Του Ζαχαρία Σώκου.
Με την ‘’απομάκρυνση’’ της ποίησης από την αφήγηση, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν επόμενο να εμφανιστούν εγωκεντρικές τάσεις σε μια – με βεβαρημένο εγώ- κατηγορία γραφιάδων, όπως αυτή των ποιητών. Η αφήγηση, χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου για αιώνες, με μια αφελή γενναιοδωρία, αφέθηκε ως αναίτιο λάφυρο στην αναπτυσσομένη, δυναμικά, πρόζα, ήτοι στον πεζό λόγο.
Αποδυναμωμένη από την αφήγηση η ποίηση μπορεί ,λόγω των δαιμονίων της, να αναζήτησε νέους χώρους που να υποδηλώνουν την ευφυΐα της, να ‘’ποιεί εκ του μη όντος’’, σε ένα βαθμό όμως απώλεσε ή μετασχημάτισε τη συνείδηση της ύπαρξης του άλλου. Κι ο άλλος, αν τον εκλάβουμε ως αναγνώστη, δεν σήκωσε το γάντι που του πέταξε και του πετά η ποίηση, απλά της γύρισε – και αυτός – την πλάτη, μονολογώντας με απορία ‘’ τι θέλει να πει ο ποιητής..; ’’
Στόχος αυτής της εισαγωγής δεν είναι η διερεύνηση του σε εξέλιξη διαζυγίου μεταξύ του ευρύτερου κοινού και της ποίησης, που ποτέ δεν θα οριστικοποιηθεί, αφού η ποίηση έχει κοινό – κάποτε και φανατικό ,αλλά η ποίηση και γενικότερα η ενασχόληση με τη λογοτεχνία ,και όχι μόνο, ενός προσώπου – ιδιαίτερης περίπτωσης – που ακούει στο όνομα Γιώργος Λίλλης.
Αυτός λοιπόν ο Γιώργος Λίλλης που γεννήθηκε στη Γερμανία, προφανώς από γονείς Έλληνες οικονομικούς μετανάστες ( περισσότεροι από πεντακόσιες χιλιάδες συμπατριώτες μας μετανάστευσαν στη Δυτ. Γερμανία την περίοδο 1958-1975), επέστρεψε στο Αγρίνιο για να ξαναγυρίσει στη Γερμανία ,όπου ζει και εργάζεται. Αυτό λοιπόν το πήγαινε – έλα στη Γερμανία ενδεχομένως να σχετίζεται με τον κανόνα που θέλει τους Απόδημους Έλληνες , όταν επιστρέφουν να είναι μετανάστες στην ίδια τους την πατρίδα. Ο Γ.Λ υπερβαίνοντας κάθε προσδοκία προβλεπτής εξέλιξης ενός νέου ανθρώπου που ζει μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο του Ελληνισμού και μάλιστα σε μια’’ σκληρή’’ κοινωνία όπως η γερμανική, χωρίς να έχει βρεθεί εκεί προκειμένου να διευρύνει τα πιστοποιητικά ‘’εγκυρότητας’’ της λογιότητάς του, είναι σήμερα ένας από τους σκληρά εργαζόμενους διακόνους των ελληνικών γραμμάτων. Η περίπτωση είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα , θα έλεγα μοναδική, αλλά και δεν είναι. Ανέκαθεν η ελληνική διασπορά – που μυρίζει περίεργα στα ‘’ιερατεία’’ του μητροπολιτικού κέντρου, ανάλογα από ποια περιοχή έρχεται ο άλλος Έλληνας , πάντως πάντα κάτι μυρίζει – τροφοδότησε με μείζονος αξίας πρόσωπα τη νέα ελληνική