Herbie Hancock στην Αθήνα – μικρό αφιέρωμα (του Γιάννη Μουγγολιά)

0
255

Τι θα ακούσουμε και τι δεν θα ακούσουμε στη μεγάλη συναυλία του Herbie Hancock

*Με αφορμή το κορυφαίο γεγονός της τζαζ φέτος στην Αθήνα, την Τρίτη 11 Ιουνίου

 

του Γιάννη Μουγγολιά

 

Το μεγάλο φετινό τζαζ συναυλιακό ραντεβού του καλοκαιριού έχει δοθεί για την Τρίτη 11 Ιουλίου στο Ηρώδειο όπου ο Herbie Hancock, ίσως ο μεγαλύτερος ενεργός τζάζμαν προσκεκλημένος του Φεστιβάλ Αθηνών έρχεται στην Ελλάδα για μια ζωντανή εμφάνιση, ανάμεσα στις δυο συναυλίες του στην Ιταλία (Umbria Jazz στην Περούτζια στις 9/7 και Locus Festival στο Μπάρι στις 13/7), που έχει προκαλέσει σαν μαγνήτης το ενδιαφέρον του αθηναϊκού κοινού. Η συναυλία είναι ήδη sold out εδώ και αρκετές μέρες οπότε οι διοργανωτές δεν ανησυχούν. Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά αφού ο ερχομός στην Ελλάδα ενός τόσο μεγάλου ονόματος με τόσο βαριά ιστορία και σπάνια προσφορά αναμφίβολα αποτελεί εγγύηση για την επιτυχία. H περιοδεία στην Ευρώπη θα ολοκληρωθεί στις 29 Ιουλίου στο Λονδίνο και περιέχει σημαντικούς σταθμούς σε Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία, Σουηδία και Φινλανδία.

 

Oι μουσικοί και οι μουσικές της ευρωπαϊκής περιοδείας του

Ο κορυφαίος πιανίστας και συνθέτης της τζαζ θα βρεθεί στη σκηνή πλαισιωμένος από το συγκρότημά του αποτελούμενο από σπουδαίους μουσικούς με τους οποίους περιοδεύει στην Ευρώπη αυτή την περίοδο. O ίδιος στο πιάνο και στα keyboards θα συνοδεύεται από τους Terence Blanchard (τρομπέτα, keyboards), James Genus (μπάσο), Lionel Loueke (κιθάρα) και Jaylen Petinaud (ντραμς). Με τους Blanchard, Loueke, Genus, αλλά με ντράμερ τον Kendrick Scott και τον Gregoire Maret στη φυσαρμόνικα ο Herbie Hancock είχε εμφανιστεί πριν από 15 χρόνια στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Στην ευρωπαϊκή περιοδεία του μέχρι σήμερα ο Hancock αντλώντας από την πληθωρική δισκογραφία του, παρουσιάζει ένα πρόγραμμα που ταιριάζει στο συναυλιακό και μουσικό προφίλ που αυτόν τον καιρό προβάλλει και τον αντιπροσωπεύει περισσότερο για τις ανάγκες της επικοινωνίας του με το κοινό. Ποια είναι λοιπόν τα κομμάτια που παρουσιάζονται αυτόν τον καιρό στη συντριπτική πλειοψηφία των συναυλιών του και κατά πάσα πιθανότητα και στην Αθήνα;

