γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο, ο αμερικάνικος Νότος, όπως και στις προηγούμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ασχολήθηκε επισταμένως με την υπεράσπιση των πολιτιστικών κανόνων και συνηθειών από τις επιθέσεις των εξωτερικών κριτών του. Λόγω αυτού του γεγονότος, σημαντικός αριθμός δημοσιεύσεων από την περιοχή λειτούργησε ως προπαγάνδα και θεωρείται ευρέως σήμερα ότι έχει περιορισμένη λογοτεχνική αξία. Επιστρέφοντας με πολλούς τρόπους σε αυτό που ο Γουίλμπουρ Κας (Wilbur Joseph Cash,1900-1941) θεωρούσε ‘άγρια ιδέα’ κάτω από την οποία ‘η διαφωνία και η ποικιλία καταστέλλονται εντελώς’, οι Πολιτείες της πρώην Συνομοσπονδίας παρήγαγαν αντί των ετερογενών έργων υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, μεγάλη ποικιλία έργων που εξυπηρετούσαν έναν κοινό σκοπό, τουτέστιν να προωθήσουν τον μύθο μιας χαμένης και ιδανικής νότιας κουλτούρας. Ο Γουίλμπουρ Κας, ήταν Αμερικανός συγγραφέας, εκδότης και δημοσιογράφος, ευρύτερα γνωστός από το μοναδικό του έργο, ‘The Mind of the South’ (1941), το οποίο αποτελεί και συνιστά μια κλασσική ανάλυση της λευκής ιδιοσυγκρασίας και του πολιτισμού του Νότου. Αυτή η πεποίθηση, γενικώς χαρακτηρισμένη ως λατρεία της ‘χαμένης αιτίας’, (Lost Cause), διασκόρπισε συντηρητικά ιδεώδη σχετικά με τη φυλή και τη δουλεία και εκθείασε τον ρόλο των λευκών Νότιων στην υποτιθέμενη νόμιμη κοινωνική ιεραρχία της εν λόγω περιοχής. Ταυτόχρονα, με τη γνωστή ‘Ανασυγκρότηση’ η οποία πραγματοποιήθηκε από το 1867 έως το 1877 και στην αρχή της επόμενης δεκαετίας, η περιοχή επανέφερε τις γνωστές μορφές ρατσισμού μέσω της εφαρμογής της νομοθεσίας Τζιμ Κρόου και της οικονομικής δουλείας με τον θεσμό της καλλιέργειας σε μισθωμένη γη. Μέχρι την τελευταία δεκαετία του αιώνα, οι διαχωριστικές πολιτικές, η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ψήφου, εξασφάλιζαν την υποταγή των πρώην σκλάβων και για τον εικοστό αιώνα. Ενώ ένα περίπλοκο δίκτυο εξουσίας οδήγησε στην ενδεχόμενη αποδόμηση και αναδιάρθρωση της φυλετικής πολιτικής στο Νότο μετά τον πόλεμο, οι πολιτικές του Τζιμ Κρόου και του διαχωρισμού έχουν τις ρίζες τους στη λογοτεχνία της ‘χαμένης αιτίας’, που απέκτησε δυναμική μετά τον εμφύλιο πόλεμο σ’ εκείνες τις περιοχές.
* * * * *
Ένας διακεκριμένος υποστηρικτής της ‘χαμένης αιτίας’, ο Τόμας Νέλσον Πέιτζ (Thomas Nelson Page, 1853-1922), δημιούργησε έργα μέσα στα οποία υπερασπιζόταν την φυλετική λογική του Νότου και μυθιστορήματα που βρίσκονταν μέσα στις συνήθειες του τοπικού χρώματος και της εποποιίας των φυτειών. Γεννημένος στη Βιρτζίνια το 1853, ο Πέιτζ ήταν παιδί στην αρχή του εμφυλίου πολέμου και μάρτυρας της εξαθλίωσης της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της διαμάχης, της σύγκρουσης και της επακόλουθης περιόδου Ανασυγκρότησης. Ως ενήλικας, έγινε δεκτός στο δικηγορικό σύλλογο της Βιρτζίνια και άσκησε τη νομική επιστήμη από το 1876 έως το 1893, στο Ρίτσμοντ. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, δρομολόγησε αυτό που θα εξελισσόταν σε μια καρποφόρα καριέρα συγγραφής. Στα δεκαοκτώ βιβλία του, ο Πέιτζ παρουσίασε στη μυθιστοριογραφία του ένα απολυμασμένο πορτραίτο των φυτειών του Νότου με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες. Οι υποθέσεις του περιλάμβαναν τόσο τους καλοπροαίρετους αφέντες και ιδιοκτήτες, όσο και τους πιστούς δούλους τους που συνέθεταν την καλή συμβίωση και φυσική σχέση.
