Herve Le Corre «Περνώντας τους λύκους γιά σκυλιά» (του Γρηγόρη Αζαριάδη)

0
739

 

του Γρηγόρη Αζαριάδη

Το νουάρ μυθιστόρημα του Herve Le Corre «Περνώντας τους λύκους γιά σκυλιά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (σελίδες 315,σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά και επιμέλεια Δημήτρη Παπακώστα). Ο Le Corre γεννημένος το 1955 στο Μπορντώ, έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα κι έχει αποσπάσει πολλά βραβεία. Οι «Καρδιές σακατεμένες», από τα κορυφαία του, τιμήθηκαν με το βραβείο Mystere, το μεγάλο βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας και το βραβείο γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος του Nouvel Observateur. Το «Μετά τον πόλεμο» τιμήθηκε με το Βραβείο Ευρωπαικού Αστυνομικού Μυθιστορήματος «Le point».

Η ιστορία ξεκινάει με την αποφυλάκιση το νεαρού Φράνκ, τον οποίο υποδέχεται η Τζέσικα, σύντροφος του αδερφού του Φαμπιάν. Ο Φράνκ έχει εκτίσει ποινή γιά μιά ληστεία που διέπραξε με τον αδερφό του, χωρίς ποτέ να τον κατονομάσει ως συνεργό. Η Τζέσικα μεταφέρει τον Φράνκ σε ένα αγρόκτημα, που ζει με τους ηλικιωμένους γονείς της, Ρολάν και Μαρίζ και την μικρή κόρη της Ραχήλ. Η Ραχήλ, ένα εντελώς ιδιόρρυθμο κορίτσι, που μιλάει ελάχιστα, σταδιακά θα δημιουργήσει μιά ιδιαίτερη σχέση με τον Φράνκ κι αυτό αποτελεί ένα από τα άκρως ενδιαφέροντα σημεία του μυθιστορήματος.

Η Τζέσικα και οι γονείς της ζουν σε ένα πολύ κλειστό μικρόκοσμο, λειτουργώντας ως μικρά πιόνια του υποκόσμου της γαλλικής επαρχίας. Απομυζούν μικρά χρηματικά ποσά, καθώς συμμετέχουν σε διάφορες ευκαιριακές «δουλειές», με βασικότερη εξ αυτών την μετατροπή κλεμένων αυτοκινήτων. Τα κλοπιμαία όμως από την ληστεία των αδερφών Φράνκ και Φαμπιάν, αποτελούν μιάς πρώτης τάξης ευκαιρία γιά μιά «μεγάλη» επένδυση, στον χώρο των ναρκωτικών. Κι ο Φαμπιάν ταξιδεύει στην γειτονική Ισπανία γιά να κανονίσει τις λεπτομέρειες, στο πλαίσιο της υλοπποίησης αυτής της επένδυσης.

Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο στην ιστορία είναι ότι η Τζέσικα κι οι γονείς της αποφεύγουν να δώσουν ακριβείς εξηγήσεις στον Φράνκ γιά την απουσία του Φαμπιάν, καταφεύγοντας σε γενικόλογες δικαιολογίες. Ο Φράνκ, χωρίς αρχικά να το συνειδητοποιεί, να προσαρμόζεται στην καθημερινή ζωή της παράξενης αυτής οικογένειας στο αγρόκτημα, όπου επικρατεί μιά σχεδόν ισοπεδωτική υψηλή θερμοκρασία. Τρίτο σημαντικό στοιχείο, ο απόλυτος καύσωνας που κυριαρχεί στην εξέλιξη της πλοκής (και εντελώς ενδιαφέρον μιάς και έχουμε ξεπαγώσει από τα τρομακτικά χιόνια των Σκανδιναβών συγγραφέων). Όντως, ο καύσωνας πρωταγωνιστεί, επηρεάζοντας τις πράξεις αλλά και τα συναισθήματα των ηρώων του μυθιστορήματος.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τον χαρακτήρα της Τζέσικα, αντιλαμβανόμαστε ότι αγγίζουμε τα όρια μιάς σύγχρονης τραγωδίας. Η Τζέσικα φαίνεται από την αρχή να κουβαλάει πάνω της αρκετά και λίαν ενδιαφέροντα στοιχεία, σε σημείο που να αποτελεί αυτό που θα αποκαλούσαμε «χαρά της ψυχιατρικής». Ολίγον από διπολική, ολίγον από παθολογική ψεύτρα και με μιά γερή δόση νυμφομανίας αποτελεί ένα από τους ήρωες, που τουλάχιστον ξεχωρίζουν στην σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία. Από την στιγμή που θα αποπλανήσει τον έρημο τον Φράνκ, πράγμα αρκετά εύκολο μιάς κι ο άνθρωπος έχει μόλις αποφυλακιστεί μετά πενταετή κάθειρξη, κατανοούμε ότι η υπόθεση θα λάβει μιά μάλλον δυσάρεστη τροπή. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης …του βιβλίου εννοώ.

Ο Le Corre αποτελεί μιά ξεχωριστή περίπτωση. Κι αυτό έρχεται σε πλήρη αρμονία με τους ήρωες του. Παρά την φήμη του επίγονου του neopolar, που τον ακολουθεί, δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιβεβαιωθεί, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Οι ομοιότητες με τον πατριάρχη Manchette ή τον Fajardie είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευθούν. Τόσο όσον αφορά στο «πολιτικά στρατευμένο» της υπόθεσης και την σχέση «παράνομων» και «δυνάμεων της τάξης και του νόμου», όσο και στο λιτό, σχεδόν δωρικό ύφος των προαναφερόμενων εκπροσώπων του neopolar.