-«Overture»: Το κομμάτι εμπεριέχεται με τίτλο «Overture (Fascinating Rhythm)» στο άλμπουμ του Hancock «Gershwin’s World» (Verve, Polygram 1998), που περιέχει τραγούδια που γράφτηκαν από τον George και την Ira Gershwin με συμμετοχή πολλών εξεχόντων μουσικούς, όπως οι James Carter, Cyro Baptista, Kenny Garrett, Stanley Clarke και Orpheus Chamber Orchestra. Στην εκδοχή του δίσκου έχει διάρκεια 1 λεπτού και συμμετέχει ο κρουστός Cheik Mbaye. Αποτελεί αγαπημένο κομμάτι του στις play lists του που τα έχει παρουσιάσει σε πολλαπλές εκδοχές στο πέρασμα των χρόνων και με ποικίλες διάρκειες 7 λεπτών, 9 λεπτών, 18 λεπτών και ό,τι προστάξει η διάρκεια της στιγμής και ο αυτοσχεδιαστικός του οίστρος. Για τις συναυλιακές ανάγκες ως εισαγωγή παρουσιάζεται μεταμορφωμένο για το σχήμα της περιοδείας.

-«Footprints» του Wayne Shorter από το άλμπουμ του σπουδαίου σαξοφωνίστα της τζαζ «Adam’s Apple» (Blue Note 1967), έναν από τους σημαντικότερους δίσκους της δεκαετίας του ΄60 από το σχήμα των Wayne Shorter (τενόρο σαξόφωνο), Herbie Hancock (πιάνο), Reggie Workman (κοντραμπάσο) και Joe Chambers (ντραμς). Ο Herbie Hancock παρουσιάζει το σπουδαίο αυτό κομμάτι σήμερα στις συναυλίες του αφιερώνοντάς το στον στενό συνεργάτη του Wayne Shorter για πολλά χρόνια τόσο όταν ήταν μέλη του θρυλικού σχήματος του Miles Davis αλλά και στις δικές τους συνεργασίες. Το «Footprints» (πρώτη ηχογράφηση: 1966) μετά τη σπουδαία post bop πρώτη έκδοσή του στο «Adam’s Apple», ηχογραφήθηκε εκ νέου από το Miles Davis Quintet για το άλμπουμ Miles Smiles (1967) όπου μέλη του θρυλικού κουιντέτου του ήταν οι Hancock, Shorter και οι Ron Carter (κοντραμπάσο) και Tony Williams (ντραμς). Αναμφίβολα η ένταξη του κομματιού στις συναυλίες του από τον Hancock, αποτελεί κορυφαία συγκινητική στιγμή και φόρο τιμής στον ογκόλιθο της τζαζ και συνεργάτη του Wayne Shorter με αφορμή τον πρόσφατο θάνατό του στις 2 Μαρτίου 2023.

-«Actual Proof»: Σύνθεση του Hancock από το jazz-funk άλμπουμ «Thrust» (Columbia 1974), το 14ο της προσωπικής δισκογραφίας του, που έφτασε στη δεύτερη θέση των Billboard Top Soul Albums chart και στη δέκατη Τρίτη θέση στο Billboard 200 chart. Πρόκειται για το δεύτερο άλμπουμ του με τους The Headhunters: τον σαξοφωνίστα Bennie Maupin, τον μπασίστα Paul Jackson, τον ντράμερ Mike Clark και τον κρουστό Bill Summers. Το «Actual Proof» γράφτηκε αρχικά για την ταινία του Ivan Dixon «The Spook Who Sat by the Door» (1973) βασισμένη και προσαρμοσμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Sam Greenlee για τα κατορθώματα ενός μαύρου, πρώην σούπερ ήρωα της CIA. Ο Hancock δημιούργησε ένα υποβλητικό σάουντρακ όπου ξεδίπλωσε τις μοναδικές αρετές και την τεχνική του στα Fender Rhodes. Το κομμάτι γνώρισε διασκευές μεταξύ των οποίων από το τρίο του πιανίστα Peter Zak το 2006 και από την Roberta Piket το 2015.

-«Come Running to Me»: Το τραγούδι σε στίχους της Allee Willis είναι το δεύτερο από το άλμπουμ «Sunlight» (Columbia 1978), όπου ο Hancock πλέον συνδυάζει με σύγχρονο τρόπο  Jazz-funk, jazz fusion, αλλά και disco. Τα φωνητικά του ίδιου του Hancock ακούγονται επεξεργασμένα μέσω συνθεσάιζερ, ενώ καθοριστικός είναι ο ρόλος του σε κάθε τύπο πλήκτρων. Συμμετέχει πλειάδα μουσικών.