Για παράδειγμα, στη συλλογή μικρών ιστοριών ‘In Ole Virginia’ (1887), ο προπολεμικός Νότος παρουσιάζεται και αντιπροσωπεύει μια ιπποτική κοινωνία με θεμέλια ηθικά. Με έναν τρόπο που είναι κοινός για τους συγγραφείς της ‘χαμένης αιτίας’, ο Πέιτζ περιγράφει τη βία που είναι εγγενής στις πρακτικές της δουλείας. Στο ‘Marse Chan’ (1884), ίσως την πιο διαδεδομένη ιστορία του, χρησιμοποιεί το ταλέντο του συγγραφέα και την διάλεκτο στην υπηρεσία της προώθησης ενός αναθεωρημένου οράματος του Νότου στον οποίο ο πρώην σκλάβος θρηνεί την απώλεια ενός ιδανικού πολιτισμού. Απ’ τα άλλα κλασσικά έργα του σημειώνουμε τα ‘The Old South’ (1892) και ‘The Negro: The Southerner’s Problem’ (1904).
* * * * *
Οι ρεβιζιονιστικές φιλοδοξίες που είναι κοινές στην ιδεολογία της ‘χαμένης αιτίας’, διαπερνούν επίσης τα γραπτά της Μάργκαρετ Τζάνκιν Πρέστον (Margaret Junkin Preston, 1820-1897). Ενώ δεν γεννήθηκε στο Νότο, κατέληξε να γίνει κεντρικός υποστηρικτής της Συνομοσπονδίας και της ρομαντικοποίησης της ιστορικής του ήττας στον εμφύλιο πόλεμο. Γεννημένη στο Μίλτον της Πενσυλβάνια, στα 1820, η Πρέστον μετακόμισε αργότερα στη Βιρτζίνια, όπου δίδασκε ο σύζυγός της, Τζων Πρέστον (John Thomas Lewis Preston), στο εκεί Στρατιωτικό Ινστιτούτο.
Οι εμπειρίες της από το Νότο, ο γάμος της με έναν αξιωματικό της Συνομοσπονδίας και ο γάμος της αδερφής της με τον Τόμας Τζάκσον (Thomas ‘Stonewall’ Jackson) επηρέασαν δεόντως τη στάση της προς την συγκεκριμένη περιοχή μετά την ολοκλήρωση του πολέμου. Με το θάνατό της στη Βαλτιμόρη το 1897, η λογοτεχνική της παραγωγή κάλυψε τα χρόνια μετά τον πόλεμο μέχρι την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Σε έργα όπως το ‘Beechenbrook: A Rhyme of War’ (1865) και ‘Colonial Ballads, Sonnets, and Verse’ (1887), η Μάργκαρετ Πρέστον μνημονεύει τον ρόλο των Συνομοσπονδιακών Κρατών στον Εμφύλιο Πόλεμο και, όπως και οι σύγχρονοι της, παραπονείται για την κατάπτωση της προπολεμικής κοινωνίας του Νότου.
