Γεωργία Συλλαίου
Η Ελένη διαβάζει, μάλλον ξαναδιαβάζει εδώ και τρεις μέρες το Hotel du lac. Καταφεύγει έτσι κι αλλιώς στα βιβλία της Αννίτα Μπρούκνερ κάθε φορά που αντιμετωπίζει δυσκολίες αυτοσυγκέντρωσης, δηλαδή πολύ συχνά. Επιλέγει στην τύχη τα κεφάλαια, πηδάει σελίδες περιμένοντας την επόμενη γνώριμη παράγραφο, μουρμουρίζει τους διαλόγους που τους θυμάται πια απ’ έξω. Δύο μέρες πριν την επικείμενη αναχώρηση για τα Ιωάννινα είναι ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι, στις εννέα το πρωί με το βιβλίο στα χέρια και το κινητό απενεργοποιημένο. Αναβάλλει διαρκώς την επικοινωνία με τους διοργανωτές του συνεδρίου. Η Ελένη είναι μία από τους ομιλητές – έχει τελειώσει μετά κόπων και βασάνων την εισήγησή της και δεν είναι καθόλου ικανοποιημένη. Δεν έχει προετοιμαστεί για τις αναπόφευκτες ερωτήσεις, οι υποσημειώσεις είναι ασαφείς και οι παραπομπές επιεικώς ανεπαρκείς. Τις νύχτες την επισκέπτονται ανήσυχα όνειρα, ξυπνά κάθιδρη και τρέχει στην τουαλέτα. Εκεί βήχει δυνατά χωρίς να μπορεί να βγάλει τίποτε, σφίγγει γονατιστή και με τα δυο της χέρια τη λεκάνη με μάτια που καίνε και γδαρμένο λαιμό. Ο ύπνος δεν επιστρέφει εύκολα, στριφογυρίζει στα λερωμένα σεντόνια, βυθίζεται για λίγο σε λήθαργο και πάλι ξυπνά έντρομη με τα μάτια ορθάνοιχτα στο σκοτάδι. Όταν επιτέλους μπαίνει από τις γρίλιες το χλωμό φως της φθινοπωρινής αυγής, ανάβει το πορτατίφ και πιάνει το βιβλίο της Μπρούκνερ. Έπειτα πηγαίνει στην κουζίνα και ετοιμάζει καφέ. Παίρνει μια κούπα, τα τσιγάρα της και ακουμπά ξανά στα μαξιλάρια γεμίζοντας καπνούς την ήδη δύσοσμη κρεβατοκάμαρα. Κάποτε η απόλυτη σιωπή του σπιτιού την βαραίνει και ανοίγει την τηλεόραση χωρίς να τη βλέπει, στα αυτιά της φτάνουν αποσπασματικά οι ειδήσεις από τα πρωινά ενημερωτικά προγράμματα. Το επόμενο πρωί, μία μέρα πριν την αναχώρηση, πιάνει διστακτικά το κινητό της, το ενεργοποιεί και τηλεφωνεί στον συνάδελφο που θεωρεί ως τον πιο κοντινό της. Ο άνθρωπος μετά βίας κρατά την ψυχραιμία του, εν ολίγοις είναι έξω φρενών, αλλά η Ελένη καταφέρνει να παραμείνει σε κατάσταση απάθειας μέχρι τη στιγμή που ο φίλος της λέει το όνομα του ξενοδοχείου όπου θα λάβει χώρα το ανεπιθύμητο συνέδριο: Hotel du lac.
Η Ελένη δεν παραξενεύεται ακριβώς, άλλωστε τα όνειρά της είναι πολύ πιο περίεργα και μάλλον υστερικά, σε αντίθεση με το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αυτής το οποίο για συγκεκριμένους λόγους μετριάζει τον ζόφο και το σκότος των εβδομάδων της προετοιμασίας της. Το χαμόγελο διακρίνεται στη φωνή της καθώς επαναλαμβάνει το όνομα του ξενοδοχείου, το οποίο και σημειώνει – αν και δεν χρειάζεται – σε μια σελίδα του βιβλίου που διαβάζει και που όλως τυχαίως είναι το Hotel du lac. Από κάτω προσθέτει με ευκρινείς χαρακτήρες και με μια χροιά ευλάβειας το τηλέφωνο επικοινωνίας. Τώρα μπορεί να ετοιμάσει βαλίτσες, να λουστεί και να απαλλαγεί από την ιδρωμένη πιτζάμα που αποτελεί εδώ και μέρες την καθημερινή της ένδυση .