-«Secret Sauce»: Μια νέα σχετικά σύνθεση του Herbie Hancock όπου αρχίζει και πάλι με τη φωνή του να ακούγεται μέσω της επεξεργασίας από τον κωδικοποιητή φωνών του συνθεσάιζερ. Ένα εκλεκτό δείγμα που αποδεικνύει τις αρετές του Hancock στη σύνθεση και την ξεχωριστή δυναμική να μετουσιώνει τη δυναμική του κομματιού σε μια ξεχωριστή εκτέλεση με τους ικανότατους μουσικούς του.

«Chameleon»: Μια θρυλική σύνθεση του Herbie Hancock που εμπεριέχεται στο 12ο στούντιο άλμπουμ του «Head Hunters» (Columbia 1973), που φέρει το όνομα του σπουδαίου φανκ συγκρότημά του. Πραγματικό κόσμημα και τεκμήριο της δεύτερης εποχής του όπου μεταπήδησε από την τζαζ στη funk beat και τους ηχητικούς όγκους των ηλεκτρικών του ακροβασιών. Kαταιγιστικοί ρυθμοί από τον Hancock και τους Bennie Maupin (σαξόφωνο), Paul Jackson (μπάσο), Bill Summers (κρουστά), Harvey Mason (ντραμς). Ο ίδιος ο Hancock περιέγραψε το «Chameleon» στο περιοδικό Down Beat το 1979: «Στις δημοφιλείς μορφές του funk, στις οποίες προσπαθώ να μπω, η προσοχή είναι στη ρυθμική αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών οργάνων. Το μέρος που παίζει το clavinet πρέπει να ταιριάζει με το μέρος που παίζουν τα ντραμς, τη γραμμή που παίζει το μπάσο, τον τρόπο της κιθάρας. Είναι σχεδόν σαν τους Αφρικανούς ντράμερ όπου επτά ντράμερ παίζουν διαφορετικά μέρη».

Βεβαίως όλα αυτά τα κομμάτια στις συναυλίες του δεν παραμένουν σε καμιά περίπτωση προσκολλημένα στην εμπειρία των στούντιο ηχογραφήσεων αλλά ξεφεύγουν ανάλογα με τις εμπνεύσεις του δαιμόνιου μουσικού αλλά και των χρόνων που περνάνε διαφοροποιώντας την οπτική του και τονίζοντας την ωριμότητά του.

 

