Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
Έλεγα την προηγούμενη φορά πως η εικόνα μιας βιβλιοθήκης θα παραμείνει επ’ άπειρον ασαφής αν σκοπός μας είναι να αποπειραθούμε μιαν ερμηνεία των βιβλίων που έχει τακτοποιήσει στα ράφια της ο επαγγελματίας λογοτεχνικός κριτικός. Δουλεύω στις εφημερίδες εδώ και τριάντα χρόνια κι έχουν συσσωρευτεί στην κατάφορτη βιβλιοθήκη μου οι πιο διαφορετικοί και απρόσμενοι τίτλοι. Όσο κι αν έχω ξεδιαλέξει, όσο κι αν έχω πετάξει, όσο κι αν έχω χαρίσει σε φίλους και γνωστούς, όσο κι αν έχω διαθέσει σε φορείς και συλλόγους, όσο κι αν έχω κλείσει στην αποθήκη τόμους επί τόμων, η βιβλιοθήκη μου μένει σκοτεινός παράγοντας αν είναι να την κοιτάξω για να διαγνώσω το πρόσωπό μου ως κριτικού τώρα που διανύω την έκτη δεκαετία της ζωής μου.
Ακόμα κι αν διατρέξω τα πιο συστηματικά οργανωμένα μέρη της, που είναι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και η θεωρία και η ιστορία της λογοτεχνίας ή το λογοτεχνικό δοκίμιο, τι ακριβώς έχω τη δυνατότητα να λογαριάσω; Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν είναι η λογοτεχνία που έχω παρακολουθήσει κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, αλλά ένα πολύ ευρύτερο σύνολο, σχηματισμένο από βιβλία τα οποία έχω λάβει από τους εκδότες χωρίς να τα έχω σχολιάσει ή και χωρίς να τα έχω διαβάσει αφού μια παράμετρος της δουλειάς του επαγγελματία κριτικού είναι και αυτή: να διαβάζει χωρίς να σχολιάζει ή να διαβάζει δειγματοληπτικά και μετά να εγκαταλείπει, κρατώντας, παρόλα αυτά, πολλά από τα ασχολίαστα και τα μη διαβασμένα βιβλία σε μια παρακαταθήκη που υπάρχει πιθανότητα να του φανεί χρήσιμη στο μέλλον.
Να πάω και στα βιβλία της θεωρίας και της ιστορίας της λογοτεχνίας ή του λογοτεχνικού δοκιμίου, τα οποία είναι πιθανόν να με αντιπροσωπεύουν περισσότερο; Μα, αν εξαιρέσω τους ξενόγλωσσους τίτλους, που είναι αγορασμένοι μέχρις ενός και αποτελούν όντως προσωπική επιλογή, τι απομένει ξανά; Μια σειρά από βιβλία που μπορεί να βρίσκονταν, αλλά και να μη βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη ενός κριτικού ο οποίος θα είχε μικρή πρόσβαση στο εκδοτικό κύκλωμα. Κανένα, εκ νέου, συμπέρασμα ούτε για τον θεωρητικό προσανατολισμό ούτε για τη γραμματολογική αγωγή μου.
Και η ξένη λογοτεχνία, υπό το βάρος της οποίας επίσης στενάζει η βιβλιοθήκη μου; Τα πράγματα εν προκειμένω αποδεικνύονται έτι σκοτεινότερα από τη στιγμή που οι λογοτεχνικοί κριτικοί (επαγγελματίες και μη) δεν καταπιάνονται παρά μόνο περιστασιακά με την ξένη λογοτεχνία (ακόμα αραιότερα αν συνυπολογίσουμε τις μεταφράσεις των κλασικών). Στη βιβλιοθήκη μου φιλοξενείται ένα πολύτροπο φάσμα της νεότερης και της παλαιότερης ξένης λογοτεχνίας (ευρωπαϊκής, βορειοαμερικανικής, λατινοαμερικανικής, αλλά και από όλη την υδρόγειο). Χαίρομαι που είναι στην κατοχή μου και μου αρέσει να απλώνω το βλέμμα στις ράχες των τόμων της. Δείχνει, ωστόσο, αυτό κάτι για τα διαβάσματά μου, που εκπροσωπούν ούτως ή άλλως ένα πολλοστημόριο των διαθεσίμων μου;
Δεν θα μιλήσω για τα υπόλοιπα βιβλία μου: ιστορία, κοινωνική ανθρωπολογία, πολιτική θεωρία, κοινωνιολογία, οικονομία, φιλοσοφία, διεθνείς σχέσεις, επιστημολογία, ιστορία των καλών τεχνών, θέατρο και κινηματογράφος. Κάποια (αρκετά ίσως) είναι και πάλι αγορασμένα, τα περισσότερα, όμως, προέρχονται από εκδοτικές αποστολές. Οι επαγγελματίες λογοτεχνικοί κριτικοί δέχονται ως δημοσιογράφοι και βιβλιοπαρουσιαστές πλήθος ανάλογα βιβλία, τα οποία δεν αποκλείεται ενίοτε να απασχολήσουν τη στήλη τους ή άλλα δημοσιεύματά τους στην εφημερίδα. Τι προκύπτει, εντούτοις, από την παρουσία τους στη βιβλιοθήκη μου για το αναγνωστικό ποιόν μου; Ασφαλώς μόνο μια πολύ γενική ιδέα, με στενό εκτόπισμα και αμφίβολη αξιοπιστία.
Δεν ανήκουν στο γούστο μου οι υψηλοί τόνοι, αλλά η διάγνωση της ταυτότητας του επαγγελματία λογοτεχνικού κριτικού μέσα από τη βιβλιοθήκη του είναι μια καθαρή ουτοπία. Τα βιβλία στριμώχνονται μέχρι και την τελευταία γωνιά της, για να κατέβουν πολλές φορές και στο πάτωμα, όπου υψώνουν πυκνές αυτοσχέδιες υποβιβλιοθήκες, εξαφανίζοντας από το οπτικό πεδίο κάθε ελεύθερο τοίχο, αλλά όσο μεγαλώνει ο όγκος τους τόσο διασαλεύεται το νόημα της συγκατοίκησής τους.
Ας επιστρέψουμε στη βιβλιοθήκη του συγγραφέα ή, έστω, του βιβλιοσυλλέκτη. Η βιβλιοθήκη του επαγγελματία λογοτεχνικού κριτικού βρίσκεται μόνο στον νου και στα γραπτά του: η φυσική της υπόσταση δεν επιδέχεται καμία ερμηνεία – είναι μια τυφλή ανάγνωση.