Το Hotel du lac των Ιωαννίνων βρίσκεται στις παρυφές της πόλης και φυσικά έχει χτιστεί μπροστά στη λίμνη. Είναι βραδάκι και το κτίσμα τής φαίνεται υπέρκομψο με τα μαρμάρινα και γύψινα αετώματα, τα περιποιημένα παρτέρια και τα στρογγυλά ρόδινα αμπαζούρ επάνω στα τραπεζάκια. Παρατάει βαλίτσα και πανωφόρι στο δωμάτιό της και κάθεται έξω. Παραγγέλνει τζιν με τόνικ και καταριέται τη μοίρα της – πόσο πιο ωραία θα ήταν αν βρισκόταν εδώ χωρίς τον εφιάλτη της εισήγησης να καραδοκεί την επόμενη μέρα, μια μοναχική ξένη μεσόκοπη κυρία που πίνει το ποτό της, μασουλάει φιστίκια και αμύγδαλα και αγνοεί τα κλεφτά περίεργα βλέμματα των αγνώστων θαμώνων του υπαίθριου μπαρ. Ο συμπονετικός συνάδελφος διαλύει κάθε μάταιη ψευδαίσθηση καλώντας την στο φουαγιέ και η Ελένη τον ακολουθεί με βαριά καρδιά . Όλοι είναι συγκεντρωμένοι εκεί, με την αυτοπεποίθηση στο ζενίθ, άντρες με μαλλιά επιμελώς ατημέλητα και στρογγυλά γυαλιά με συρμάτινο σκελετό, γυναίκες με σκούρα ρούχα και μπατίκ φουλάρια, μιλούν και γελούν κοφτά με ένα ποτήρι στο χέρι. Της φαίνονται πιο τρομακτικοί από ποτέ. Το δικό της φόρεμα είναι υπερβολικά φανταχτερό για να είναι κομψό, το έχει ρίξει στη βαλίτσα διαλέγοντάς το από την ντουλάπα μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Η συνολική εικόνα πρέπει να είναι αποκαρδιωτική: μια σαστισμένη κυρία με γκρίζες ρίζες στα ξεθωριασμένα μαλλιά και διεσταλμένες τις κόρες πίσω από τα θαμπά γυαλιά της προσπαθεί να κολυμπήσει χωρίς να πνιγεί στον χείμαρρο γνώσεων, αντιπαραθέσεων και κομψών πειραγμάτων που ρέει ακατάβλητος από τα χείλη των συναδέλφων της. Κάποιος την σπρώχνει και αμέσως ζητά με υπερβολική ευγένεια συγνώμη. Τα παπούτσια που έχει φορέσει ειδικά για την περίσταση την χτυπούν και βαδίζει με κόπο – έχει συνηθίσει τόσες μέρες να περπατά ξεκάλτσωτη με τα πόδια χωμένα σε χνουδωτές παντόφλες. Έντρομη, οσμίζεται τον ιδρώτα που αναβλύζει από τις μασχάλες της – το φόρεμα εκτός από φανταχτερό είναι και συνθετικό. Αποσύρεται διακριτικά στην πιο σκοτεινή γωνία, και παρακολουθεί με αλματωδώς αυξανόμενο άγχος τον φιλικό συνάδελφο να σκύβει στο αυτί του συντονιστή του συνεδρίου και να του λέει κάτι στο αυτί στέλνοντάς τον με ένα νεύμα της κεφαλής προς το μέρος της. Επακολουθούν οι τυπικές συστάσεις και οι αναπόφευκτες ερωτήσεις. Ο συντονιστής ακούει ευγενικά τις απαντήσεις της, τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το θέμα. Και μόνο που εκστομίζει τη φράση «η δική μου προσέγγιση» ορθώνονται οι τρίχες της κεφαλής της. Ευτυχώς ο συντονιστής βαριέται γρήγορα και σπεύδει προς αναζήτησιν κάποιου περισσότερο ενθουσιώδους συνομιλητή. Μόλις τελειώνει το κοκτέιλ, τους μαντρώνουν στο εστιατόριο. Η Ελένη αναζητεί με το βλέμμα κάποιον γνωστό, αλλά όλοι είναι απορροφημένοι και απασχολημένοι, είτε τρώγοντας, είτε συζητώντας, είτε πίνοντας, είτε επιτυγχάνοντας ταυτοχρόνως και τα τρία με ταχυδακτυλουργική ευχέρεια. Σε λιγότερο από μία ώρα σηκώνεται από το κάθισμά της και φεύγει χωρίς να την προσέξει κανείς. Σχεδόν κανείς, διότι στρίβοντας στον ευλογημένο διάδρομο όπου βρίσκεται το δωμάτιό της ακούει μια διαπεραστική γυναικεία φωνή να αναρωτιέται τι θα εισηγηθεί άραγε αύριο αυτή η γυναίκα που εδώ και καιρό έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης καθώς και τα σιγανά επιφωνήματα που επικροτούν το περιεχόμενο της ερωτήσεως.