γραμματεία. Τα παραδείγματα πολλά χωρίς να σχετίζονται ,συγκριτικά, με το πρόσωπο για το οποίο γράφεται αυτό το σημείωμα. Θα αναφέρω συμβολικά τους σημαντικότερους, και φυσικά πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια , θέλοντας με αυτή την αναφορά να υπενθυμίσω μια σημαντική παράμετρο της ελληνικής γραμματείας που κάποτε λησμονείται : Κάλβος , Σολωμός, Καβάφης , Τσίρκας είναι εμβληματικές μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας που ‘’άνθισαν’’ , όχι ματαίως, πέραν των στενών γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας. Ο κατάλογος μπορεί να συμπληρωθεί με δεκάδες ίσως και εκατοντάδες πρόσωπα νεώτερων και τωρινών που οι περισσότεροι εισέπραξαν ‘’πόρτα’’ από τα κλειστά κυκλώματα – δημόσια και ιδιωτικά- όταν τολμούσαν να δηλώσουν την ύπαρξή τους. Το θέμα είναι μεγάλο με δίνες , οδύνες και πολλά αγκάθια… αλλά όχι αντικείμενο του παρόντος σημειώματος. Ο Γιώργος Λίλλης είναι το θέμα μου που ζει στη Γερμανία , αλλά παρακολουθεί τόσο στενά τα πεπραγμένα στην ελληνική λογοτεχνία σαν να είναι μόνιμος κάτοικος στο άστυ. Να ένα από τα θετικά της νέας τεχνολογίας που μπορεί να διευρύνει την έννοια της , καθ ημάς , αγοράς… Ας είναι. Ο Γ.Λ λοιπόν , αυτοδίδακτος στα γράμματα, πέραν ενός επιπέδου εκπαίδευσης, με μόνο όπλο τον έρωτα για τη λογοτεχνία ,έναν έρωτα που μετασχηματίστηκε σε μανία- έτσι όμως έχουμε τις υψηλές αποδόσεις – εμφανίζεται στα γράμματα το 1999 με το ‘’Το δέρμα της νύχτας’’, εκδόσεις ‘’οδός Πανός ’’. Επανεμφανίζεται σύντομα με το ‘’Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων’’ 2001 εκδόσεις ‘’Μανδραγόρας’’, και το ‘’Στο σκοτάδι μετέωρος’’ 2003 εκδόσεις ‘’Μελάνι’’. Μεσολαβεί μια πενταετία αγρανάπαυσης, με μεταφραστικό έργο , ως το 2008 που παρουσιάζει τη συλλογή ποιημάτων ‘’Τα όρια του λαβύρινθου’’, από τις εκδόσεις ‘’Κέδρος’’.
‘’Τα όρια του λαβύρινθου’’
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά της γραφής του Λίλλη . Ένας λόγος αφηγηματικός , με ευδιάκριτές εικόνες ,γεμάτος υπαινιγμούς και βέβαια πολλές μεταφορές. Μεταφορές καίριες, ευρηματικές, διαφανείς . Ο Αριστοτέλης είχε ευλογήσει την ικανότητα στη μεταφορά ως ‘’ευφυΐας σημείον εστί’’.’’ Αυτή η δωροληψία της κάθε στιγμής ‘’κατά Κ. Παπαγιώργη , η ‘’λοταρία της εμπειρίας ‘’κατά Βαλερύ που πολλαπλασιάζεται στα επόμενα και πιο ώριμα βιβλία του ,είναι το μεγάλο ατού του Λίλλη που τον εισάγει, είτε από την κεντρική είσοδο ,είτε από τις πλάγιες και βοηθητικές στα δώματα της λογοτεχνίας.
