H κυρία «Κούλα»

0
561

Διήγημα του Φίλιππου Φιλίππου στη μνήμη του Μένη Κουμανταρέα που έφυγε σαν σήμερα.

Την εποχή που έγραφα το πόνημά μου για την Ομόνοια, ο Μένης Κουμανταρέας ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην παράκλησή μου και με βοήθησε με τις σκέψεις και τις ιδέες του. Την πλατεία τη γνώριζε καλά κι έτσι ήρθε στη φωτογράφηση συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση του βιβλίου. Στη διάρκεια της περιπλάνησής μας, επισκεφτήκαμε στη στοά του Πταισματοδικείου τον «κ. Ευριπίδη», τον κουρέα που έλεγε ενδιαφέρουσες ιστορίες (έχουν καταχωρηθεί στο βιβλίο Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω), με τον οποίο πιάσαμε κουβέντα. Ήξερε κι εκείνος ένα σωρό πράγματα για τους ανθρώπους της πλατείας. Μάλιστα, για να του δώσω την ευκαιρία να ανοίξει την καρδιά του, κάθισα στη φθαρμένη πολυθρόνα του μαγαζιού του και με κούρεψε.

Μόλις τελειώσαμε την περιήγηση της περιοχής, ο φωτογράφος έφυγε κι εμείς οι δύο καθίσαμε στο «Νέον» και ήπιαμε καφέ. Εκεί, στο πατάρι του καφενείου, συναντήσαμε μια ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν μόνη σ’ ένα γωνιακό τραπέζι έχοντας ένα δέμα σε μια καρέκλα. Ο Κουμανταρέας μας σύστησε: «Η κυρία Ζαχαρούλα, συνταξιούχος καθηγήτρια», «ο κύριος Φιλίππου, συγγραφέας». Η γυναίκα πήρε το δέμα κι ήρθε στο τραπέζι μας απ’ όπου είχαμε τη δυνατότητα να παρατηρούμε τους περαστικούς. Εμείς τρώγαμε το γλυκό μας κι εκείνη ρουφούσε το τσάι της. Κάποια στιγμή που η ηλικιωμένη κυρία πήρε την τσάντα της και πήγε στην τουαλέτα, ο Κουμανταρέας με πληροφόρησε πως αυτή ήταν η κυρία «Κούλα» της ομώνυμης νουβέλας του.

Όταν εκείνη επέστρεψε, άρχισα να την παρατηρώ με προσοχή. Πώς περνούσαν τα χρόνια!  Τότε που γράφτηκε το βιβλίο του, το 1975, ήταν μια ώριμη γυναίκα, τώρα, το 2000, ήταν σχεδόν γριά. Ατενίζοντας την, πρόσεξα πως είχε πληγεί από τη μανία του χρόνου. Καλοστεκούμενη, με μαλλιά που η βαφή τα είχε ξανοίξει, με ταγιεράκι κυπαρισσί, το οποίο ταίριαζε με το πράσινο των ματιών της, ήταν συμπαθέστατη. Το πρόσεξε που την παρατηρούσα, με κοίταζε διακριτικά, μα δεν μου έκανε καμιά ερώτηση. Προφανώς, δεν την ενδιέφερα. Ωστόσο, με άλλους είχε θράσος, το θράσος της ηλικίας. Όταν κάποιος άνδρας στα διπλανά τραπέζια της άρεσε, τον κοίταζε ασύστολα.

Στη διάρκεια της κουβέντας, δεν φαινόταν να μου δίνει σημασία, γι’ αυτήν ήμουν ένας άγνωστος. Τη στιγμή που μιλούσα, έκλεινε τα μάτια και φαινόταν σαν να κοιμάται. Όταν όμως μιλούσε ο Κουμανταρέας κρεμόταν από τα χείλη του. Ενίοτε, όταν συνερχόταν από την ύπνωση, κοίταζε κάτω, ή έριχνε ματιές στη βέρα της. Ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Μπορώ να πω πως κι οι δύο ήρωες του Κουμανταρέα, τόσο αυτή όσο και ο «κ. Ευριπίδης», ήταν πολύ βαρετοί, δεν είχαν καμιά σχέση με τα ζωντανά πρόσωπα που όλοι ξέρουμε από τα αντίστοιχα βιβλία. Κοιτώντας την, αναρωτήθηκα αν ήταν σύμπτωση που φορούσε το ίδιο ταγιέρ που περιγράφεται στη νουβέλα. Ήταν άραγε τόσο φτωχή; Περίεργο! Στο βιβλίο μαθαίνουμε πως καταγόταν από εύπορη οικογένεια, πως εργαζόταν μόνο και μόνο για να γεμίζει την πληκτική ζωή της, πως ο άντρας της διατηρούσε γραφείο εισαγωγών κι εξαγωγών.

Ο Κουμανταρέας μου εξήγησε παρουσία της -χαμογελώντας μυστηριωδώς- πώς για ευνόητους λόγους άλλαξε το όνομα και το επάγγελμά της. Την ονόμασε Κούλα και την έκανε εφοριακό. Η κυρία Ζαχαρούλα δεν αντέδρασε, δεν έκανε καμιά παρατήρηση, δεν τον ρώτησε για ποιο λόγο την έκανε ηρωίδα της ιστορίας του. Μπορεί το θέμα να το είχαν κουβεντιάσει άλλη φορά και η απορία της να είχε λυθεί. Η ώρα πέρασε γρήγορα παρόλο που η ηλικιωμένη κυρία ουσιαστικά δεν συμμετείχε στη συζήτηση. Αφού μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, βγήκαμε από το καφενείο. Εκείνη την ώρα γινόταν μια διαδήλωση διαμαρτυρίας φοιτητών και εργατών, οι οποίοι κατέβαιναν την οδό Πανεπιστημίου με πανό και πλακάτ. Μερικοί από αυτούς ήταν εριστικοί και φωνακλάδες, προκαλούσαν τα όργανα της τάξεως που στέκονταν στις άκρες των πεζοδρομίων.