Τα τζαζ χρόνια της Blue Note

Αλλά βέβαια υπάρχουν και ανεκτίμητοι σταθμοί της μουσικής προσφοράς του Herbie Hancock που ανήκουν στο πάνθεον της σύγχρονης δημιουργίας και βέβαια είναι αδύνατον να χωρέσουν στο πρόγραμμα της συναυλίας ενός θρύλου. Η περίπτωσή του, εντελώς ξεχωριστή και ασυνήθιστη τόσο σε συνθετικό όσο και σε εκτελεστικό επίπεδο, έγινε εντυπωσιακά αντιληπτή από το ξεκίνημά του. Το 1962 στην Blue Note κυκλοφόρησε το εκπληκτικό προσωπικό δισκογραφικό ντεμπούτο του «Takin΄ Off», πριν ακόμα ο Hancock εισέλθει στο εκπληκτικό κουιντέτο του Miles Davis το 1963. Ένας δίσκος-έκπληξη από έναν βιρτουόζο πιανίστα και έναν ευφυέστατο πιανίστα που στα 22 του χρόνια έκανε τους ειδικούς στον χώρο της τζαζ να υποκλιθούν αλλά και εντυπωσίαζε το κοινό. Κάτι που αποδείχτηκε από την τεράστια επιτυχία ενός από τα πιο διάσημα κομμάτια της τζαζ που ήταν το εναρκτήριο του άλμπουμ. Το «Watermelon Man» έλαβε απίστευτες διαστάσεις στην αναγνωρισιμότητα και στην αποδοχή σε παγκόσμια κλίμακα. Η πρώτη έκδοση του Hancock κυκλοφόρησε και σε σίνγκλ φτάνοντας στο Top 100 των pop charts. Σε ρυθμό hard bop και αντλώντας από την παράδοση των γκόσπελ, περιείχε μια ασύλληπτη μελωδία που υλοποιήθηκε ιδανικά στα πλήκτρα από τον Hancock και ρυθμούς που εντυπώνονταν κατευθείαν στο μυαλό, ενώ η σύνθεση σφραγίστηκε από τους αυτοσχεδιασμούς του τρομπετίστα Freddy Hubbard και του τενόρο σαξοφωνίστα Dexter Gordon και τις ρυθμικές βάσεις του κοντραμπασίστα Butch Warren και του ντράμερ Billy Higgins. Για τη μελωδία αυτή ανασύροντας μνήμες από την παιδική του ηλικία ο Herbie Hancock σημείωνε: «Θυμάμαι τον λυγμό του πλανόδιου νερουλά που έκανε τον γύρο στους πίσω δρόμους και τα σοκάκια του Σικάγο. Οι τροχοί του οχήματός του του χτυπούσαν τον ρυθμό στα λιθόστρωτα».

Στο «Takin΄ Off» το «Watermelon Man» διαρκεί 7.09 λεπτά. Ωστόσο η τρίλεπτη εκδοχή του Κουβανού κρουστού Mongo Santamaria, με διάρκεια προσαρμοσμένη για ραδιοφωνική χρήση, είναι αυτή που απογείωσε το κομμάτι και ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Η ηχογράφηση έγινε στις 17 Δεκεμβρίου 1962. Το συγκρότημα ηχογράφησε ξανά το τραγούδι και το κυκλοφόρησε ως single από την Battle Records φτάνοντας στο νούμερο 10 στο Billboard το 1963. Ο Mongo Santamaria το συμπεριέλαβε στον δίσκο του «Watermelon Man» (1963) και το κομμάτι ουσιαστικά εγκαινίασε το είδος του latin boogaloo, δηλαδή της μίξης αφροκουβανέζικων και R&B ρυθμών. Ωστόσο το κομμάτι παρουσίασε εκ νέου στη δισκογραφία του ο Herbie Hancock το 1973 και στο άλμπουμ του «Τhe Head Hunters» σε μια έκδοση 6,5 λεπτών, εντελώς αγνώριστη, με χρήση συνθεσάιζερ, αφρικάνικων κρουστών και εντελώς φάνκι προσανατολισμό. Στην αρχή και στο τέλος του κομματιού ο Bill Summers που παίζει κρουστά, φυσά σε μπουκάλια μπύρας επηρεασμένος από τη μουσική των Πυγμαίων της Κεντρικής Αφρικής. Το «Watermelon Man» υπήρξε ένα από τα πιο επιδραστικά μουσικά θέματα της τζαζ αφού αναρίθμητες είναι οι φορές που το έχουν εντάξει με μορφή διασκευής στο πρόγραμμά τους καλλιτέχνες από όλους τους μουσικούς χώρους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι ηχογραφήσεις μόνο του κομματιού από μεταγενέστερους καλλιτέχνες ξεπερνούν κατά πολύ τον αριθμό των 200.

Όλο το «Takin΄ Off» κρατά μια αξιοσημείωτη ποιοτική ισορροπία αφού και οι άλλες συνθέσεις («Three bags full», «Empty pockets», «The Maze», «Drftin΄», «Alone and I») είναι υψηλότατου επιπέδου.