Το βιβλίο αυτό μπορεί να χωρισθεί σε δύο ενότητες. Οι πρώτες σαράντα σελίδες εμπεριέχουν φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις και αγωνίες. Είναι κατά κύριο λόγο σχόλια στην κοινωνική πραγματικότητα, την εν γένει αλλοτρίωση και την κατάντια. Η θεματική τους μαρτυρείται και από τους τίτλους των ποιημάτων: ‘’Ξημέρωμα νέας χιλιετίας’’, ‘’Σκίτσα για μετά την 11η Σεπτεμβρίου’’, Νεορεαλισμός’’ κ.α. Ενδεικτικά αποσπάσματα από τα ποιήματα της συλλογής φανερώνουν τις ανησυχίες του Λίλλη εκείνης της περιόδου:’’ η αφθονία αγχώνει’’, ‘’εξευγενισμένη βαρβαρότητα’’, ’’στο υπνοδωμάτιο η γυναίκα σου δίνεται / στον αδερφικό σου φίλο’’,’’O Homo sapiens σε μια νέα εποχή’’, ‘’τα ρόπαλα έχουν αντικατασταθεί με Magnum’’, ‘’Ο Τσε σκοτώθηκε για να γίνει μπλουζάκια’’ ,’’μια νέα άποψη της επανάστασης’’ και πολλοί, αντίστοιχης προβληματικής , στίχοι αλλά και σχόλια στην αποκτήνωση της δημοσιογραφίας ‘όπως ‘’εστιάστε ακριβώς στη μητέρα, έτσι όπως οδύρεται/ πάνω στην άσφαλτο/δεν θέλω συναισθηματισμούς/’’. Τέτοιου είδους φιλοσοφοκοινωνιολογικές , πολιτικές και υπαρξιακές αγωνίες, με ευανάγνωστη θεματολογία και σήμανση, μειώνονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου και ελαχιστοποιούνται στα επόμενα. Ο Γ.Λ ,με το δεύτερο μέρος του ‘’Τα όρια του λαβύρινθου’’ φαίνεται ότι αποσπάται οριστικά από τις αγωνίες , νεανικής υφής, και απορίες – σε σχέση με το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι – για να στραφεί στα μεγάλα μυστήρια της ύπαρξης, ήτοι το κυρίως γεύμα της ποιητικής ύλης.
Με προμετωπίδα και ερέθισμα μια είδηση σε γερμανική εφημερίδα ότι ‘’βρέθηκε νεκρός στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας , καθισμένος στην πολυθρόνα μπροστά από την τηλεόραση, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Δεν τον αναζήτησε κανείς, μέχρι που εξαντλήθηκε ο τραπεζικός του λογαριασμός και η τράπεζα αναγκάστηκε να τον ψάξει στο διαμέρισμά του’’, ο Λίλλης συνθέτει ένα εννέα σελίδων ποίημα, με τον τίτλο Fayum, όπου αρχίζει να ξεκαθαρίζει το κεκτημένο του ,πλέον, ποιητικό στίγμα: ‘’ Εύρημα του σύγχρονου πολιτισμού./Μπορείς να με θεωρήσεις κατάλοιπο μοναξιάς/που ο θάνατος του στερεί/ότι ένας νεκρός δικαιούται./ Η υγρασία και η μούχλα επιτίθενται,/ η τηλεόραση αμύνεται με ήχους και εικόνες./Ανώφελα…/, ‘’…Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την απουσία μου./Προφανώς ήμουν ήδη νεκρός…/. Αντλώντας από την ανατριχιαστική τραγικότητα της περίπτωσης διαλογίζεται εύστοχα πάνω στην μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, μη χάνοντας την ευκαιρία των ωραίων μεταφορών και παρομοιώσεων: ‘’τ’ άστρα έξω από το παράθυρο σκόρπια νομίσματα’’ .Με τα ποιήματα αυτά ο ποιητής εκδηλώνει το ύφος της ωριμότερης γραφής που θα χαρακτηρίσει τα επόμενα βιβλία του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, που θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις στον ΄΄Αρλεκίνο’’, είναι η χρήση της προστακτικής. Παραινετικές ή ευγενικές προστακτικές παρατηρούνται σε μεγάλη έκταση στα τελευταία βιβλία του Γ.Λ.: ‘’Άκου με λοιπόν. Δεν υπήρξα ποτέ κυνηγός οραμάτων/ όσα αγάπησα/ πρώτα βεβήλωσαν τον εγωισμό μου κι ύστερα καταστάλαξαν μέσα μου/ ‘’.Οι προστακτικές φανερώνουν την ανάγκη του ποιητή να ορίσει το άλλο πρόσωπο με το οποίο θα αρχίσει να συνομιλεί. Μια συνομιλία που οδηγεί , μέσω του άλλου , στην βαθύτερη ουσία και τα διαχρονικά ερωτήματα της ύπαρξης, αλλά και στην ενεργοποίηση του δημιουργικού του οίστρου. Κάποιες φορές, συνειδητά ή ασυνείδητα, συνομιλεί με ποιητές ή στίχους ποιητών, ‘’όποιος μοιράζει τη ζωή του δεν είναι πια νησί’’. Τη λέξη’’ νησί’’ ως έκφραση της μοναξιάς και της απομόνωσης ,θα την εντοπίσουμε και στα άλλα του βιβλία. Εντύπωση προκαλεί ο στίχος ‘’ οι φύλακες του έρωτα ξιφομαχούν με την περιφρόνηση’’, η αίσθηση αυτή δεν θα είναι παρούσα στον ‘’Αρλεκίνο’’ που αποτελεί μια δοξολογία του έρωτα μακριά από τα φαντάσματά του.
