H Société Imaginaire του Batuz (του Στρατή Χαβιαρά)

0
255

 

του Στρατή Χαβιαρά. Μια ιστορία ουτοπίας.

 

 

    Batuz is an artist, philosopher and

    cultural activist. He is the founder of the Société Imaginaire, an

    undertaking that strives for cultural dialogue. Wikipedia.

 

 

Καλώς ήρθατε στα παράλια της Εδέμ: Λίμνη Κόμο, Bόρεια Ιταλία.

Εδώ, κοντά στα σύνορα με την Ελβετία βρίσκεται το χωριό μπουτίκ Bellagio με τα παλιά, κουκλίστικα σπίτια, τα μαγαζάκια και τις εγκαταστάσεις φιλοξενίας του Ιδρύματος Ροκφέλερ για προσκεκλημένους συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες.

Απέναντι, στα δυτικά παράλια, φαντάζει το μικρότερο χωριό μόλις χιλίων κατοίκων, Cadenabbia, αλλά και αρκετές ιστορικές βίλες ή ξενώνες όπως η Albergo Grande όπου έμεινε και έγραψε η Μέρι Σέλει, η Villa Margherita όπου ο Βέρντι συνέθεσε μέρος της όπερας του La Traviata και η Villa La Collina όπου παραθέριζε ο Σταντάλ και λέγεται ότι εκεί έστησε τον πύργο του Δούκα Γκριάντα στο μυθιστόρημα του Το Μοναστήρι της Πάρμας. Η Villa La Collina υπήρξε καταφύγιο διακοπών και του πρώτου Καγκελάριου της μεταπολεμικής (Δυτικής τότε) Γερμανίας Κόνραντ Άντεναουερ, μετά το θάνατο του οποίου περιήλθε, μαζί με ολόκληρο το λόφο και το πάρκο της στην ιδιοκτησία του Ιδρύματος που φέρει το όνομα του.

 –  «Batuz, just Batuz». Μπήκε στο γραφείο μου στην Αίθουσα Ποίησης, συστημένος από φίλους καθηγητές στο Χάρβαρντ (Werner Sollors) και στο ΜΙΤ (Stanford Anderson).

– «Batuz»!

Έστω. «Κάθισε», του έδειξα μια μπερζέρα του Άαλτο απέναντι απ’ τη δική μου.

Ήταν Δεκέμβρης του 1989 και στο Βερολίνο είχε μόλις καταρρεύσει το Τείχος. Του πρόσφερα καφέ. Ο Batuz δεν έχασε χρόνο. Είχε γεννηθεί το 1933, όπως υπέθεσα, από σόι ευγενών στο μεγάλο πατρογονικό αγρόκτημα του Matraderecske της Ουγγαρίας. Ένας γιος του, ο Andras, που χρησιμοποιεί το επώνυμο του, υπογράφει «Mahr».

Πρόσφυγας πολέμου, αυτοδίδακτος ζωγράφος, ο Batuz γνωρίζει μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Απ’ το Μπουένος Άιρες όπου είχε καταφύγει με τους γονείς του to 1944, όταν ο Σοβιετικός στρατός εισέβαλε στη χώρα του σφυροκοπώντας τους Ναζί, ανεβαίνει την υπόλοιπη Αμερική κάνοντας γνωριμίες, πλέκοντας φιλίες με καλλιτέχνες, μαικήνες και πολιτικούς, και το 1983 επιστρέφει «φτασμένος» στην Ευρώπη.

Διακοπή: «Μια στιγμή, Batuz: Γιατί καταφύγατε στην Αργεντινή και γιατί το 1944, και όχι το 1941 όταν η Ουγγαρία στο πλευρό του Χίτλερ κήρυξε πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση;»

Δεν το περίμενε. «It’s a long story, Stratis… We were not Nazis». Και συνεχίζει: Εγκαινιάζει τη βάση του στη Γερμανία, οι τοπικές αρχές και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τον διευκολύνουν με γνωριμίες, χώρους διαμονής και εργασίας, παραχωρώντας ακόμη και έναν μεσαιωνικό πύργο (Schloss Schaumburg, 1984) για την περαιτέρω ανάδειξη του έργου του. Είναι δυνατόν; Είναι, γιατί αυτός είναι ο δαιμόνιος, μοναδικός στον κόσμο, Batuz.