Λίγο αργότερα διαβάζει την εισήγησή της. Δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια της. Είναι δυνατόν να έχει γράψει ένα τόσο αδύναμο, τόσο ζορισμένο κείμενο; Προφανώς ναι, το κρατάει στα χέρια της και δεν έχει χρόνο ούτε κουράγιο να διορθώσει έστω μία γραμμή. Καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται να την πάρει ο ύπνος και βγαίνει στο έρημο πια παρκάκι του ξενοδοχείου. Διακρίνει μια γυναικεία φιγούρα σε ένα από τα πολλά παγκάκια τα οποία βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τη λίμνη. Σκέφτεται ότι λίγη κουβεντούλα θα τη χαλαρώσει και κατευθύνεται με το θάρρος του απελπισμένου προς το μέρος της άγνωστης γυναίκας.
Καλησπέρα, λέει στη γυναίκα και αμέσως την αναγνωρίζει. Η Αννίτα Μπρούκνερ μετακινείται από το κέντρο στην άκρη του ελαφρώς υγρού πάγκου και της κάνει νόημα να καθίσει πλάι της. Φοβερή μέρα, δηλώνει η Ελένη και ψάχνει τα τσιγάρα της. Και η αυριανή προβλέπεται εφιαλτική, συμπληρώνει. Η Μπρούκνερ ενδιαφέρεται να μάθει τα δεινά της απρόσκλητης συνομιλήτριάς της και η Ελένη παρασύρεται σε έναν αρκετά εκτενή μονόλογο, καταλήγοντας στον τρόμο που της προκάλεσαν οι συνάδελφοί της στο φουαγιέ.
Δεν είναι κακοί, διατείνεται η Μπρούκνερ, είναι μάλλον λίγο πιο τυχεροί και οπωσδήποτε περισσότερο εργατικοί από εσάς. Look at me, μουρμουρίζει η Ελένη, μα τι λέτε τώρα, εκνευρίζεται ελαφρώς η συγγραφεύς, εσείς κάνετε ό,τι μπορείτε για να μην σας κοιτάζουν, κρύβεστε στις γωνίες και στα σκοτάδια σαν τους ρυπαρούς τύπους με τις καμπαρντίνες. Δεν το εννοούσα κυριολεκτικά, κλαυθμηρίζει η Ελένη, τον τίτλο του βιβλίου σας είπα. Α, καλά, ησυχάζει η Αννίτα. Ας ξαναπάρουμε τα πράγματα από την αρχή, συνεχίζει σε λίγο. Θα ανακαλέσω, άλλωστε δεν πρέπει να παίρνετε και πολύ στα σοβαρά όσα λέω. Τέλος πάντων, νομίζω ότι μάλλον θέλετε ακριβώς το αντίθετο. Επιθυμείτε διακαώς να σας κοιτάζουν, αλλά πρέπει να κάνετε κάτι γι’ αυτό. Πάρτε μια κρέμα νυκτός. Η Ελένη την κοιτά με δυσπιστία. Ίσως αν περάσετε και ένα ωραίο χρωματάκι στα μαλλιά σας… συμπληρώνει χωρίς μεγάλη πεποίθηση η Μπρούκνερ. Μήπως είστε άρρωστη; Μια τρομερή σκέψη περνά από το μυαλό της Ελένης: Κι αν είναι ήδη νεκρή και αυτός είναι ο απλούστατος λόγος που συνομιλεί με μια συγγραφέα που έχει αποδημήσει εις Κύριον εδώ και χρόνια; Τσιμπιέται με δύναμη και ξεφωνίζει από τον πόνο. Ησυχάστε, την παροτρύνει ήπια η Μπρούκνερ, δεν ήθελα να σας ταράξω. Μια χαρά φαίνεστε, αλλά με τόσες ατυχίες… σκέφτηκα μήπως σας έχει βρει κι αυτό το κακό. Λέω, μήπως. Αφήστε τα αυτά, εξανίσταται η Ελένη, δεν μου δίνετε καλύτερα καμιά καλή συμβουλή για την εισήγηση, έχετε πάρει και Μπούκερ.