Ο όρος «νουάρ» που χρησιμοποιεί ο εκδοτικός οίκος σίγουρα φαίνεται περισσότερο αντιπροσωπευτικός. Προσωπικά (και κάνοντας χρήση της μικρής αιρετικής μου υπόφυσης, στον προμετωπιαίο φλοιό !) θα έλεγα ότι μου θυμίζει λίγο από Κουέντιν Ταραντίνο κι ακόμη περισσότερο από Σαμ Πέκινπα. Μιά σκληρή, άγρια, έως και αιματοβαμένη περιπέτεια με πρωταγωνιστές ένα περιθωριακό κομμάτι της γαλλικής κοινωνίας, εκεί όπου ο νόμος γράφεται, κι επαφίεται στην τήρηση, των ίδιων των πρωταγωνιστών. Των τσιγγάνων, των Σέρβων, των Γάλλων, που ζουν στα όρια της παρανομίας. Και οι «κακοί» και οι «καλοί» άλλωστε δεν έχουν και τόσο τρομερές διαφορές.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του Le Corre είναι ότι γράφει με ένα πολύ προσωπικό στυλ και γράφει (αυτό που πάντα μας φέρνει σε δύσκολη θέση λόγω έλλειψης σχετικού ορισμού) λογοτεχνικά. Αστυνομική λογοτεχνία. Οι φράσεις, οι περιγραφές, η ατμόσφαιρα θυμίζουν ώρες ώρες περίτεχνο κέντημα του παλιού καλού καιρού ή ακόμη και πινελιές σε υψηλής αισθητικής πίνακα. Κι αυτό έχει το αποτέλεσμα να δημιουργεί μιά πειστικότατη, ξεχωριστή, μοναδική θα έλεγα ατμόσφαιρα. Αυτό άλλωστε είναι και το μέγιστο ζητούμενο, ιδιαίτερα στο νουάρ ή όπως αλλοιώς το ορίσετε (ας πούμε το «σκληρά, άγρια» περιπετειώδες) μυθιστόρημα. Η δημιουργία της σωστής, σκοτεινής ατμόσφαιρας.

Το επόμενο δυνατό σημείο του Le Corre είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Εξαιρετικά γοητευτική και ταυτόχρονα απωθητική η διπολική Τζέσικα. Γυναίκα να λατρέψεις ή και να μισήσεις ταυτόχρονα, εξουσιαστική μορφή την μιά στιγμή κι αξιολύπητη την επόμενη, πράγμα που αποτυπώνεται ανάγλυφα στην σχέση με την μικρή της θυγατέρα. Πολύ πειστικός ο Φράνκ. Αμέσως μετά την αποφυλάκιση του, θα πέσει στον τυφώνα Τζέσικα. Εύκολα θα ξεπεράσει τις αναστολές του, καθώς η κυρία είναι σύντροφος του αδελφού του (έλεος, ρε φίλε !). Θα υλοποιήσει όλες τις φαντασιώσεις του μαζί της, αλλά κάποια στιγμή, αργά έστω, θα συνειδητοποιήσει τι τρέχει.

Η μικρή Ραχήλ, που μιλάει σπάνια, περιγράφεται με εκπληκτικό τρόπο. Η σχέση αγάπης μίσους με την μητέρα της, η προσέγγιση κι η κλιμάκωση του βαθμού εξάρτησης από τον Φράνκ αποδίδονται με απόλυτα πειστικό τρόπο. Και πάνω από όλα, ο απών Φαμπιάν. Ο αδερφός που λείπει στην Ισπανία για δουλειές και δεν φαίνεται πουθενά στην «σκηνή του μυθιστορήματος». Κι όμως είναι μιά τόσο εκκωφαντική παρουσία, καθώς έστω και απών επηρεάζει τα συναισθήματα και τις πράξεις, κάποιων τουλάχιστον από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές.

Η πλοκή σίγουρα δεν είναι και ότι πιό πρωτότυπο μπορεί να περιμένεις. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να απολαύσετε ένα «καθαρά αστυνομικό μυθιστόρημα», αν αυτό έχετε στο μυαλό σας. Ούτε αποτρόπαιους φόνους, ούτε ντετέκτιβς με χρόνια, άλυτα προσωπικά προβλήματα. Αν πάντως θέλετε να κάνετε ένα διάλειμα από την καταιγιστική «τηλεοπτικού τύπου» δράση των εμπορικών αστυνομικών συγγραφέων και να εντρυφήσετε σε ένα κείμενο υψηλής αισθητικής, με δυνατούς χαρακτήρες και υποδειγματική ατμόσφαιρα, σίγουρα το «Περνώντας τους λύκους για σκυλιά» του Herve Le Corre αποτελεί μιά σωστή επιλογή.

info: Herve Le Corre,+ «Περνώντας τους λύκους γιά σκυλιά», μετάφραση: Γιάννη Καυκιά,  επιμέλεια: Δημήτρη Παπακώστα, έκδοση 21ου αιώνα

Προηγούμενο άρθροΒραβεία Αναγνώστη 2018 στις 12 Ιουνίου, Μπενάκη Πειραιώς
Επόμενο άρθροΦίλιπ Πούλμαν, Piotr Soch: Μελιστάλαχτες ιστορίες και σκληρές πραγματικότητες (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