Μικρή διαθήκη
Το 2012 ο Γ.Λ εκδίδει τη συλλογή ‘’Μικρή διαθήκη’’. Μια περιποιημένη έκδοση από τις εκδόσεις ‘’Περισπωμένη’’ που τελευταία επιλέγει ως εκδοτική του στέγη. Πρόκειται για μια σαφώς πιο ώριμη ποιητική γραφή που θεματολογικά και υφολογικά συγγενεύει με το τελευταίο μέρος της προηγούμενής του συλλογής. Το βιβλίο διατρέχεται από την προέκταση της σκέψης και της ουσίας της τελευταίας αράδας του τελευταίου ποιήματος ‘’Η ασχήμια μπορεί να λεηλατηθεί’’. Και σε αυτό το βιβλίο επισημαίνεται η αναζήτηση του άλλου προσώπου και ο διάλογος μαζί του .Η χρησιμοποίηση των παραινετικών προστακτικών είναι ενδεικτικές: ‘’σου λέω πίστεψε στη λεπτομέρεια’’, ‘’είναι εφικτό να είμαι ποιητής προστατεύοντας τόση ύλη; Εσύ ξέρω θα με συντρόφευες ως το τέλος βοηθώντας με να εξηγώ μέσα μου την άγρια φωτιά, αλλά και τα ποτάμια που την αντικρούουν. Αγαπώντας με’’, ‘’σε εμπιστεύομαι’’, ‘’στο υπόσχομαι, θα παρατείνω τις ζωές μας στην αιωνιότητα’’, ‘’σε ανακαλώ, παρόλο που γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι να παραμείνεις μέσα μου άθικτη’’… Τα ποιήματα του Λίλλη είναι επιστολές στις οποίες, απευθυνόμενος σε ένα πραγματικό ή ιδεατό πρόσωπο ,βρίσκει τη γόνιμη ευκαιρία να κάνει επιδέξια σχόλια στην ανθρώπινη ύπαρξη και τη μοίρα της. Αυτοσαρκάζεται, αναστοχάζεται, φιλοσοφεί, εφευρίσκει, κάνει περίτεχνες ποιητικές ντρίπλες χωρίς να φοβάται να βάλει ευγενικά γκολ στο άλλο πρόσωπο και πιο σκληρά γκολ στον ίδιο του τον εαυτό απογυμνώνοντάς τον. Έχει κατακτήσει την ποιητική γραφή, πάντα σε ελεύθερο στίχο, και συνομιλώντας με τον άλλο ,μας δίνει εξαίρετους στίχους.
Ο καθρέφτης
Τοποθέτησέ με σε παρακαλώ στο σημείο εκείνο
όπου θα μπορέσω να αντικρίσω
το μεγαλείο του απέραντου.
Άφησέ με
να διασχίσω ανέμελος το ακατανόητο πλαίσιο
με την ελπίδα να διατρυπηθεί
ο πειθαρχημένος μου νους.
Βοήθησέ με
να εκτιμήσω το βάρος των στιγμών.
Η ενηλικίωσή μου δεν εμπερικλείει κύκλους
μόνο επίπεδες ερήμους , που είσαι
αναγκασμένος να διανύσεις.
Η αγαπημένη μου ασχολία να εντοιχίζω
σε κάθε μου ελάττωμα έναν καθρέφτη μπορεί να φανεί
υπερβολική. Όμως μην ξεχνάς , έχω ανάγκη
από τις διαστάσεις ενός αληθινού προσώπου.
