«Hotel Acropol GALINI», 23.07.2018 (διήγημα του Δημήτρη Φύσσα)

0
631

 

 

Δημήτρης Φύσσας

 

Το «Hotel Acropol GALINI » δεν ήταν παρά ένας ακόμα γαμηστρώνας της ευρύτερης περιοχής, μεταμφιεσμένος σε ξενοδοχείο. Ήρθαμε το απόγευμα εδώ με τη Χλόη όχι να πηδηχτούμε, αλλά για να χωρίσουμε. Αν και τελικά πηδηχτήκαμε κιόλας, όπως γίνεται πολλές φορές σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Πηδηχτήκαμε, κολυμπήσαμε, βριστήκαμε, τσακωθήκαμε για πολλοστή φορά.

Αλλά αυτή την πολλοστή φορά, όταν με απείλησε πως δεν την ένοιαζε για τον άντρα της και αυτή θα το ΄λεγε στη γυναίκα μου, τη σκότωσα. Τη χτύπησα με το βαρύ γυάλινο τασάκι του ξενοδοχείου στο κεφάλι– ως γνωστόν, παντού απαγορεύεται το κάπνισμα, αλλά παντού έχουνε τασάκια– και, καθώς τη σκότωνα χωρίς να προλάβει καν να φωνάξει, γεννιότανε στο μυαλό μου το σχέδιο. Ενώ είχε αρχίσει ήδη ο πανικός στα πέριξ, πέταξα το πτώμα από το μπαλκόνι προς την παραλία, μάζεψα όλα μας τα πράγματα, κατέβηκα στη ρεσεψιόν, πλήρωσα –ούτε πρόσεξαν ότι έλειπε η Χλόη, δεν ξέρω αν πήρανε τα λεφτά κιόλας, βιάζονταν να φύγουνε, οι φλόγες είχανε πλησιάσει το ξενοδοχείο–  σήκωσα τή σαν πούπουλο γκόμενά μου και την έριξα στο πορτ μπαγκάζ.

Όταν σταμάτησα λίγο αργότερα το αυτοκίνητο ανάμεσα σε τρελαμένους ανθρώπους και μέσα σε καπνούς, μου ήταν πάρα πολύ εύκολο να σηκώσω το πτώμα παριστάνοντας ότι ήταν μια γυναίκα που προσπαθούσα να τη σώσω, και να το πάω στο λόφο Πανόραμα, σε μέρος πευκόφυτο, που πολύ σύντομα θα το έφτανε η φωτιά. Πέταξα τη Χλόη μέσα σε κάτι σκοίνα, να μη φαίνεται μέχρι να καεί, βεβαιώθηκα πως δε με είχε δει κανείς –εξάλλου πυροσβέστες, αστυνομικοί και λοιποί λάμπανε ακόμα τότε στο συγκεκριμένο σημείο διά της απουσίας τους–  και γύρισα στο αυτοκίνητο, που ήταν αλώβητο.

Όλοι αγωνίζονταν να ξεφύγουν προς τη θάλασσα και μποτιλιάρανε, εγώ έφυγα πολύ εύκολα προς το βουνό, δηλαδή προς τη φωτιά, αλλά πριν τη φτάσω έστριψα βόρεια και ξανά ανατολικά προς τη θάλασσα, βγαίνοντας στη Νέα Μάκρη όπου δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Σύντομα βρέθηκα στην Αθήνα, πήγα στο γραφείο, πλύθηκα καλά κι άλλαξα ρούχα. Είχε βραδιάσει για τα καλά, πέταξα τα πράματα της Χλόης και τα βρόμικα ρούχα μου μέσα στον περιστρεφόμενο μύλο ενός σκουπιδιάρικου, γύρισα σπίτι, πλύθηκα κι άρχισα βλέπω ειδήσεις στο γουέμπ: φοβερή πυρκαγιά στην Αττική, πολλοί νεκροί και αγνοούμενοι, άνθρωποι που κλαίγανε κι αγωνιούσαν για τους δικούς τους. Η γυναίκα μου ούτε κατάλαβε τίποτα, ούτε ρώτησε τίποτα– όπως πάντα. Τα παιδιά κοιμόντουσαν.

