Οι 4 εποχές του Νίκου Κούνδουρου

0
822

 

Της Παναγιώτας Μήνη (*).

Μέσα σε μόλις 126 σελίδες μικρού σχήματος το βιβλίο του Λευτέρη Ξανθόπουλου Οι τέσσερις εποχές του Νίκου Κούνδουρου προσφέρει μία σειρά από ευχάριστες εκπλήξεις στον αναγνώστη.  Περιλαμβάνει:  ένα εκτενές δοκίμιο του σκηνοθέτη και λογοτέχνη Λευτέρη Ξανθόπουλου για το έργο του Νίκου Κούνδουρου˙ ένα «Επιλογικό Σημείωμα» του συγγραφέα σε ύφος περισσότερο προσωπικό˙  έναν «Πρόλογο» γραμμένο από τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη˙ ένα «Επίμετρο» του συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα ˙ ογδόντα επτά φωτογραφίες, κάποιες ενσωματωμένες στα κείμενα και κάποιες σε ξεχωριστό «Φωτογραφικό Παράρτημα» ˙ και «Φιλμογραφία» του Κούνδουρου.

Οι λόγοι, έτσι, για να σκύψει κανείς με προσοχή πάνω από το μικρό αυτό βιβλίο είναι πολλοί.  Ο «Πρόλογος» του Παπαστάθη δίνει χρήσιμες πληροφορίες για το κινηματογραφικό ξεκίνημα του Κούνδουρου με την  Μαγική πόλη και επισημαίνει μερικές από τις καινοτόμες, για τον ελληνικό κινηματογράφο, προτάσεις του νεαρού τότε δημιουργού.   Το «Επίμετρο» του Φύσσα βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει πληρέστερα την μελέτη του Ξανθόπουλου και να την επανεξετάσει με νέο ενδιαφέρον.  Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό αποτυπώνει αντιπροσωπευτικές στιγμές των ταινιών αλλά και στιγμές από τα γυρίσματα, με κάποιες φωτογραφίες να προέρχονται από  το προσωπικό αρχείο της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, της πρωταγωνίστριας στη Μαγική πόλη.  Πάνω από όλα, το κεντρικό δοκίμιο του Ξανθόπουλου ωθεί να στοχαστούμε το σύνολο του έργου του Νίκου Κούνδουρου.

Στο δοκίμιο του Ξανθόπουλου ο αναγνώστης δεν θα βρει πλοκές ταινιών ή πληροφορίες για την παραγωγή τους και την υποδοχή τους από την κριτική (αυτά μπορεί να τα αναζητήσει ο αναγνώστης στο επίσης χρήσιμο βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου, Οδύσσειες σωμάτων στο έργο του Νίκου Κούνδουρου, Αθήνα, Αιγόκερως, 2007).  Στο δοκίμιο του Ξανθόπουλου θα βρει μία προσωπική ερμηνεία των ταινιών του Κούνδουρου, η οποία πρέπει να ανασυντεθεί μέσα από λακωνικά δοσμένες σκέψεις, που έχουν κάποτε την μορφή λογοτεχνικών συνειρμών.  Για τον Ξανθόπουλο οι ταινίες του Κούνδουρου συνιστούν ένα «ενιαίο και αδιαίρετο» σύνολο (σ. 48), που διαπερνάται από μία επανερχόμενη θεματική.  Σε κάθε ταινία του Κούνδουρου, λέει ο Ξανθόπουλος, «από την πρώτη έως την τελευταία, υπάρχει και αποτυπώνεται η περιπέτεια και το δράμα μιας άναρχης, μιας παγιδευμένης ολιγομελούς ομάδας ή κοινότητας (ανδρικής ή και γυναικείας – δεν έχει σημασία) που οδηγείται μέσα από την ανείπωτη βάσανο και τον ευτελισμό ψυχής και σώματος στην (αυτό) καταστροφή» (σ.85).