Λυπάμαι, λέει η Μπρούκνερ χωρίς να το εννοεί, εδώ και καιρό δεν ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, είναι προφανές νομίζω. Το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι ότι ίσως δεν σας ταιριάζει το θέμα. Μήπως θα σας ταίριαζε κάποιος άλλος συγγραφέας, λέω μήπως. Έχετε και αυτή την εμμονή με τον θάνατο, εν αντιθέσει με μένα. Η Ελένη κοιτά απλανώς την σκοτεινή λεία επιφάνεια της λίμνης. Έχει αρχίσει να φυσά και ένα τσουχτερό αεράκι το οποίο αντί να την ενοχλεί, της προκαλεί αγαλλίαση, μια αίσθηση που την ξαφνιάζει, ακριβώς επειδή την έχει ξεχάσει προ πολλού. Δεν την αντέχω άλλο αυτή τη δουλειά, τη βαρέθηκα, ανακοινώνει. Κλείνομαι στο βρωμερό μου σπίτι, γράφω, ψάχνω, διορθώνω και το αποτέλεσμα είναι για τα σκουπίδια. Οι λέξεις μού έχουν κηρύξει πόλεμο, κι εγώ δεν μπορώ να ανταποδώσω διότι τις αγαπώ υπερβολικά για να τις σκοτώσω. Και όμως, τις βλέπω να αιωρούνται γύρω μου, επάνω μου και μόλις καταφέρω να τις αιχμαλωτίσω πεθαίνουν ακαριαία μόλις τις εναποθέσω στο χαρτί. Βαρέθηκα, επαναλαμβάνει. Η Μπρούκνερ ξεροβήχει και κοιτά διακριτικά το ρολόι της. Εγώ να πηγαίνω, πάντως ωραία τα είπαμε. Θα σας ξαναδώ;
Ω, θα το θέλατε; Αναφωνεί η Ελένη και η συνομιλήτριά της παραξενεύεται κάπως. Δεν με νοιάζει και τόσο, ομολογεί η Αννίτα Μπρούκνερ, απλώς κάθε βράδυ κάθομαι σ’ αυτό το παγκάκι και αναρωτήθηκα μήπως θα κάνετε κι εσείς το ίδιο τις επόμενες μέρες.
Κατόπιν όλων αυτών των γεγονότων η Ελένη επιχειρεί μερικές διορθώσεις και κάποιες προσθέσεις στην εισήγησή της πριν ρίξει έναν σύντομο υπνάκο μέχρι τις εφτά το πρωί. Παραπατώντας, σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου και παραγγέλνει πρωινό στο δωμάτιο. Μετά το ντους κλείνει απανωτά ραντεβού στο κομμωτήριο, στο σπα, στο ινστιτούτο αισθητικής. Κατεβαίνει κλεφτά στη ρεσεψιόν, παρατείνει τη διαμονή της στο Hotel du lac και πληρώνει προκαταβολικά για δέκα μέρες προκαλώντας με όλες αυτές τις αδέξιες παρορμήσεις ένα βαρύ εγκεφαλικό στην πιστωτική της κάρτα. Επιστρέφει γρήγορα στο δωμάτιό της, διστάζει, σκέφτεται, παλινδρομεί, τέλος γράφει ένα σημείωμα στον συμπονετικό συνάδελφο, το βάζει μέσα σε έναν φάκελο μαζί με την εισήγηση, τρέχει και πάλι στη ρεσεψιόν για να τον εναποθέσει στα χέρια του απορημένου υπαλλήλου. Η αίσθηση του οριστικού αυτών των ενεργειών την παγώνει προς στιγμήν, αλλά είναι αποφασισμένη να μην την καταβάλλουν συναισθηματισμοί που δεν αρμόζουν στην ηλικία της ούτε εξυπηρετούν καταστάσεις τις οποίες έχει βαρεθεί να αντιμετωπίζει ανεπιτυχώς. Πριν κλείσει την πόρτα του δωματίου τοποθετεί απ’ έξω το καρτελάκι με την τυπική όσο και αποθαρρυντική παράκληση «Μην ενοχλείτε».
Το απόγευμα η Ελένη επιπλέει αβαρής και ελαφρώς αποπροσανατολισμένη στο ευγενέστερο των στοιχείων – στο νερό μιας από τις αβαθείς πισίνες του υπογείου – ενώ στην κεντρική αίθουσα του Hotel du lac το συνέδριο βρίσκεται εν πλήρει εξελίξει. Ο συνάδελφος – παραλήπτης του κειμένου της έχει μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση του χειρογράφου του και ο συντονιστής τον ατενίζει με δυσπιστία – παραλλήλως στην αίθουσα επικρατεί αμήχανη σιωπή. Θα έλεγε κανείς ότι της πήρες συνέντευξη, παρατηρεί, ότι συναντηθήκατε. Δεν είναι δικό μου το κείμενο, αναστενάζει ο άλλος, είναι της εισηγήτριας που έχει εξαφανιστεί.
Η οποία, λίγο αργότερα, ρεμβάζει στο παγκάκι παρέα με την Αννίτα. Υπό το φως της σελήνης που ανατέλλει, τα ψάρια τινάζονται στην υποτυπωδώς τρικυμιώδη επιφάνεια του νερού, ανατρέποντας τα χάρτινα καραβάκια τα οποία κατασκεύασαν οι δύο γυναίκες από κόλλες αναφοράς, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, χάριν παιδιάς.