* * * * *
Η ικανότητα της χρησιμοποίησης περιφερειακών τόπων και διαλέκτων στην υπηρεσία της παρουσίασης μιας συντηρητικής ιστορικά διαζευκτικής αφήγησης, αποδείχθηκε πολύτιμη για εκείνους τους συγγραφείς που υποστήριζαν τη λατρεία της ‘χαμένης αιτίας’. Ποιητές όπως ο Αμπράμ Τζόζεφ Ράιαν (Abram Joseph Ryan, 1838–1886), ο Ντάνιελ Λούκας (Daniel Bedinger Lucas, 1836–1909), ο Σίντνεϊ Λανίερ (Sidney Lanier, 1842–1881), ο Έργουιν Ράσελ (Irwin Russell, 1853-1879) και ο Μάντισον Καβάιν (Madison Cawein, 1865-1914), παρουσιάζουν στο έργο τους κοινές στάσεις και απόψεις απέναντι στον Νότο μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η ποίηση του Έργουιν Ράσελ, για παράδειγμα, είχε ισχυρή επιρροή από πολλές απόψεις και ήταν ο πρόδρομος της τοπικής ‘χαμένης αιτίας’ του Πέιτζ και του Τζόελ Τσάντλερ Χάρις. Αν και η ποιητική του παραγωγή ήταν περιορισμένη, εν τούτοις οι παρουσιάσεις των τοπικών διαλέκτων, όπως εκείνες των Αφροαμερικανών, των Ιρλανδών και των φτωχών λευκών του Νότου, του απέφεραν δημοτικότητα και εδραίωσαν τη θέση του στο σώμα της νότιας λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοί του, όπως ο Χάρις, αναγνώρισαν τον Ράσελ ως τον λογοτεχνικό οδηγό στην ανάπτυξη τοπικών διαλέκτων στην ποίηση της ‘χαμένης αιτίας’.
Ένας άλλος ρεβιζιονιστής με μεγάλη επιρροή συγγραφέας, ο Αμπράμ Τζόζεφ Ράιαν, ήταν πρώην εφημέριος κατά τον εμφύλιο πόλεμο και ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Στην καριέρα του, παρήγαγε έργα που επεδίωκαν να απολυμάνουν κατά κάποιο τρόπο τη νότια ιστορία και να ρομαντικοποιήσουν τον πολιτισμό της. Θεωρούμενος ως ο ένδοξος ποιητής της Συνομοσπονδίας, ασχολήθηκε με θέματα υπερηφάνειας, γενναιοδωρίας και τιμής στα γραπτά του. Θρηνώντας την καταστροφή μιας ειδυλλιακής γης στα χέρια ενός ξένου κατακτητή, έργα όπως τα ‘C.S.A.’ (1884), ‘The South’ (1880) και ‘The Sword of Robert E.Lee’ (1884), συμβάλλουν στην εκτίμηση της Συνομοσπονδίας ως μια εξαιρετική κοινωνία. Ενώ μεγάλο μέρος της ποίησής του αφορά την θρησκευτική του πίστη, τα κείμενά του υπέρ της Συνομοσπονδίας, όπως το πιο διάσημο έργο του, ‘The Conquered Banner’ (1865), του έφεραν την αναγνώριση ως ηγετική μορφή του κινήματος της ‘χαμένης αιτίας’. Ο πατέρας Ράιαν, όπως ήταν γενικά γνωστός, διέθετε κοινά χαρακτηριστικά με τα μέλη αυτού του ρεβιζιονιστικού κινήματος.