Η ποίηση του Γ.Λ δεν είναι σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες αλλά ποιητικοί χείμαρροι που συν-κινούν τον αναγνώστη. Η ‘’Μικρή διαθήκη είναι ένα προσύμφωνο, μια παρακαταθήκη για τον επερχόμενο ‘’Αρλεκίνο’’ που αποτελεί έναν ύμνο στον έρωτα. Προάγγελος είναι το ποίημα ‘’Επούλωση’’ που εξυψώνει τη γυναίκα:
Επούλωση
Είσαι εκείνη που σημάδεψαν οι ορίζοντες
και σε τυλίγουν με το στεφάνι της επιδοκιμασίας
για να ζήσεις ελεύθερη. Απομακρυσμένη
από το φτηνό, το πρόχειρο, το στημένο, το επιφανειακό,
συντρίβεις τα σύνορα
τα αγκάθια βγάζεις.
Τις πληγές επουλώνεις.
Μυρίζουν ιώδιο
τα μαλλιά σου και μ’ ένα σπασμένο κοχύλι
υμνείς σιωπηλά τη γαλήνη που με κόπο τελειοποίησες.
Μου το έμαθες. Ελπίζεις σημαίνει πίσω από τείχη
αγναντεύεις τον ουρανό.
Γιατί ο έρωτας ‘’τα αγκάθια βγάζει / τις πληγές επουλώνει…’’ με μια άλλη , πιο ρεαλιστική, όμως προσέγγιση νέες πληγές ανοίγει… όμως ο Λίλλης αδιαφορεί , σ’ αυτή την περίοδο της συγγραφικής του πορείας, για τις συνέπειες. Θέλει να ξεχνάει ότι ο έρωτας είναι ‘’γλυκύπικρον άμαχον ορπετόν’’ ‘όπως η μεγάλη της Λέσβου αποκάλεσε. Γράφει: ‘’θυμάσαι τότε που θέλησες να κρατήσεις/ μια νιφάδα. Ένα απρόοπτο /θαύμα ήταν, ένα ξάφνιασμα, μια κλεφτή/ ματιά στο έργο ακριβοθώρητου δημιουργού/…/ Αυτό που μένει δεν είναι η στιγμή,/ που μέσα της όλα νομιμοποιούνται,/ αλλά η δύναμη να επιβάλλεσαι στη ροή/ όταν μονιμότητα είναι αυτό που αναστηλώνεται/στο χάος για να θαυμάσεις.’’
Στη στιγμή, στο παρόν δηλαδή, όλα νομιμοποιούνται. Αυτό που μένει λοιπόν δεν είναι η στιγμή ,αλλά η δύναμή της να επιβάλλεται στη ροή. Γιατί μόνιμο είναι αυτό που αναστηλώνεται στο χάος διότι μπορείς να το θαυμάζεις. Και τι είναι αυτό παρά μια εφήμερη νιφάδα χιονιού, τα επίσης εφήμερα – όχι όσο η νιφάδα – χείλη ενός κοριτσιού, κι ίσως ο Παρθενώνας…
Η νοσταλγία έχει το δικό της μερίδιο στην ποίηση του Γ.Λ. Πότε νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα, νοσταλγία για τον έρωτα και βεβαίως νοσταλγία για τις θερμές θάλασσες του Νότου. Η Μεσόγειος, δηλαδή η πατρίδα του, εμφανίζεται ως συλημένη νοσταλγία …’’ συλημένη νοσταλγία, εισχωρείς σαν σκιά/ για να αναζητήσεις αθόρυβα τα ίχνη του θαλασσινού θεού/…/ σε τραγουδά ένα τζιτζίκι, σ’ αφουγκράζεται το αίμα μου/ σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο κοχύλια και κλειστά / παραθυρόφυλλα.’’