Το 1963 το άλμπουμ του «My point of view» απέδειξε ότι δεν ήταν καθόλου τυχαία η πρώτη εντύπωση από το ντεμπούτο του. Συνεπικουρούμενος από ένα επιτελείο πρωτοκλασάτων μουσικών (Donald Byrd-τρομπέτα, Grachan Moncur III-τρομπόνι, Hank Mobley-τενόρο σαξόφωνο, Grant Green-κιθάρα, Chuck Israels-κοντραμπάσο, Anthony Williams-ντραμς) ο Herbie Hancock στο πιάνο δημιουργεί και υλοποιεί υποδειγματικά πέντε υπέροχες πρωτότυπες συνθέσεις του που συνδυάζουν το hardbop και τις λυρικές μελωδίες σε μια εξαιρετική δοσολογία. Το υπέροχο «Blind Man, Blind Man» και τα αισθαντικά  «King Cobra», «A Tribute To Someone» και το «And What If I Don’t» σε μπλουζ ύφος στελεχώνουν το εξαιρετικό αυτό δεύτερο άλμπουμ του πολλά υποσχόμενου πιανίστα.

Την ίδια χρονιά, όπως προείπαμε, αρχίζει η συμμετοχή του Herbie Hancock στο συγκρότημα του Miles Davis. Mε τον Miles ηχογράφησε αριστουργήματα της δισκογραφίας του κορυφαίου τρομπετίστα μεταγγίζοντας τη σπάνια πιανιστική δεξιοτεχνική του φλέβα: «“E.S.P.» (Columbia, 1965), «Miles Smiles» (Columbia, 1967), «Sorcerer» (Columbia, 1967), «Nefertiti» (Columbia, 1968), «Miles in the Sky» (Columbia, 1968) και «Filles de Kilimanjaro» (Columbia, 1969).

Από τα πιο ενδιαφέροντα κατά τη γνώμη μου άλμπουμ της προσωπικής του δισκογραφίας o τρίτος του δίσκος «Inventions & Dimensions» (Blue Note, 1964) μέσα από πέντε συνθέσεις με τη σφραγίδα του Hancock με προξέχουσες την υπνωτική φυσιογνωμία του «Mimosa» και την ελεύθερη ματιά του «Triangle», αντικατοπτρίζεται θαυμάσια η ιδιοσυγκρασιακή πλευρά του μέσα από τις εξαιρετικά επεξεργασμένες μορφές των ιδιωμάτων της modal jazz και του post bop. Με παρουσία λάτιν κρουστών από τους Willie Bobbo (παίζει και ντραμς) και Osvaldo “Chihuahau” Martinez και με τον σπουδαίο κοντραμπασίστα Paul Chambers ο Hancock μας προσφέρει εδώ μια από τις πιο ασυνήθιστες δουλειές της πρώτης τζαζ περιόδου του όπως καταγράφηκε από μια μικρή μουσική ομάδα, εξαιρετικά γόνιμη, δημιουργική και με πολλές εκπλήξεις και απρόοπτα.

Ο τέταρτος δίσκος του «Empyrean Isles» (Blue Note, 1964) αποτελεί μάλλον την κορυφαία στιγμή της προσωπικής του δισκογραφίας. Ο Herbie Hancock σε μεγάλες φόρμες ξεδιπλώνει πλέον τις πιο ώριμες και ταυτόχρονα φρέσκιες συνθετικές του ιδέες θέτοντας παράλληλα σε πλήρη κίνηση όλο του το εκφραστικό οπλοστάσιο στα πλήκτρα του πιάνου. Κομμάτια σαν το μνημειώδες «Cantaloupe Island» αλλά και τα «One Finger Snap», «Oliloqui Valley» και «The Egg» γίνονται κομμάτια μιας τζαζ ανθολογίας που έχει την επιπρόσθετη τύχη να ερμηνεύεται από μουσικούς πρώτης γραμμής: Freddie Hubbard (κορνέτα), Ron Carter (κοντραμπάσο) και Tony Williams (ντραμς). Όσο για το «Cantaloupe Island», ένα από τα πιο πολυδιασκευασμένα κομμάτια της τζαζ, που πραγματικά μαγνητίζει με τη ζωντάνια του, την αξέχαστη μελωδία του και τον αρμονικό του πλούτο, ξαναηχογραφήθηκε από τον Herbie Hancock και τους  Bennie Maupin (σαξόφωνο), Wah Wah Watson (κιθάρα), Paul Jackson (μπάσο), and James Levi (ντραμς). σε μια αλλιώτικη εκτέλεση σε ύφος τζαζ-φανκ-φιούζιον και συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ του «Secrets» (1976).