* * * * *
Ένας από τους συγχρόνους του, ο δικηγόρος και ποιητής Ντάνιελ Λούκας (Daniel B.Lucas), για παράδειγμα, μοιράζεται επίσης πολλές από αυτές τις κοινές ιδιότητες. Βετεράνος του εμφυλίου πολέμου και δικηγόρος, ο Λούκας ενσωματώνεται εύκολα στην εύπορη, προνομιούχα οικογένεια των συγγραφέων της ‘χαμένης αιτίας’. Σε συλλογές όπως το ‘The Wreath of Eglantine’ (1869) και ‘Ballads and Madrigals’ (1884), σέβεται τον προπολεμικό Νότο και θρηνεί με τον δικό του τρόπο την απώλειά του. Στα ποιήματά του, όπως το ‘The Land Where We Were Dreaming’ (1865), ‘Song of the South’ (1869) και ‘Jefferson Davis’ (1869), μνημονεύει αρκετά στοιχεία της περιοχής κατά τη διάρκεια και πριν από τον εμφύλιο πόλεμο. Ως εκ τούτου, η ποίησή του χρησιμοποιήθηκε συχνά σε αφιερώματα μνημείων όπως το Μνημείο Συνομοσπονδίας στο Τσάρλεστον της Δυτικής Βιρτζίνια και το νεκροταφείο Στόουνγουoλ στο Γουίντσεστερ της Βιρτζίνια. Ως εξέχων δικηγόρος, βετεράνος και ποιητής, ο Ντάνιελ Λούκας διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του προπολεμικού Νότου και διευκόλυνε τη συνέχιση των συναισθημάτων της ‘χαμένης αιτίας’. Ας ακολουθήσουμε, για λίγο, τον Ντάνιελ Λούκας στο ποίημα ‘Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν’ (In The Land Where We Were Dreaming):
Δίκαια ήταν τα οράματα του έθνους μας, και τόσο μεγάλα
Όσο ποτέ άλλοτε αιωρούμενα από τη χώρα της φαντασίας,
Παιδιά ήμασταν με απλή πίστη,
Αλλά παιδιά σαν θεοί, που ούτε ο θάνατος,
Ούτε η απειλή του κινδύνου έδιωξε από το μονοπάτι της τιμής
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Περήφανοι ήταν οι άντρες μας, όσο περηφάνεια μπορούσε να δώσει η καταγωγή,
Σαν βιολέτες οι γυναίκες μας αγνές και τρυφερές,
Και όταν μιλούσαν, οι φωνές τους συγκινούσαν
Το βράδυ σιγοντάριζε το μαστίγιο της φτωχολογιάς,
Το πρωί το πουλί που κοροϊδεύει ήταν βουβό και ακίνητο,
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Και είχαμε τάφους που κάλυπταν περισσότερο τη δόξα,
Απ’ ό,τι τα χείλη της αρχαίας ιστορίας,
Και στα όνειρά μας υφαίναμε το νήμα
Των αρχών για τις οποίες μάτωσαν,
Και υπέφεραν για πολύ καιρό οι δικοί μας αθάνατοι νεκροί
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Αν και στη χώρα μας είχαμε και δούλους και ελεύθερους,
Και οι δύο ήταν ευχαριστημένοι, και έτσι τους άφησε ο Θεός να είναι,
Μέχρι που οι βόρειες ματιές, που έπεφταν κάτω,
Με φθόνο έβλεπαν τον ήλιο της συγκομιδής μας
Αλλά εμείς δεν το υπολογίζαμε, γιατί ακόμα κοιμόμασταν
Στη γη όπου ονειρευόμασταν!
Ο ύπνος μας γίνηκε ταραγμένος και τα όνειρά μας αγρίεψαν,
Κόκκινοι μετεωρίτες έλαμψαν στο φόντο τ’ ουρανού μας,
Πορφυρό το φεγγάρι, ανάμεσα στους Διδύμους
Αγκαθωτά βέλη πετούσαν σε κυκλικές λωρίδες
Κόκκινοι κομήτες πετούσαν τις πύρινες χαίτες τους
Πάνω από τη γη όπου ονειρευόμασταν!
Από το ύψος του αετού της χαμογέλασε η Ελευθερία,
Και κούνησε το χέρι της σε ένδειξη νίκης,
Ο κόσμος ενέκρινε, και παντού,
Εκτός από εκεί που γρύλιζε η ρωσική αρκούδα,
Οι γενναίοι, οι καλοί και οι δίκαιοι μας έδωσαν την ευχή τους
Για τη γη όπου ονειρευόμασταν!
Ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μια σημαία με αστέρια φαινόταν,
Της οποίας το φόντο ήταν ασπρισμένο και πεντακάθαρο στη λάμψη του,
Ο σταυρός της ιπποσύνης φέρει την ένωσή της,
Και με τα σημάδια του κάθε βετεράνος ορκίζεται
Να την φέρει θριαμβευτικά στους πολέμους,
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Πιστεύαμε ότι η κυβέρνηση ήταν δική μας
Διεκδικήσαμε μια θέση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου,
Μιλούσαμε στον ύπνο μας για βαθμό, για προαγωγή
Μέχρι που το όραμα έγινε τόσο ζωντανό,
Που όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει, συναντούσε τον χλευασμό
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Μια φιγούρα ήρθε ανάμεσά μας καθώς κοιμόμασταν
Στην αρχή γονάτισε, μετά σηκώθηκε αργά και θρήνησε,
Ύστερα μάζεψε χίλιες λόγχες,
Σάρωσε το πεδίο του Άρη,
Έπειτα υποκλίθηκε στο αντίο και περπάτησε πίσω απ’ τα αστέρια
Από τη γη όπου ονειρευόμασταν!