Άνθρωπος φαινόμενο. Γοητευτικός, χαρισματικός, επικοινωνιακός, κοσμογυρισμένος πενηντάρης το 1989, με αδρά χαρακτηριστικά  (τέσσερις το πολύ πέντε μέρες αξύριστος) και ευφράδεια λόγου σε πέντε τουλάχιστον γλώσσες – ο Batuz.

Και ξαφνικά μου εκμυστηρεύεται ότι εγκατέλειψε τη ζωγραφική για να αφοσιωθεί σ’ ένα πολιτιστικό όνειρο με όχημα τον νεοσύστατο και ήδη πολυεθνικό οργανισμό, Société Imaginaire. Αρχικός ανάδοχος του οποίου υπήρξε ο μετέπειτα νομπελίστας Μεξικανός ποιητής και δοκιμιογράφος Octavio Paz. Όταν σε μια από τις επισκέψεις του στο Harvard, το 1992, ρώτησα τον Paz αν εξακολουθεί να είναι ενεργό μέλος της Société, μου απάντησε με τον αμφίσημο τίτλο ενός μικρού έργου του Sam Beckett: «Imagination Dead Imagine.

Άλλα μέλη εκτός των καθηγητών Anderson (αρχιτεκτονική), Sollors και Schell (λογοτεχνία της μετανάστευσης), αρκετοί γνωστοί και φίλοι όπως οι ποιητές Seamus Heaney, Stanislaw Baranczak, και Mark Strand, ο Ηans Magnus Enzensberger, ο άλλος νομπελίστας Czeslaw Millos, αλλά και πολιτικοί όπως ο Πρωθυπουργός του ομόσπονδου κρατιδίου της Σαξονίας Kurt Biedenkopf και οι πρώην πρόεδροι της Κολομβίας, της Ουρουγουάης και της Γερμανίας (Richard von Weizsäcker, 1984-1989).

Στόχος της Société Imaginaire ήταν να δημιουργήσει έναν πολιτιστικό διάλογο μέσα από διάφορες μορφές επικοινωνίας, τέχνης και τεχνοτροπίας, με σκοπό να ξεπεραστούν τα σύνορα που χωρίζουν χώρες, φυλές και γλώσσες, ακόμη και κοινωνικές τάξεις. Ούτε λίγο ούτε πολύ.

Ο Batuz επιλέγει ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, επιστήμονες, διπλωμάτες και πολιτικούς από την Ευρώπη, τη Βόρειο και Νότιο Αμερική, με σκοπό την ανταλλαγή και ανάπτυξη ιδεών στις διεθνείς σχέσεις, την εκπαίδευση, τις τέχνες και επιστήμες, την οικονομία και το εμπόριο, ή τη μεσολάβηση και διευθέτηση ιδεολογικών, οικονομικών και γεωγραφικών διενέξεων μεταξύ εθνών.

Διακοπή: «Περίμενε, περίμενε, μια στιγμή»!

Ακάθεκτος ο Batuz, αναφέρεται σ’ ένα απόσταγμα του κοινού μας φίλου, ποιητή Μαρκ Στραντ (1934-2014), το οποίο μου θύμισε τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη στο Άξιον Εστί: “Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών”:

“H Société Imaginaire διαρκώς αναδημιουργείται, είναι πάντοτε εν τω γίγνεσθαι και δεν μπορεί να μείνει αδρανής. Με την ιδιότητα που έχει μοιάζει πιο πολύ με έργο τέχνης, μέσα απ’ το οποίο μας χαρίζεται η δυνατότητα να ζούμε».

Μπορεί μια ποιοτική αξιολόγηση να είναι ηθικά αδέσμευτη; Ποιητική αδεία.