Στο απόγειο της δημιουργικής του φάσης της πρώτης τζαζ περιόδου του στη Blue Note ο Hancock κυκλοφορεί το 1965 το «Maiden Voyage» έχοντας δίπλα του τους μουσικούς του «Empyrean Isles» συν τον τενόρο σαξοφωνίστα George Coleman. Πέντε αριστουργηματικές συνθέσεις με το ομώνυμο, το «Eye of the Hurricane» και το «Dolphin Dance» να υπερέχουν, ενώ το έξοχο «Little One» να δίνει την αφορμή για να δημιουργήσει ο Miles Davis με το κουιντέτο του συμπεριλαμβανομένου του Hancock και με τον Wayne Shorter αντί του George Coleman μια επίσης ξεχωριστή εκδοχή που εντάχθηκε στο άλμπουμ του Miles «E.S.P.» (1965). Το «Maiden Voyage» είναι αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα τζαζ άλμπουμ όλων των εποχών και βρίσκεται στην αφρόκρεμα της δισκογραφίας του Hancock κατά την ακουστική του περίοδο, πριν εισχωρήσει μέσα του η πρόκληση του ηλεκτρισμού. Το hard bop και το mainstream συναντούν με μοναδικό τρόπο το post bop και την αβανγκάρντ απελευθερώνοντας έναν ακαταμάχητο μελωδικό λυρισμό και ταυτόχρονα εμπνευσμένες στιγμές ευφάνταστου ελεύθερου αυτοσχεδιασμού. Ο Hancock στα κορυφαία του ως συνθέτης, πιανίστας και ηγέτης συγκροτήματος. Και όπως γράφει στο οπισθόφυλο του δίσκου «Maiden Voyage» (Παρθενικό Ταξίδι) ο ίδιος ο Hancock: «Αυτή η μουσική προσπαθεί να αιχμαλωτίσει την απεραντοσύνη και το μεγαλείο της θάλασσας, το μεγαλείο ενός θαλάσσιου σκάφους στο παρθενικό του ταξίδι, τη χαριτωμένη ομορφιά των παιχνιδιάρικων δελφινιών, τον συνεχή αγώνα για επιβίωση ακόμη και των πιο μικροσκοπικών θαλάσσιων πλασμάτων και την τρομερή καταστροφική δύναμη του τυφώνα, νέμεσης των ναυτικών».

Πέντε πρωτότυπες συνθέσεις του Hancock και μία του Ron Carter είναι το υλικό του έκτου του άλμπουμ «Speak Like a Child» που κυκλοφόρησε το 1968 από την Blue Note. Μάλιστα από αυτές τα «Riot» και «The Sorcerer» σε διαφορετικές εκδοχές συμπεριλήφθηκαν αντίστοιχα στα άλμπουμ του Miles Davis «Nefertiti» και «The Sorcerer». Ο Hancock θεώρησε το άλμπουμ αυτό ως το πιο swing που είχε κυκλοφορήσει ως τότε και ουσιαστικά προέκταση του «Maiden Voyage» όσον αφορά τη χρήση απλών μελωδιών. Άλλωστε η λαμπερή όψη και η φωτεινή διάσταση του μουσικού αυτού υλικού παραπέμπει στ μια ιδιαίτερη ματιά στην παιδική ηλικία και στην αγνότητά της, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του δίσκου. Το ύφος κινείται μεταξύ soul-jazz, post bop και σύγχρονης jazz με τις τονικότητες και τις αρμονίες να εκφράζονται μοναδικά και ασυνήθιστα στη χρήση των πνευστών: Jerry Dodgion (άλτο φλάουτο), Peter Phillips (μπάσο τρομπόνι) και Thad Jones (φλούγκελχορν).

