρυφερού, απροστάτευτου ζώου μέσα στον άνθρωπο, έζησα για να αποτυπώσω τις δαγκωματιές και τα χάδια του έγκλειστου αυτού πλάσματος που κάποτε είχε φτερά. Που κάποτε πετά και κάποτε πεθαίνει. Που δεν αποκλείεται να είμαι εγώ. Αφού εγώ είμαι εσύ.
info: Έλενα Μαρούτσου, Θηριομόρφοι, Πόλις