Ο Batuz είχε ακούσει για τη δουλειά μου στο Harvard και ήταν ενήμερος για τις λογοτεχνικές και πολιτικές δραστηριότητες μου με εντυπωσιακή ακρίβεια. Είχε διαβάσει τα βιβλία μου, είχε μετροφυλλίσει και τα τρία περιοδικά που είχα εκδώσει στην Αμερική από το 1970, και είχε έρθει στο πανεπιστήμιο  να με χρίσει ενεργό μέλος[1] της Société Imaginaire.  Τόπος συνάντησης, Cadenabbia, Villa La Collina, Λίμνη Κόμο.

Θα συμμετείχα σε μια ομάδα ερεύνης με άλλους εννέα: Mark Strand, Inge Morath (Φωτογράφος, την είχα  γνωρίσει αρχικά στην Αθήνα, όταν μου τη σύστησε ο Arthur Miller λίγες μέρες μετά το γάμο τους το 1962), Henry Millon (διευθυντής του Μουσείου Τέχνης της Ουάσιγκτον), Timothy Keeting (καθηγητής συγκριτικής γραμματολογίας), Marcos Aguinis (Αργεντινός συγγραφέας), ο φίλος καθηγητής δραματουργίας στο Harvard Robert Scanlan, η ιδιοκτήτρια ορυχείων ουρανίου στον Καναδά και συλλέκτρια έργων τέχνης Olga Hirshhorn, και ο Stanford Anderson, κοσμήτορας της σχολής αρχιτεκτόνων στο ΜΙΤ.

–   “Τι να σου πω, Batuz. Θα το σκεφτώ”.

   “Σκέψου το. Τη Δευτέρα θα λάβεις εισιτήριο της Lufthansa για το Μιλάνο απ’ όπου θα σε παραλάβει ταξί για την Cadenabbia.

Τον ρώτησα πώς και από ποιον υποστηρίζονται οικονομικά οι δραστηριότητες της Société.

–  «Με διασυνδέσεις», εξήγησε. «Η Société έχει ένθερμους υποστηρικτές που ωφελούνται από τις ιδέες που παράγουμε και διαθέτουμε δωρεάν. Αυτοί μπορεί να είναι ιδιώτες, οργανισμοί, βιομηχανίες, ακόμα και κρατικές υπηρεσίες».   

Τον κοίταζα. Δεν έβγαζα άκρη. Στους πρώτους έξι μήνες του 1967 είχα περάσει μια σοβαρή κρίση προσαρμογής στη Αμερική, αλλά το όραμα του Batuz, σκανδαλιστικά μεγαλεπήβολο αν όχι μεγαλομανές, με προβλημάτιζε πέραν σοβαρού και αστείου. Φεύγοντας, μου έδωσε διευθύνσεις, τηλέφωνα, κι ένα κείμενο σε χειροποίητο χαρτί στοιχειοθετημένο αγγλικά, το οποίο μεταφράζω:

–  «Διαβάζουμε, ακούμε και κοιτάζουμε, εμείς οι καθημερινοί θαμώνες των βραδινών δελτίων ειδήσεων. Καταστροφές συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή. Κοιτάμε, αλλά βλέπουμε; Κατανοούμε καλύτερα αυτά που βλέπουμε; Καταλαβαίνουμε την πραγματική σημασία όλων αυτών των συμβάντων και τόπων; Ο τηλεθεατής πολίτης, Cocajeannens  [νταμιτζάνα Κόκας(;)] έχει τον κόσμο όλο στο σαλόνι του, ή είναι πιο μόνος από ποτέ;

–  Η Societe Imaginaire τεντώνει ένα νήμα από τη μια παράδοση στην άλλη και υφαίνει διαλόγους. Ποιητές και καλλιτέχνες, λέξεις και φόρμες. Οι χώρες της Αμερικής και της Ευρώπης: Λατίνοι, Γερμανοί, Σλάβοι. Όλοι μας ανθρώπινα όντα με τις δυνάμεις μας και τα τρωτά μας σημεία, κατανοούμε ο ένας τον άλλο πέρα από ωκεανούς, αποστάσεις, σύνορα και σιωπές.

