της Αγγελικής Γιαννικοπούλου (*)
Όχι μόνο το πρώτο εικονογραφημένο βιβλίο που εκδόθηκε ποτέ ήταν ένα βιβλίο γνώσεων, το Orbis Pictus του Amos Comenius, αλλά και τα βιβλία με τα οποία συνήθως ακόμη και τώρα ξεκινούν τα αναγνωστικά τους ταξίδια τα μικρά παιδιά είναι πάλι βιβλία γνώσεων, τα βιβλία εννοιών (concept books) για μωρά. Όμως, το βιβλίο γνώσεων έχει μελετηθεί ελάχιστα συγκρινόμενο με το λογοτεχνικό, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά και διεθνώς, αφού η συζήτηση μεταξύ των θεωρητικών του παιδικού βιβλίου για το εικονογραφημένο βιβλίο γνώσεων και χρονικά έπεται εκείνης του λογοτεχνικού, και είναι σαφέστατα πολύ πιο περιορισμένη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν ακόμη υπό συζήτηση θέματα τόσο βασικά, όπως η ορολογία (βιβλίο γνώσεων ή πληροφοριακό βιβλίο ή ακόμη και βιβλίο πληροφοριών ή πληροφοριακή λογοτεχνία informational literature), ο ορισμός του, καθώς και οι σχέσεις του με το λογοτεχνικό βιβλίο –αμοιβαίος αποκλεισμός (;), όπως μάλλον μαρτυρά το δίδυμο των αγγλικών όρων fiction/ nonfiction.
Και ενώ αρκετά ζητήματα παραμένουν ακόμη υπό διερεύνηση αναφορικά με το εικονογραφημένο βιβλίο γνώσεων για παιδιά, στην κοινή αντίληψη φαίνεται να υπάρχει μια πρώτη συμφωνία για δύο τουλάχιστον θέματα: Το πρώτο αφορά το ‘καθαρό’ βιβλίο γνώσεων, αυτό δηλαδή που διατυπώνεται σε ύφος πληροφοριακό (expository), όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε ένα διδακτικό εγχειρίδιο, σε αντιδιαστολή με εκείνο που συχνά ονομάζουμε αφηγηματικό/ λογοτεχνικό βιβλίο γνώσεων, όπου η γνώση προσεγγίζεται μέσα από τα μαγικά μονοπάτια της μυθοπλασίας, και για το οποίο συχνότερα τίθενται ενστάσεις αναφορικά με την ειδολογική του κατάταξη. Η δεύτερη συναίνεση εντοπίζεται σε πραγματολογικό επίπεδο τονίζοντας τη σχέση του βιβλίου γνώσεων με την αλήθεια και την εγκυρότητα, και εκφράζοντας την κοινή παραδοχή για μια λογοτεχνία που τροφοδοτείται από τη φαντασία και ένα βιβλίο γνώσεων που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα –εδώ η διάσταση εντοπίζεται στο ζεύγος fiction/ diction.
Χωρίς να είναι το πρώτο –δες για παράδειγμα τα παλιότερα Οικιακά τέρατα του Stanislav Marijianovic, αλλά και Το μεγάλο βιβλίο των δράκων της Federica Magrin– το βιβλίο Καλικαντζαρολογία-Καλικαντζαροδιωκτική του Στέλιου Πελασγού σε εικονογράφηση Σπύρου Γούση και Μαίρης Καρπέτα, φαίνεται να προσποιείται ότι αποτελεί ένα βιβλίο γνώσεων, που προσφέρει έγκυρες πληροφορίες στον άκρως ενδιαφέροντα τομέα της … Καλικαντζαροδιωκτικής.