Αρλεκίνος
Το προσωπείο του Αρλεκίνου και όχι του πεφυσιωμένου διάνου, όπως θα προσιδίαζε στο ρόλο του αρσενικού, επιλέγει ο ποιητής Γιώργος Λίλλης για να μας παρουσιάσει μια ελεγεία στον έρωτα. Το τελευταίο του βιβλίο ‘’Αρλεκίνος’’ είναι μια ερωτική επιστολή όπου ο ποιητής μετέρχεται όλων των κατακτήσεων, από μέρους του, της ποιητικής τέχνης . Μια γραφή ευκρινής και διακριτή που ενσωματώνει αβίαστα στοιχεία λυρισμού και ρομαντισμού, όπως αρμόζουν στο θέμα που επεξεργάζεται, αλλά και νεωτερικά χαρακτηριστικά όταν απαιτηθεί, για να αποδώσει ένα υπέροχο ποιητικό κείμενο, έναν ύμνο στον έρωτα και όχι στην ουτοπία του. Επιλέγοντας τον τίτλο του Αρλεκίνου κέρδισε την ελευθερία να κινείται , με μαεστρία, στα θετικά και αρνητικά όρια που ‘’νομιμοποιείται’’ να εκτείνεται μια ερωτική επιστολή με συγκεκριμένο αποδέκτη. Παρόλο που ο ίδιος αρνείται τον ρόλο του αποστολέα ‘’θα παραμείνω απλά ένας ταχυδρόμος, ποτέ ο αποστολέας/ ούτε καν ένας τυχαίος παραλήπτης…’’, είναι αναμφίβολα ο αποστολέας που αποσκοπεί σε συγκεκριμένο αποδέκτη, κι αυτός – πέραν του πραγματικού – είναι ο κάθε αναγνώστης του. Αυτό είναι άλλωστε και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης, ενώ εκκινεί από το μερικό αποκτά καθολικότητα και αληθεύει στους πολλούς και στο μέλλον. Ο Γ.Λ. κέρδισε τα στοιχήματα που έπαιξε ,με την παρουσίαση αυτής της συλλογής ,εκτός από ένα, που δεν έχει σχέση με την ουσία του βιβλίου – αφού παραμένει και θα είναι εσαεί ένας ύμνος στον έρωτα – αλλά με την πλάνη που εμπεριέχεται ως διά ταύτα , ως αποτέλεσμα στο θέμα που επεξεργάστηκε. Όχι ότι δεν γνωρίζει ότι στην ερωτική μαγεία εμπεριέχεται ο πόλεμος , αλλά αυτό που επιθυμεί είναι η ανακωχή:’’ επιθυμώ γόνιμο διάλογο… να βγάλουμε τις μάσκες να αποθέσουμε τα σπαθιά’’ ,ή αλλού ‘’ οι γύπες χόρτασαν από σάρκες. Ας δώσουμε ευκαιρία στα αηδόνια’’ ή ‘’και δεν υπάρχει γυναίκα πρωτομάστορα/ να χτιστεί στην πέτρα να στεριώσει./ Εσύ ναι θα ήσουν ικανή… αλλά δεν είσαι εδώ…’’. Ένα ερωτικό κάλεσμα λοιπόν σαν το κελάιδισμα των αηδονιών, σαν το φούσκωμα των διάνων, που κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Αρλεκίνου. Ένα έργο που του έδωσε τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό ,και ως άνθρωπο και ως ποιητή και να πείσει και στα δύο πεδία… Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι κεφάλαια. Αρχίζει πάλι με τις προσφιλείς προστακτικές ‘’Άκουσέ με’’ και εξελίσσεται αφηγηματικά πάντα με χρήση ωραίων μεταφορών και παρομοιώσεων: ‘’επικαλούμαι την προσοχή σου ,όπως τα πουλιά / όταν σιωπούν/ τρομαγμένα μετά έναν πυροβολισμό… ’’.