Μόλις οι αστυνομικοί έριξαν δακρυγόνα, ακολουθήσαμε το πλήθος των περαστικών που κατέβαιναν τρέχοντας στο υπόγειο της πλατείας και βγάλαμε εισιτήριο για τον ηλεκτρικό.

*

Στον Άγιο Νικόλαο κατεβήκαμε. Κοντά στο σταθμό, επί της πλατείας, βρισκόταν το υπόγειο ταβερνάκι, όπου η κυρία Κούλα και ο φοιτητής της είχανε πάει για να διασκεδάσουν. Κατεβήκαμε κι εμείς στο ίδιο ταβερνάκι. Οι τοίχοι ήταν μαυρισμένοι από καπνιά, σε κάποια σημεία τους υπήρχαν ζωγραφισμένοι με νερομπογιά μπεκρήδες, οι πελάτες ήταν χαρμάνι, κάθε καρυδιάς καρύδι, τύποι λαϊκοί, φαντάροι, φοιτητές. Ακουγόταν μουσική από τζουκ μποξ. Παραγγείλαμε λακέρδα, τζατζίκι και χταποδάκι στα κάρβουνα. Κάποιοι θαμώνες χόρεψαν ζεϊμπέκικο, ενώ ο Κουμανταρέας, εγώ κι η κυρία «Κούλα», τσιμπούσαμε τα μεζεδάκια, πίνοντας κρασί. Στο σκοπό μερικών λαϊκών τραγουδιών, «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», χτυπούσαμε παλαμάκια.

«Όπως τότε», είπε ο Κουμανταρέας στην κυρία «Κούλα».

«Όπως τότε», είπε εκείνη.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθαμε στο κέφι, υψώναμε τα ποτήρια μας ο ένας στον άλλον, λέγοντας «Γεια μας», «Εβίβα» και «Άσπρο πάτο». Στο τέλος, υπό την επήρεια του κρασιού, σηκωθήκαμε και χορέψαμε κι οι τρεις. Ωραία περάσαμε.

Γύρω στα μεσάνυχτα, η κυρία Ζαχαρούλα βγήκε έξω για να ψάξει για ταξί κι εμείς τη συνοδεύσαμε. Τη στιγμή που είπε στον οδηγό «Γαλάτσι» και όχι «Κηφισιά», απόρησα:

«Δεν μένετε πια στην Κηφισιά;»

«Ποτέ δεν έμενα στην Κηφισιά. Από τότε που γεννήθηκα στο Γαλάτσι μένω».

«Κι ο σύζυγος, οι κόρες σας;»

«Μα δεν έχω παντρευτεί ποτέ μου».

«Μου λέτε αλήθεια;»

«Ασφαλώς. Δεν έτυχε να βρω τον κατάλληλο άνδρα».

«Κι η βέρα;»

«Α, τη φοράω γιατί αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο. Είναι της μητέρας μου».

«Κι ο Μίμης ο φοιτητής που έμπαινε στο σταθμό του Θησείου και κατέβαινε στη Νέα Ιωνία, υπήρξε ή όχι;»

«Ρώτα τον φίλο σου, τον συγγραφέα»

*

Το ταξί έφυγε κι εγώ με τον Κουμανταρέα κοιταχτήκαμε. Μολονότι δεν του είπα τίποτα, διάβασε ένα είδος μομφής στο βλέμμα μου. Περίμενα μιαν εξήγηση. Στο δρόμο για τα σπίτια μας, εκείνος τότε έμενε στην πλατεία Βικτωρίας κι εγώ στα Εξάρχεια, μου είπε:

«Ας εξηγηθώ μαζί σου μια και καλή. Η κυρία «Κούλα» δεν υπάρχει, η κυρία Κούλα είμαι εγώ!»

Η φράση είναι διάσημη. Την είπε ο  Φλομπέρ («Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ!»), και την επανέλαβε ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του, θυμίζοντας τον Φλομπέρ. Δεν ξέρω αν ο Κουμανταρέας έλεγε την αλήθεια ή την είπε για κάποιους λόγους που αγνοούσα. Σημασία έχει πως η αποκάλυψή του με ξάφνιασε. Αυτό που εκστόμισε το θεώρησα κάτι σαν απολογία αλλά δεν ήταν. Η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, με ψέματα και αλήθειες, με αντιστροφή των ρόλων και με κώδικες που δεν είναι εύκολο να κατανοήσει ο αναγνώστης. Πάντως, δεν μου φάνηκε πως ένιωθε τύψεις, πως είχε μετανιώσει για όσα επιχείρησε να περάσει μέσα από τη νουβέλα του. «Ας εξηγηθώ μαζί σου μια και καλή. Η κυρία «Κούλα» δεν υπάρχει, η κυρία Κούλα είμαι εγώ!»

 

*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Το δέντρο αρ.143-144, Αύγουστος-Οκτώβριος 2005

 

Προηγούμενο άρθροΜοναχικέ Λύκε, είσαι εδώ;
Επόμενο άρθροΣήμερα η εκδήλωση για τον Μανόλη Αναγνωστάκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