Κοιτάξαμε ξανά, μια άλλη φιγούρα ακόμα
Έδινε ελπίδα, και νεύρο σε κάθε ξεχωριστή θέληση,
Στεκόταν όρθιος, ντυμένος με δύναμη,
Με αυτοπεποίθηση, φαινόταν να ελέγχει την ώρα,
Με σταθερή, μεγαλοπρεπή ταλάντευση, με δύναμη πύργου
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Όπως και ο μεγάλος Γιούπιτερ, σε χαλκό, ένας θεός φύλακας,
κοιτούσε προς τα ανατολικά από το Φόρουμ όπου στεκόταν,
Η Ρώμη ένιωθε ασφαλής και ελεύθερη
Έτσι Ρίτσμοντ, εμείς, φυλάμε για σένα,
Είδαμε έναν χάλκινο ήρωα, τον θεϊκό Λη,
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Όπως ξυπνάει ο στρατιώτης όταν ο συναγερμός χτυπά
Όπως ξυπνάει η μάνα όταν το βρέφος της πέφτει
Όπως ξυπνάει ο ταξιδιώτης όταν γύρω του
Στον νυσταγμένο καναπέ του οι καμπάνες της φωτιάς ηχούν
Έτσι ξύπνησε το έθνος μας με ένα μόνο χτύπημα
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! είμαστε εμείς, φώναξαν οι τρομαγμένες μητέρες,
Ενώ εμείς κοιμόμασταν, οι ευγενείς μας γιοι πέθαναν!
Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! είμαστε εμείς, πόσο παράξενο και θλιβερό,
Ότι όλα τα ένδοξα οράματά μας έφυγαν,
Δεν μας άφησαν τίποτα αληθινό παρά μόνο τους νεκρούς μας
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Και είναι πραγματικά νεκροί, οι μαρτυρικοί πεθαμένοι μας;
Όχι, ονειροπόλοι! Το πρωί θα τους αναστήσει ξανά,
Από κάθε πεδιάδα, από κάθε ύψος
Όπου φάνηκε να πεθαίνουν για το δίκιο,
Τα γενναία τους πνεύματα θα ανανεώσουν τη μάχη
Στη γη όπου ονειρευόμασταν!
Αήττητοι ακόμα στην ψυχή, αν και τώρα έχουν ξεφύγει,
Στην ειρήνη, στον πόλεμο, η μάχη μόλις άρχισε!
Μόλις τελειώσει αυτό το συμπόσιο της Θυέστης,
Δυναμώνουν οι λίγοι που περιμένουν την ώρα τους,
Θα σηκωθούν και θα διώξουν τους μεθυσμένους καλεσμένους τους απ’ την εξουσία,
Στη χώρα όπου ονειρευόμασταν!
Παρόμοια επιρροή στο ρεβιζιονιστικό κίνημα είχε ο μουσικός, ποιητής, συγγραφέας και μελετητής Σίντνεϊ Λανίερ. Ως μορφωμένος βετεράνος του εμφυλίου πολέμου, δικηγόρος, εκπαιδευτικός και συγγραφέας, ο Λανίερ διέθετε όλες εκείνες τις κοινές ιδιότητες των λογοτεχνικών υποστηρικτών του κινήματος της ‘χαμένης αιτίας’. Τα συντηρητικά κοινωνικά του ιδεώδη ήταν παράλληλα με τις παραδοσιακές απόψεις των λογοτεχνικών θεμάτων και η ποίησή του επικεντρώνεται κυρίως στις τοπικές διαλέκτους, στην τάξη και στον εμφύλιο πόλεμο ως μια τραγωδία της περιοχής. Σε αντίθεση με τη συντηρητική φύση τέτοιων θεμάτων όπως είναι η περιπέτεια, τα πολιτιστικά έθιμα και ο πόλεμος, πειραματίστηκε εκτενώς με τη μορφή και το ύφος των έργων του. Με την πάροδο του χρόνου, ο Λανίερ προσπάθησε να συνδέσει την ποίηση με τη μουσική συμβολική απεικόνιση και τελικά μας παρουσίασε ένα είδος ποίησης που μοιάζει με πεζογραφία μέσα σε ένα μεταβλητό πλαίσιο ελεύθερης μορφής. Ενώ αυτά τα επίσημα πειράματα αποδεικνύουν το ενδιαφέρον του για πρωτοποριακή, την καινοτόμο αισθητική, οι παραδοσιακές του ρομαντικές θεωρήσεις του Νότου τον τοποθετούν κεντρικά μέσα στην νοοτροπία της ‘χαμένης αιτίας’.