Μιμούμενο τη φωνή και υιοθετώντας όλα τα κειμενικά χαρακτηριστικά ενός εγχειριδίου, το βιβλίο του Πελασγού τεκμηριώνει την αρτιότητά του στην επιστημονική επάρκεια του συγγραφέα ως πτυχιούχου Καλικαντζαρολογίας, στα 1769 κιλά αρχειακού υλικού που έχει, κατά δήλωσή του, συμβουλευτεί, καθώς και στην παράθεση των σχετικών πηγών/ Μαρτυριών στο τέλος του βιβλίου. Μάλιστα η έννοια της γνώσης που έρχεται από παλιά ενισχύεται και από το παλιομοδίτικο εξώφυλλο του βιβλίου και τα μαρμάρινα εσώφυλλά του (στην εκδοτική αργκό ‘ταπετσαρίες’, ‘φόδρες’), αλλά και τις παλιές φωτογραφίες, τις κάρτες καταγραφής πληροφοριών σε μια προ-ηλεκτρονικού υπολογιστή εποχή, και ενίοτε ακόμη και την επιλογή γραμματοσειράς που παραπέμπει σε … γραφομηχανή. Σε τόνο πληροφοριακό το υλικό δομείται σε κεφάλαια με κατατοπιστικούς τίτλους, όπως Πού ζουν, Από πού έρχονται, Πώς μιλούν, Πώς πρέπει να μιλάμε εμείς κ.ά., και συνοδεύεται από εικονογράφηση στο ίδιο ύφος, καθώς παρατίθεται φωτογραφικό υλικό, χάρτες, πορτρέτα, πυξίδες, ρολόγια, κατόψεις κτιρίων, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση και η γνώση. Από την άλλη και η διάταξη/ εικόνα της σελίδας με συνεχείς υπογραμμίσεις, κείμενα σε πλαίσια, προβεβλημένα συμπεράσματα συνεισφέρει στην ιεράρχηση των πληροφοριών και την πληρέστερη κατάκτησή τους. Επιπλέον, δεν παραλείπονται ούτε οι σχετικές ασκήσεις εμπέδωσης, δες το κεφάλαιο Καλικαντζούρες, οι ευχάριστες κατασκευές που χρυσώνουν το χάπι της γνώσης, αλλά και ένα Ερωτηματολόγιο στο τέλος του βιβλίου για έλεγχο της διδαχθείσης ύλης.
Η υιοθέτηση της φόρμας και του εγκυρότατου στυλ του βιβλίου γνώσεων από ένα βιβλίο που κινείται στο χώρο των λαϊκών δοξασιών και του μύθου και η παρουσίαση των παραδόσεων για τους καλικάντζαρους με το βαρύγδουπο ύφος του επιστημονικού θέσφατου δημιουργεί μια έντονη παρωδία που γοητεύει τους μεγαλύτερους, ακόμη και τους ενήλικους, αναγνώστες του βιβλίου. Η υποκατηγορία του ψευδο-βιβλίου γνώσεων (pseudo–nonfiction picturebook), επειδή ακριβώς καταδεικνύει την υπερβολή στην αξίωσή του να εκφράζει πάντοτε την αντικειμενική πραγματικότητα, πέραν του χιουμοριστικού στοιχείου, εμμέσως θέτει επιστημολογικά αλλά και γενικότερα φιλοσοφικά ζητήματα.
Από την άλλη, η επιλογή συγκεκριμένου πληροφοριακού υλικού και η παράθεση ιστοριών για τα παγανά που αναδεικνύουν τη σκανταλιάρικη φύση τους, καταφέρνουν να συγκινήσουν τους μικρούς αναγνώστες, οι οποίοι παράλληλα κατανοούν και την παρωδιακή φύση ενός βιβλίου που (δεν;) προσφέρει γνώσεις. Γιατί, παρά το μυθοπλαστικό αφηγηματικό του πλαίσιο και την δεδηλωμένη σκοπιμότητά του να εκπαιδεύσει καλικαντζαροδιώκτες, ο Οδηγός Καλικανζαρολογίας και Καλικαντζαροδιωκτικής φέρνει τα παιδιά σε επαφή με τη λαϊκή παράδοση και διασώζει λαογραφικό υλικό, που επιτρέπει στη νέα γενιά να γνωρίσουν το παρελθόν τους, ακόμη και όταν αυτό συναντά την ομορφιά των λαϊκών δοξασιών.
(*)Η Αγγελική Γιαννικοπούλου είναι Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας στο Εθνικό, και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
INFO: Στέλιος Πελασγός, Καλικαντζαρολογία- Καλικαντζαροδιωκτική, Εικ. Σπύρος Γούσης – Μαίρη Καρπέτα, Εκδ. Πατάκη, 2020.