Περιγράφει την πορεία της ζωής του και με έναν σπαρακτικό τρόπο προσδιορίζει την πρότερη και την τωρινή πραγματικότητα. Μιλάει για όσους ‘’χάθηκαν’’: ‘’άλλοι βούλιαξαν στη λήθη από το βάρος των νομισμάτων’’. Άλλοτε δίνει κουράγιο στον ίδιο του τον εαυτό στο ταξίδι της ζωής ‘’λίγο χώμα, μωρέ, και λίγο νερό, αρκεί να / προσπαθήσουμε ξανά / από την αρχή…’’ Και στο δεύτερο κεφάλαιο συνεχίζεται η παράθεση εξαιρετικών μεταφορών. Το κεφάλαιο αρχίζει με το ‘’ Κάποτε παρίστανα τον αρλεκίνο με επιτυχία…’’ και τελειώνει με την παράκληση ‘’Σώσε με . Φοβάμαι τα πρόσωπα των θεατών.’’ Δεν διστάζει να ομολογήσει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός κι ότι ο αρλεκίνος, αυτός ο επαγγελματίας του θεάματος , ο μίμος, φοβάται πλέον τα πρόσωπα των θεατών. Στο τρίτο κεφάλαιο αφού μιλάει για τη γενιά του, την εποχή του, την ανωριμότητά του, κάνει ομολογίες ζωής ‘’δεν θα αιωρηθώ ποτέ/ όσο και να κατασκεύαζα μια ζωή φτερά’’, καταλήγει στον ορισμό του έρωτα:
Να σε αγγίζω και να πέφτει στα χέρια μου η αγνότητα. Να σε μυρίζω και να ελευθερώνεται θυμωμένος ο λίβας. Να σε γεύομαι και να σουρουπώνουν τα χείλη μου. Να σε ακούω και να τρίζει το στήθος σαν κατάρτι. Να σε βλέπω και να γεμίζουν οι δεξαμενές της / νοσταλγίας.
Στο τέταρτο κεφάλαιο αφού εμφανίζεται ανεπανόρθωτα ρομαντικός ‘’κάπου θα υπάρχει ένας χώρος, έστω κρυφός, όπου ο / έρωτας… θα λαβώσει τα τέρατα, ανθίζοντας στα περιβόλια των αισθήσεων’’ , καταλήγει σε πιο συντελεσμένες καταστάσεις ‘’εντός μου κοιμάσαι κι ανατέλλει αντίστροφα ο ήλιος’’
Στο πέμπτο κεφάλαιο η Αριάδνη, η όποια Αριάδνη ,δίνει το νήμα για έξοδο από τον λαβύρινθο ‘’πάντα μια Αριάδνη / θα προσφέρει ανιδιοτελώς το νήμα της για να σωθούμε…’’ ,κι επειδή ‘’τα σκιάχτρα φορούν ρούχα ανθρώπων’’, ‘’ πότισέ με κι ας είναι λίγο το νερό’’…
Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο δοξολογείται ο έρωτας. Ο Λίλλης δεν είναι κυνηγός κεφαλών ,αλλά ένας ρομαντικός και ευαίσθητος εραστής που ‘’στην αποκριά αυτή/ σε προσκαλώ στην ομορφιά/ του τριαντάφυλλου και όχι στα αγκάθια του’’. Κι ακόμα ‘’ανεμίζει το φόρεμά σου, σαν πανί λευκό ιστιοφόρου’’. Το ποίημα τελειώνει με μια πανηγυρική κατάθεση στεφάνου στον έρωτα: ‘’από τις γόνδολες των χειλιών ως τις / απύθμενες / λίμνες της όρασης / στρατιές οσμών και γεύσεων / καταθέτουν στεφάνι στη θερμότητα / των σωμάτων ./ Τα δακτυλικά μας αποτυπώματα στη διάρκεια.
Μια όμορφη κατάθεση στο ταμείο της ελληνικής γραμματείας με θέμα τον έρωτα έχει συντελεστεί.
Σε αυτό το σημείωμα για τον ποιητή Γιώργο Λίλλη ασχολήθηκα , με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου ‘’Αρλεκίνος’’ με τις τρεις τελευταίες ποιητικές συλλογές. Το 2012 όμως, που εκδόθηκε η ΄΄Μικρή διαθήκη, ο Γ.Λ παρουσίασε και ένα μυθιστόρημα με θέμα τον εμφύλιο και τίτλο ‘’Ιχνη στο χιόνι’’. Παρόλη την προετοιμασία μου, και για αυτό το βιβλίο, η έκταση του παρόντος μεταθέτει τη δημοσιοποίηση των απόψεών μου σε επόμενη δημοσίευση.