–  Μέσω της σύγκρισης και μόνο τροφοδοτούμε την κατανόηση. Τίποτα δεν μαθαίνεται ή εμπεδώνεται σε απομόνωση. Κάτω απ’ την επιφάνεια, ρέει ένα βαθύ φρέσκο ρεύμα, σύγχρονο, ανθρωπιστικό, δημιουργικό, οικουμενικό. Η φρίκη έχει παγκοσμιοποιηθεί πολύ. Για να την αποκηρύξουμε, συγκεντρώνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε: γνήσιες, πρόσφατα επινοημένες φόρμες. Με τη δημιουργία δίνουμε ζωή. Ανακαλούμε τη θαυματουργή μας υπόσταση και απωθούμε τους δαίμονες που πάντοτε καραδοκούν, κρυμμένοι πίσω απ’ την άγνοια, η οποία μας γεμίζει φόβο και μας ωθεί στο μίσος.

–  Όταν η δημιουργική φαντασία μεταφέρεται στο χαρτί,  αρχίζει να ζει. Το νήμα αυτό που εδώ και τώρα συνδέει ποιητές και καλλιτέχνες, έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικό. Και η Société αναζωογονείται».

Julio Maria Sanguinetti (πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της Ουρουγουάης, 1979-1984).

Πήρα τηλέφωνο τον Mark Strand να ζητήσω τη γνώμη του.

–   «Go for it, Stratis, we’ll have a howl», γέλασε με ενθουσιασμό.

Αναρωτιόμουν πόσο αβασάνιστα είπαν το ναι τόσοι καταξιωμένοι ποιητές και καλλιτέχνες, εκπαιδευτικοί και πολιτικοί, και πόσοι άλλοι προφασίστηκαν με τακτ «φόρτο εργασίας». Πήγα να ζητήσω τη γνώμη του μεγάλου διευθυντή των βιβλιοθηκών του πανεπιστημίου, ο οποίος είχε υποστηρίξει τον διορισμό μου. Αν αποφάσιζα να γίνω ενεργό μέλος της Société, ήθελα να είμαι και επαγγελματικά καλυμμένος. Η απάντηση του διευθυντή, «Στρατή, κανένα πρόβλημα, όλο το ρίσκο δικό σου».

Τηλεφώνησα στον Bob Scanlan.

–   «Εγώ λέω να πάμε. Με τρώει η περιέργεια», είπε.

–  «Καμιά φορά η περιέργεια σκοτώνει, Bob”.

–  «Αν ο τόπος συνάντησης ήταν στη Γερμανία δε θα πήγαινα», γέλασε.

Το δεύτερο συνέδριο της Société Imaginaire που συμμετείχαμε έγινε στην (ενοποιημένη πλέον) Γερμανία, λίγο έξω απ’ την ξαναχτισμένη Δρέσδη, το 1990.

Αλλά ας αρχίσουμε από το πρώτο συνέδριο, διαρκείας επτά ημερών στη Villa La Collina που από το 1977 ανήκε στο Ίδρυμα Άντεναουερ: Ξενοδοχείο, συνεδριακό κέντρο και εστιατόριο με πλήρες προσωπικό, διαχειριστής το Γερμανικό Υπουργείου Εξωτερικών.

Ύστερα από μια εισαγωγή «προθέσεων και σκοπών» από τον Batuz, πήραμε ένας – ένας το λόγο, ο καθένας εντάσσοντας, ή ίσως προσαρμόζοντας τις προσωπικές του πεποιθήσεις στο ζητούμενο κρίκων επικοινωνίας μιας πολιτισμικής αλλά και οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ακολούθησε συζήτηση γύρω από τις πιο ενδιαφέρουσες και ολοκληρωμένες ιδέες που διαμορφώθηκαν και κατεβήκαμε στο εστιατόριο για ένα Ιταλικό γεύμα τριών πιάτων με παραπέρα σκέψεις, ή «brainstorming» κατά τον Batuz.  Εκεί, πρώτον τη τάξει το κιάντι, αν και ύστερα απ’ το πέμπτο μπουκάλι σε άλλες προθέσεις και άλλους σκοπούς έτεινε να ρέπει η συλλογική μας διάθεση – έξω απ’ τα πρακτικά που κρατούσαν πότε κυρίες με λεπτές γραμμές σε σημειωματάρια, πότε χειριστές μαγνητοφώνων.