Η θρυλική περίοδος του Herbie Hancock στην Blue Note σφραγίστηκε με το έβδομο άλμπουμ του «The Prisoner» που κυκλοφόρησε το 1969. Πρόκειται για το άλμπουμ που ο Hancock συνοδεύεται από την πιο πολυπληθή ομάδα μουσικών ως τότε. Ένα εκλεκτό επιτελείο μουσικών σε όλο το φάσμα των πνευστών (σαξόφωνα, τρομπόνια, κλαρινέτα, φλούγκελχορν, φλάουτα) γίνεται η ιδανική συνθήκη να αναπτυχθούν οι συνθέσεις του. Ο ίδιος στο ακουστικό και στο ηλεκτρικό πιάνο. Αφιερωμένο στη μνήμη του Martin Luther King Jr που είχε δολοφονηθεί ένα χρόνο πριν, το άλμπουμ απηχεί μια τολμηρή κοινωνική και πολιτική στάση για το ρατσιστικό μένος και τη «φυλακή» στην οποία εδώ και πολλά χρόνια ήταν εγκλωβισμένοι οι μαύροι. Στον εξαιρετικό αυτό δίσκο ο Hancock αναμετριέται με νέες προκλήσεις αφού τα πάει θαυμάσια εκτός από το ακουστικό και ηλεκτρικό πιάνο και στην καθοδήγηση μιας μεγάλης μπάντας, μέλη της οποίας είναι σπουδαίοι μουσικοί όπως οι Joe Henderson, Johnny Coles, Garnett Brown, Buster Williams, Hubert Laws.

Μετά την τζαζ πορεία του στην Blue Note o Herbie Hancock πειραματίστηκε με εξαιρετική επιτυχία σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους αποδεικνύοντας κατ΄ επανάληψη τους ανοιχτούς ορίζοντές του και την ευρεία μουσική του άποψη. Από τη φανκ και τις χορευτικές ακροβασίες του στην ηλεκτρική φιούζιον και τα αβανγκάρντ ηλεκτρονικά πειράματα, ο Hancock είχε πάντα τον τρόπο να μαγνητίζει ή να ξεσηκώνει τα ακροατήρια. Αποτέλεσμα μια ογκώδης δισκογραφία που είχε συναρπαστικούς σταθμούς. Με καθαρά προσωπικά κριτήρια θα ξεχώριζα τα άλμπουμ του «Fat Albert Rotunda (Warner Bros, 1969), «Crossings» (Warner Bros, 1972), «Sextant» (Columbia, 1973), «Head Hunters» (Columbia, 1973), «Future Shock» (Columbia, 1983)  και πάνω από όλα το πειραματικό και άκρως δημιουργικό «Mwandishi» (Warner Bros, 1971) με τους Bennie Maupin (σαξόφωνο), Eddie Henderson (τρομπέτα), Julian Priester (τρομπόνι), Buster Williams (ηλεκτρικό μπάσο) και Billy Hart (ντραμς) και τον ίδιο στο Fender Rhodes να ανοίγονται σε σπάνια μονοπάτια, να εξερευνούν ασυνήθιστες ηχητικές περιοχές και να στήνουν μια ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα σε τρεις εκτεταμένες συνθέσεις, δύο του Hancock και μία του Julian Priester.