Την αφετηρία της παραπάνω θεματικής ο Ξανθόπουλος την αναζητά στην βιογραφία και τον ψυχισμό του ίδιου του Κούνδουρου, θεωρώντας τις ταινίες του «καταβύθιση  (…) μέσα στις φαντασιώσεις, στα οράματα, στη μαγεία, την πονηριά και το ζόφο τόσο της παιδικής του ηλικίας όσο και των πρώτων χρόνων της άγριας νεότητάς του» (σ. 48).  Πιο συγκεκριμένα, ο Ξανθόπουλος θα αναφερθεί σε τραύματα που βίωσε ο Κούνδουρος (σ. 40) και, κυρίως, στη «βάναυση πληγή της Μακρονήσου, το εθνικό εμφύλιο μίασμα» (σ. 84).   Τον καταλυτικό ρόλο της εμπειρίας του Κούνδουρου στην Μακρόνησο υπαινίσσεται ο Ξανθόπουλος και κατά την συζήτηση των τριών μοτίβων που βρίσκει να κυριαρχούν στο έργο του σκηνοθέτη.  Του προσωπείου (μεταφορικά και κυριολεκτικά), σημείου κοινωνικής και ψυχικής ταυτότητας αλλά και ανάγκης για απόδραση.  Του χορού (λάγνου, άγριου, ενστικτώδους), η κινηματογράφηση του οποίου εξυψώνει το κάτω μέρος του σώματος και της ζωής, αντί του κεφαλιού/λογικής.   Και του νερού, «που από πηγή ζωής και στοιχείο ελευθερίας, ροής και κίνησης καταλήγει σε παγίδα, εμπόδιο, φυλακή» (σ. 70-71).

Η αξία του δοκιμίου του Ξανθόπουλου ανευρίσκεται πρώτα και κύρια στην επισήμανση των παραπάνω μοτίβων και στην ακούραστη προσπάθεια αποκωδικοποίησής τους.   Ιδιαιτέρως οι παρατηρήσεις για τον χορό και για το υγρό στοιχείο συνιστούν κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες ερμηνείες της θεματικής του κουνδουρικού έργου.  Εντυπωσιακή, επίσης, είναι η ευχέρεια με την οποία ο Ξανθόπουλος φέρνει πλήθος παραδειγμάτων από το έργο του Κούνδουρου, παρακινώντας μας να το δούμε με νέο μάτι.  Σε γενικές γραμμές, το δοκίμιο χαρακτηρίζεται από τα χαρίσματα μιας κλασικής μελέτης της politique des auteurs, έτσι όπως αυτή πρωτοεμφανίστηκε στον κύκλο των Cahiers du Cinéma (και που επιβιώνει μέχρι σήμερα) – από την γερή, δηλαδή, γνώση του συνόλου του έργου ενός καλλιτέχνη, την επισήμανση επανερχόμενων θεμάτων και μοτίβων και την τολμηρή ερμηνεία τους.

Στην  politique des auteurs θα πρέπει να αποδοθεί και η προσέγγιση των ταινιών του Κούνδουρου από τον Ξανθόπουλο ως ισότιμων μεταξύ τους καθώς και η αξιοποίηση βιογραφικών πληροφοριών για την κατανόηση της δουλειάς ενός σκηνοθέτη, μέθοδος που τροφοδοτείται από (και με τη σειρά της τροφοδοτεί) τον ‘μύθο’ ενός καλλιτέχνη/δημιουργού.  Η μελέτη του Ξανθόπουλου μπορεί τώρα να δώσει έναυσμα να γίνουν παραπέρα βήματα.   Να ερευνήσουμε την κάθε ξεχωριστή ταινία πέρα από τον ‘μύθο’,  μέσα στη συγκεκριμένη στιγμή της δημιουργίας της.  Να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις αλλαγές που παρουσιάζει το έργο του Κούνδουρου, παράλληλα με αλλαγές στον ελληνικό και τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Να συνυπολογίσουμε τις δοκιμές του Κούνδουρου σε άλλες τέχνες και την συμβολή σημαντικών συγγραφέων στα σενάριά του.   Το βιβλίο του Ξανθόπουλου, πέρα από την  δική του ξεχωριστή αξία, έρχεται να μας υπενθυμίσει πόσο λίγο έχει μελετηθεί το έργο μιας από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου, ένα έργο που εκτείνεται σε εξήντα ολόκληρα χρόνια και που συνδιαλέγεται, ανάμεσα σε άλλα, με ποικίλα κινήματα,  με μείζονα ιστορικά γεγονότα και με έργα της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής γραμματείας.

(*) Η     Παναγιώτα Μήνη είναι  Επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας Κινηματογράφου στο  Τμήμα Φιλολογίας του  Πανεπιστημίου Κρήτης

 

INFO: Λευτέρης Ξανθόπουλος, Οι τέσσερις εποχές του Νίκου Κούνδουρου, Αθήνα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2014 (126 σσ., 87 εικόνες).

Προηγούμενο άρθροΌχι άλλο Jumbo και Sakis
Επόμενο άρθροΚαβάφης, Καββαδίας, Δημουλά, Ηλιοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