Και η χαλαρή άσκηση με τις μπάλες Bocce (το αγαπημένο σπορ του Άντεναουερ), εξασφάλιζε την καλή χώνεψη.

Έτσι λίγο πολύ πέρασε η εβδομάδα, το γκραν φινάλε της ένας γύρος με καραβάκι στην παραδείσια βόρεια περιοχή της λίμνης με θέα τις ανακτορικές βίλες των εκατομμυριούχων του κόσμου.

Οι συνοπτικές περιγραφές εδώ είναι απαραίτητες, πιστεύω, αλλιώς η άνοδος της Société στην Αμερική και η κορύφωση της στη Γερμανία θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο ενός πολυσέλιδου χρονικού ή και μυθιστορήματος. Όμως οι συζητήσεις και ανταλλαγές ιδεών ή αντιλήψεων στις συναντήσεις αυτές είχαν αρκετές ουσιαστικές εκλάμψεις. Έτσι, όπου κι αν καταλήξουν τα σχετικά πρακτικά με τα αρχεία της Société, θα αποτελέσουν ενδιαφέρον πρωτογενές υλικό για την εποχή και τα ήθη στο κλείσιμο του μεγάλου αιώνα..

Την επόμενη συνάντηση έξι μήνες αργότερα, την οργάνωσε ο Batuz στο μεσαιωνικό μοναστήρι του Altzella το οποίο τού είχε παραχωρηθεί από τον πρωθυπουργό της Σαξονίας, Kurt Biedenkopf, με σκοπό την αναπαλαίωση του ως κέντρο επιχειρήσεων της Société με γραφεία, εργαστήρια και ξενώνα για καλλιτέχνες, εκθεσιακό χώρο, θέατρο κ.α. To Altzella βρίσκεται κοντά στο Meissen, πόλη της περίφημης πορσελάνης από το 1710, και στη Δρέσδη, πόλη του αποκαλυπτικού, εμπρηστικού βομβαρδισμού από τους συμμάχους στα τέλη του δεύτερου πολέμου. Άλλες εγκαταστάσεις της Société υπήρξαν κατά καιρούς στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη. Στις ΗΠΑ Batuz επένδυσε τις οικονομίες του στην αγορά μιας μεγάλης φάρμας και του μεγάρου Franton Hall της βαρώνης Hilla von Rebay, που υπήρξε στέκι διασήμων καλλιτεχνών όπως ο Καντίνσκι κι ο Σαγκάλ στον καιρό τους.

Αρκετές από τις συνεδριάσεις του στενού κύκλου της Société τις περιέγραψα από το 1992 ως το 2000 σε άρθρα μου στο Harvard Review, την έκδοση του οποίου είχα ιδρύσει και διεύθυνα στο πανεπιστήμιο. Μια έκτακτη σύσκεψη μας πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον μαζί με εκτεταμένη έκθεση έργων τέχνης και λογοτεχνικών κειμένων, κατά κύριο λόγο αλληλογραφίας, στο Kennedy Center. Ήταν η αποθέωση του Batuz, απαθανατισμένη, ανάμεσα στα μέλη του στενού του κύκλου, απ’ το φακό της Ίνγκε Morath.

Στο ίδιο αυτό διάστημα, ιδιαίτερα στα τρία τελευταία χρόνια της χιλιετίας, παρατηρήθηκε μια έμφαση στις πρακτικές εφαρμογές των προϊόντων της συλλογικής μας σκέψης ως προγεφύρωμα στο εμπόριο και συγκεκριμένα στις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων προς τις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Η νέα, ενισχυμένη παγκοσμιοποίηση θα επέτρεπε ίσως στη Γερμανία να εισβάλλει με το προσωπείο της Ευρώπης στην αγορά τής «πίσω αυλής» των Ηνωμένων Πολιτειών.