 

Hancock και κινηματογράφος

Το μοναδικό συνθετικό ταλέντο αλλά και η σύνδεσή του με τον χώρο του θεάματος δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν τον Herbie Hancock μακριά από τον κινηματογράφο. Έτσι ο κορυφαίος συνθέτης υπέγραψε ξεχωριστά σάουντρακ με τη μουσική του να «δουλεύει» τόσο στο καλλιτεχνικό όσο και στο επικοινωνιακό κομμάτι. Αναμφίβολα κορυφαία του στιγμή στον χώρο αυτό ήταν το σάουντρακ που συνέθεσε για την ταινία του Michelangelo Antonioni «Blow Up» (MGM Records, 1966). Ο Hancock (πιάνο, μελόντικα) με ένα καυτό επιτελείο: Freddie Hubbard και Joe Newman (τρομπέτες), Phil Woods (άλτο σαξόφωνο), Joe Henderson (τενόρο σαξόφωνο), Jimmy Smith και Paul Griffin (όργανο), Jim Hall (κιθάρα), Ron Carter (κοντραμπάσο) και Jack DeJohnette (ντραμς) προσφέρουν μια ξεχωριστή σελίδα της κινηματογραφικής μουσικής. Στο βιβλίο του David Meeker «Jazz in the movies» (Talisman Books, 1977) αναφέρεται ότι συμμετέχουν και οι σπουδαίοι Βρετανοί μουσικοί Dobn Rendell, Ian Carr και Gordon Beck. Ο Hancock στα 26 του έγραψε μια λαμπερή μουσική που απηχεί το ανέμελο, ηδονιστικό κλίμα της εποχής στο Λονδίνο συγκεντρώνοντας funky, bluesy, jazz και μελωδικά λυρικές στιγμές. Το μουσικό υλικό συμπληρώνεται από στιγμές γκρουπ της εποχής με προεξέχοντες τους Yardbirds στο θαυμάσιο τραγούδι τους «Stroll On».

Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1986 ο Hancock δημιούργησε το σάουντρακ για την ταινία «Round Midnight» του Bertrand Tavernier με ενορχηστρώσεις του σε κομμάτια των Thelonious Monk, Gershwin κ.α. Η μουσική της ταινίας απέσπασε Όσκαρ μουσικής. Στο φιλμ που είχε σφραγίδα τζαζ, πρωταγωνιστούσε ο σπουδαίος τενόρο σαξοφωνίστας Dexter Gordon, ενώ έπαιζε και ο Hancock ως Eddie Wayne. Εμφανίζεται ένας τεράστιος αριθμός σπουδαίων τζάζμεν δίνοντας την απαραίτητη αύρα στο μουσικό αυτό δράμα.

Το 1974 ο Herbie Hancock συνέθεσε το σάουντρακ για την αμερικάνικη ταινία «Death Wish» του Michael Winner με πρωταγωνιστή τον Charles Bronson, προσαρμοσμένη στο μυθιστόρημα του Brian Garflied. Η ατμοσφαιρική μουσική εκτελέστhκε από τον Hancock και τους Bennie Maupin, Paul Jackson, Mike Clark και Bill Summers. Το 1983 ένα άλλο σάουντρακ, αυτή τη φορά για την αμερικάνικη ταινία «The spook sat by the door» του Ivan Dixon, που ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα του Sam Greenlee, φέρνει την υπογραφή του Herbie Hancock.

Το 1988 ο Herbie Hancock τέλος έγραψε το σάουντρακ για την  αστυνομική ταινία δράσης «Colors» (ελληνικός τίτλος: «Τα Χρώματα της Βίας») του Dennis Hopper με πρωταγωνιστές τους Sean Penn και Robert Duvall.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΓυναικοκτονίας το ανάγνωσμα (της Δέσποινας Παπαστάθη)
Επόμενο άρθρο“Κουρά” , μια πρωτοποριακή παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο Γιτάνων (27, 28 Ιουλίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