Σχεδόν μια βδομάδα μετά, με το νούμερο μέχρι τώρα στους 88 νεκρούς και τους κλασικούς διαξιφισμούς κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, είχα βεβαιωθεί  για το πόσο τυχερός ήμουνα: το ξενοδοχείο στο Μάτι στάχτη, ο ρεσεψιονίστας που με είχε δει νεκρός, το μέρος όπου είχα αφήσει το πτώμα στάχτη, η Χλόη θα ήταν σίγουρα αγνοούμενη, μα όχι αγνοούμενη της πυρκαγιάς, το πτώμα θα ήταν ένα αταύτιστο κούτσουρο, πού να  καταλάβουν οι ιατροδικαστές το ρημαγμένο κεφάλι, που και να το καταλαβαίνανε άνετα θα μπορούσε να της το ΄χε σπάσει κανένα βαρύ κλαρί. Όσο για το τεστ DNA, γονείς ή παιδιά δεν είχε, μέχρι να συνδέσουνε το κούτσουρο με τη συγκεκριμένη  αγνοούμενη, να βρούνε τον αδερφό της στην Αυστραλία για να δώσει δείγμα και μέχρι να γίνει η ταυτοποίηση, θα πέρναγαν μήνες, αν όχι χρόνια. Αλλά και να γινόταν, τι θα βρίσκανε; Ότι η Χλόη ήταν μια ακόμα νεκρή τής μεγάλης πυρκαγιάς. Και λοιπόν;  Θα υπήρχε το ερώτημα τι έκανε εκεί στις 23 του μήνα, σύμφωνοι, αλλά θα έμενε αναπάντητο. Υποψίες δολοφονίας; Έστω, αλλά τρέχα γύρευε για υπόπτους.

Όσο για επικοινωνιακά ίχνη, αυτό ήταν εξαρχής αποκλεισμένο. Ενάμιση χρόνο, ήμασταν πολύ προσεκτικοί. Κανείς στο γραφείο δεν είχε καταλάβει τίποτα. Και δεν υπήρχαν ούτε τηλεφωνήματα, ούτε εσεμές,  ούτε μέιλ, ούτε αναρτήσεις στο φέισμπουκ, ούτε μηνύματα στο μέσιντζερ- τίποτα. Ανταλλάσσαμε σημειώματα στη δουλειά, τα οποία μετά τα καταστρέφαμε. Τελευταία μάλιστα ούτε σημειώματα, απλά μιλάγαμε λιγάκι στα μουλωχτά, ιδίως στην κουζίνα, και συναντιόμασταν πάντα σε γαμηστρώνες εκτός πόλης

Επομένως, αν και όταν κάποτε το κούτσουρο ταυτιζόταν με την 38άχρονη ιδιωτική υπάλληλο Χλόη Ζ. Παπαδοπούλου,  η αστυνομία θα ήταν αδύνατο να το συσχετίσει με μένα, το 42άχρονο συνάδελφό της Ζαχαρία Ξ. Ιωαννίδη.

Αφήνω το μυαλό μου να ταξιδεύει: τι θα γίνει αν με είχε δει κάποιος οποτεδήποτε, από τη στιγμή που πέταξα το πτώμα απ΄ το παράθυρο του «Hotel Acropol Galini» μέχρι τη στιγμή που το έκρυψα  στα σχεδόν φλεγόμενα σκοίνα· αν είχε κρατήσει κανείς τον αριθμό του αυτοκινήτου· αν ο σύζυγος ήξερε τι έτρεχε και είχε στείλει ντετέκτιβ ή είχε βάλει κοριούς στο αυτοκίνητό μου ή στην τσάντα της γυναίκας  του· αν η γυναίκα μου είχε καταλάβει κάτι και είχε κινήσει ανάλογες ή άλλες διαδικασίες· αν η Χλόη δεν είχε πεθάνει, διασωληνώθηκε, επέζησε και τώρα όπου να ΄ναι θα μιλήσει.

Ευτυχώς όμως, δεν πρόκειται γι΄ αστυνομικό διήγημα με υποχρεωτικό χάπι έντινγκ σε βάρος του δολοφόνου, αλλά γι΄ αληθινή ιστορία. Εκφράζω λοιπόν φόβους κι ενδοιασμούς μέσα στο κεφάλι μου, διατυπώνω υπόνοιες, κάνω σκέψεις -ίσως υπερβολικές- μα αυτό είν΄ όλο. Όπως κάθε ασύλληπτος δολοφόνος, υποθέτω.

 

d.fyssas@gmail.com

Προηγούμενο άρθροSinger (διήγημα της Δήμητρας Λουκά)
Επόμενο άρθροHeiner Müller, Ποιήματα (μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