Παράλληλα δημιουργήθηκε και μια αίσθηση αποστασιοποίησης από τα πιο εξέχοντα μέλη της Société όταν εκτός από το Ίδρυμα Άντεναουερ, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, το Υπουρείο Εξωτερικών και το ομοσπονδιακό κρατίδιο της Σαξονίας, άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ορατές ως χορηγοί και χρήστες, οι μεγάλες Γερμανικές βιομηχανίες με πρώτη και καλύτερη τη Siemens. Σιωπηρά, το 1998 τα τέσσερα μέλη του Harvard αποχώρησαν.

Ύστερα ήρθε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στα πράγματα και τα πράγματα μεταξύ Γερμανικού κράτους και Batuz πήραν την κάτω βόλτα. Στη Σαξονία, η νέα ηγεσία πήρε πίσω το μοναστήρι του Altzella, αφήνοντας τη Société Imaginaire στη Γερμανία άστεγη. Αν και με προβλήματα υγείας, ο Batuz έκανε αρκετές συναντήσεις και πολλά τηλεφωνήματα στα υπό απενεργοποίηση μέλη του στενού κύκλου, αλλά δεν τα κατάφερε ν’ αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον τους.

Επειδή όμως ο καιρός δεν έχει μόνο γυρίσματα αλλά και αναποδογυρίσματα, την επόμενη τετραετία τον Σρέντερ διαδέχτηκε ποια κυρία στην Καγκελαρία του Βερολίνου; Και να, στις 21 Ιανουαρίου 2011, η καθημερινή Bild δίνει απλόχερη δημοσιότητα, προβάλλοντας τη νέα, ξαναγεννημένη από τις στάχτες της:

“SOCIÉTÉ IMAGINAIRE: Der visionärste Club der Welt”!

Batuz, Αποστολή στην Ανταρκτική

To μοναστήρι (ναν’ καλά) του Altzella πάραυτα επιστρέφει στον Batuz και μια νέα σειρά πρωτοβουλιών της Société ξεκινά στη δεύτερη δεκαετία του νέου αιώνα με αποστολές συμβολικών στρατιωτικών μονάδων από την Ουρουγουάη στη Ανταρκτική και από τη Γερμανία στο Αφγανιστάν. Συνθήματα όπως «Κράνη της ειρήνης» και «Όχι πια σύνορα», αναρτούνται από τη Société στο διαδίκτυο, αλλά οι αναφορές της σε συμμετέχοντες υψηλόβαθμους Γερμανούς αξιωματικούς, σύντομα αφαιρούνται .

«Κράνη της ειρήνης»; Μα φυσικά. Πόλεμο έχουμε!

«Όχι πια σύνορα»; Άλλο που δεν ήθελαν η Siemens, η Daimler, η Volks Wagen, η BMW, η Krups, η Deutsche Telekom…

Άλλο όμως που δεν ήθελαν και οι ορδές των προσφύγων πολέμου και οικονομικών μεταναστών από τη Βόρειο Αφρική, τη Μέση και Άπω Ανατολή.

Και τώρα η Μέρκελ τρέμει τον μέσο Γερμανό ψηφοφόρο που χαίρεται τις εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων του, αλλά είναι κάθετος με τις εισαγωγές φτηνών εργατικών χεριών και την επερχόμενη μείωση του δικού του εργασιακού εισοδήματος.

«Όχι πια σύνορα;»

Μήπως ο Τραμπ εννοούσε κάτι άλλο όταν είπε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε για τη Γερμανία;

Batuz, Batuz, γρήγορα, φέρε τα κράνη πίσω στα σύνορα!

[1] * H Société είχε εκατοντάδες μέλη από την Ευρώπη και τη Βόρειο και Νότιο Αμερική, αλλά ο πυρήνας από «ενεργά μέλη» δεν αριθμούσε ποτέ πάνω από 20.

Προηγούμενο άρθροΣύγχρονη Επιστήμη και Ορθόδοξη Παράδοση. Μια άβολη σχέση; (Της Λίλας Κονομάρα)
Επόμενο άρθροΗ άσκηση της εξουσίας στο φύλο και τη σεξουαλικότητα (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