Γράφοντας σε μορφή διαφορετική από αυτή του Σίντνεϊ Λανίερ, ο ποιητής ο Μάντισον Καβάιν, ενσωμάτωσε τα έργα του σε ποιητικά πλαίσια που επηρεάστηκαν έντονα από την ρομαντική ποίηση του Λόρδου Μπάυρον και του Πέρσυ Σέλλεϋ. Αυτή η ποιητική γλώσσα και οι πλούσιες περιγραφές των κεντρικών περιοχών του Κεντάκυ, οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως ‘Κητς του Κεντάκυ’. Μέσα στο τεράστιο λογοτεχνικό έργο που περιελάμβανε 1.500 ποιήματα, βρίσκονται συλλογές εμβληματικές του λογοτεχνικού κινήματος της ‘χαμένης αιτίας’, όπως το ‘Lyrics and Idyls’ (1890), ‘Moods and Memories’ (1892) και ‘Kentucky Poems’ (1902). Τόσο ο Σίντνεϊ Λανίερ όσο και ο Μάντισον Καβάιν, ανεξάρτητα από τις διάφορες επίσημες γραπτές τεχνικές τους, διέδωσαν τα κοινά ιδεώδη της περιφερειακής τους ταυτότητας και της νότιας καταγωγής στην ποίησή τους.
Η επιθυμία ανασυγκρότησης του προπολεμικού Νότου ως ειδυλλιακής κοινωνίας που αγωνίστηκε δίκαια στον εμφύλιο πόλεμο για να προστατεύσει μια καλοπροαίρετη μορφή δουλείας, την ευγένεια, την αρρενωπότητα, τη μεγαλοψυχία και την καθαρή λευκή γυναίκα, ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ανασυγκρότηση. Ωστόσο, η αλλαγή στάσης μεταξύ εκείνων των συγγραφέων θα απειλούσε σύντομα τη νομιμότητα εκείνων των συναισθημάτων της αποκαλούμενης ‘χαμένης αιτίας’.
Βιβλιογραφία για πληρέστερη ενημέρωση
- Robert Alan Shaddy: [Review of W. J. Cash, a Life, by B. Clayton]. Louisiana History: The Journal of the Louisiana Historical Association. 1992; 33(3): 327–330.
- Reed, J. S.: Life and Leisure in the New South. The North Carolina Historical Review. 1983; 60(2): 172–182.
- Gross, T. L.: Thomas Nelson Page (1853-1922). American Literary Realism, 1870-1910. 1967; 1(1): 90–92.
- Tucker, E. L.: The First Meeting of Thomas Nelson Page and Joel Chandler Harris. The Mississippi Quarterly. 2000; 53(2): 269–274.
- Coulling, M. P.: Sonnets, Sauces, and Salvation: The Poetry of Margaret Junkin Preston. American Presbyterians. 1995; 73(2): 99–109.
- Stacey Jean Klein: Margaret Junkin Preston, Poet of the Confederacy: A Literary Life (Non Series). 2007.
- Historical News and Notices: The Journal of Southern History. 1984; 50(3): 520–530.
- Proceedings of the Virginia Historical Society. In Annual Meeting, January 22, 1973. The Virginia Magazine of History and Biography. 1973; 81(2): 217–250.
- Kramer, P. A.: Power and Connection: Imperial Histories of the United States in the World. The American Historical Review. 2011; 116(5): 1348–1391.